Σελίδες

Σάββατο 25 Ιουλίου 2009

Η παγκοσμιότητα της ποίησης του Καβάφη

 

του Νάσου Βαγενά

καβάφης

Κανένας ίσως έλληνας ποιητής δεν υπήρξε τόσο καλός κριτικός αναγνώστης του έργου του όσο ο Καβάφης. Η φράση «ο Καβάφης είναι ποιητής του μέλλοντος», την οποία διοχέτευε εντέχνως στο ευρύτερο κοινό μέσω του στενού περιβάλλοντος των θαυμαστών του, υπαγορευόταν ­ είναι φανερό ­ λιγότερο από ματαιοδοξία και περισσότερο από την επίγνωση ότι θα ερχόταν μια εποχή που η ασύμβατη με τα ποιητικά δεδομένα του καιρού του ποίησή του θα επιβαλλόταν ως μεγάλη ποίηση, όχι μόνο μέσα στο περιορισμένο νεοελληνικό πλαίσιο. Ο Καβάφης γνώριζε ότι ο ποιητικός του λόγος, που με τόσο κόπο και με τόση τέχνη είχε διαπλάσει μέσα από την αναχώνευση ποικίλων στοιχείων των ποιητικών τεχνοτροπιών του 19ου αιώνα και της αρχαίας ελληνικής εποχής, θα γινόταν, παρά την ιδιοτυπία του, όχι μόνο δεκτός στον ποιητικό κανόνα αλλά και θα διαμόρφωνε τον κανόνα περισσότερο απ' όσο συνήθως τον διαμορφώνει ένα έργο που έρχεται να προστεθεί σ' αυτόν. Αυτά σκέφτεται κανείς όταν παρατηρεί το μέγεθος της διεθνούς απήχησης του Καβάφη σήμερα. Βιβλία για την ποίησή του τυπώνονται σε διάφορες γλώσσες· διεθνή συνέδρια διοργανώνονται σε διάφορες χώρες· μελέτες με τίτλους όπως «Ωντεν και Καβάφης», «Ουνγκαρέττι και Καβάφης», «Πλάτεν και Καβάφης» δημοσιεύονται σε διεθνή περιοδικά· τα ποιήματά του παρέχουν το θεματικό υλικό σε έργα μειζόνων ζωγράφων και μουσουργών· διδάσκονται σε τμήματα όχι μόνο νεοελληνικών σπουδών αλλά και συγκριτικής φιλολογίας των ξένων πανεπιστημίων.

Η σημερινή απήχηση της καβαφικής ποίησης τόσο στους Ελληνες όσο και στους ξένους αναγνώστες της, αποκτά τις διαστάσεις φαινομένου, όταν σκεφτούμε ότι ο Καβάφης, που είναι ένας χρονικά παλαιός ποιητής, δεν διαβάζεται ως ένας ποιητής που είχε ξεχαστεί και που ανακαλύπτεται εκ νέου. Ως προς τους Ελληνες, η μελέτη της αναγνωστικής του τύχης δείχνει ότι ­ διαφορετικά από εκείνη του νεότερού του Σικελιανού, ο οποίος, έπειτα από μια περίοδο αναγνωστικής παραμέλησης, φαίνεται να επανεκτιμάται, και δικαίως, σήμερα, όμως ως παλαιός ποιητής ­ η γοητεία της ποίησης του Καβάφη, από την εποχή του θανάτου του (1933) έως σήμερα, παρουσιάζει μιαν ανοδική πορεία, και ότι ο Καβάφης διαβάζεται και σήμερα ­ για την ακρίβεια, σήμερα διαβάζεται περισσότερο ­ με την αμεσότητα με την οποία διαβάζεται ένας σημερινός ποιητής. Το ίδιο θα λέγαμε και για την απήχησή του στους ξένους αναγνώστες, η οποία στο επίπεδο του ευρύτερου κοινού γίνεται αισθητή από τη δεκαετία του 1960 και εξής. Ο ποιητής που γράφει τα ποιήματά του στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα διαβάζεται ως ποιητής ­ και μάλιστα χαρακτηριστικός ­ του τέλους του 20ού αιώνα.

Ενα από τα στοιχεία που το αποδεικνύουν αυτό, από τα πλέον δηλωτικά του φαινομένου το οποίο προσπαθώ να περιγράψω, μας το παρέχει η μελέτη της παρωδίας της καβαφικής ποίησης. Η διασκεδαστική και εξαίρετα σχολιασμένη συναγωγή που εξέδωσε πέρυσι ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος με τον τίτλο Παρωδίες καβαφικών ποιημάτων (εκδόσεις Πατάκη) αποτελείται από 170 ελληνικές (γιατί υπάρχουν και ξενόγλωσσες) παρωδίες που εμφανίστηκαν σε χρονικό διάστημα ογδόντα ετών (1917-1997). Ο αριθμός, όπως δηλώνει ο επιμελητής της έκδοσης, είναι χαρακτηριστικός, όχι εξαντλητικός. Ο Δασκαλόπουλος παρατηρεί ότι το πλήθος των παρωδιών της καβαφικής ποίησης αποτελεί «ένα πολύ ενδιαφέρον και αδιερεύνητο κεφάλαιο της καβαφικής φιλολογίας, παρόμοιο του οποίου δεν θα συναντήσουμε να υπάρχει, σε τόσην έκταση και διάρκεια, γύρω από το έργο κανενός άλλου νεοέλληνα λογοτέχνη». Και πράγματι, η διάρκεια της διάθεσης για παρώδηση του καβαφικού ποιητικού τρόπου είναι κάτι περισσότερο από αξιοσημείωτη, αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι η παρωδιακή διάθεση, όπως το δείχνει η μελέτη της παρωδίας, είναι περισσότερο ισχυρή την εποχή που εμφανίζονται τα παρωδούμενα έργα. Αλλά δεν είναι μόνο η διάρκεια. Είναι και το γεγονός ότι στο βιβλίο του Δασκαλόπουλου ο αριθμός των παρωδιών με το πέρασμα του χρόνου αντί να μειώνεται, όπως θα ήταν φυσικό, αυξάνεται, πράγμα που ασφαλώς συμβαίνει και με τον πραγματικό αριθμό των καβαφικών παρωδιών: ενώ για τα πρώτα πενήντα χρόνια από την εμφάνιση της πρώτης παρωδίας καβαφικού ποιήματος (1917-1966) το βιβλίο περιέχει 73 παρωδίες, από το 1970 ως το 1997, δηλαδή για ένα διάστημα 27 ετών, οι παρωδίες είναι 97.

Ο Δασκαλόπουλος διευκρινίζει ότι συγκροτεί τη συναγωγή του με παρωδίες κατά τον συνήθη ορισμό της παρωδίας ως κωμικής μίμησης ενός έργου, και όχι με την ευρύτερη έννοια του όρου, που περιλαμβάνει και την υπέρβαση της κωμικής μίμησης και προσδιορίζεται ως επανάληψη με διαφορά: όχι μόνο περιπαικτική και ευτράπελη αλλά και ομόλογη και εμπλουτιστική· που περιλαμβάνει δηλαδή και έργα τα οποία χαρακτηρίζονται με τη φράση a la maniere de ­. Για τα ποιήματα αυτά, τα γραμμένα «με τον τρόπο του Καβάφη», αλλά και για τα ποιήματα με θέμα τον ίδιο τον Καβάφη, ο Δασκαλόπουλος ετοιμάζει μια δεύτερη συναγωγή, η οποία πιστεύω πως θα δείξει ότι η απήχηση της καβαφικής ποίησης στους έλληνες ποιητές, από την εποχή του θανάτου του Καβάφη ως σήμερα, ακολουθεί και αυτή μιαν αύξουσα πορεία.

Λέω «στους έλληνες ποιητές», γιατί η τύχη του καβαφικού έργου στο εξωτερικό είναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο της καβαφικής φιλολογίας, το οποίο μόλις τον τελευταίο καιρό έχει αρχίσει να ερευνάται συστηματικότερα. Δεν αναφέρομαι τόσο στην υποδοχή του Καβάφη από το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, κύριο τεκμήριο της οποίας είναι οι αθρόες για τα εμπορικά δεδομένα της ποίησης πωλήσεις των καβαφικών μεταφράσεων. Εννοώ κυρίως την απήχηση του Καβάφη στους ξενόγλωσσους ομοτέχνους του, η οποία είναι πολύ μεγαλύτερη απ' ό,τι θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Αυτό δείχνουν τα πορίσματα ενός ερευνητικού προγράμματος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, ο σκοπός του οποίου ήταν να καταγράψει την «παρουσία» του Καβάφη στο έργο ξένων ποιητών: να συγκεντρώσει ποιήματα που έχουν γραφεί κατά μίμηση, κατ' επίδραση, σε συνομιλία με την ποίηση του Καβάφη, ή που έχουν ως θέμα τον ίδιο τον Καβάφη. Παρ' ότι η έρευνα περιορίστηκε σε είκοσι μόνο χώρες, επιβεβαίωσε αυτό που είπαμε στην αρχή: ότι ο Καβάφης διαβάζεται σήμερα, ακόμη και μέσα από μετάφραση, ως ένας σημερινός ποιητής. Επιβεβαίωσε, ακόμη, ότι ο Καβάφης έχει αποκτήσει το κύρος και την αίγλη ενός παγκόσμιου ποιητή. Εδειξε, τέλος, ότι η γοητεία της καβαφικής ποίησης έχει προκαλέσει τη δημιουργία ενός πλήθους ξένων ποιημάτων, τα οποία λόγω της σχέσης τους με το καβαφικό έργο, αλλά και της συγκινησιακής έντασης αυτής της σχέσης, αποτελούν (μαζί με τα αντίστοιχα ελληνικά) μιαν ιδιότυπη κατηγορία ποιημάτων, τα οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «καβαφογενή». Για τα ποιήματα αυτά θα μιλήσουμε στην επόμενη επιφυλλίδα μας.

ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 11/7/1999

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

Οι Σοφιστές & ο Σωκράτης

 

image

 

ΠΗΓΗ: image, GUTHRIE W.K.C., Οι Έλληνες φιλόσοφοι, εκδ. Παπαδήμας, Αθήνα

 

Διαβάστε το στο: www.spoudasterion.pblogs.gr

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2009

Δ.Σολωμός, Ο Κρητικός

της Αγάθης Γεωργιάδου, δ.φ.

Δ. Σολωμός
"Ο Κρητικός"


image

Η εποχή του Κρητικού

- Ο Κρητικός του Διονύσιου Σολωμού είναι ένα αφηγηματικό ποίημα 134 στίχων που γράφτηκε το 1833-1834, σε μια εποχή κρίσιμη για τον Σολωμό, εξαιτίας της πολύκροτης δίκης του με
τον ετεροθαλή αδελφό του.
- Στο θρόνο της Ελλάδας είχε ανεβεί ο ανήλικος Όθων, αλλά την εξουσία ασκούσε η Αντιβασιλεία.
- Τα Επτάνησα, αφού πέρασαν από ενετική και γαλλική κατοχή,
βρίσκονταν από το 1815 με τη συνθήκη του Παρισιού στα χέρια της Αγγλίας.

Ιστορικό υπόβαθρο

Η υπόθεση του έργου τοποθετείται γύρω στο 1823- 1824, όταν ο αγώνας της Κρήτης για την απελευθέρωσή της κορυφώνεται.
Τον Απρίλιο του 1824, παρά τον ηρωικό αγώνα των Κρητικών, η αντίστασή τους είχε καμφθεί. 10.000άνθρωποι επιβιβάστηκαν στα πλοία για να σωθούν, οι περισσότεροι όμως βρήκαν οικτρό θάνατο στη θάλασσααπό τους κανονιοβολισμούς των Τούρκων ή από τις κακουχίες στις ακτές της Πελοποννήσου.
Η δράση βέβαια του Κρητικού χαλαρά μόνο συνδέεται με
τα ιστορικά γεγονότα.

Η αποσπασματικότητα του έργου

Πολύς λόγος έχει γίνει για το θέμα της αποσπασματικότητας του έργου του Σολωμού. Οι περισσότεροι κριτικοί της λογοτεχνίας
τείνουν να συμφωνήσουν ότι η αποσπασματικότητα του έργου του Σολωμού δεν οφείλεται σε συνθετική αδυναμία του ποιητή ή
στο πάθος της τελειότητας που τον διακατείχε, αλλ’ είναι αποτέλεσμα της επίδρασης του ευρωπαϊκού ρομαντισμού του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα του γερμανικού.

Το βασικό θέμα: «L’ amore divinizzato” Ο θεοποιημένος έρωτας

Ο θεματικός πυρήνας του Κρητικού είναι μια τριπλή δοκιμασία:
- ηρωική: όπως φαίνεται στους αγώνες του ήρωα εναντίον των Τούρκων, πριν από τον εκπατρισμό του.
- φυσική: παρουσιάζεται η προσπάθεια ενός ναυαγού να σώσει τον εαυτό του και την αγαπημένη του από τη τρικυμισμένη θάλασσα.
- ηθική/μεταφυσική: όπως φαίνεται στην αντιμετώπιση της Έσχατης Κρίσης.

Τα χρονικά επίπεδα
- Ο χρόνος του ναυαγίου
- Η προϊστορία του ήρωα στην Κρήτη
- Η ζωή του Κρητικού μετά το ναυάγιο και το θάνατο της
αγαπημένης του
- Ο οραματισμός της έσχατης κρίσης
Έχουμε δηλ. ένα λυρικό, δραματικό μονόλογο του Κρητικού για τους αγώνες, την πάλη με τα κύματα, το θάνατο της αγαπημένης του και το μεταφυσικό οραματισμό του.

Απ. 1 [18]

Η έκκληση
Η ποιητική αφήγηση αρχίζει in medias res. Ο Κρητικός ανακαλεί στη μνήμη του τον εαυτό του ως ναυαγό στη μέση του πελάγους, όταν βρισκόταν ακόμα πολύ μακριά από τη στεριά. Η απόσταση τονίζεται με την εκτεταμένη παρήχηση του α στο ρήμα «Εκοίταα». Θυμάται πως είχε κάνει έκκληση στο αστροπελέκι να του φωτίσει τη θάλασσα και σαν απάντηση, πέφτουν τρία αστροπελέκια πολύ κοντά στην κόρη θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή της. Η σκηνή δημιουργεί δέος με την προβολή της μεγαλοπρέπειας της φύσης, ενώ ο άνθρωπος αποδεικνύεται ανίσχυρος μπροστά της. Η ομοιοκαταληξία «αντήχαν - κι αν είχαν» και η παρήχηση του χ δημιουργούν την αίσθηση της ηχούς.

Απ. 2[19.]

Το μεταφυσικό όραμα

Ο Κρητικός διακόπτει προσωρινά την αφήγησή του κάνοντας έκκληση στους υποθετικούς ακροατές για να πιστέψουν όσα θα τους πει. Ο τριπλός όρκος του ακολουθεί ανιούσα ιεραρχική σειρά: ορκίζεται στις λαβωματιές του από τις μάχες, έπειτα στις ψυχές των συντρόφων και συμπολεμιστών του και τέλος στο ιερότερο αγαθό του, την αγαπημένη του, «που του έκαψε την ψυχή τον κόσμο απαρατώντας». Με την πρόληψη αυτή κατανοούμε ότι τελικά ο Κρητικός δεν κατάφερε να σώσει την κόρη από τη μανιασμένη θάλασσα. Η αναφορά στο θάνατο της αγαπημένης του οδηγεί τον αφηγητή σε μια παρέκβαση εσχατολογικού χαρακτήρα: ο Κρητικός απευθυνόμενος στη Σάλπιγγα της Δευτέρας Παρουσίας αφηγείται το μεταφυσικό όραμά του: τινάζει το σάβανο από πάνω του και, σαν τον Οδυσσέα, μεταβαίνει στην Κοιλάδα του Ιωσαφάθ όπου βρίσκονται οι σκιές των αναστημένων νεκρών αναζητώντας την καλή του. Οι αναστημένοι απαντούν ότι την είδαν «στη θύρα της Παράδεισος» αγνή και δροσερή («της τρέμαν τα λουλούδια») να
ψάλλει ύμνους αναστάσιμους και να λαχταρά τη στιγμή που η ψυχή θα ξανασυναντήσει το σώμα της. Ο ουρανός είχε σαστίσει
κι ο κόσμος ανέβαλλε την καταστροφή του.

Απ. 3 [20.]
Η ανάδυση της φεγγαροντυμένης

Η καταιγίδα μαίνεται. Ξάφνου, απέραντη γαλήνη απλώνεται στον ουρανό και τη θάλασσα, νηνεμία που προετοιμάζει την επιφάνεια μιας θεϊκής μορφής. Ένα ολόγιομο φεγγάρι ξεπροβάλλει κι η κόρη αγκαλιάζει χαρούμενη τον αγαπημένο της. Η κίνηση της κόρης συμπίπτει με την ανάδυση της φεγγαροντυμένης. Ίσως «ήταν το τελευταίο επιθανάτιο σκίρτημά της, καθώς η ψυχή της αποχωρίζεται πια το κορμί της», ίσως όμως να ήταν «ένα σημάδι χαρούμενης αντίδρασής της για το απρόσμενο γαλήνεμα της θάλασσας».

Απ. 4 [21.]
Οι τρεις εκδοχές

Η μυστηριακή γυναίκα κοιτάζει τ’ άστρα που λάμπουν πιο πολύ και πατώντας ανάλαφρα στη θάλασσα, ανοίγει τα χέρια της ν’ αγκαλιάσει όλη την πλάση. Το βλέμμα της μαγνητίζει σαν «πετροκαλαμίθρα» ο Κρητικός που αναρωτιέται τι του θυμίζει η όψη της. Κατά το μοτίβο των τριών δίνει τρεις εκδοχές. Του θυμίζει:
- εικόνα σε εκκλησία
- τον ιδανικό έρωτα
- την ονειρεύτηκε όταν ήταν βρέφος.

Η ιστορία του Κρητικού

Τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα και χάνει την
οπτική επαφή μαζί της, αν και νιώθει ακόμα μαγνητική
τη ματιά της. Αν δεν χανόταν η μιλιά του θα
ήθελε να της διηγηθεί το βίαιο ξεκλήρισμα της
οικογένειάς του πριν φύγει μακριά από την Κρήτη. Σαν
τον ναυαγό Οδυσσέα την αποκαλεί θεά και της ζητά
να σώσει το μοναδικό στήριγμα της ζωής του,
αυτό «το τρυφερό κλωνάρι».

Απ. 5 [22.]
Η μεταστροφή του ψυχισμού του Κρητικού


Η θεϊκή γυναίκα τώρα συμμερίζεται τον πόνο του και χαμογελά γλυκά μοιάζοντας στην αγαπημένη του. Έπειτα, χάνεται σαν οπτασία, αλλά πριν χαθεί, ένα δάκρυ της που κυλά στο
χέρι του τον αποδυναμώνει και μεταστρέφει τον ψυχισμό του, προκαλώντας νέα ιεράρχηση στις αξίες του: δεν επιθυμεί πια να σκοτώσει Αγαρηνούς μ’ αυτό το χέρι, αλλά να ζητήσει «ψωμί» απ’ το διαβάτη, να ολοκληρωθεί δηλαδή μέσα από την αγάπη του άλλου. Η Φύση, ως φορέας του κάλλους και του αγαθού
και ως Ιδέα, παραλύει την αντίστασή του κι αναζητά την αδελφότητα.

Απ. 5 [22.]

Ο γλυκύτατος ήχος

Τα αστροπελέκια που ξεσπούν στο άγριο πέλαγο σβήνουν το όραμα και τον επαναφέρουν στη σκληρή πραγματικότητα: στη θάλασσα που πασχίζει να καταπιεί την αγαπημένη του. Ενώ η «επιφάνεια» της φεγγαροντυμένης μέσα στη φύση την είχε γαληνέψει συμβολικά, η εξαφάνισή της αγριεύει τη θάλασσα. Έτσι, κι ο νους του Κρητικού για λίγο ανταριάζει, αλλά το θείο
δάκρυ τον ηρεμεί και του δίνει δύναμη να παλέψει με τα κύματα, τέτοια που ούτε στις νεανικές άνισες μάχες με τους εχθρούς δεν είχε εναντίον του «μπόμπου- Ισούφ» και στη «Λαβύρινθο.
n Μετά από αυτή την παρέκβαση, ο Κρητικός ξαναπιάνει τη διήγηση και περιγράφει το δυνατό χτύπο της καρδιάς του καθώς ακουμπά στην «πλευρά» της αγαπημένης του, στοιχείο που του δίνει δύναμη να συνεχίσει.
Ξάφνου ένας «γλυκύτατος ηχός» ακούγεται και επιβραδύνει το ρυθμό του. Εκστασιασμένος, μάταια προσπαθεί να βρει κάτι με το οποίο να συγκρίνει τον απόκοσμο αυτό ήχο. Οι αλλεπάλληλες αρνήσεις τονίζουν τη μοναδικότητα του ήχου, ο οποίος θυμίζει στον Κρητικό τρία πράγματα, που συμπυκνώνουν αντίστοιχα τους τρεις αναβαθμούς της πνευματικής αναζήτησης:
- τον πόθο του έρωτα
- την υπέρβαση της ιδέας
- και τον αγώνα για την ελευθερία.

Απ. 5 [22.]

Η μεταφυσική δικαίωση

Ο Έρωτας, η Φύση, η Ελευθερία, η Πατρίδα και ο Θάνατος είναι οι ιδέες που συνθέτουν την ουσία και τη μαγική δύναμη του υπερφυσικού ήχου που παραλύει τελείως την προσπάθειά του
να σώσει την αγαπημένη του. Όταν, τέλος, ο ήχος σβήνει, ο Κρητικός «απιθώνει στην ακτή την αρραβωνιασμένη» και ανακαλύπτει πως είναι «πεθαμένη». Με το θάνατο του «άλλου μισού», ο Κρητικός, ανακτώντας τις αισθήσεις του, μένει
μόνος κι ο επίγειος παράδεισος ερημώνει. Προσδοκά, όμως, ως αντιστάθμισμα, τη μεταφυσική δικαίωση: την επανένωση με την
αγαπημένη του στον άχρονο ουράνιο παράδεισο και την απόλαυση των κοσμικών διαστάσεων του επίγειου έρωτά του, του θεοποιημένου έρωτα.

Οι ερμηνείες

Πολλές ερμηνείες έχουν δοθεί σ’ αυτό το υπέροχο ποίημα: πολλοί μελετητές το βλέπουν ως μια αλληγορική παρουσίαση
των αγώνων των Κρητικών για ελευθερία αλλά και της Δοκιμασίας του ανθρώπου γενικότερα, ως την αλληγορική υπέρβαση του αισθητού, την τραγική σύγκρουση φύσης και ζωής, την αρμονική συνύπαρξη του Έρωτα και του Θανάτου, την ηθική δύναμη που παραλύει από τις αντίμαχες δυνάμεις της Φύσης κ.ά.

Τα μοτίβα

Σημαντικά ερμηνευτικά κλειδιά στον Κρητικό αλλά και σε όλο το σολωμικό έργο αποτελούν τα ποιητικά μοτίβα που χρησιμοποιεί ο ποιητής, τα θεματικά (έρωτας, θάνατος, φύση, πίστη, αγωνιστικότητα, ελευθερία κ.ά.), καθώς
και τα δομικά (ιδιαίτερα η φεγγαροντυμένη, ο μαγευτικός ήχος, η Έσχατη Κρίση, το μοτίβο των τριών κ.ά.)

Η μορφή της φεγγαροντυμένης

Για τη μορφή της φεγγαροντυμένης έχουν εκφραστεί ποικίλες ερμηνείες:
• Παριστάνει τη Φύση ως Γαλήνη, (θεία) Ομορφιά, (κοσμική) Αρμονία ή μια εξιδανικεύμενη μορφή της ανθρώπινης ζωής και της ηθικής τελειότητας.
• Ενσαρκώνει τις πλατωνικές ιδέες της ομορφιάς, της καλοσύνης και της δικαιοσύνης.
• Αποτελεί μια «αρχετυπική γυναικεία φιγούρα».
• Μπορεί ακόμα να εκπροσωπεί τη Θρησκεία, την Ουράνια Αγάπη ή την ψυχή της αγαπημένης του Κρητικού που έχει μεταμορφωθεί σε μια εξυψωμένη πνευματική οπτασία, σ’ ένα ιδεώδες ον.
• Εκπροσωπεί την πρόνοια του Θεού που παίρνει τη μορφή της Μεγάλης Μητέρας, της Πατρίδας, της Ελλάδας- Ελευθερίας.

Η ερμηνεία του ήχου

Ο ήχος ερμηνεύεται ως αγγελικός ψαλμός που συνοδεύει την ψυχή της κόρης στον ουρανό, μια μυστική αρμονία που ενώνει τον γήινο και τον ουράνιο κόσμο, η μουσική της
Αγάπης. Είναι ένας θείος ήχος που αισθητοποιείται κατά την υπερφυσική στιγμή της επιφάνειας της Φεγγαροντυμένης ή ήχοι
που προσφέρει η θεά στον Κρητικό ως ενίσχυση στη ζωή του. Οδηγεί τον ήρωα στη συνειδητοποίηση της μέθεξής του στην
Ομορφιά μέσα από την υπέρβαση των αντιθέσεων, αλλά και η κορύφωση του δράματος.

Ο χρόνος της ποιητικής αφήγησης

Τα γεγονότα κατανέμονται σε τέσσερις ομόκεντρους κύκλους («εποχές»):
• Τα ευθύγραμμα επεισόδια (το ναυάγιο, η νηνεμία, η Φεγγαροντυμένη, ο ήχος και ο θάνατος της κόρης)
• Τα περιφερειακά γεγονότα (οι παιδικές μνήμες, ο πόλεμος και ο εκπατρισμός)
• Ο μεταφυσικός χρόνος και ο χώρος της Έσχατης Κρίσης
• Το ρημαγμένο παρόν του Κρητικού, δηλαδή η στιγμή κατά την οποία αναλαμβάνει να αφηγηθεί το τραγικό του ναυάγιο.

Η γλώσσα και το ύφος

Ο λόγος του Κρητικού θυμίζει Παλαιά Διαθήκη, Όμηρο, δημοτικό τραγούδι και Ερωτόκριτο. Ο στίχος είναι κυρίως δεκαπεντασύλλαβος και η ομοιοκαταληξία ζευγαρωτή. Ο εκφραστικός πλούτος του ποιήματος, το έντονο λυρικό στοιχείο, η αποθέωση της φύσης και του έρωτα, ο υποκειμενισμός και ο ιδανισμός υποδηλώνουν τις επιδράσεις που δέχτηκε ο Σολωμός από το Ρομαντισμό.

Η θρησκευτική πίστη του Σολωμού

Ο Κρητικός είναι αντιπροσωπευτικό ποίημα της Επτανησιακής Σχολής με δεδομένο ότι τα κύρια θέματα αυτής της σχολής, η θρησκεία, η φύση, η εξιδανικευμένη μορφή της γυναίκας και η πατρίδα, αποτελούν κεντρικούς άξονες της ποιητικής του αφήγησης. Η βαθιά θρησκευτική πίστη του Σολωμού διαφαίνεται σε ολόκληρο το ποίημα, είναι όμως ιδιαίτερα αισθητή στο μοτίβο της Σάλπιγγας, στον οραματισμό της Τελικής
Κρίσης, στην πίστη στην καταστροφή του κόσμου όπως φαίνεται στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, στη Δευτέρα Παρουσία και γενικά στη ζωή μετά το θάνατο.

Η φύση, η γυναίκα, η πατρίδα

Η φύση έχει δύο όψεις: από τη μια πλευρά αποτελεί «αρχέτυπο
του κάλλους και του αγαθού» και ενσαρκώνει την επίγεια
ευδαιμονία, ενώ από την άλλη, είναι η δύναμη που αντιμάχεται
την ηθική θέληση του ανθρώπου, εκπροσωπώντας την άλογη βία.
Είναι επίσης εμφανής η εξιδανίκευση της γυναίκας μέσω
της μορφής της Φεγγαροντυμένης, ενώ η πατρίδα εμφανίζεται με την αναφορά στους αγώνες των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων για τη λευτεριά.

Τα κυριότερα γνωρίσματα του ποιήματος

- Σημαντικός είναι ο διακειμενικός πλούτος του ποιήματος (Αγία Γραφή, δημοτική ποίηση, Όμηρος, Κρητική Λογοτεχνία, ποίηση του Δάντη και του Πετράρχη, Αγγλική και Γερμανική προρομαντική και ρομαντική ποίηση κτλ.).
- Η χρήση του μοτίβου των τριών.
- Η συχνή χρήση της επίκλησης.
- Η συνύφανση του φυσικού στοιχείου με το μεταφυσικό, του πραγματικού με το ιδεατό- φανταστικό
- Η σύνθεση αντίθετων καταστάσεων

ΠΗΓΗ: image ,http://www.diapolitismos.gr/

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2009

Η παρακμή των διανοουμένων

του Θανάση Γιαλκέτση

image Γιούργκεν Χάμπερμας:

«Η τηλεόραση προσφέρει στα πρόσωπα φήμη, και αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση με την παθολογική ματαιοδοξία πολλών διανοουμένων»

Ο γερμανός φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας τιμήθηκε με το βραβείο «Μπρούνο Κράισκι» σε ειδική εκδήλωση που έγινε στη Βιέννη στις 10 Μαρτίου 2006. Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα της ομιλίας που εκφώνησε ο Χάμπερμας σε αυτή την εκδήλωση.

"Είναι εύκολο να σκιαγραφήσουμε τον ιδεατό τύπο ενός διανοουμένου ο οποίος συλλαμβάνει σημαντικά θέματα, διατυπώνει καρποφόρες θέσεις και διευρύνει το φάσμα των συζητούμενων επιχειρημάτων, για να βελτιώσει το άθλιο επίπεδο της δημόσιας συζήτησης. Από την άλλη μεριά δεν πρέπει να αποσιωπήσω τη δραστηριότητα που αγαπούν περισσότερο οι διανοούμενοι: να παίρνουν πρόθυμα μέρος στον τελετουργικό θρήνο για την παρακμή του «διανοουμένου». Δραστηριότητα η οποία, το παραδέχομαι, δεν μου είναι εντελώς ξένη. Μήπως δεν νιώθουμε την έλλειψη των μεγάλων συνελεύσεων και των μανιφέστων της «Ομάδας 47», των παρεμβάσεων του Αλεξάντερ Μίτσερλιχ και του Χέλμουτ Γκολβίτσερ, των πολιτικών τοποθετήσεων του Φουκό, του Ντεριντά και του Μπουρντιέ, των αιχμηρών κειμένων του Εριχ Φριντ ή του Γκίντερ Γκρας; Εξαρτάται άραγε από τη φήμη του Γκρας το ότι σήμερα οι φωνές τους σχεδόν δεν βρίσκουν ακροατήριο; Ή μήπως στην κοινωνία μας, την κυριαρχούμενη από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, επιβεβαιώνεται εκ νέου μια δομική μεταβολή της δημόσιας γνώμης, η οποία δεν ευνοεί την κλασική μορφή του διανοουμένου;
Από τη μια μεριά η μετάβαση της επικοινωνίας από το βιβλίο και τον τύπο στην τηλεόραση και στο Ιντερνετ προκάλεσε μιαν απρόβλεπτη επέκταση της σφαίρας των ΜΜΕ και μιαν εξαιρετική πύκνωση των δικτύων επικοινωνίας.
Η κοινή γνώμη, στην οποία οι διανοούμενοι κινούνται όπως τα ψάρια μέσα στο νερό, έχει γίνει πιο περιεκτική και η ανταλλαγή των ιδεών πιο έντονη από κάθε άλλη φορά.
Από την άλλη μεριά, με αυτή τη μεγάλη διεύρυνση του ζωτικού τους στοιχείου οι διανοούμενοι φαίνεται να ασφυκτιούν εξαιτίας μιας υπερβολικής δόσης. Η ευλογία μοιάζει να μετατρέπεται σε κατάρα. Η αιτία γι' αυτό είναι ο άτυπος χαρακτήρας της δημόσιας συζήτησης και η έλλειψη διάκρισης των ρόλων (...).
Θα ήταν, ωστόσο, επιπόλαιο να υποστηρίξουμε ότι η ηλεκτρονική επανάσταση βλάπτει τις εμφανίσεις ματαιόδοξων διανοουμένων στην πνευματική σκηνή. Γιατί με την τηλεόραση η ράμπα του τύπου, των περιοδικών και της λογοτεχνίας έχει μόνον διευρυνθεί. Ταυτόχρονα, η τηλεόραση έχει τροποποιήσει την σκηνή. Αυτή οφείλει να δείχνει με εικόνες αυτό που θέλει να πει, επιταχύνοντας τη στροφή από το λόγο προς την εικόνα. Και καθώς η τηλεόραση είναι ένα μέσο που καθιστά κάποιον ορατό, προσφέρει στα πρόσωπα φήμη με την έννοια της διασημότητας, προσκαλώντας τους συμμετέχοντες να επιδειχθούν. Αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση με την παθολογική ματαιοδοξία των διανοουμένων. Ορισμένοι από αυτούς, μετά την πρόσκληση του τηλεοπτικού μέσου, αφέθηκαν να διαφθαρούν, εκθέτοντας στη σκηνή τούς εαυτούς τους για να αποκτήσουν φήμη. Γιατί η καλή υπόληψη ενός διανοουμένου -αν διαθέτει καλή υπόληψη- δεν βασίζεται πρωταρχικά στη φήμη αλλά στο κύρος που έχει αποκτήσει στο εσωτερικό της επιστήμης του και μάλιστα πριν κάνει δημόσια χρήση της γνώσης του και της αναγνώρισής του.
Όταν ένας διανοούμενος επιχειρηματολογώντας παίρνει μέρος σε μια συζήτηση οφείλει να απευθύνεται σε ένα κοινό το οποίο δεν αποτελείται από θεατές αλλά από δυνητικούς συνομιλητές, με τους οποίους ενδέχεται να πρέπει να αναμετρηθεί με όρους αμοιβαιότητας. Από ιδεατή σκοπιά πρόκειται για ανταλλαγή επιχειρημάτων και όχι για ένα άθροισμα σκόπιμα επινοημένων απόψεων. Ίσως αυτό εξηγεί το γιατί οι πολιτικοί, οι ειδικοί και οι δημοσιογράφοι που συναντιούνται στην τηλεόραση δεν αφήνουν κανένα κενό για να το καλύψει ένας διανοούμενος. Όλοι οι άλλοι εδώ και καιρό παίζουν καλύτερα το ρόλο του.
Η ανάμειξη λόγου και σκηνοθεσίας οδηγεί από μόνη της στην έλλειψη διαφοροποίησης και στην εξομοίωση εκείνων των ρόλων που ο διανοούμενος -ο οποίος ήδη δεν έχει πέραση- όφειλε κάποτε να διατηρεί διαχωρισμένους. Σήμερα, όμως, στα talk-shows τι θα μπορούσε να τον ξεχωρίσει από εκείνους τους πολιτικούς οι οποίοι χρησιμοποιούν την τηλεοπτική σκηνή σαν να ήταν ένας διανοητικός ανταγωνισμός για τη γνώση σημαντικών θεμάτων και εννοιών;
Ο διανοούμενος δεν προσκαλείται ούτε καν ως ειδικός. Θα έπρεπε να έχει το θάρρος να παίρνει κανονιστικές θέσεις και να διαθέτει τη φαντασία για να αναπτύσσει ευρηματικές προοπτικές, χωρίς να χάνει την επίγνωση της πιθανότητας να κάνει λάθος. Θα έπρεπε να παρεμβαίνει μόνον όταν τα γεγονότα της μέρας βγαίνουν από τη δρομολογημένη πορεία τους, αλλά τότε να το κάνει με τρόπο έγκαιρο, σχεδόν σαν ένα «σύστημα προειδοποιητικού συστήματος συναγερμού».
Ερχόμαστε, έτσι, στη μοναδική ικανότητα που θα 'πρεπε να χαρακτηρίζει καθημερινά τον διανοούμενο, την πρωτοποριακή διαίσθηση γι' αυτό που είναι σημαντικό. Αυτός πρέπει να ενδιαφέρεται για τις κριτικές αναπτύξεις ενός φαινομένου όταν οι άλλοι είναι ακόμα καθηλωμένοι στο business as usual. Αυτό δεν απαιτεί διόλου ηρωικές ιδιότητες, αλλά μια ευαισθησία που διαισθάνεται αυτό που μπορεί να βλάψει τις κανονιστικές υποδομές του κοινωνικού συνόλου, μιαν ικανότητα πρόβλεψης και κατανόησης κινδύνων που απειλούν τις διανοητικές συνθήκες της συλλογικής πολιτικής ζωής, την αίσθηση γι' αυτό που λείπει και γι' αυτό που «θα μπορούσε να είναι διαφορετικά». Λίγη φαντασία για να μπορεί να σκέφτεται εναλλακτικές λύσεις και λίγο θάρρος για να συγκεντρώνει την προσοχή, να υποκινεί σκάνδαλο, να γράφει πολεμικές (...)".

ΠΗΓΗ: εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ ΙΔΕΩΝ),

15 - 10 - 2006

Η ποινή του θανάτου στην αρχαιότητα

 

της Γιούλης Βελισσαροπούλου, Επικ.Καθηγήτριας Παν/μίου  Αθηνών

1

image

image

2

... ... ...

 

ΠΗΓΗ: image , Τεύχος 11, Μάιος 1984

 

Διαβάστε το στο: www.spoudasterion.pblogs.gr

 

Κυριακή 19 Ιουλίου 2009

Διαβάζοντας το φιλοσοφικό «χάρτη» του 20ού αιώνα

 

του Φώτη Τερζάκη

image

Tο τέλος ενός αιώνα, που συμπίπτει μάλιστα με τη μετάβαση σε μια νέα χιλιετία, προκαλεί συνήθως ένα ανομολόγητο, ιερό δέος. Το δέος αυτό συνδεόταν ανέκαθεν μέσα στη συλλογική συνείδηση με το βαθύ και αναποκρυπτογράφητο μυστήριο του μέλλοντος. Ίσως ποτέ άλλοτε η αγωνία για το μέλλον δεν είχε προσλάβει τόσο παροξυστικό χαρακτήρα όσο στο τέλος αυτού του δύσκολου αιώνα, επειδή σε καμία άλλη στιγμή της ιστορίας της η ανθρωπότητα δεν ένιωθε πως είχε χάσει όλα τα χρησμοδοτικά της μέσα στο βαθμό που το νιώθει σήμερα. Για πρώτη φορά γυμνή, χωρίς τους μάντεις και τους ιερείς της, χωρίς τους ευανάγνωστους οιωνούς και την αλάνθαστη αλφαβήτα των άστρων, χωρίς τη μυθική εγγύηση ενός μέλλοντος που θα περιέχεται κατά μαγικό τρόπο μέσα στο παρελθόν, έχει στα χέρια της μόνο μια τεχνολογία που δεν ξέρει ακόμη αν είναι ευλογία ή κατάρα, και το σκοτεινό ιδεόγραμμα της τέχνης και του στοχασμού που η ίδια γέννησε, το οποίο πρέπει με κάθε τρόπο να αποκρυπτογραφήσει. Να διαβάσουμε το φιλοσοφικό χάρτη του εικοστού αιώνα σημαίνει, σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να μετουσιώσουμε σε ερμηνευτικό έργο ένα μέρος της αγωνίας που συνεπάγεται το να βαδίζει κάποιος μέσα στο αδιαπέραστο σκοτάδι.
1. Για λόγους που θα φανούν από την ανάπτυξη που ακολουθεί, και υπό τον όρον ότι έχει πάντα στο νου του κάποιος τον λίγο-πολύ αυθαίρετο χαρακτήρα τέτοιων περιοδολογήσεων, μπορούμε να χωρίσουμε τον εικοστό αιώνα σε δύο μεγάλες περιόδους: την πρώτη, από τις αρχές μέχρι περίπου το 1960, θα ονομάσουμε μείζονα εικοστό αιώνα· τη δεύτερη, από τη δεκαετία του '60 μέχρι και το τέλος, θα ονομάσουμε ελάσσονα εικοστό αιώνα. Αν εδώ κάνουμε μια προσπάθεια να χαρτογραφήσουμε το τοπίο της σκέψης σε τούτες τις κρίσιμες ιστορικές περιόδους, πρέπει ακόμη να θυμόμαστε πως η λεγόμενη ιστορία των ιδεών είναι επίσης μια αφαίρεση: διότι η σκέψη ποτέ και πουθενά δεν φύεται «καθαρή», έξω από το πυκνά υφασμένο δίκτυο των ιστορικών πραγματικοτήτων που την περιβάλλουν και της προσφέρουν το αναφερόμενο και τα μέσα της άσκησής της. Αυτή η ευρύτερη, ανομοιογενής και πολυπρισματική ιστορία είναι πάντοτε το πεδίο στο οποίο προβάλλεται ο φιλοσοφικός στοχασμός, και αυτής την ανασύσταση έχει ως απώτατο στόχο κάθε προσπάθεια ιστορικής κατανόησης του τελευταίου.
Για τη φιλοσοφία, ο εικοστός αιώνας αρχίζει κατά μία έννοια βαθιά μέσα στην καρδιά του δεκάτου ενάτου, με τη διάλυση του μνημειώδους φιλοσοφικού συστήματος του Χέγκελ. Καθώς έπεσε και το τελευταίο μυθικό ανάχωμα της σκέψης, η ίδια η έννοια ενός απόλυτου Λόγου ως οικουμενικού θεμελίου, νέες δυνάμεις αναδύονται στο προσκήνιο και διεκδικούν ορμητικά το πρωτείο. Ο Μαρξ μας έμαθε να αναλύουμε προσεκτικά τις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις της κοινωνίας, και να βλέπουμε στις κατηγορίες της σκέψης το αντεστραμμένο είδωλο των τελευταίων. Ο Νίτσε έδειξε ακόμη πιο δραματικά το ζωικό υπόστρωμα που κρύβεται πίσω από την απατηλή επιφάνεια του στοχασμού, σε σχέση με το οποίο ο τελευταίος μπορεί να διαβαστεί σαν προκάλυμμα ή σαν σύμπτωμα· στην ίδια γραμμή εννοήσεων, ο Φρόιντ κατασκεύασε υπομονετικά μια ολόκληρη ερμηνευτική της επιθυμίας που ακολουθεί τις διαδικασίες του λόγου μέχρι τα σκοτεινά προ-λογικά τους ριζώματα. Ο Χούσερλ από τη μεριά του, παρ' ότι ξεκίνησε από έναν νεοκαντιανό τόπο ο οποίος σταδιακά θα γινόταν μήτρα ποικίλων μορφών θετικισμού, οδηγήθηκε -άθελά του σχεδόν- σε μια προβληματική του βιώματος που θα αδρανοποιούσε ριζικά τις επιστημονικές και τις λογικές κατηγορίες προετοιμάζοντας εκείνη την αγωνιώδη αναγέννηση της οντολογίας που στον εικοστό αιώνα πήρε το όνομα του «υπαρξισμού».
Ιδού λοιπόν ο εικοστός αιώνας πάνοπλος να ξεπροβάλλει από το σχισμένο κεφάλι του πατέρα του. Τρία μεγάλα ρεύματα της σκέψης αρδεύουν το τοπίο που ονομάσαμε μείζονα εικοστό αιώνα, και από τον προσδιορισμό της δυναμικής τους, και οπωσδήποτε των πολύπλοκων διασταυρώσεών τους, μπορούμε να ανασυνθέσουμε, έστω και σχηματικά, το χάρτη του. Ο μαρξισμός είναι το ένα από αυτά τα ευδιάκριτα ρεύματα. Συνδεδεμένος με τις μεγάλες περιπέτειες του επαναστατικού κινήματος, καθώς και με τις τραγικές του οπισθοχωρήσεις, κατά ένα σημαντικό μέρος του μεταμορφώθηκε σε στρατηγική ιδεολογία την οποία δεν υπάρχει κανένας λόγος να ακολουθήσει περαιτέρω το φιλοσοφικό μάτι· ένα άλλο μέρος του όμως, συνδεδεμένο με το δύσκολο έργο της αυτοκριτικής και του ιστορικού επαναπροσανατολισμού, γονιμοποίησε κατ' εξοχήν το φιλοσοφικό προβληματισμό κι έδωσε έργα που σφράγισαν την αυτοσυνειδησία του εικοστού αιώνα. Πολλοί ονόμασαν «ευρωπαϊκό μαρξισμό» αυτό τον ετερόδοξο φιλοσοφικό του κλάδο· δεν υπάρχει κανένας λόγος να αρνηθούμε αυτό το όνομα, υπό τον όρο ότι δεν μας διαφεύγει η τεράστια ποικιλομορφία των περιπτώσεων που περιλαμβάνει. Στο έργο ειδικά της Σχολής της Φρανκφούρτης, και πιο προσωποποιημένα ίσως, του Αντόρνο, θα μπορούσε κάποιος να υποδείξει την κορυφαία στιγμή αυτού του φιλοσοφικού δρόμου που ονομάστηκε διαλεκτική: τον αγώνα της σκέψης να διατηρήσει ένα αξιακό αίτημα που έρχεται από το ριζοσπαστικό διαφωτισμό και περιέχει ένα όραμα ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης, χωρίς καμία στήριξη σε «αντικειμενικές» πρώτες αρχές· την ακούραστη άσκηση της σκέψης ως εμμενούς κριτικής του ιστορικού παρόντος, των κοινωνικών του σχηματισμών και των ιδεολογιών του, με μέτρο την ίδια την αναλήθεια αυτού του παρόντος και με το βλέμμα στραμμένο προς έναν άρρητο τόπο που εκτείνεται πέρα απ' όλους τους ιστορικούς ή εννοιολογικούς καθορισμούς. Η ενσωμάτωση της φροϊδικής ψυχανάλυσης και του εννοιολογικού της εξοπλισμού στην προοπτική μιας κριτικής θεωρίας της κοινωνίας μπορεί να θεωρηθεί ένα από τα σημαντικότερα θεωρητικά επιτεύγματα της σχολής της Φρανκφούρτης - και, στην πραγματικότητα, ολόκληρου του αιώνα.
Για κάποιον ο οποίος ανασυγκροτεί πολεμικά τη δυναμική των φιλοσοφικών ιδεών, ο κύριος αντίπαλος της διαλεκτικής στον εικοστό αιώνα θα θεωρηθεί αναμφίβολα ο θετικισμός -το δεύτερο από τα τρία μεγάλα ρεύματα που αρδεύουν το τοπίο. Γεννημένος σε νεοκαντιανό έδαφος που συρρικνώθηκε σταδιακά σε ιδεολογία των θετικών επιστημονικών κλάδων, ο θετικισμός στάθηκε η ευνοούμενη «φιλοσοφία» των κυρίαρχων ομάδων στον ανεπτυγμένο αστικό κόσμο, συνδεδεμένος καταστατικά με τα κατ' εξοχήν όργανα της θεσπισμένης ισχύος: το επιστημονικό ίδρυμα και την τεχνική. Το ενδιαφέρον με το θετικισμό είναι ότι, παρά την άκρα θεωρητική του αφέλεια, που εκλαμβάνει το αληθινό ως ταυτόσημο με το θεσμικά ισχύον, και παρά τη χονδροειδή του στήριξη από σχηματισμούς ισχύος όπως τα στρατιωτικοβιομηχανικά πλέγματα που υπαγορεύουν αυστηρά τους όρους άσκησης της επιστήμης, στο πρώτο ήμισυ του αιώνα τουλάχιστον συνήργησε μ' ένα ευρύτερο πολιτισμικό-αισθητικό ρεύμα, αυτό που ονομάστηκε «νεοκλασικισμός». Ένα πλήθος φαινόμενα που κυμαίνονται από τον αισθητισμό της καθαρής φόρμας έως τη μαθηματικοποίηση της σκέψης και το πρακτικό ενδιαφέρον για τα λειτουργικά μοντέλα και τις δομές, εντάσσονται αβίαστα σε τούτο το είδος ιδεολογίας που αντιπροσωπεύει τον καπιταλιστικό κόσμο στην ύστερη ανάπτυξή του: την εποχή της μονοπωλιακής υπερσυγκέντρωσης και του παρεμβατικού κράτους. Αυτή η κρυφή «αισθητική» ροπή του θετικισμού εξηγεί υβριδικές περιπτώσεις όπως εκείνη του Wittgenstein, του ευφυέστερου αναμφίβολα πνεύματος που παρήγαγε ο συγκεκριμένος θεωρητικός χώρος, για τον οποίον πολλοί από τους οπαδούς τού αρνούνται καν την κατηγορία του θετικιστή. Αν μπει κάποιος στον κόπο να διερευνήσει προσεκτικά τις αναλογίες και τους ισομορφισμούς, θα διαπιστώσει ότι το έργο του πρώιμου Wittgenstein βρίσκεται υπό τον αστερισμό του νεοκλασικισμού όσο ακριβώς και ο κεϊνσιανισμός και οι «νεοκλασικές» οικονομικές θεωρίες, ενώ το όψιμο έργο του ακολουθεί έναν εργαλειακού χαρακτήρα εμπειρισμό που προσιδιάζει περισσότερο στη νέα στροφή προς το φιλελευθερισμό της αγοράς - και από εδώ θα αναδυθεί, μετά τη δεκαετία του '60, ολόκληρο το ιδεολόγημα που ονομάστηκε «μεταμοντερνισμός».
Το τρίτο ρεύμα του εικοστού αιώνα περνάει μέσ' από τη χουσερλιανή φαινομενολογία, γονιμοποιεί έναν οντολογικό προβληματισμό που θα γίνει γνωστός με τους όρους περσοναλισμός και υπαρξισμός, κι εν συνεχεία απολήγει στο φιλοσοφικό ύφος το οποίο, ειδικά στη Γερμανία και τη Γαλλία, έλαβε το όνομα ερμηνευτική. Ακόμη και στις κατάφωρα συντηρητικές του όψεις, το ρεύμα αυτό κρύβει ένα τεράστιο δυναμικό καταγγελίας καθώς προβληματοποιεί τις πραγμοποιημένες, ποσοτικοποιημένες και αντικειμενοποιητικές όψεις της ανεπτυγμένης καπιταλιστικής κοινωνίας (οι οποίες δυστυχώς έχουν διαποτίσει κι ένα μεγάλο κομμάτι του μαρξισμού)· έτσι, ο φαινομενικός αντιμοντερνισμός του γίνεται δραστική κριτική του υπάρχοντος κόσμου και τροφοδοτεί όλες τις μορφές βολονταριστικής διαμαρτυρίας και αντιπαράθεσης. Υπήρξαν οπωσδήποτε ευρύτατες γραμμές σύγκλισης ανάμεσα στο ρεύμα αυτό και το μαρξισμό (Μαρκούζε, Σαρτρ, Μερλό-Ποντί, κ.ά.), ωστόσο ο σημαντικότερος από τους εκπροσώπους του δεν ανήκει εδώ. Ο Martin Heidegger έχει βεβαίως κριθεί στο πολιτικό πεδίο όπως του άξιζε· παρ' όλα αυτά, πίσω από την πολιτική του αφέλεια και τη μεταφυσική ακαμψία του ύφους του, πρέπει ν' αναγνωρίσουμε μία από τις μεγαλύτερες φιλοσοφικές επαναστάσεις του εικοστού αιώνα: επανάσταση που επαναφέρει -με την ίδια κίνηση- την περιοχή του Λόγου στην άρρητη μήτρα της καταγωγής της, κι έναν γερασμένο δυτικό πολιτισμό στις χαμένες πολιτισμικές παραδόσεις πάνω στον εκτοπισμό και την απώθηση των οποίων έστησε το δικό του μονοσήμαντο οικοδόμημα - τις «άλλες» φιλοσοφίες μιας μη πλατωνικής γραμμής του ελληνικού στοχασμού, όσο και μιας οικείας-απόμακρης Ανατολής. Τούτος ο κλάδος της σκέψης στον εικοστό αιώνα μπορεί και πρέπει να διαβαστεί ως επάλληλος της αισθητικής κατηγορίας του «τραγικού»: σημάδι μιας δραματικής ρήξης με ένα απολιθωμένο κοινωνικό, προάγγελος ταυτόχρονα μιας δυνητικής πολιτισμικής ενοποίησης που πρέπει κατ' ανάγκη να περάσει μέσα από ένα οδυνηρό -και παρατεινόμενο- βίωμα θανάτου.
2. Το πέρασμα σε αυτό που ονομάσαμε «ελάσσονα εικοστό αιώνα» σημαδεύεται αφενός από τη σταδιακή κατάρρευση του σχεδίου γραφειοκρατικής αναδόμησης του καπιταλισμού (το λεγόμενο παρεμβατικό κράτος ή κράτος προνοίας, όσο και τις «σοσιαλιστικές» γραφειοκρατίες της Ανατολής) που θα οδηγήσει εκ νέου σε άκρως επιθετικές μορφές οικονομίας της αγοράς, αφετέρου από τις εκτεταμένες εφαρμογές της λεγόμενης τρίτης βιομηχανικής επανάστασης: της επανάστασης των επικοινωνιών, της κυβερνητικής και της πληροφορικής που αλλάζει ραγδαία την όψη του πλανήτη. Ενα μεγάλο μέρος της σκέψης ακολούθησε αδιαμεσολάβητα τις εξελίξεις, αναλαμβάνοντας το ρόλο της απλής ιδεολογίας αυτών των κοινωνικών κρυσταλλώσεων. Η εναλλαγή ανάμεσα σε λογικό θετικισμό κι εργαλειακό εμπειρισμό (ανάμεσα στη Σχολή της Βιέννης και τον Karl Popper, ανάμεσα στον πρώιμο και τον όψιμο Wittgenstein, ανάμεσα σε στρουκτουραλισμό και μεταμοντερνισμό ή αποδόμηση) δίνει το ρυθμό της κατ' εξοχήν καπιταλιστικής ιδεολογίας σε όλο το μήκος του αιώνα, που ακολουθεί κατά πόδας τις μεταβάσεις από το γραφειοκρατικό σχεδιασμό στον άγριο ανταγωνισμό της αγοράς. Η περίφημη «γλωσσική στροφή» της φιλοσοφίας δεν ήταν στο μεγαλύτερο μέρος της τίποτε άλλο από αδιαμεσολάβητη μεταφορά των μοντέλων της ψηφιακής τεχνολογίας των επικοινωνιών στη θεωρητική σκέψη - και πράγματι, ένα από τα πιο αξιοσημείωτα φαινόμενα αυτής της περιόδου που ακόμη διανύουμε είναι ο αργός, ασφυκτικός θάνατος κάθε σκέψης, τον οποίον είχε την τιμή να εξαγγείλει από νωρίς ο επιστημονικός θετικισμός.
Αν θα έπρεπε να συνοψίσουμε κάπως σχηματικά αυτή την περίοδο σε μια νέα φιλοσοφική τριάδα, θα επιλέγαμε τρεις στοχαστές οι οποίοι συνεχίζουν, αλλά και με πολλές έννοιες ανακατανέμουν, τις παραδόσεις που είδαμε να διασχίζουν το μεγαλύτερο κομμάτι του εικοστού αιώνα: Jurgen Habermas, Κορνήλιος Καστοριάδης, Jacques Derrida. Ο Jurgen Habermas θεωρείται γενικά συνεχιστής μιας ορισμένης μεταμαρξιστικής παράδοσης, και ειδικότερα της Σχολής της Φρανκφούρτης· στην πραγματικότητα, το χάσμα που χωρίζει τον Habermas από την παλαιότερη Σχολή είναι ιλιγγιώδες, και αρχίζει από τη στιγμή τουλάχιστον που ο τελευταίος στρέφει τα νώτα στο διαλεκτικό τρόπο του σκέπτεσθαι και αναζητεί ένα θετικό κανονιστικό θεμέλιο το οποίο βρίσκει στην επικοινωνιακή θεωρία της γλώσσας, και πιο ειδικά στον αμερικανικό πραγματισμό. Αν ο Habermas δικαιούται με οποιαδήποτε έννοια τον τίτλο του μαρξιστή, οπωσδήποτε εκφράζει τη στιγμή που ο μαρξισμός ενδίδει οριστικά στο θετικιστικό πνεύμα (πράγμα που είχε δοκιμαστεί λίγο νωρίτερα, στην εκδοχή του λεγόμενου στρουκτουραλιστικού μαρξισμού): κατάφορτη με κοινωνικές σημασίες αυτή η συνθηκολόγηση, υποσημαίνει ακριβώς την ιστορική στιγμή που το εργατικό κίνημα και οι «αριστερές» ηγεσίες ανακαλύπτουν τα θέλγητρα της συμμετοχής και της συνδιαχείρισης κι εγκαταλείπουν κάθε αξίωση αυτονομίας χάριν της αποτελεσματικής ενσωμάτωσης σε ένα «κοινωνικά» μεταρρυθμισμένο καπιταλιστικό σύστημα. Η φιλοσοφία του Habermas φωτογραφίζει, όπως λέμε, την οβιδιακή μεταμόρφωση της εργατικής Αριστεράς σε σοσιαλδημοκρατία.
Το ότι, πράγματι, μια δραματική στιγμή στα μέσα αυτού του αιώνα, ο δρόμος της Αριστεράς φάνηκε να οδηγεί είτε στη σοβιετικού τύπου γραφειοκρατία είτε στη συνθηκολόγηση με τους κανόνες της καπιταλιστικής αγοράς, οδήγησε ορισμένες δυνάμεις από το ριζοσπαστικό κίνημα στο εκβιαστικό δίλημμα: ή «μαρξιστής» ή επαναστάτης. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ερχόμενος από το χώρο του επαναστατικού τροτσκισμού, αποπειράθηκε κυρίως στις δεκαετίες του '60 και '70 να επαναδιατυπώσει την επαναστατική θεωρία ως θεωρία της ριζικής αυτονομίας, διαρρηγνύοντας κάθε σχέση με τον παραδοσιακό μαρξισμό. Οπως εκ των υστέρων είμαστε σε θέση να δούμε, η σκέψη του Καστοριάδη άντλησε υπόγεια από το υπαρξιακό-φαινομενολογικό ρεύμα (και οπωσδήποτε σε κάποιο βαθμό από την ψυχανάλυση, υπό μια υπαρξιακή σκοπιά όμως ερμηνευμένη) εκείνο το στοιχείο του βολονταρισμού και μιας τραγικά χρωματισμένης εναντίωσης στο πεπρωμένο που εσφράγισε το επαναστατικό βίωμα σε όλες σχεδόν τις κρίσιμες στιγμές αυτού του αιώνα. Ο ίδιος, δυστυχώς, δεν θέλησε ποτέ να αναγνωρίσει ρητά αυτή την επιρροή· παρ' όλ' αυτά, εάν κάποιος μπει στον κόπο να αφαιρέσει από τη σκέψη του κάποιες ρητορικές ακρότητες που θέλουν να δώσουν την επίφαση μιας παρθενογένεσης, θα διαπιστώσει πως ό,τι ζωντανό και γόνιμο διατηρείται μέσα της οφείλεται στη σύζευξη των καλύτερων όψεων του (φροϊδο)μαρξισμού με τις καλύτερες όψεις της υπαρξιακής-φαινομενολογικής παράδοσης - σε έναν δρόμο που έχει και από άλλους χαρτογραφηθεί, και ο οποίος δεν έχει ακόμη εξαντλήσει όλες του τις δυνατότητες.
Θα έλεγε κανείς ότι με τον Jacques Derrida τελειώνει το φιλοσοφικό τοπίο του εικοστού αιώνα. Αυτός ο παράδοξος -κι εν πολλοίς ζοφερός- στοχαστής αντλεί ταυτόχρονα από δύο ασύμβατες μεταξύ τους παραδόσεις, τις οποίες συνδέει ακριβώς αναστρέφοντας ριζικά και τις δύο. Ο Derrida έρχεται κατά βάσιν από το χώρο της φαινομενολογίας και της ερμηνευτικής, όμως η επιθυμία του είναι να βαδίσει ενάντια στον κλασικό δρόμο κάθε φαινομενολογικής ερμηνευτικής: όχι να ξαναβρεί τις συνεχείς διαδρομές του νοήματος κάτω από τη φαινομενική ασυνέχεια των σημείων, αλλά να δείξει τη ριζική αδυνατότητα κάθε νοήματος. Αυτό τον φέρνει αμέσως στο εσωτερικό της θετικιστικής παράδοσης, η οποία, ειδικά υπό τις γαλλικές της μορφές, τον στρουκτουραλισμό και μια φορμαλιστική σημειολογία, συνιστά ήδη ακριβώς ένα πραξικόπημα κατά της σημασίας εν γένει και του βιωματικού βάθους της γλώσσας, την οποία ανασυγκροτεί σαν ένα νεκρό μηχανισμό με βάση το παράδειγμα της τεχνητής γλώσσας των υπολογιστών. Όμως ο Derrida απεχθάνεται εξίσου την τεχνική αποτελεσματικότητα στο άρμα της οποίας είναι δεμένος κάθε είδους θετικισμός· έτσι αναστρέφει επίσης τη στρουκτουραλιστική πρόθεση δείχνοντας ότι -ορθά- αν η σημασία είναι απλή λειτουργία της δόμησης, της κατασκευής, τότε κάθε σημασία είναι απεριόριστα αποδομήσιμη, αποδιαρθρώσιμη - άρα, κυριολεκτικά μιλώντας, σημασία δεν υπάρχει. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε σε ποιο βαθμό είναι ο Derrida εξαρτημένος από αυτό που ανατρέπει, προκειμένου να εξαγάγει τις «υπαρξιακές» συνέπειες αυτού το οποίο στην πραγματικότητα οφείλεται στην ίδια την επικράτηση του θετικισμού (δηλαδή των «αντικειμενικών» μορφωμάτων της τεχνολογίας, του εμπορεύματος, της πολιτικής ετερονομίας, κ.ο.κ.) στο κοινωνικό πεδίο. Σε τελευταία ανάλυση, το έργο του ματαιώνεται φιλοσοφικά από την ίδια την εγγενώς σχιζοειδή του δομή· αυτή η ματαίωση όμως, αυτή η αθεράπευτη απώλεια του νοήματος και η διαρκής και αναποφάσιστη ταλάντευση του σκέπτεσθαι πάνω από την άβυσσο της τρέλας (και παρά τη μετέπειτα υποχώρηση του Derrida από τις ακραίες συνέπειες της σκέψης του) είναι ο πιο τραγικός καθρέφτης της κόψης στην οποία βρίσκεται παγιδευμένος ο στοχασμός στο τέλος του εικοστού αιώνα.

ΠΗΓΗ: image , Παρασκευή 19 - 01 - 2001