Σελίδες

Σάββατο 15 Αυγούστου 2009

ΛΟΥΚΑΣ ΑΞΕΛΟΣ: ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ, ∆ΙΕΘΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

∆ηµοσιευµένο στον συλλογικό τόµο Τοµ Ναιρν, Μισέλ Λεβύ, Ευγένιος Καµένκα, Λουκάς Αξελός, Θανάσης Καλόµαλος, Εθνικισµός, ο Σύγχρονος Ιανός. Πατριωτισµός, ∆ιεθνισµός και Εθνικό Ζήτηµα, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1998.


ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Το παρόν κείµενο, γραµµένο και δηµοσιευµένο πριν αρκετά χρόνια, εντάσσεται σε µια προβληµατική που από την περίοδο της δικτατορίας µε βάση την άποψη ότι το «Εθνικό Ζήτηµα στο επίπεδο της θεωρίας αντιπροσωπεύει – κατ’ εξοχήν – την µεγάλη ιστορική αποτυχία του µαρξισµού», επικεντρώνει το ενδιαφέρον της γύρω από τα ζητήµατα της αυτοδιάθεσης, του αυτοκαθορισµού και της αυτοδιαχείρισης, προτάσσοντας στον χώρο της πολιτικής το Κυπριακό Ζήτηµα, ως κατεξοχήν πεδίον αναµέτρησης γύρω από τα θεµελιώδη αυτά ζητήµατα, έννοιες και αξίες. Η ανάδειξη των ζητηµάτων στα οποία επικεντρώνεται η παρούσα µελέτη σε κυρίαρχα και για τον 21ο αιώνα, η πλήρης καταπάτηση των αρχών της αυτοδιάθεσης, αυτοκαθορισµού και αυτοδιαχείρισης στην αιµατοβαµµένη Παλαιστίνη από το Ισραήλ, η αµετακίνητα ρατσιστική, αντιδηµοκρατική και επεκτατική συµπεριφορά του τουρκικού κυρίαρχου συγκροτήµατος εξουσίας απέναντι στα έθνη και τους λαούς της Μικράς Ασίας και τα κράτη της περιοχής και η επιστροφή µε διαφορετικό περιτύλιγµα του φρανκενσταϊνικής έµπνευσης σχεδίου Ανάν στην Κύπρο, επιβεβαιώνουν – κατά την γνώµη µου – τις διαπιστώσεις που αναλύονται στο κείµενο αυτό, το οποίο, διαδικτυακά πλέον, θέτω σε κυκλοφορία, ελπίζοντας στην καθυστερηµένη – έστω – έναρξη του διαλόγου εκείνου που ποτέ δεν έγινε στους κόλπους της Αριστεράς µε ουσιαστικούς και επιστηµονικά αποδεκτούς όρους.
Ο Συγγραφέας


I. Ο ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΕΠΕΚΤΑΤΙΣΜΟΣ ΩΣ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ

Το Κυπριακό έτσι όπως µέσα από την επιµήκυνση του ιστορικού χρόνου µπορούµε σήµερα να το δούµε, θέτει ευθέως το πρόβληµα των σχέσεων ανάµεσα στον ελληνικό λαό και τους λαούς της Τουρκίας και τα πραγµατικά διλήµµατα που τίθενται στους πολίτες και τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάµεις σε Κύπρο, Ελλάδα και Τουρκία. Θέτει δηλαδή επί τάπητος, χωρίς αναγκαστικά να τα εµπεριέχει ως όλον, τα µεγάλα ζητήµατα που µας απασχολούν στο λυκόφως του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα µάλιστα µετά την κατάρρευση του ολοκληρωτισµού στην Ανατολική Ευρώπη. Όλες οι µαγικές λέξεις ελευθερία, πατριωτισµός, διεθνισµός, εθνικισµός, κρατισµός, ρατσισµός, ισότητα, δηµοκρατία, διαφορά, αυτοδιάθεση, συνωστίζονται στην Πράσινη Γραµµή— εκεί που σταµατάνε τα ψέµατα και ανεµίζουν τουρκικές σηµαίες. ∆εν γνωρίζω αν θα βρισκότανε κανείς να αµφισβητήσει σοβαρά το γεγονός ότι οι σχέσεις ανάµεσα στους δυο λαούς (ελληνικό-τουρκικό), είναι ιδιαίτερα άσχηµες. Σε γκάλοπ που δηµοσίευσε το 1986 το τουρκικό περιοδικό «Nokta», το 95% των Τούρκων θεωρούν τους Έλληνες ως µη άξιους εµπιστοσύνης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό κατεβαίνει για τους Έλληνες στο 73%. Ποιο αλήθεια µπορεί να είναι το πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό βάρος αυτού του 5% των Τούρκων που δεν διάκεινται εχθρικά απέναντι µας; Η γλώσσα των αριθµών — όσο κι αν αµφισβητηθεί — είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική και γίνεται ακόµα πιο πολύ όταν, µελετώντας τις θέσεις και την πρακτική των τουρκικών πολιτικών σχηµατισµών, διαπιστώσουµε ότι η νοοτροπία αυτή διαπερνά όχι µόνο τα κυβερνητικά, αλλά και τα αριστερά κόµµατα της αντιπολίτευσης, που — υποτίθεται — εµπνέονται από διεθνιστικά ιδεώδη. Είναι φανερό ότι οι ευθύνες δεν έχουν συνολικά έναν αποδέκτη. Και εννοούµε, σαφέστατα, και τις ευθύνες της ελληνικής πλευράς που όµως — οφείλουµε να το παραδεχθούµε — είναι άλλης τάξης από τις ευθύνες του συνόλου, σχεδόν, του τουρκικού πολιτικού κόσµου, που έχει πέσει στην παγίδα του µεγαλοτουρκικού σωβινισµού. Ίσως κάποιοι ισχυριστούν ότι αυτό είναι κάτι το συγκυριακό που δεν εντάσσεται στις ιδιαίτερες συνθήκες χρόνιας αναγκαστικής συµβίωσης ανάµεσα στους Έλληνες και Τούρκους. Η πραγµατικότητα όµως τους διαψεύδει αποδεικνύοντας ότι ο αντιξενισµός, ο ρατσισµός και η πολιτική φυσικής εξόντωσης ή βίαιου εξισλαµισµού έχει πολύ βαθιές ιστορικές ρίζες. Εύστοχα είναι τα ζητήµατα που θέτει ο Πέρσης ιστορικός Εναγιοταλά Ρεζά όταν διερωτάται: «Στη χώρα που γεννήθηκε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, δεν υπήρχαν κάτοικοι, δεν υπήρχε πληθυσµός σ’ αυτή τη χώρα; Αν δεχθούµε ότι το Βυζάντιο είχε τον πληθυσµό του, τότε γεννάται ένα άλλο ερώτηµα. Τι απέγινε ο λαός ο οποίος πριν από χίλια εξακόσια χρόνια ίδρυσε ένα από τα µεγαλύτερα κράτη της παγκόσµιας ιστορίας; Ποιος ήταν αυτός ο λαός; Ποια ήταν η γλώσσα του και ποιος ο πολιτισµός του; Μήπως οι επιγραφές αυτής και παλαιότερων εποχών ψεύδονται; Μπορεί κανείς ν’ αγνοήσει τις επιγραφές σε ελληνική γραφή που συνεχίζουν να υπάρχουν µέχρι σήµερα ως αδιάψευστες αποδείξεις του παρελθόντος της Μικράς Ασίας παρά τις αλλεπάλληλες καταστροφές τους από τους αναρίθµητους εχθρούς και εισβολείς; Τέλος, πού πήγαν αυτοί οι άνθρωποι αυτός ο λαός που δηµιούργησε ένα τόσο λαµπρό πολιτισµό;», για να απαντήσει στη συνέχεια µέσα από µια σύντοµη ιστορική περιδιάβαση που φτάνει ως τις µέρες µας: «Αφού νίκησαν τους Βυζαντινούς, αυτές οι φυλές κατέστρεψαν το λαµπρό πολιτισµό των τελευταίων και υιοθέτησαν µια πολιτική αφοµοίωσης των Ελλήνων κατοίκων της χώρας. Αυτή η πολιτική διατηρήθηκε µέχρι τον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο και µετά απ’ αυτόν και µπορούµε µέχρι σήµερα να διαπιστώσουµε την έχθρα και το µίσος των παντουρκιστών όχι µόνο κατά του ελληνικού πολιτισµού αλλά και κατά του ίδιου του ελληνικού λαού. Το δεύτερο έθνος που οι παντουρκιστές αποπειράθηκαν να εξοντώσουν ήταν οι Αρµένιοι. Η βίαιη σφαγή Αρµενίων, γυναικών, παιδιών και ανδρών και η εξόντωση του αρµενικού πληθυσµού του Καρς και του Αρνταχάν και του πληθυσµού της Μεγάλης Αρµενίας δεν έχει λησµονηθεί. Όπως φαίνεται, οι παντουρκιστές δεν είχαν την υποµονή να λύσουν µε άλλο τρόπο τους λογαριασµούς τους µε τα έθνη µε υψηλό πολιτισµό και µε βαθιές ιστορικές ρίζες και δεν την έχουν ούτε µέχρι σήµερα. Το τρίτο έθνος που καταπιέζεται και βρίσκεται στα πρόθυρα της εκµηδένισης εξαιτίας της σωβινιστικής πολιτικής των παντουρκιστών είναι οι Κούρδοι µε έναν πληθυσµό 12-14 εκατοµµυρίων στην Ανατολική Τουρκία»1. Οι πυκνές αυτές συνοψίσεις στοιχειοθετούνται από άπειρες ψηφίδες κτηνώδους πρακτικής, την οποία παραγνωρίζουν όχι µόνο οι έχοντες συµφέρον Τούρκοι και οι οµογάλακτοι τους, αλλά και πολλοί άλλοι που διατείνονται ότι µιλούν στο όνοµα της δηµοκρατίας, της ελευθερίας, των ανθρωπίνων δικαιωµάτων ή του σοσιαλισµού. Γι’ αυτούς τους τελευταίους και το πώς βλέπουν και αντιµετωπίζουν την εξέλιξη των πραγµάτων στην Τουρκία, ταιριάζει ίσως η παρατήρηση της Ρόζας Λούξεµπουργκ ότι: «η όλη πραγµατική εξέλιξη στην Τουρκία, η οποία οδηγεί σε επαναστάσεις και σε αποσύνθεση, δεν είναι γι’ αυτούς τίποτε άλλο από ένα αντιπαθητικό, ενοχλητικό γεγονός, που κατά συνέπεια πρέπει απλά να απορριφθεί. Οι ανθρωποσφαγές στηλιτεύονται σαν ψέµα, οι επαναστάσεις χαρακτηρίζονται σαν λαός χωρίς αξία και η επανάσταση σαν θεατρική παράσταση»2. Είναι πασίγνωστο ότι το 1925 το Τουρκικό Κοµµουνιστικό Κόµµα όχι µόνο αντιτάχθηκε στην ηρωική εξέγερση των Κούρδων, αλλά ταυτίστηκε µε τους κεµαλικούς, στέλνοντας συγχαρητήριο τηλεγράφηµα στον Τούρκο πρωθυπουργό Ισµέτ Πασά. Την ίδια περίοδο στο περιοδικό του «Aydilik» δηµοσιεύονταν αρκετά κείµενα που υποστήριζαν τους κεµαλικούς και καταδίκαζαν την «αντεπαναστατική κουρδική εξέγερση». Όπως το ίδιο γνωστό είναι ότι το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόµµα και η Εργατική Συνοµοσπονδία DISK πρωτοστάτησαν το 1974 στη διεξαγωγή µαζικών εράνων για την ενίσχυση των πολεµικών αναγκών της επιχείρησης Αττίλα που διηύθυνε ο σοσιαλδηµοκράτης Μπουλέντ Ετσεβίτ3. Τέλος εύγλωττη είναι η στάση της τουρκοκυπριακής αριστεράς κατά την ανακήρυξη του κατοχικού κράτους στις 15 Νοεµβρίου 1983, όπως χαρακτηριστικά την περιγράφει την επόµενη ηµέρα στο περιοδικό «Σοζ» ο Αχµέτ Ονάν: «Οι βουλευτές της αντιπολίτευσης σήκωσαν όσο πιο ψηλά µπορούσαν τα χέρια τους, έστω κι αν τα πρόσωπα τους δεν ήταν χαµογελαστά. Στο παρελθόν µας είχαν χαρακτηρίσει οπαδούς της διχοτόµησης. Τώρα, όµως, τα χέρια τους ήταν ψηλά. Εφόσον ήταν τόσο πιστοί στις αρχές τους σαν σοσιαλιστές, γιατί δεν εγκατέλειψαν τη Βουλή;». ∆εν πρόκειται για συµπτώσεις ή επιµέρους περιστατικά, αλλά για στερεότυπη συµπεριφορά απέναντι σε ό,τι δεν είναι τουρκικό— απέναντι σε όλους τους ιστορικούς λαούς της Μικρας Ασίας, είτε Έλληνες, είτε Αρµένιοι, είτε Λαζοί, είτε Τσερκέζοι, είτε Γεωργιανοί, είτε Σύριοι, είτε Κούρδοι λέγονται αυτοί. Και δεν αποτελεί πια σύµπτωση το γεγονός ότι ελάχιστες φωνές διαµαρτυρίας είχαν κατά καιρούς σηκωθεί από όλους εκείνους που θεωρητικά πρεσβεύουν τον περί αντιθέτου λόγο. Ας δούµε ένα ενδεικτικό γραπτό παράδειγµα, που δεν προέρχεται από το χώρο της πολιτικής, αλλά από το χώρο της επιστήµης. Γράφει λοιπόν ο Τσαγλάρ Κεϊντέρ στο έργο του Τουρκία: ∆ικτατορία και δηµοκρατία και συγκεκριµένα στο κεφάλαιο «Η ίδρυση της ∆ηµοκρατίας» ότι: «Οι Αρµένιοι που αριθµούσαν 1,2 εκατ. το 1896, περιορίστηκαν σε λιγότερο από 100.000 το 1927, εξαιτίας της µετανάστευσης και των εχθροτήτων στη διάρκεια του πολέµου. Η πρωταρχική αιτία του µαρασµού αυτού ήταν η εξαναγκαστική πορεία του 1915, όταν οι Αρµένιοι αποµακρύνθηκαν από στρατηγικές περιοχές ειδικότερα στη Ν.Α. Ανατολία»4. ∆εν πρόκειται για κείµενο ανθρώπου στον οποίο θα µπορούσαµε να χρεώσουµε φανερή σχέση εξάρτησης από το τουρκικό κράτος ή τους ποικίλους παντουρανιστικούς κύκλους, αλλά για τις απόψεις ενός αριστερού Τούρκου επιστήµονα που γνωρίζει µεθοδικά να αναπτύξει το θέµα του. Τι κρύβει λοιπόν πίσω του το παραπάνω απόσπασµα; Τίποτα περισσότερο από τον λανθάνοντα σωβινισµό της τουρκικής αριστεράς, ακόµα και αυτής που έχει τις πιο προωθηµένες σε επίπεδο επιστηµονικής προσέγγισης απόψεις. Είναι θλιβερό να ξεπερνιέται η γενοκτονία 1.500.000 Αρµενίων µε περίτεχνες και αποπροσανατολιστικές εκφράσεις του τύπου ((περιορίστηκαν... εξαιτίας της µετανάστευσης και των εχθροτήτων» ή ((πρωταρχική αιτία του µαρασµού αυτού...». Το νέο τουρκικό κράτος που θεµελίωσε ο Μουσταφά Κεµάλ ως ιστορική συνέχεια-αναδίπλωση της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, παρά τα εξωτερικά κοσµικά — δυτικής επίδρασης — χαρακτηριστικά του, που τόσο αβαθώς και επιπόλαια επαινέθηκαν και υπερεκτιµήθηκαν από την πλειοψηφία των πολιτικών και επιστηµόνων, τόσο στη ∆ύση όσο και την πρώην Σοβιετική Ένωση και τους δορυφόρους της, παραµένει ένα βαθύτατα ρατσιστικό, παντουρκιστικό-παντουρανιστικό κράτος, που σταθερό του στόχο και σκοπό έχει την πολιτική της φυσικής εκκαθάρισης, του εξισλαµισµού, του εξανδραποδισµού και του ξεριζώµατος για τους εντός της επικρατείας του αλλοεθνείς πληθυσµούς και τη µέγιστη δυνατή εµπέδωση της επιρροής-παρουσίας του σε όλον τον πελώριο ιστορικό-γεωγραφικό χώρο που εγκαταστάθηκαν ή κατάκτησαν τα διάφορα τουρανικά φύλα. Αυτή η µακρόπνοη πολιτική εκτουρκισµού λειτούργησε και λειτουργεί σε όλη την κοινωνική, οικονοµική, πολιτισµική και πολιτική σφαίρα και αποτυπώνεται µε ιδιαίτερη έµφαση στο ίδιο το Τουρκικό Σύνταγµα του 1982. Στο άρθρο 26 που αναφέρεται στην ελευθερία του Τύπου και την ελεύθερη έκφραση γνώµης απαγορεύεται η οποιαδήποτε µορφή δηµοσίευσης στις νοµικά απαγορευµένες γλώσσες, που σύµφωνα µε το άρθρο 3 δεν είναι άλλες από των µειονοτήτων. Και αυτό δεν αφορά µόνο τα τυπογραφικά προϊόντα, αλλά όλες τις µορφές έκφρασης, όπως οι ταινίες, οι δίσκοι, τα σλάιτς, ακόµα και οι χειρόγραφες ανακοινώσεις5. Είναι γνωστό σε όποιον έχει στοιχειωδώς ασχοληθεί µε την τουρκική νοµοθεσία ότι ο ισχύων τουρκικός ποινικός κώδικας βρίθει διατάξεων που απαγορεύουν τη χρήση των λέξεων Κουρδιστάν ή Κούρδος, επισείοντας ποινές φυλάκισης που φτάνουν µέχρι τα δεκαπέντε χρόνια για οποιονδήποτε θα είχε την ατυχή έµπνευση να αναφερθεί δηµόσια στην ύπαρξη Κούρδων στην Τουρκία. Αυτή η κραυγαλέα παραβίαση των στοιχειωδέστερων ανθρωπίνων δικαιωµάτων αποτυπώθηκε κυνικά στον περίφηµο Νόµο 2932 (και αργότερα και στον Νόµο Έκτακτης Ανάγκης 2935/1983). Γι’ αυτόν το νόµο ένα τουρκικό πολιτικό κόµµα, προς τιµήν του, θα πει: «... 12. Ο νόµος αυτός που απαγορεύει στους Κούρδους να µιλούν τη γλώσσα τους έχει βυθίσει στην ντροπή το νοµικό µας σύστηµα... 13. Σε εφαρµογή αυτού του βάρβαρου και παράλογου νόµου έχουν γίνει ανακρίσεις και έχουν επιβληθεί ποινικές κυρώσεις εναντίον πολλών ανθρώπων στην περιοχή, διότι υπερασπίσθηκαν τον εαυτό τους στα δικαστήρια, τραγούδησαν τραγούδια, έγραψαν άρθρα ή έχουν κασέτες στην κουρδική γλώσσα. Πρέπει να τονίσουµε ότι αποτελεί έγκληµα εναντίον της ανθρωπότητας η απαγόρευση χρήσης της µητρικής γλώσσας, η οποία είναι φυσικά αναπόσπαστο µέρος της ανθρώπινης ζωής. Η αναχρονιστική αυτή απαγόρευση θέλει ν’ αγνοεί τον εθνικό διαφορισµό και την ύπαρξη πολιτιστικού πλουραλισµού στη χώρα»6. Κι ας αποτελεί αναµφισβήτητο ιστορικό τόπο το γεγονός ότι ολόκληρη η Ν.Α. Μικρά Ασία κατοικείται από την εποχή του Ξενοφώντα από συµπαγείς µάζες εκατοµµυρίων «Καρδούχων», κι ας αποτελεί κατά κοινή οµολογία η Κωνσταντινούπολη τη µεγαλύτερη κουρδική πόλη, έξω από το ιστορικό Κουρδιστάν. Πώς άραγε µπορεί να χαρακτηριστεί ένα καθεστώς που θεωρεί εχθρό του Συντάγµατος, τον πολίτη του που µιλά και γράφει στη µητρική του γλώσσα και δεν αποτελεί, άραγε, ιστορική οπισθοδρόµηση το γεγονός ότι ο προκάτοχος της σηµερινής Τουρκίας, η Οθωµανική Αυτοκρατορία, αναγνωρίζοντας την πραγµατικότητα της ως πολυεθνικού κράτους επέτρεπε ένα µίνιµουµ, τουλάχιστον, γλωσσικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής ελευθερίας στους µη Τούρκους υπηκόους της; Βάναυσο και αντιδηµοκρατικό στους τουρκικής καταγωγής υπηκόους του, αµείλικτο και ανελέητο σε κάθε µη Τούρκο πολίτη του, ήταν και είναι το σύγχρονο τουρκικό κράτος. Και αυτό δεν αποτελεί καταγγελία των αντιπάλων του, αλλά τραγική διαπίστωση των επανειληµµένων εκθέσεων διεθνών οργανισµών, εξέχουσα θέση µεταξύ των οποίων κατέχουν οι ετήσιες εκθέσεις της οργάνωσης ∆ιεθνής Αµνηστία7. Είναι, λοιπόν, ορατή δια γυµνού οφθαλµού η εθελοτυφλία όλων εκείνων που σε Ελλάδα, Κύπρο, Ευρώπη και Αµερική, µιλούν ανερυθρίαστα για δηµοκρατική Τουρκία, υπερθεµατίζοντας µάλιστα τις τουρκικές πρωτοβουλίες για ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν το τουρκικό κράτος αποτελεί ένα απτό παράδειγµα ρατσιστικού κράτους, χειρότερου — υπό µιαν ορισµένη έννοια — και από αυτό που κυριάρχησε για δεκαετίες στη Νότια Αφρική.

II. Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΚΑΙ ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΥΘΥΝΕΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ ΣΕ ΕΛΛΑ∆Α ΚΑΙ ΚΥΠΡΟ

Κραυγαλέο παράδειγµα της πολιτικής αυτής αποτελεί η κατάσταση που έχει διαµορφωθεί στη σηµερινή Κύπρο µε συρροές πρωτοφανών εγκληµατικών πράξεων που κυριολεκτικά έχουν κονιορτοποιήσει το σύνολο των κανόνων που διέπουν το ∆ιεθνές ∆ίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώµατα. ∆εν θα σταθώ περισσότερο στο σηµείο αυτό, γιατί αναλυτικά έχει κατ’ επανάληψιν εκτεθεί. Θα επιµείνω όµως ότι από µόνο του καθιστά και αναδεικνύει το Κυπριακό σε αποφασιστικό παράγοντα-κριτήριο για να διαγνώσουµε την πραγµατική στάση και ιδεολογία των διάφορων τάξεων, οµάδων και ατόµων, σε Ελλάδα, Κύπρο και Τουρκία, απέναντι σε µείζονος αξίας ζητήµατα όπως η ελευθερία, η αυτοδιάθεση, η δηµοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώµατα, η ισονοµία των πολιτών, η αλληλεγγύη απέναντι στο θύµα και η στάση αρχών απέναντι στον θύτη. Η τουρκική πρακτική έχει πια ανοιχτά καταγγελθεί και είναι πραγµατικά θλιβερή σχεδόν στο σύνολο της, µε κορυφαίο παράγοντα αντίφασης και ασυνέπειας την εµφορουµενη — υποτίθεται — από ιδέες διεθνιστικής αλληλεγγύης τουρκική αριστερά, που δείχνει ότι ξεχνά αυτοµάτως τις αρχές της όταν αυτές αφορούν τα δικαιώµατα των µη τουρκικών πληθυσµών. ∆εν αποτελεί λοιπόν κατ’ εξαίρεση φαινόµενο, αλλά συνειδητή πολιτική επιλογή, το γεγονός της µερικής ή καθ’ ολοκληρίαν συµπτώσεως όλων των τουρκικών και τουρκοκυπριακών πολιτικών σχηµατισµών απέναντι στα κορυφαία ζητήµατα της γενοκτονίας των Αρµενίων και των Ποντίων, της αυτοδιάθεσης των Κούρδων, του διαµελισµού της Κύπρου. Αναµφίβολα θα ήταν εσφαλµένο και το χειρότερο άδικο, να χρεωθεί συλλήβδην συµπάς ο τουρκικός λαός ή ειδικότερα κάποιες περιορισµένης εµβέλειας δηµοκρατικές συνιστώσες του, την κυρίαρχη κουλτούρα και πρακτική της παντουρανιστικής και κεµαλικής ιδεολογίας. Κανείς δεν θα πρέπει να ξεχάσει ή να αποσιωπά περιστατικά, όπως η δολοφονία του εκδότη της τουρκικής συνδικαλιστικής εφηµερίδας της ΠΕΟ Φαζίλ Οντούρ το Μάιο του 1958 από Τούρκους φασίστες ή τη δολοφονία τον Απρίλιο του 1962 των συντακτών της «Τζουµχουριέτ» Αχµέτ Γκιουρκάν και Αϊχµάν Χικµέτ, επειδή µε υποδειγµατική συνέπεια αποκάλυψαν ότι η τοποθέτηση βόµβας σε ένα τζαµί στον ελληνικό τοµέα της Λευκωσίας, δεν ήταν έργο Ελλήνων όπως εσκεµµένα διατυµπάνιζε η τουρκοκυπριακή ηγεσία, αλλά συνειδητή πρόκληση των Τούρκων φασιστών, που επεδίωκαν να διευρύνουν το χάσµα ανάµεσα στις δυο πλευρές. Τελευταίος ιδαλγός µιας άλλης αντίληψης και λογικής υπήρξεν ο αγωνιστής συνδικαλιστής και δηµοσιογράφος Ντερβίς Καβάζογλου, άνθρωπος που µε περισσή παρρησία ξεσκέπασε το ρόλο της κυρίαρχης τουρκοκυπριακής κάστας. ∆ολοφονήθηκε κι αυτός άνανδρα από τις συµµορίες του Ραούφ Ντενκτάς στις αρχές Απριλίου 1965, µέσα στο αυτοκίνητο του µαζί µε το φίλο του και συναγωνιστή του Κώστα Μισιαούλη. Όµως αυτά και ορισµένα ακόµα πραγµατικά περιστατικά που συνεχίζονται µέχρι και τις µέρες µας, δεν ανατρέπουν την κυρίαρχη εικόνα της ολικής ή µερικής ταύτισης όλων σχεδόν των πολιτικών φορέων και σχηµατισµών, αλλά και της συντριπτικής πλειοψηφίας των Τούρκων πολιτών µε το παντουρκιστικό και κεµαλικό ιδεώδες. Πώς αλήθεια αντιµετώπισαν και αντιµετωπίζουν οι Έλληνες (Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριοι) πολιτικοί και πολίτες την απαράδεκτη αυτή κατάσταση και ποια στάση κρατούν απέναντι της; Είναι ήδη αρκετές, φρονώ, οι αναφορές που έχω παραθέσει σε διάφορα κείµενα µου σχετικά µε τη στάση των πολιτικών µας σχηµατισµών, αλλά και του ίδιου του λαού µας, απέναντι στις τουρκικές ενέργειες και προκλήσεις. Εδώ είναι όµως χρήσιµο, να ξαναεπισηµανθούν ορισµένα πράγµατα. Ανεξάρτητα από το ότι η συντριπτική πλειοψηφία του λαού µας, µέχρι τουλάχιστον το 1959, έβλεπε το Κυπριακό ως αλυτρωτικό πρόβληµα που επικεντρωνόταν στον συλλογικό πόθο για «ένωση της Κύπρου µε τη µητέρα Ελλάδα», η στάση ορισµένων πολιτικών σχηµατισµών, κάποιων µειοψηφικών κοινωνικών οµάδων και — κυρίως — των ελληνικών κυβερνήσεων και της ηγεσίας της αριστεράς σε Ελλάδα και Κύπρο ήτανε όχι µόνο αντιφατική αλλά και εξ αντικειµένου αντίθετη µε τα ευρύτερα συµφέροντα του ελληνικού έθνους ως συνόλου. Με εντυπωσιακή ενάργεια, στην ιστορική συνεδρίαση της Βουλής την 25η Φεβρουαρίου 1959, όπου συζητήθηκε η πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση Κ. Καραµανλή, ο αρχηγός των Φιλελευθέρων, Σοφοκλής Βενιζέλος, αποτυπώνει τη συµπεριφορά της συγκεκριµένης ελληνικής κυβερνήσεως: «Ο κ. Υπουργός των Εξωτερικών, ηµπορεί να υπερηφανεύεται εάν χάριν µιας δήθεν διπλωµατικής επιτυχίας εσφαγίασε τα απαράγραπτα δικαιώµατα των Κυπρίων, και δια διεθνούς πράξεως απηµπόλησεν εις το διηνεκές την ένωσιν της Κύπρου µε την Ελλάδα. Εάν φιλοδοξία του ήτο να γίνη ο ενταφιασµός της ιεράς αυτής υποθέσεως το επέτυχεν εις το ακέραιον. Θα µας αντιτάξη ο κ. Υπουργός ότι έναντι των γενοµένων υποχωρήσεων και θυσιών επετύχοµεν την ανεξαρτησίαν της Κύπρου. Μόνον άνθρωποι οι οποίοι έχασαν κάθε έννοιαν πραγµατικότητος ηµπορούν να ισχυρισθούν ότι πρόκειται περί ανεξαρτήτου Κράτους. Μέχρι τίνος εθεωρείτο απαράδεκτος και αυτή ακόµη η ηγγυηµένη ανεξαρτησία, ενώ την στιγµήν αυτήν δι’ επισήµου πράξεως της Ελληνικής Κυβερνήσεως υπεγράψαµεν την αλυσοδεµένην πλέον ανεξαρτησίαν. Ο ισχυρισµός του κ. Υπουργού των Εξωτερικών ότι εάν εγένοντο τοιαύτης εκτάσεως παραχωρήσεις προς τους Τούρκους οφείλεται εις το γεγονός, ότι η Κύπρος απέχει µόνον 40 µίλια από τας τουρκικός οκτάς είναι παιδαριώδης διότι εν τοιαύτη περιπτώσει όλαι αι νήσοι του Αιγαίου αι γειτνιάζουσαι προς την Μ. Ασίαν θα έπρεπε να παραχωρηθούν εις την Τουρκίαν, δοθέντος ότι µερικαί εξ αυτών ευρίσκονται εις απόστασιν κάτω των 2 µιλίων, χωρίς να λάβωµεν υπ’ όψιν, ότι µεταξύ των δυο χωρών υπάρχουν κοινά χερσαία σύνορα. Και ποια ανάγκη επέβαλε προς εξευµενισµόν των Τούρκων να προβώµεν εις εξευτελιστικάς υποχωρήσεις προς δηµιουργίαν ενός αλλοπρόσαλλου καθεστώτος ανεξαρτησίας που µοιραίως θα οδήγηση εις συνεχείς προστριβάς µεταξύ των δυο Κοινοτήτων; ∆εν ήτο επαρκής κατοχύρωσις προς εξασφάλισιν της τουρκικής µειονότητας η παρουσία των Αγγλικών στρατευµάτων; Όταν εδόθη καθεστώς αυτονοµίας εις την ιδιαιτέραν µου πατρίδα µε παρουσίαν στρατευµάτων των προστάτιδων δυνάµεων µετά την επανάστασιν του 1897 δεν υπήρχεν ουδείς περιορισµός εις την Κυβέρνησιν της νήσου και η µόνη εκπροσώπησις της τουρκικής επικυριαρχίας συνίστατο εις µίαν τενεκεδένιαν σηµαίαν που υψούτο σ’ ένα µικρό νησάκι εις την είσοδο του κόλπου της Σούδας. Και δεν επρόκειτο περί ανεξαρτήτου Κράτους το δε ποσοστόν του τουρκικού πληθυσµού εν Κρήτη ήτο µεγαλύτερον από το σηµερινόν ποσοστόν των Τούρκων εν Κύπρω. Εφ’ όσον η Κυβέρνησις ήτο αποφασισµένη να εγκατάλειψη την αυτοδιάθεσιν και να προχώρηση εις το κλείσιµον του ζητήµατος είχε πλείστας ευκαιρίας να αναλάβη τας ευθύνας της και να αποδεχθή τας κατά καιρούς προταθείσας λύσεις Χάρντιγκ-Ράντγκλιφ, κατά πολύ εθνικώς συµφερωτέρας από την υπογραφείσαν σήµερον, δια της οποίας καθιστούµε τους Τούρκους συγκυρίαρχους της νήσου 36 ολόκληρα χρόνια µετά την συνθήκην της Λωζάνης οπότε η ηττηµένη Ελλάδα επέτυχε δήλωσιν της Τουρκίας ότι παραιτείται οιασδήποτε αξιώσεως επί της Κύπρου. Αλλά και αυτό ακόµη το σχέδιο Μακ Μίλλαν ίσως ήταν ολιγώτερον οδυνηρόν από το σηµερινό κατασκεύασµα. Και έρχεται η Κυβέρνησις κατόπιν µιας ολέθριας επί 4 περίπου έτη διαχειρίσεως να µας είπη ότι εις ο σηµείον περιήλθαν τα πράγµατα, δεν ήτο δυνατόν άλλως γενέσθαι. Οµοιάζει τρόπον τινά η Κυβέρνησις προς ιατρόν, όστις λόγω κακής διαγνώσεως και εσφαλµένης θεραπείας του ασθενούς πελάτου, προεκάλεσε γάγγραινα συνεπεία της οποίας ηναγκάσθη να αποκόψη τα άκρα δια να σώση τον κορµόν. Αυτό είναι το τυπικόν παράδειγµα ενώπιον του οποίου ευρισκόµεθα σήµερον. Αντί να θριαµβολογή η Κυβέρνησις θα ηδύνατο να επικαλεσθή µίαν µόνον δικαιολογίαν, ότι προέβη εις µίαν ταπεινωτικήν συνθηκολόγησιν, χάριν της διατηρήσεως της Ελληνοτουρκικής φιλίας. Κύριοι βουλευταί, εκ παραδόσεως ήµην θιασώτης της Ελληνοτουρκικής φιλίας και εφ’ όσον κατείχαν υπευθύνους θέσεις έδωσα δείγµατα της προσπάθειας την οποίαν κατέβαλαν προς περαιτέρω σύσφιγξιν των δεσµών µεταξύ των δύο χωρών. Ελλάς και Τουρκία εις υψηλούς τόνους διεκήρυσσον, ότι βάσις της εξωτερικής των πολιτικής ήτο η φιλία των δύο χωρών, την οποίαν επεσφράγισαν δια της υπογραφής των ο Ελευθ. Βενιζέλος και ο Κεµάλ Ατατούρκ. ∆υστυχώς τα τελευταία γεγονότα λόγω Κύπρου απέδειξαν πόσον σαθρά υπήρξεν η φιλία αυτή τουλάχιστον από της άλλης πλευράς και διερωτώµαι εάν είναι πλέον δυνατή η αναβίωσίς της, εφ’ όσον η Τουρκία τόσον επιµόνως αντετίθετο εις την ιδέαν ότι ήτο δυνατόν η σύµµαχος Ελλάς να καταλάβη την νήσον, εις ην περίπτωσιν εδίδετο κάποτε εις τον Κυπριακόν λαόν η ευκαιρία ασκήσεως του δικαιώµατος της αυτοδιαθέσεως, φιλία δεν είναι δυνατόν να ύπαρξη. Η φιλία αποδεικνύεται ετεροβαρής και ανύπαρκτος εφ’ όσον τόσον µεγάλη δυσπιστία υπάρχει εκ µέρους του ενός συµβαλλοµένου προς τον έτερον... Θα υπήρχε και µια άλλη δικαιολογία, ότι η Κυβέρνησις λόγω των γενικώτερων συµφερόντων του ∆υτικού κόσµου ηναγκάσθη να υποκύψη εις την επιβληθείσαν συνθηκολόγησιν. Αλλ’ εν τοιαύτη περιπτώσει δεν νοµίζετε, κ. Πρόεδρε της Κυβερνήσεως, ότι είχατε υποχρέωσιν να ενηµερώσετε την αντιπολίτευσιν, δοθέντος ότι από του 1938 είχε θεσπισθή, ότι η εξωτερική πολιτική είναι κοινή; Εις την τελευταίαν αυτήν περίπτωσιν αντί να θριαµβολογήτε θα έπρεπεν ευθαρσώς να δηλώσετε, ότι ενώπιον των κρισίµων στιγµών και εν όψει των συνοµιλιών της ∆ύσεως µε την Σοβ. Ένωσιν, ηναγκάσθητε να προβήτε εις θυσίας προς εξασφάλισιν της ενότητας εντός της Ατλαντικής Συµµαχίας. Αλλ’ ασφαλώς δεν πρόκειται περί αυτού και καταπλήσσεται κανείς προ της βροχής των ανταλλασσοµένων συγχαρητηρίων και επαίνων εκ µέρους υπευθύνων και ανεύθυνων παραγόντων. Και όλη αυτή η σκηνοθεσία συντελείται δια να εµφάνιση η Κυβέρνησις νέους θριάµβους προς διατήρησίν της εις την Αρχήν.
Κύριοι βουλευταί, είναι τραγική η περίπτωσις του Κυπριακού Λαού, όστις αποδυθείς εις ένα ηρωικόν αγώνα δια την ελευθερίαν του, βλέπει τας ελπίδας του διαψευδοµένας κατά τον πλέον τραγικόν τρόπον και εξεγείρεται η συνείδησις των αγωνιστών, διότι το χυθέν αίµα και αι θυσίαι επήγαν επί µαταίω, λόγω κακής διαχειρίσεως του όλου ζητήµατος. ∆εν θα ήτο υπερβολή να είπω, ότι ο Κυπριακός Λαός ηγωνίσθη δια να νικήση τελικώς η Τουρκία». Στον ίδιο παρονοµαστή από διαφορετική αφετηρία οδηγείται και η ελληνοκυπριακή — κυρίως — αριστερή πολιτική ηγεσία που από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης της, αντιτάχθηκε µε τον Α ή Β τρόπο στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου8. Πολύ αργότερα η ελληνοκυπριακή αριστερά κάτω από την πίεση των πραγµάτων αλλά περισσότερο των ίδιων της των οπαδών θα αποστεί από τις απαράδεκτες αρχικές της θέσεις και θα υιοθετήσει απόψεις που ταυτίζονται µε την αυτοδιάθεση-ένωση, που ήταν — άλλωστε — οι απόψεις όλων των Ελληνοκυπρίων συµπεριλαµβανοµένων — φυσικά — και των κοµµουνιστών9. Μια πολύ χαρακτηριστική εικόνα των παραπάνω µας δίνει ο Τσαρλς Φόλεϋ: «... σε καµιά από τις κοµµουνιστικές συγκεντρώσεις δεν υπήρχε ίχνος ερυθρού. Οι σύντροφοι κρατούσαν ελληνικές σηµαίες µε σταυρούς πάνω στο κοντάρι, οι επόπτες φορούσαν γαλανόλευκα περιβραχιόνια. Το πλήθος, κυρίως νέοι, φώναζε «Ε-ΝΩ-ΣΙΣ» — ένωση όχι βέβαια µε την Σοβιετική Ένωση αλλά µε τη µοναρχοφασιστική Ελλάδα όπου ο κοµµουνισµός ήταν παράνοµος και οι οπαδοί του σάπιζαν στις φυλακές»10. Η ενωτική πολιτική όµως της ηγεσίας του ΑΚΕΛ, όπως τα γεγονότα στη συνέχεια απέδειξαν δεν ήταν γνήσια αλλά προϊόν ανάγκης. Γι’ αυτό και κατήγγειλε ή απείχε από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1955-59, χρησιµοποιώντας διάφορα προσχήµατα που αδυνατούσαν πια να συγκαλύψουν τον βαθύτατα µεταπρατικό και εξαρτηµένο χαρακτήρα της. Η οργανική ανεπάρκεια της παραδοσιακής αριστεράς να κατανοήσει τον αµφίσηµο χαρακτήρα του εθνικισµού και να µπορέσει περνώντας µέσα από τις συµπληγάδες των ιδιαιτεροτήτων, να διακρίνει ανά περίπτωση τα θετικά ή αρνητικά του στοιχεία, αποτυπώνεται, ανάγλυφα — θα έλεγα —, στο Κυπριακό και ιδιαίτερα στη στάση που κράτησε στη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, αδυνατώντας να ερµηνεύσει επιστηµονικά το φαινόµενο ∆ιγενής. Πώς δηλαδή αυτός που η αριστερά στην Ελλάδα τον θεωρούσε «αρχηγό της προδοτικής οργάνωσης Χ» και λίγο-πολύ όργανο των ξένων, να είναι για τον Ελληνισµό της Κύπρου ο «γέρος», ο µπροστάρης και η ψυχή του αγώνα για την αυτοδιάθεση-ένωση της Κύπρου µε την Ελλάδα. Έτσι λοιπόν από διαφορετικούς δρόµους συντηρητικές κυβερνήσεις και ηγεσίες της αριστεράς, τα δυο φερόµενα «άκρα» της ελληνικής πολιτικής σκηνής, κατέληγαν και καταλήγουν στον ίδιο παρονοµαστή. Την προσπάθεια ένταξης ενός γνήσιου δηµοκρατικού δικαιώµατος για την αυτοδιάθεση της Κύπρου στα ιδιοτελή συµφέροντα της µεταπρατικής τους ιδεολογίας. Το βάθος αυτής της σύγκλισης, όπως τα ίδια τα γεγονότα θα βεβαιώσουν είναι πολύ µεγαλύτερο απ’ όσο µια πρώτη προσέγγιση δείχνει. Οι ρίζες της µεταπρατικής ιδεολογίας είναι πολύ βαθιές και µόνον οι ανιστόρητοι αιφνιδιάζονται όταν σήµερα τις βλέπουν να ξεκινάν από τους νέους ηγέτες της αριστεράς ∆. Χριστόφια και Α. Παπαρηγα για να καταλήξουν στον Γ. Βασιλείου και τον Κ. Μητσοτάκη.

ΙΙΙ. ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ, ∆ΙΕΘΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

Η ανάδειξη του Κυπριακού ως πρωταρχικού εθνικού µας θέµατος παρουσιάζει επιπρόσθετα και µιαν άλλη θεωρητική και πρακτική πτυχή. Ότι θέτει άµεσα στο στόχαστρο όλες τις απόψεις και θεωρίες για τον πατριωτισµό, τον εθνισµό, τον εθνικισµό, το διεθνισµό και το εθνικό πρόβληµα. Είναι ζήτηµα αν και σήµερα ακόµα υπάρχουν οι αναλύσεις εκείνες που χωρίς να κάνουν ιδεολογική χρήση των ιστορικών πεπραγµένων µπορούν έστω και κατά προσέγγιση να ανιχνεύσουν ικανοποιητικά τα προβλήµατα αυτά. Και αν αυτό ισχύει για απόψεις και θεωρίες που έχουν µια κατά βάση εθνιστική οπτική — και άρα βρίσκονται σε µια πορεία θετικού προσδιορισµού τους — η κατάσταση αγγίζει τα όρια του τραγικού για όλες εκείνες τις αντιλήψεις που καθηλώθηκαν στη διεθνιστική αφετηρία που µπορεί να συνοψιστεί στην περίφηµη µαρξική και αναρχική ρήση ότι «οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα»11. Ανήκοντας σε εκείνους από το χώρο της ελληνικής αριστεράς που αφετηριακά πολέµησαν12 ως αβάσιµη επιστηµονικά και ανιστόρητη την παραπάνω άποψη διαπίστωσα µέσα από διαδοχικές προσεγγίσεις ότι το εθνικό ζήτηµα αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα όχι µόνο της δικής µας αριστεράς, αλλά και των πλείστων παλαιών και νέων σχηµάτων που γεννήθηκαν κάτω από την επίδραση µαρξικών ή αναρχικών θεωριών. Είναι τραγική, αλλά και αληθινή συνάµα η διαπίστωση ότι ολόκληρος σχεδόν ο χώρος που εκτείνεται από τους οπαδούς του τριτοδιεθνιστικού σοσιαλισµού µέχρι και τη σοσιαλδηµοκρατία ή τα αναρχικά και τεταρτοδιεθνιστικά άκρα, αδυνατεί να κατανοήσει την πραγµατικότητα ότι η πατριωτική-εθνική συνείδηση ήταν και είναι κάτι απτό, υλικό, που ήταν και είναι πολύ πιο σταθερό και ισχυρό από τη µεταβλητή και ρευστή κοινωνική συνείδηση, πάνω στην οποία στηρίχθηκε µανιχαϊστικά η εσχατολογική αντίληψη για τους προλετάριους που δεν έχουν πατρίδα. Κι ας επιβεβαιώνει η ίδια η ζωή καθηµερινά την αγεφύρωτη αντίθεση ανάµεσα στη θεωρία και την ιστορική πραγµατικότητα. Πραγµατικότητα που πολύ αδρά επικυρώνει το γεγονός ότι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από το σε ποια κοινωνική τάξη ανήκουν, γεννιούνται από συγκεκριµένους και φυλετικά προσδιορισµένους γονείς φορείς µιας ορισµένης γλώσσας, θρησκείας και κουλτούρας, µεγαλώνουν βιώνοντας την καθηµερινότητα σε ένα συγκεκριµένο ιστορικό και γεωγραφικό χώρο ο οποίος αµετάκλητα τους σφραγίζει θετικά και αρνητικά µε προτερήµατα, ελαττώµατα και διάφορα «πιστεύω», και ότι ο χώρος αυτός, που δεν είναι άλλος από την πατρίδα τους στην οποία ζουν, εργάζονται, ερωτεύονται, παντρεύονται και πεθαίνουν, έχει γι’ αυτούς εκείνο το µοναδικό-ανεπανάληπτο στοιχείο που λειτουργεί από ένα σηµείο και πέρα και ως στοιχείο συνειδητής επιλογής, δηλαδή στοιχείο αυτοπροσδιορισµού, αυτοδιάθεσης και ελευθερίας. Και αυτό χωρίς — φυσικά — να γίνεται καµιά υπερ-ιστορική προσέγγιση που θα ήθελε να ταυτίσει το σύγχρονο συγκεντρωτικό κράτος µε το έθνος, και χωρίς — φυσικά — να παραγνωρίζονται τα χρονικά όρια που το φαινόµενο εµφανίζεται ιστορικά, κάνοντας διακριτά τα σηµεία διαφοροποίησης από τις ανεπαρκείς αντιλήψεις που ταυτίζουν το έθνος µε τη φυλή ή που το αντιλαµβάνονται ως αµιγές προϊόν της βιοµηχανικής κοινωνίας. Ο εθνικισµός δεν ταυτίζεται ούτε χρονικά, ούτε περιεχοµενικά µε τον πατριωτισµό. Οι ρίζες του πατριωτισµού είναι πολύ βαθιά χαµένες στο χρόνο. Αλλά και στην πιο πρόσφατη περίοδο όπου ο εθνικισµός και ο πατριωτισµός συνυπάρχουν, ο εθνικισµός αποτελεί εν µέρει ξεχωριστή — ειδική κατηγορία πατριωτισµού, που έχει πολλά κοινά αλλά και πολλά αποκλίνοντα στοιχεία µε τον πατέρα του. Στοιχεία που καθορίζονται εν πολλοίς από τη σύγχρονη ιστορική, κοινωνική, πολιτική, εκπαιδευτική, οικονοµική και πολιτισµική πραγµατικότητα των τριών τελευταίων αιώνων. Αν η βαθιά αγάπη των ανθρώπων για τον τόπο τους είναι στοιχείο φανταστικό ή αρνητικό, αν η συνείδηση ότι το χώµα που σκεπάζει τα κόκαλα των προγόνων τους και αποτελεί διαχρονικό στίγµα της ύπαρξης τους (Αυτό το χώµα είναι δικό τους και δικό µας)13, είναι στοιχείο φανταστικό ή αρνητικό, αν η επίγνωση ότι η κοινή ιστορία τους ως παρελθόν και παρόν καθορίζει — σε µεγάλο βαθµό — και το πεπρωµένο τους ως µέλλον είναι στοιχείο φανταστικό ή αρνητικό, αν η εµµονή τους στα κοινά ήθη και έθιµα είναι στοιχείο φανταστικό ή αρνητικό, αν η διαπίστωση ότι µόνο η µητρική τους γλώσσα µπορεί να δώσει και να εκφράσει ό,τι πιο άθλιο και µεγαλειώδες περικλείει ο ψυχικός τους κόσµος είναι στοιχείο φανταστικό ή αρνητικό, αν η φράση του πολύγνωµου Οδυσσέα «είπε µοι, ει ετεόν γε φίλην ες πατρίδ’ ικάνω»14, δεν είναι εντελώς ίδια µε αυτήν που είπε, λέει και θα πει κάθε πρόσφυγας, ξενιτεµένος ή ξεριζωµένος, κάθε Αρµένιος, Παλαιστίνιος, Κούρδος ή Ελληνοκύπριος µόλις ξαναντικρίσει τη γη των πατέρων του, τότε πραγµατικά έχουµε να κάνουµε µε µια γιγαντιαία υπέρ του πατριωτισµού απάτη, που µας ταλαιπωρεί από τότε που η ανθρωπότητα πέρασε από την προϊστορία στην ιστορία. Αυτή η ουσιαστική λοιπόν ταύτιση των ανθρώπων µε το χώρο στον οποίο ζουν, τον πολιτισµό που από κοινού βιώνουν και συνδιαµορφώνουν, την κοινή παιδεία (...Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ηµετέρας η τους της κοινής φύσεως µετέχοντας)15, αλλά και η συνείδηση και βούληση να τα διεκδικούν ως πυρηνικά στοιχεία της ανθρώπινης (ατοµικής και συλλογικής) ταυτότητας τους, αποτελεί το πλέον υλικό-υλιστικό στοιχείο της υπάρξεως τους και αυτό ακριβώς το στοιχείο προσπάθησαν και προσπαθούν να αναιρέσουν οι σταυροφόροι του «διεθνισµού» ερχόµενοι σε πλήρη διάσταση µε την πραγµατικότητα και την επιστήµη. Επεδίωξαν, µε δυο λόγια, να θέσουν κάτω από µια λογική ιδεολογικής προκατασκευής, αυτό που αποτελούσε στοιχείο άρνησης των προκατασκευών στοιχείο διαφορετικότητας και ελευθερίας, αυτό που αναγκαστικά λόγω της αφετηριακά πλουραλιστικής του βάσης και ποικιλοµορφίας αποτέλεσε το ιστορικό φρένο στα χιτλερικά και σταλινικά ολιστικά πρότυπα. Γι’ αυτό και είναι εύστοχη η διαπίστωση του Tom Nairn ότι: «Η θεωρία του εθνικισµού αντιπροσωπεύει τη µεγάλη ιστορική αποτυχία του µαρξισµού. Μπορεί να είχε και άλλες, και ορισµένες από αυτές να υπήρξαν αντικείµενο διαµάχης σε µεγαλύτερο βαθµό: Οι ανεπάρκειες του µαρξισµού πάνω στον ιµπεριαλισµό, το κράτος, την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και την εξαθλίωση των µαζών είναι ασφαλώς παλαιά πεδία µαχών. Ωστόσο, κανένα από αυτά δεν είναι τόσο σηµαντικό, τόσο θεµελιώδες όσο το πρόβληµα του εθνικισµού, τόσο στη θεωρία όσο και στην πολιτική πρακτική»16. Αυτή τη µεγάλη ιστορική αποτυχία του µαρξισµού εντοπίζει και ο Έρνεστ Γκέλλνερ, όταν µε εξαιρετική γλαφυρότητα και βρετανικό χιούµορ γράφει χαρακτηριστικά: «Ακριβώς όπως οι εξτρεµιστές Σιίτες µουσουλµάνοι διατείνονται πως ο Αρχάγγελος Γαβριήλ έκανε λάθος δίνοντας το Μήνυµα στον Μωάµεθ, ενώ αυτό προοριζόταν για τον Αλί, έτσι και οι µαρξιστές αρέσκονται κατά βάσιν να νοµίζουν πως το πνεύµα της ιστορίας ή η ανθρώπινη συνείδηση έκανε µια τροµερή γκάφα. Το αφυπνιστικό µήνυµα προοριζόταν για τις τάξεις, λόγω όµως κάποιου τροµερού ταχυδροµικού λάθους δόθηκε στα έθνη. Είναι τώρα αναγκαίο οι στρατευµένοι επαναστάτες να πείσουν το λανθασµένο παραλήπτη να παραδώσει το µήνυµα µαζί µε το ζήλο που αυτό γεννά στο δικαιούχο παραλήπτη για τον οποίο προοριζόταν. Η απροθυµία τόσο του δικαιούχου όσο και του σφετεριστή παραλήπτη να εκπληρώσουν αυτή την επιταγή προκαλεί και ερεθίζει πολύ τον ακτιβιστή»17. Όµως «παρ’ όλο που η έκρηξη στην Ανατολική Ευρώπη έθεσε για άλλη µια φορά επί τάπητος το πρόβληµα της αυτοδιάθεσης των λαών, εν τούτοις οι ηγεσίες της αριστεράς, µένοντας αγκυλωµένες στη λογική των παραδοσιακών τους αναλύσεων, ερµήνευσαν τα γεγονότα µε βασικό κριτήριο την πολιτική και οικονοµικοκοινωνική διάσταση, παραγνωρίζοντας για άλλη µια φορά την εθνική-πολιτισµική. Είδαν δηλαδή πάλι τα ζητήµατα από τη µια πλευρά τους. Κι όµως, η έναρξη της οριστικής κρίσης των ανατολικών καθεστώτων ήταν η επιβεβαίωση της µειοψηφικής στην αριστερά άποψη ότι ο αιώνας µας είναι αιώνας κυρίως του εθνισµού και του κρατισµού. Είναι αιώνας, για να θυµηθούµε τα λόγια του Φρειδερίκου Ένγκελς, που δίνει το δικαίωµα στους Πολωνούς εργάτες να είναι πρώτα εθνικιστές και ύστερα διεθνιστές. Γιατί δεν µπορείς να εκφράσεις ουσιαστική διεθνιστική αλληλεγγύη όταν έχεις χάσει ολοκληρωτικά την εθνική σου ευαισθησία, όταν κωφεύεις ή σιωπάς για τα όσα συµβαίνουν σε χιλιάδες αδέλφια σου στην Κύπρο ή στην Αλβανία»18. Αυτά είναι, κατά τη γνώµη µου, τα βασικά στοιχεία βάσει των οποίων µπορεί να γίνει µια αφετηριακή κατ’ αρχήν προσέγγιση του εθνικού φαινοµένου. Γιατί από εκεί και πέρα οι δρόµοι είναι πολύπλοκοι, αµφίδροµοι και σκολιοί. Κανένα, ίσως, άλλο φαινόµενο δεν αποτελεί κυριολεκτικά ζωντανή αντίφαση, όσο αυτό. Και σε κανένα άλλο, οι «δυο» πλευρές των πραγµάτων, το «αφ’ ενός» και το «αφ’ ετέρου», δεν σµίγουν και δεν συγκρούονται µε τους πιο διαφορετικούς και ιδιόµορφους όρους. Πατριωτικός, φιλελεύθερος, δηµοκρατικός, σοσιαλιστικός, εθνικοαπελευθερωτικός, ρατσιστικός, φασιστικός, εθνικοσοσιαλιστικός, ο εθνικισµός, αλλά και το εθνικό φαινόµενο στις ευρύτερες του προεκτάσεις, υφίσταται ως ένα δυναµικό σύνολο υπαρκτών εκδοχών που εξαιρετικά δύσκολα µπορούµε να το καταγράψουµε και ακόµα δυσκολότερα να το αποτιµήσουµε στη βαθύτερη λογική και λειτουργία του. Έκφραση συντηρητική αλλά και ριζοσπαστική, µετριοπαθής αλλά και εξτρεµιστική, εξουσιαστική αλλά και απελευθερωτική, µε πολλές φωτεινές και σκοτεινές πλευρές, αποτελεί ένα από τα στοιχεία κλειδιά που ερµηνεύουν την ανθρώπινη ιστορία από το χρονικό σηµείο που οι έννοιες του κοινού τόπου-εστίας και του κοινού βίουπεπρωµένου, αποτελούν σταθερούς άξονες των ανθρωπίνων κοινωνιών. Αυτό, το αξεδιάλυτο κουβάρι των σχεδιασµών, των λόγων, της πρακτικής και των φαντασιώσεων που συνθέτει την πορεία, τόσο των µοναχικών ατόµων, όσο και των ευρύτερων συνόλων, προσπάθησε να εντάξει σε µιαν αφαιρετική ολιστική οπτική η παραδοσιακή («συντηρητική» και «ανανεωτική») ιδιαίτερα αριστερά, µε αποτέλεσµα να υποβιβάσει αφάνταστα τη θεωρητική έρευνα και να στιγµατισθεί αµετάκλητα ως ιδεολογικός στυλοβάτης της µετατροπής της ΕΣΣ∆ και των δορυφόρων της σε απέραντη φυλακή εθνών και λαών. Για έναν ολόκληρο αιώνα, άπαντα, σχεδόν, τα πλειοψηφικά µαρξιστικά ρεύµατα αντιµετώπισαν µε έναν πρωτοφανή ιδεοληπτικό-αντιεπιστηµονικό τρόπο το εθνικό ζήτηµα θεωρώντας το λίγοπολύ ως ιδιόρρυθµο φαινόµενο παθολογίας της ανθρώπινης ιστορίας, ως µη υπαρκτή αλλά φαντασιακή κατάσταση, ως µη αρτιµελές τέκνο της ανθρώπινης εξέλιξης, που η αντικειµενική πορεία του καλπάζοντας καπιταλισµού και του επερχόµενου κοµµουνισµού, θα πετάξει αργά ή γρήγορα στον Καιάδα της ιστορίας, ως σύγχρονος Σπαρτιάτης. Και είναι αλήθεια ότι µια σειρά επιφανών µαρξιστών, προεξάρχοντος του Β.Ι. Λένιν, προσπάθησαν να αποφύγουν τα άκαµπτα αιτιοκρατικά σχήµατα, επιχειρώντας µια διάκριση ανάµεσα στα καταπιεστικά και καταπιεζόµενα έθνη, ένα διαχωρισµό του «εθνικισµού των καταπιεστών» από τον «εθνικισµό των καταπιεσµένων». Αυτό όµως δεν έγινε στη λογική µιας προσέγγισης µε αυστηρά επιστηµονικά κριτήρια και ανοιχτή, χωρίς προκαταλήψεις, µατιά περί το πρόβληµα, αλλά ως αναγκαστική πολιτική παραδοχή, ως αναγκαίος πολιτικός ελιγµός συµπόρευσης µε αυτόν τον εξ αγχιστείας υπάρχοντα — δυστυχώς — συγγενή, που όµως η ιστορική εξέλιξη — ευτυχώς — αναπότρεπτα θα εξαφανίσει. Μέχρι τότε το εθνικό φαινόµενο και τα έθνη θα έπρεπε να παραµένουν υποµονετικά στο περιθώριο της πάλης των τάξεων, δεχόµενα µε ευγνωµοσύνη, ενίοτε, έναν δευτεραγωνιστικό ρόλο, όταν τα συµφέροντα του προλεταριάτου και της παγκόσµιας επανάστασης θα επέτρεπαν την υπό όρους συνδροµή και των «κατ’ ανάγκην συγγενών» κατά του κυρίως αντιπάλου. Ιδεοληψία-εσχατολογία και κοντόθωρος τακτικισµός. Αυτά είναι τα δυο λαµπρά κοµµουνιστικά επιτεύγµατα ως «στρατηγική σύλληψη» και ως «πρακτική αντιµετώπιση» ενός φαινοµένου που σε µεγάλο βαθµό καθόρισε, καθορίζει και θα καθορίζει το πεπρωµένο της ανθρωπότητας. Κι όµως, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, θα µπορούσε να στηριχθεί και σε µιαν άλλη πλευρά — αναµφίβολα µειοψηφική — της ίδιας όµως της παραδόσεως της19, που κατά τα φαινόµενα αγνοεί. Γιατί, είναι γεγονός, ότι η εναγώνια προσπάθεια κατανόησης της ιστορικής πραγµατικότητας, οδήγησε έναν αυθεντικό διεθνιστή που έφερνε το όνοµα Καρλ Μαρξ να γράψει στις 16 Μαρτίου 1868 στον Φρειδερίκο Ένγκελς ότι: «Ο τρόπος µε τον οποίο οι Άγγλοι µεταχειρίζονται σήµερα στην Ιρλανδία τους πολιτικούς κρατούµενους ή ακόµα και εκείνους που είναι µόνο ύποπτοι ή εκείνους που καταδικάστηκαν µόνο σε φυλάκιση (όπως ο Pigott του Irishman και ο Sullivan των News) ξεπερνά πραγµατικά ό,τι γίνεται στην Ευρώπη εκτός από τη Ρωσία. Τα παλιόσκυλα!», τον Ένγκελς να του απαντά στις 24 Οκτωβρίου 1869, ότι: «Από την ιρλανδική ιστορία φαίνεται τι συµφορά είναι για ένα λαό να έχει υποτάξει έναν άλλο» και τον Μαρξ να του ανταπαντά στις 10 ∆εκεµβρίου 1869 ότι: «Μια βαθύτερη µελέτη µε έπεισε όµως για το αντίθετο. Η αγγλική Working clan δεν θα κάνει ποτέ τίποτα προτού ελευθερωθεί η Ιρλανδία. Από την Ιρλανδία πρέπει να ξεκινήσουµε»20. Τι άλλο από αναίρεση των αφηρηµένων διεθνιστικών γενικοτήτων είναι οι συγκεκριµένες αυτές αναφορές, ενδεικτικές των αξεπέραστων αντιφάσεων του ίδιου του Μαρξ21 που εκών άκων «βυθίζεται και αυτός στον εθνικιστικό βούρκο», υπερασπίζοντας — σωστά — τους Ιρλανδούς πατριώτες, όπως — άλλωστε — και η άλλη µεγάλων διαστάσεων πρωτοδιεθνίτικη φυσιογνωµία ο Μιχαήλ Μπακούνιν έκανε συµµετέχοντας άµεσα στο ιταλικό Risorgimento, το µεγάλο αυτό εθνικό κίνηµα που οδήγησε στην ιταλική ενοποίηση22, τον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα των Πολωνών πατριωτών και των άλλων καταπιεσµένων σλαβικών εθνοτήτων που από την αρχή υπεράσπισε µε την περίφηµη ∆ιακήρυξη προς τους Σλάβους που έγραψε το 1848, δίνοντας έτσι µιαν άµεση απάντηση στις διαφορετικές, ανερµάτιστες προσεγγίσεις των Μαρξ-Ένγκελς. Το έθνος, όπως τυπικά οι περισσότεροι παραδέχονται, είναι µια σύνθετη δυναµική ιστορική κατηγορία. Αυτό σηµαίνει ότι είναι ένα φαινόµενο που γεννιέται, αναπτύσσεται και εξελίσσεται µέσα σ’ ένα συγκεκριµένο χρονικό πλαίσιο, αλλά όχι ενιαία ή γραµµικά, όπως ενδεχόµενα πολλοί φαντάζονται. Η κοινότητα εδάφους, γλώσσας, θρησκείας, οικονοµικής ζωής και ψυχοσύνθεσης, κοινότητα που εκδηλώνεται µέσα από τη διαλεκτική σύνθεση του εθνικού και κοινωνικού βίου, µέσα από την κοινότητα του εθνικού πολιτισµού δεν είναι σε καµιά περίπτωση στοιχεία που σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση λειτουργούν ισόποσα και γραµµικά ή που πάντα αναγκαστικά πρέπει να συνυπάρχουν. Εύστοχα στο σηµείο αυτό, το τόσο κρίσιµο, ήδη από τα τέλη του περασµένου αιώνα ο Ερνέστος Ρενάν στην περίφηµη διάλεξη του στη Σορβόννη το 1882, µε θέµα Τι είναι έθνος;, αποσαφήνιζε ότι ούτε η γεωγραφία, ούτε η φυλή, ούτε η γλώσσα, ούτε η θρησκευτική συγγένεια, ούτε τα συµφέροντα, ούτε οι στρατιωτικές ανάγκες, είναι από µόνα τους ικανά για να προσδιορίσουν την έννοια του έθνους. Η έλλειψη κοινότητας εδάφους δεν εξαφάνισε από το πρόσωπο της γης το εβραϊκό έθνος. Η ύπαρξη τριών διαφορετικών γλωσσών λ.χ. δεν εµπόδισαν τους Ελβετούς να συγκροτηθούν σ’ ένα έθνος. Κι όµως όλοι µας γνωρίζουµε πόσο εξαιρετικά σηµαντικό στοιχείο είναι η γλώσσα. Ούτε ο διαχωρισµός σε καθολικούς και προτεστάντες, παρ’ όλη τη «φιλότιµη» προσπάθεια των Εγγλέζων ιµπεριαλιστών, δηµιούργησαν δυο ιρλανδικά έθνη. Για την Κύπρο λ.χ. πολλοί επικαλούνται το επιχείρηµα της έλλειψης οικονοµικής κοινότητας. Νοµίζω ότι προσεγγίζουν το ζήτηµα στατικά γιατί ναι µεν η οικονοµική κοινότητα είναι βασική προϋπόθεση για να υπάρξει κρατική ολοκλήρωση, αλλά αυτό δεν σηµαίνει ότι η έλλειψη της εξυπονοεί δυο διαφορετικά έθνη. Η Βόρεια και Νότια Ιρλανδία και πολύ περισσότερο οι δυο Κορέες, η Λ.∆. Κίνας και η Ταϊβάν, αλλά και µέχρι πριν λίγα χρόνια η Γερµανία και το Βιετνάµ δεν είχανε αναµεταξύ τους καµιάν οικονοµική κοινότητα ή εν πάση περιπτώσει λόγω διαφορετικών καθεστώτων είχανε µια πολύ περιορισµένη οικονοµική σχέση και συνάφεια. Μήπως αυτό σηµαίνει δυο διαφορετικά έθνη; Βάσει λοιπόν ποιας ηθικής και βάσει ποιου δικαίου, ποιου δηµοκρατικού δικαιώµατος και ποιας λογικής µπορεί µια µειονότητα της τάξης του 18%, που ήταν διασκορπισµένη σε ολόκληρη την Κύπρο, να διεκδικεί την ανακήρυξη της δια πυρός και σιδήρου σε ηγεµονική κοινότητα ενός νέου τουρκοκυπριακού κράτους, την ίδια στιγµή που η τουρκική άρχουσα τάξη αρνείται και αυτή την ύπαρξη πλέον των 15.000.000 Κούρδων, που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσµού στη Ν.Α. Μικρά Ασία. Στο σηµείο αυτό πρέπει να δώσουµε ιδιαίτερη προσοχή. ∆ιότι σκόπιµα η αυτοδιάθεση των λαών έχει εµπλακεί από τον ιµπεριαλισµό µε τα αναπαλλοτρίωτα δικαιώµατα των µειονοτήτων, τις οποίες χρησιµοποιεί ως «στρατηγικές µειονότητες». Το θέµα είναι εξαιρετικά λεπτό και απαιτεί προσεκτική και εις βάθος διερεύνηση. Το δικαίωµα της αυτοδιάθεσης των λαών συνδεδεµένο άµεσα και µε τη βασική δηµοκρατική αρχή της πλειοψηφίας δεν πρέπει να ταυτιστεί µε το επιτήδεια παρουσιαζόµενο ως τέτοιο ή περίπου τέτοιο δικαίωµα των µειονοτήτων, στην εθνική ταυτότητα, τη θρησκεία, τον πολιτισµό και άπαντα τα δηµοκρατικά δικαιώµατα. Η επιλεκτική και χωρίς αρχές χρήση αυθαίρετων κριτηρίων από την πλευρά των µεγάλων δυνάµεων, ανεξάρτητα από το ότι — πολλές φορές — καλύπτονται τυπικά από το γεγονός της «συναίνεσης» ευνουχισµένων κυβερνήσεων, δεν µπορεί παρά να λειτουργεί εις βάρος των λαών και της παγκόσµιας ειρήνης, στο βαθµό που υποδαυλίσει αποσχιστικές τάσεις που καταστρατηγώντας τη βασική δηµοκρατική αρχή της πλειοψηφίας θέτουν ζητήµατα πολυδιάσπασης και κατ’ επέκτασιν οµηρίας ενιαίων εθνικών χώρων. Πώς λοιπόν τολµούν να αυτοχαρακτηρίζονται ως δηµοκρατικές δυνάµεις αυτές που υιοθετούν την εγκυρότητα της ενσωµάτωσης στον «εθνικό κορµό»... ευρωπαϊκών µητροπόλεων, νησιών του Ειρηνικού και του Ατλαντικού, υπερασπίζοντας λ.χ. τα αγγλικά εθνικά συµφέροντα στις Μαλβίνες, την ίδια στιγµή που αρνούνται το δικαίωµα διεκδίκησης της αυτοδιάθεσης σε ένα εδώ και 3.500 χρόνια ελληνικό νησί, που και σήµερα ακόµα µετά την εισβολή η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων του είναι Έλληνες; Είναι περισσότερο πλέον από προφανές ότι µια στοιχειωδώς συνεπής δηµοκρατική προσέγγιση οφείλει να σταθεί αποφασιστικά στο δικαίωµα των λαών για την αυτοδιάθεση τους, δίνοντας στο διεθνισµό το πραγµατικό του περιεχόµενο. Χαρακτηρίζοντας δηλαδή τους Τούρκους κατακτητές της Β. Κύπρου µε το ίδιο όνοµα που ο Καρλ Μαρξ χαρακτήρισε πριν από ενάµιση σχεδόν αιώνα τους Άγγλους κατακτητές της Ιρλανδίας. ∆εν µπορεί να παλεύεις σωστά για τη λευτεριά του λαού σου και την ειρήνη, όταν στερείς το δικαίωµα αυτό από τους άλλους λαούς. Μόνο ένα λαϊκό κίνηµα στην Τουρκία, που, παλεύοντας για την κοινωνική απελευθέρωση, θα γράψει στις σηµαίες του το δικαίωµα της αυτοδιάθεσης µέχρι και τον κρατικό αποχωρισµό για όλους τους καταπιεζόµενους από την Τουρκία λαούς (είτε Κούρδοι, είτε Κύπριοι, είτε Αρµένιοι, είτε Σύριοι είναι αυτοί) µπορεί να απελευθερώσει τον τουρκικό λαό. Γι’ αυτό νοµίζω ότι δεν µπορεί στο όνοµα µιας δήθεν φιλίας των λαών να εξισώνουµε το θύµα µε το θύτη. Η ελληνοτουρκική φιλία θα παραµείνει µακρινό όνειρο ή απάτη στο βαθµό που δεν ταυτίζεται µε την αρχή της αµοιβαιότητας, την άρνηση κάθε µορφής επεκτατισµού, την προσήλωση στους διεθνείς κανόνες δικαίου, το σεβασµό των ατοµικών και ανθρωπίνων δικαιωµάτων και την αναγνώριση του δικαιώµατος της αυτοδιάθεσης στους ιστορικά δικαιούχους. Όσο η τουρκική αριστερά είναι παγιδευµένη στα οράµατα του µεγαλοτουρκικού σωβινισµού, συµπλέοντας έτσι στο ζήτηµα αυτό µε τις επιλογές του κυρίαρχου συγκροτήµατος, που — σε τελευταία ανάλυση — είναι συνεπές προς το παντουρκιστικό του όραµα, άλλο τόσο η πλειοψηφία της ελληνικής αριστεράς είναι εγκλωβισµένη σ’ ένα ψευτοδιεθνιστικό εξαρτηµένο πνεύµα, αντίστοιχο µε το ραγιάδικο yes men πνεύµα της παραδοσιακής ελληνικής δεξιάς. Το κοινό αυτό ιδεολογικό στοιχείο που αποτελεί ένα αντιφατικό αµάλγαµα «εξαρτηµένου πατριωτισµού» και «εξαρτηµένου διεθνισµού», µε κοινούς παρονοµαστές το λαϊκισµό, τον κοσµοπολιτισµό και τη µεταπρατική ιδεολογία, συνοψίζεται πρακτικά ως σήµερα στη θεωρητική και πρακτική αποδοχή της πρωτοκαθεδρίας των διεθνών κέντρων που επίµονα µας προπαγανδίζουν οι ψοφοδεείς επίγονοι των ρωσοαγγλογάλλων. Θα πρέπει λοιπόν κάποτε να γίνει ένα ξεκαθάρισµα ανάµεσα στα εθνικά σύµβολα και την καπηλεία τους από τη µεριά των πατριδοκάπηλων, όπως κάποτε θα πρέπει να γίνει και ένα ξεκαθάρισµα ανάµεσα στο λαθρεµπόριο του διεθνισµού και το διεθνισµό τον ίδιο. Στο βαθµό που η προοπτική του να γίνουν οι άµεσοι παραγωγοί κύριοι των πεπρωµένων τους είναι ακόµη πολύ µακρινός στόχος, το κεφάλαιο, µπορεί όπως έχω τονίσει να µην έχει πατρίδα, αλλά οι υποτελείς τάξεις δυστυχώς έχουν ή ευτυχώς οφείλουν να έχουν. Το ζήτηµα λοιπόν της αυτοδιάθεσης ενός λαού, κανένας «ρεαλισµός», καµιά θεωρία του εφικτού, κανένας Αττίλας δεν µπορεί να ανακόψει. Μόνο η ολοκληρωτική εξόντωση και εξαφάνιση από το ιστορικό προσκήνιο ενός λαού που αγωνίζεται µπορεί να εξαλείψουν το πρόβληµα. Είναι φυσικό ότι στη σηµερινή έντονη κρίση, ιδιαίτερα µετά την κατάρρευση του ολοκληρωτισµού στην Ανατολική Ευρώπη και την ανοιχτή παρέµβαση για κατατεµαχισµό της Γιουγκοσλαβίας και µοιράσµατος της σε σφαίρες επιρροής ερήµην των ιστορικών υποκειµένων, η λύση δεν είναι καθόλου εύκολη. Το δράµα όµως των µικρών λαών, των αδύναµων κρατών, των όποιων µειοψηφιών όπου γης, δεν µπορεί να µας αφήνει αδιάφορους. Από την Ιρλανδία ως το Ναγκόρνο Καραµπάχ και από το Κουρδιστάν ως την Παλαιστίνη το πρόβληµα της µη µετατροπής του ιστορικού υποκειµένου σε αντικείµενο, το πρόβληµα της διατήρησης της ιδιαίτερης ταυτότητας σαν απόλυτο δηµοκρατικό δικαίωµα ταυτισµένο µε την αυτοδιάθεση αποκτά µια σηµασία δραµατική. Το δικαίωµα της διαφορετικότητας, της δηµόσιας διαφωνίας για το νόηµα της ύπαρξης, της αυτοδιάθεσης, δεν είναι πρόβληµα απλά «εθνικό». Είναι πρόβληµα ατοµικό, γενικό, πανανθρώπινο. Πρόβληµα που κατ’ εξοχήν αφορά τουλάχιστον τους πολίτες εκείνους που πιστεύουν ότι ή εθνική και κοινωνική απελευθέρωση δεν είναι ανεξάρτητες από τον πολιτικοπολιτιστικό αυτοκαθορισµό. Μια τέτοια θεώρηση έχει υποχρέωση να επανεξετάσει το σύνολο της οπτικής της και θέτοντας σε δοκιµασία τις ίδιες τις αρχές της να έρθει σε ρήξη µε την ιδεολογία των επικυριάρχων. Αυτό αποτελεί τη λυδία λίθο για τον καθένα, αλλιώς η γνωστή µεσογειακή µας ρητορία εκφυλίζεται µοιραία σε σύγχρονο φτωχοπροδροµισµό, όσα κοινοτικά πιστοποιητικά και αν προσκοµίσουν οι εγχώριοι µεταπράτες-κοσµοπολίτες µικροευρωπαίοι και όσες διακηρύξεις ισότητας και υπεράσπισης µειονοτήτων απαγγείλουν οι ιθαγενείς µικροβιοτέχνες ολοκληρωτικών προτύπων. Γιατί η µοντέρνα εκδοχή του κοσµοπολιτισµού και του προλεταριακού διεθνισµού έχουν έναν κοινό παρονοµαστή. Την άρνηση του δικαιώµατος στη διαφορά, την άρνηση του δικαιώµατος στον αυτοκαθορισµό, την άρνηση της αυτοδιάθεσης. Στόχος τους κοινός το παγκόσµιο απρόσωπο υπερκράτος, η ισοπεδωµένη υπερεθνική ένωση εθνών, κρατών και λαών. Εχθρός τους όλες οι απόψεις και οπτικές που στήριξαν και στηρίζουν την ύπαρξη τους στην κατοχύρωση της ετερογένειας, στην υπεράσπιση του δικαιώµατος στην ξεχωριστή γλωσσική, θρησκευτική, φυλετική και πολιτισµική ταυτότητα. Εχθρός τους η απλή διαπίστωση ότι το οποιοδήποτε «εµείς» δεν υφίσταται παρά µόνο ως άθροιση συγκεκριµένη των ξεχωριστών επιµέρους «εγώ». «Εγώ», που είναι δρων-πάσχον, ιστορικό υποκείµενο/πρόσωπο και όχι απλός γραβατωµένος ή παρφουµαρισµένος αριθµός στην υπηρεσία των πολυεθνικών ή των κοµµάτων «πατέρας». Σε αυτά ακριβώς τα κρίσιµα σηµεία, είναι που θα δοκιµαστεί η αντοχή κάθε νέας απελευθερωτικής απόπειρας που οφείλει να είναι απαλλαγµένη από το βάρος του εξαρτηµένου διεθνισµού και του ετεροκίνητου πατριωτισµού και διατεθειµένη να υπερασπιστεί µέχρι τέλος το δικαίωµα στη διαφωνία, την ελευθερία του άλλου να είναι διαφορετικός και να καθορίζει κατά πώς θέλει τη δική του µοίρα, σεβόµενος, ταυτόχρονα, την άλλη πλευρά. Η ευαισθησία µας ως δηµοκρατών δοκιµάζεται εξίσου και παντού όπου το δικαίωµα της αυτοδιάθεσης καταστρατηγείται. ∆εν µπορεί να εκφράσεις ουσιαστική διεθνιστική αλληλεγγύη όταν έχεις ολοκληρωτικά χάσει την εθνική σου ευαισθησία. Η συµπύκνωση όλων λοιπόν των παραπάνω, και όχι απλά η ιστορική τοποθέτηση ή η εξέταση από τη σκοπιά του «στενού εθνικού συµφέροντος», είναι που δίνει µια καθολική διάσταση στο δικαίωµα της αυτοδιάθεσης, ανάγοντας το σε µείζον πρόβληµα αρχών για όποιον ουσιαστικά θέλει να το αντιµετωπίσει.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Για περ. βλέπε: Εναγιατολά Ρεζά, Ο παντουρκισµός ως θεµέλιο του τουρκικού επεκτατισµού, περ. «Ελληνοαρµενικά», τεύχ. 4, σελ. 18, επ., Αθήνα 1992. Οι υπογραµµίσεις είναι δικές µου.
2. Για περ. βλέπε: Ρόζα Λούξεµπουργκ, Για την πολιτική του «Vorwats» στο Ανατολικό Ζήτηµα, περ. «Λαοί», τεύχ. 1, σελ. 53, Αθήνα 1987.
3. Ενδεικτικό στοιχείο του εκφυλισµού και της σωβινιστικής στάσης των τουρκικών εργατικών οργανώσεων, είναι οι έρανοι που διεξήγαγαν για την ενίσχυση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. «Μάλιστα το όργανο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόµµατος προσπαθούσε να αποδείξει ότι "το σύνολο των εισφορών για τον Κυπριακό αγώνα προερχόταν από τους εργαζόµενους". Η ηγεσία της προοδευτικής εργατικής συνοµοσπονδίας DISK (Devrimci Isçi Sendika Konfederasyonu - Επαναστατικής Συνοµοσπονδίας Εργατικών Συνδικάτων) διέθεσε για τις πολεµικές ανάγκες 3.400.000 λίρες Τουρκίας. Εκτός τούτου διενεργήθηκε έρανος µεταξύ των αριστερών εργατών-µελών της DISK µε αντικείµενο την παραχώρηση ενός ηµεροµισθίου στη στρατιωτική επιχείρηση της Κύπρου. Το ίδιο έπραξε κλπ». Για περ. βλέπε: Νεοκλή Σαρρή, Η άλλη πλευρά, εκδ. «Γραµµή», τόµος Α΄, Αθήνα 1977. Κι ενώ θα περίµενε κανένας την πιο κατηγορηµατική στηλίτευση της στάσης αυτής, αν όχι τουλάχιστον από την τουρκική, οπωσδήποτε όµως από την ελληνική πλευρά, διαπιστώνει παρακολουθώντας τη δραστηριότητα του ΑΚΕΛ και της ΠΕΟ το ακριβώς αντίθετο. Στο «Εργατικό Βήµα», «Εκφραστικό όργανο της ΠΕΟ» της 21ης Φεβρουαρίου 1980 διαβάζουµε στο κύριο άρθρο: «ΠΕΟ-ΝΤΙΣΚ-ΝΤΕΒ-ΙΣ υποστηρίζουν επανέναρξη του ∆ιακοινοτικού ∆ιαλόγου. Απορρίπτεται κάθε µορφή ένωσης ή προσάρτησης, διχοτόµησης ή απόσχισης. Τετράχρονο πρόγραµµα συνεργασίας ΠΕΟ-ΝΤΙΣΚ». Στην τελική κοινή δήλωση των τριών οργανώσεων που αποτελείται από 6 σηµεία, δεν υπάρχει ούτε λέξη για την κατάληψη του µισού νησιού από τους Τούρκους. Πολύ σωστά. Θα ‘τανε κρίµα πραγµατικά τα εκατοµµύρια λίρες που πρόσφερε η DISK στον Μπουλέντ Ετσεβίτ να πάνε χαµένα.
4. Για περ. βλέπε: Τσαγλάρ Κεϊντέρ, Τουρκία: ∆ικτατορία και δηµοκρατία, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1983.
5. Για περ. βλέπε: Βόλφγκανγκ Φόγιερσταϊν, Γεωργιανοί και Λάζοι, περ. «Λαοί», τεύχ. 2, Αθήνα 1988.
6. Για περ. βλέπε: Έκθεση του τουρκικού Λαϊκού Κόµµατος [Σε ποια κατάσταση βρίσκονται οι Κούρδοι], περ. «Εποπτεία», τεύχ. 165, σελ. 23 επ., Αθήνα 1991.
7. Για περ. βλέπε: ∆ιεθνής Αµνηστία, [Η άλλη Τουρκία], έκθεση 11 Νοεµβρίου 1992, εφηµ. «Το Βήµα», 15 Νοεµβρίου 1992.
8. Το 1931 ξέσπασαν τα Οχτωβριανά. «Το Κοµµουνιστικό Κόµµα της Κύπρου απουσίασε από την εξέγερση. Την καταδίκασε. Για τη στάση τους αυτή ο Μπελά Κουν (στο όνοµα της Τρίτης ∆ιεθνούς) είπε: "Ήταν η εξέγερση του 1931 ένα γνήσιο εθνικο-απελευθερωτικό κίνηµα, όπου είχαν αντιπαραταχθεί δυο στρατόπεδα. Από τη µια το στρατόπεδο του λαού (κυρίως των πόλεων) µε τους απλούς κοµµουνιστές κάτω από την ηγεσία των εθνικιστών και της Εκκλησίας. Και από την άλλη, το στρατόπεδο των ιµπεριαλιστών µε σύµµαχο την ηγεσία του Κοµµουνιστικού Κόµµατος". Η στάση του Κ.Κ. Κύπρου απέναντι στην εξέγερση του 1931 ήταν απόρροια της όλης στάσης του απέναντι στο εθνικό ζήτηµα που από την αρχή υπήρξε εχθρική. Το Κ.Κ. Κύπρου αντιτάχθηκε από την αρχή στο ενωτικό κίνηµα». Για περ. βλέπε: Λευτέρης Ρίζας, Κυπριακή τραγωδία: Η διάσταση ανάµεσα στον κοινωνικό αγώνα και στον εθνικό αγώνα, περ. «Μηνιαία Επιθεώρηση», τεύχ. 47, σελ. 53, Αθήνα 1985.
9. Τελευταία επίσηµη καταµέτρηση µπορεί να θεωρηθεί το δηµοψήφισµα για «την ένωσιν της Κύπρου µε την Ελλάδα» που οργανώθηκε µε πρωτοβουλία του Εθναρχικού Συµβουλίου στις 15-22 Ιανουαρίου 1950. Από τους 224.745 Έλληνες Κυπρίους που είχαν δικαίωµα ψήφου οι 215.108, δηλαδή το 95,7% ψήφισαν υπέρ της ένωσης.
10. Για περ. βλέπε: Κύπρος: Ανατοµία της καταστροφής, περ. «Νέοι Στόχοι», τεύχ. 9, σελ. 45, Αθήνα 1975.
11. «Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα. ∆εν µπορείς να τους πάρεις αυτό που δεν έχουν». Για περ. βλέπε: Κ. Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Μανιφέστο του Κοµµουνιστικού Κόµµατος (Κοµµουνιστικό Μανιφέστο), εκδ. «Α. Παπακώστα», σελ. 49, Αθήνα 1965.
12. Τον Ιούνιο του 1977 µε αφορµή την έκδοση ενός βιβλίου για το Κυπριακό Ζήτηµα, σηµείωνα προλογίζοντας: «Η Εθνική ολοκλήρωση, όσο κι αν είναι βασανιστική θα πραγµατοποιηθεί... Αυτή την ακαταµάχητη ιστορική τάση τίποτα δεν µπορεί να την ανακόψει. Η Ταϊβάν, η Νότια Κορέα, η Ανατολική και η ∆υτική Γερµανία, η Κύπρος είναι αναπόσπαστα κοµµάτια του αυτού εθνικού κορµού (Κίνα, Κορέα, Γερµανία, Ελλάδα) και θα ενωθούν αναπόφευκτα και σε ένα ενιαίο κρατικό σύνολο». Η άποψη αυτή επικρίθηκε σφοδρότατα, ιδιαίτερα από τους κοµµουνιστικούς και τους παρεµφερείς ευωνύµους κύκλους, που στήριζαν την επιχειρηµατολογία τους στην αιωνιότητα του Τείχους του Βερολίνου. Για περ. βλέπε: Τρία κείµενα για την Κύπρο, εκδ. «Εκδοτική Οµάδα Εργασία», σελ. 8 επ., Αθήνα 1977.
13. Γιάννης Ρίτσος, Ρωµιοσύνη, στα Ποιήµατα, τόµ. Β΄, εκδ. «Κέδρος», σελ. 65, Αθήνα 1961.
14. «Είπε µου, αν είµαι αληθινά στην ποθητήν πατρίδα», Οδύσσεια, Ν. 328, µτφ. Ιάκωβος Πολυλάς.
15. Ισοκράτης, Πανηγυρικός, ΙΓ΄ 50.
16. Για περ. βλέπε: Tom Nairn, Εθνικισµός: Ο σύγχρονος Ιανός, περ. «Τετράδια», τεύχ. 27, σελ. 49 επ., Αθήνα 1991.
17. Για περ. βλέπε: Ernest Gellner, Έθνη και εθνικισµός, εκδ. «Αλεξάνδρεια», σελ. 227, Αθήνα 1992.
18. Για περ. βλέπε: Λουκάς Αξελός, Ελληνική Αριστερά: Ιστορική παρακµή ή βαθύτατη χρίση;, περ. «Νέα Οικολογία», τεύχ. 65, σελ. 59, Αθήνα 1990.
19. Είναι αλήθεια ότι ελάχιστοι, σηµαντικοί όµως, κοµµουνιστές ηγέτες όπως λ.χ. ο Μάο Τσε Τουνγκ (τα κράτη θέλουν την ανεξαρτησία, τα έθνη την απελευθέρωση, οι λαοί την επανάσταση) και ο Τσε Γκεβάρα, προσέγγισαν το εθνικό-πατριωτικό φαινόµενο από µιαν εν τοις πράγµασιν διαφορετική ριζοσπαστική σκοπιά. Αυτή, που µε όλες τις αντιφάσεις της, θα µπορούσαµε να θεωρήσουµε ότι αποτέλεσε, µιαν ιδιόµορφη, αλλά οργανική προέκταση, βασικών αρχών που χαρακτήριζαν τη δράση των Σουν Γιατ Σεν και Σίµωνος Μπολιβάρ. Ανάλογη, αν και στη θεωρητική σφαίρα, υπήρξε η στάση που κράτησε ο πατέρας του ελληνικού µαρξισµού Γ. Σκληρός, απέναντι στο φαινόµενο Ελευθερίου Βενιζέλου, µε αποτέλεσµα να εξορισθεί δια παντός από την κοµµουνιστική εδέµ ως συνειδητά διαπράξας το προπατορικό αµάρτηµα του εθνικισµού.
20. Για περ. βλέπε: Κ. Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Η Ιρλανδία και το Ιρλανδικό Πρόβληµα, περ. «Λαοί», τεύχ. 2, σελ. 49 επ., Αθήνα 1988.
21. Η σωστή τους άποψη για το Ιρλανδικό Ζήτηµα δεν τους εµπόδισε όµως να αντιµετωπίζουν µε έναν τελείως διαφορετικό και — ίσως — λανθάνοντα ρατσιστικό τρόπο τις σλαβικές εθνότητες αλλά και τους Βρετόνους, Σκώτους ή Βάσκους, γεγονός που αντανακλάται έντονα σε πολλά κείµενα τους, όπου οι βαρύτατα υποτιµητικές φράσεις για τα «άθλια συντρίµµια των πρώην εθνών», «τα µελίσσια εθνοτήτων», τα «έθνη και εθνάκια», τα έθνη που δεν έχουν «ευρωπαϊκή σηµασία», τα «εκ φύσεως αντεπαναστατικά έθνη», «τους αντιδραστικούς λαούς», τους «λαούς χωρίς ιστορία», τα «υπολείµµατα λαών» το «ληστοσυρφετό [Σέρβοι, Βούλγαροι, Έλληνες]» και το «γουρουνολαό [Βουλγάρους]», δίνουν και παίρνουν. Η σκοτεινή αυτή πλευρά, ιδιαίτερα του Ένγκελς, έτεινε και τείνει να αποσιωπάται ή και να δικαιολογείται από το σύνολο, σχεδόν, των επιγόνων. Φωτεινή εξαίρεση αποτέλεσε ο επιφανής Αυστριακός µαρξιστής Όττο Μπάουερ, που στο σηµαντικό έργο του Το Εθνικό Ζήτηµα και η σοσιαλδηµοκρατία, που πρωτοκυκλοφόρησε στη Βιέννη το 1907, ασκεί µιαν αυστηρή κριτική στα ντετερµινιστικά ιδεολογήµατα του Φρειδερίκου Ένγκελς, αναδεικνύοντας µιαν άλλη οπτική εχθρική στον οικουµενικό οµοιοµορφισµό της κοµµουνιστικής εσχατολογίας µε το να προβάλλει την αξία της πολιτιστικής αυτονοµίας, υιοθετώντας τις άκρως ριζοσπαστικές και αιρετικές — τότε —, δικαιωµένες όµως ιστορικά, απόψεις, ότι: «καθήκον της ∆ιεθνούς είναι και πρέπει να είναι όχι η κατάργηση των εθνικών ιδιαιτεροτήτων, αλλά η προώθηση της διεθνούς ενότητας µέσα στην εθνική ποικιλοµορφία της». 22. Για το Risorgimento και τη σηµασία του βλέπε και την εισαγωγή του γράφοντος στο οµότιτλο βιβλίο του Αντόνιο Γκράµσι, Il Risorgimento, εκδ. «Στοχαστής», σελ. 9 επ., Αθήνα 1987.

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2009

Πώς διαμορφώθηκε η εθνική συνείδηση - Η γέννηση ενός έθνους

Tου ΠΕΤΡΟY ΠΙΖΑΝΙΑ, ιστορικoύ, καθηγητή του Ιονίου Πανεπιστημίου
Οι διαμάχες οι σχετικές με την εθνική υπόσταση ενός πληθυσμού έχουν πάντοτε μια πρωταρχική ιστορική αναφορά η οποία λειτουργεί ως καθρέφτης για την αναγνώριση όλων των μελών της εν λόγω κοινωνίας μεταξύ τους. Αδιάφορο αν η ιστορική αυτή αναφορά είναι πλήρως ή μερικώς επινοημένη. Σημασία έχει ότι είναι κοινά αποδεκτή, για την ακρίβεια αυτονόητη για τον καθένα και την καθεμία.
Η εθνική ιδεολογία, πολιτική ανακάλυψη της ευρωπαϊκής διανόησης της νεότερης ιστορικής περιόδου, συστηματοποιήθηκε από τον γαλλικό διαφωτισμό και την επανάσταση, και θεμελιώθηκε σε ορισμένους από τους ωραιότερους μύθους που δημιούργησαν ποτέ οι άνθρωποι. Οι εθνικοί μύθοι επιδιώκουν την επιβεβαίωση μιας ιστορικής συνέχειας του πληθυσμού: οι Αγγλοι από τον βασιλιά Αρθούρο και στον αντίποδα οι Σκωτσέζοι με τους δικούς τους πατριαρχικούς αρχηγούς, οι Γάλλοι από τους Γαλάτες, από τους δίδυμους γιους της λύκαινας και τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία οι Ιταλοί, οι Σύριοι από τους Φοίνικες, από τον Μωυσή οι Ισραηλινοί και φυσικά εμείς από τους αρχαίους Ελληνες, φανούς της οικουμένης, κ.ο.κ. Ολοι αυτοί οι μύθοι, αν και αποτελούν σημαίνοντα και εξαιρετικά περίπλοκα πολιτισμικά δημιουργήματα των ανθρώπων, έχουν το κοινό νόημα της δήλωσης μιας διαρκούς, αδιάλειπτης παρουσίας των εκάστοτε πληθυσμών στο διεκδικούμενο σημείο του πλανήτη. Πρόκειται για τη θεμελίωση του δικαιώματος πλήρους ελέγχου της εκάστοτε γεωγραφικής περιοχής, που μέσα από διαδικασίες επαναστατικές, ή πολιτικές διεργασίες το συνηθέστερο, θα οριστεί ως εθνική επικράτεια. Οι αυξομειώσεις της κάθε εθνικής επικράτειας με πολέμους ή με πολυμερείς συμφωνίες, και αυτές στους θεμελιωτές μύθους θα αναφερθούν, με αυτούς πρωτίστως θα επιδιωχθεί να νομιμοποιηθούν προς εαυτούς και άλλους, ανεξάρτητα αν το εκάστοτε τελικό αποτέλεσμα το καθορίζει ένα εξαιρετικά περίπλοκο σύστημα δυνάμεων που ορίζουμε κάπως αμήχανα ως συσχετισμό.
Ο θεμελιωτής μύθος
Οι δικοί μας πρόγονοι ήταν εύλογο να επιλέξουν την ελληνική αρχαιότητα ως πρότυπο ιστορικής αναφοράς. Αρχής γενομένης από τους ελάχιστους και χωρίς καμία επιρροή διανοουμένους του ύστερου Βυζαντίου που κατασκεύασαν αμήχανα τα πρώτα υποτυπώδη ιστορικά στοιχεία της ελληνικής εθνικής ταυτότητας από τον 15ο αιώνα, ως τους επιγόνους τους επαναστάτες των ευρωπαϊκών στοών των αρχών του 19ου αιώνα, όλοι είχαν προδιαγεγραμμένη επιλογή. Τα τρία μεγάλα κρατικά συστήματα της εποχής στην ευρωπαϊκή ήπειρο, το βυζαντινό, το οθωμανικό και το ρωμαιοκαθολικό, απορρίπτονταν από τους υστεροβυζαντινούς λογίους για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετική ένταση. Αυτοί πρώτοι, ενώπιον του πολιτικού και πολιτισμικού αδιεξόδου που δημιουργούσε η οθωμανική κατάκτηση, αναγκάστηκαν να στραφούν στην ιστορία προκειμένου να αυτοπροσδιοριστούν. Αργότερα, στις παραμονές της επανάστασης επαναβεβαιώνονται οι ίδιες επιλογές, κατά πολύ συστηματοποιημένες και επιπλέον πολιτικοποιημένες. Ο οικουμενισμός του Πατριαρχείου και η ταύτισή του με το σκοταδιστικό Βυζάντιο αρχικά και την οθωμανική τυραννία στη συνέχεια αποτέλεσαν μαζί με το ρωμαιοκαθολικό πρότυπο αντικείμενα σκληρής πολεμικής αλλά και πραγματικών μαχών στη διάρκεια της επανάστασης. Ιδεολογικά οι διανοούμενοι του ελληνικού διαφωτισμού είχαν εντάξει την υπόθεση των Ελλήνων στον ευρωπαϊκό εθνικισμό ήδη από τον 18ο αιώνα. Η ελληνική αρχαιότητα νομιμοποιούσε τόσο την αδιάλειπτη ιστορική παρουσία των Ελλήνων στα εδάφη τους, αλλά και τον ορθό λόγο, την ελεύθερη ατομική δράση και επιτέλους την πολιτική. Αυτά δηλαδή που οι αναδυόμενοι οργανικοί διανοούμενοι της εθνικής ιδέας είχαν συστηματοποιήσει με τη συνεχή δράση τους στη διεθνή αγορά, στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, στις επαναστατικές στοές. Και η Ρώμη, αυτή αναπαριστούσε τον κατ' εξοχήν τόπο πολιτικής οργάνωσης του πληθυσμού, το κράτος, οργανωμένο όμως με βάση τον λόγο του Νόμου.
Πολλοί ιστορικοί ισχυρίστηκαν ότι οι έλληνες διαφωτιστές απλώς αντέγραψαν, επιτυχώς ή ανεπιτυχώς, τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό. Πρόκειται φυσικά για ισχυρισμό που είναι αποτέλεσμα διανοητικής νωχέλειας, δεδομένου ότι οι αντιγραφές δεν οδηγούν σε επαναστάσεις και δημιουργία εθνών αν δεν υπάρχουν ισχυρότατα εσωτερικά ερείσματα. Το κίνημα του ελληνικού διαφωτισμού, έχοντας αφανείς ρίζες κάπου στον 15ο αιώνα, συστηματοποιεί ως τις αρχές του 19ου αιώνα την ιδέα της εθνικής ταυτότητας για τους πληθυσμούς των πάλαι ποτέ αρχαίων ελληνικών επικρατειών. Και όσο ρευστές ήταν αυτές γεωγραφικά τόσο ρευστός υπήρξε και ο καθορισμός της ελληνικής επικράτειας αργότερα.
Οι συγγένειες των ελλήνων διαφωτιστών με τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό υπήρξαν οριζόντιες και επιλεκτικές. Ωστόσο, όπως σε όλους τους εθνικιστές επαναστάτες της εποχής εκείνης, οι κοινές αρχές ήταν η ελευθερία και η ισότητα, με την αδελφοσύνη να διαμορφώνει την αναγκαία αλληλεγγύη στη διάρκεια του αγώνα τους για αυτές τις αξίες, αλλά ιδίως την αδελφοσύνη που απορρέει από τον κοινό εθνικό αυτοπροσδιορισμό. Για τους έλληνες διαφωτιστές, γιακωβίνους και μετριοπαθείς, το πρόταγμα για τη σύσταση έθνους είχε απόλυτη προτεραιότητα. Και με βάση αυτή την προτεραιότητα οργάνωσαν το ούτως ή άλλως ασύστατο παρελθόν. Οσα δεν άρμοζαν με τα εθνικά κριτήρια, όπως η αυτοκρατορική τυραννία και ο εκκλησιαστικός σκοταδιστικός οικουμενισμός, αποδίδονταν στον αντίπαλο. Και ορθώς. Ενώ η αδιάλειπτη παρουσία των ελληνικών πληθυσμών και το κλέος της αρχαιότητας εντάχθηκαν στον εθνικό σχεδιασμό της ιστορίας. Με την αναγωγή ενός ακατέργαστου παρελθόντος σε σύστημα ιστορικής εξέλιξης, θεμελίωσαν οι δημιουργοί του διαφωτιστές διανοούμενοι μια φαντασιακή, αρχικά, ταυτότητα-κοινότητα, τους Ελληνες. Η ιστορία στην υπηρεσία της πολιτικής στρατηγικής μεγάλης εμβέλειας, περί αυτού πρόκειται. Ετσι, η σύνταξη του παρελθόντος σε ιστορία με προεξάρχον κριτήριο το έθνος διαμόρφωσε μια δύναμη παραγωγής έθνους χωρίς προηγούμενο. Αυτή ήταν η ηθική και η ψυχική κινητήρια δύναμη της πολιτικής δράσης τους πριν και κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης.
Οι ανατροπές της επανάστασης
Με το πρόταγμα Ελληνες-ανεξάρτητο έθνος, που αποτελούσε ένα αδιαίρετο σύνολο ιστορίας και πολιτικής στρατηγικής, αλλά και κοινωνικά ως εκπρόσωποι της εμπορικής τάξης, οι διαφωτιστές διανοούμενοι συνάπτουν συμμαχίες με άλλες άρχουσες διακεκριμένες ομάδες, ιδίως τους κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου, τους προεστούς των ναυτικών νησιών και τους άκρως προβληματικούς από πολιτική άποψη κλεφταρματολούς. Η πολιτική ηγεσία της επανάστασης σχεδόν ταυτίζεται με τις κατά τόπους ελίτ των ελληνικών πληθυσμών, άρχουσες πολύ πριν από το 1821. Αυτές οι ποικίλες ελίτ αποτέλεσαν την άκρως αντιφατική ηγεσία της επανάστασης, και όταν απείχαν οι χωρικοί και οι ποιμένες ­ όπως συχνότατα συνέβαινε ­ οι ελίτ ήταν αυτές οι ίδιες κοινωνική βάση.
Η επανάσταση ξεκίνησε από μηδενική θεσμική βάση. Οι υφιστάμενοι κρατικοί θεσμοί ήταν υποτυπώδεις και πάντως απορριπτέοι. Ολα έπρεπε να δημιουργηθούν εξαρχής με κριτήριο αυτό που υπήρχε, το πρόταγμα έθνος. Φαίνεται πως η δύναμή του ήταν μεγαλύτερη από όση φανταζόμαστε. Οταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση, η Ιερή Συμμαχία στην Ευρώπη απέκλειε και συχνά καταδίωκε την παραμικρότερη ανατρεπτική δράση. Αλλά ο συμβολισμός του γεγονότος «οι Ελληνες επαναστάτησαν» ήταν τόσο ισχυρός που αναζωογόνησε ιδεολογικά και οργανωτικά πολλά ευρωπαϊκά επαναστατικά δίκτυα, οργανώσεις και μεμονωμένα άτομα. Η επανάσταση των Ελλήνων ­ που φάνταζε σαν να είχαν ξεσηκωθεί τα ίδια τα επαναστατικά σύμβολα της Ευρώπης ­ επέστρεψε στους ευρωπαίους ομοϊδεάτες τις ιδεολογικές οφειλές των ελλήνων διανοουμένων, και οι Ευρωπαίοι αντεπέστρεψαν σε όλους τους Ελληνες την αρχή της αδελφότητας οργανώνοντας το γνωστό κύμα αλληλεγγύης που αποκαλέσαμε φιλελληνισμό.
Η εθνική συνείδηση δεν είναι αναγκαστικά η αντανάκλαση κάποιων υλικών (βλ. οικονομικών) συνθηκών. Ανακαλύφθηκε πολύ προτού διαμορφωθούν οι υλικές συνθήκες, και σε κάποιο βαθμό συνέβαλε στην παραγωγή τους. Δηλαδή, στον βαθμό που διακεκριμένες ομάδες των ελληνικών πληθυσμών βαθμιαία αναγνωρίζονταν στην εθνική ταυτότητα, τότε διαφοροποιούνταν πολιτισμικά από τους υπόλοιπους, Ελληνες και μη. Και το γεγονός αυτό τους επέτρεπε να ανοίγονται σε καινούργιες δραστηριότητες οικονομικές, διοικητικές και μορφωτικές προκειμένου, μεταξύ άλλων, να επιβεβαιώσουν το νέο τους κοινωνικό είναι και τα δέοντα που απορρέουν από αυτό. Στο μέτρο που οι καινούργιες δραστηριότητες πετύχαιναν, οι εν λόγω ομάδες διευρύνονταν κοινωνικά και μπορούσαν να βλέπουν τον εαυτό τους καθώς και να διεκδικούν τη θέση ισχύος τους από ένα άλλο, υψηλότερο κατώφλι. Αντιπροσωπευτικοί της διαδικασίας αυτής οι γνωστοί πλέον έμποροι και καραβοκυραίοι. Ιδίως οι πρώτοι, ακολουθώντας κυριολεκτικά τη διεύρυνση της διεθνούς αγοράς ως «κατακτητές βαλκάνιοι έμποροι», έφτασαν στο σημείο να διαφοροποιηθούν από τους υπόλοιπους ελληνικούς πληθυσμούς σε βαθμό τέτοιο ώστε να αποκτήσουν ανάγκες διευρυμένης αναπαραγωγής. Ετσι προέκυψαν τα διάφορα σχολεία και η χρηματοδότησή τους, και οι κοσμικοί διανοούμενοι διαφωτιστές, όλοι σχεδόν προερχόμενοι από τις ομάδες των εμπόρων. Και η επιρροή τους ήταν τέτοια ώστε στο κίνημα του διαφωτισμού κατάφεραν να κερδίσουν κληρικούς, είτε ως πολιτικά στελέχη όπως ο Παπαφλέσσας και ο Αθανάσιος Διάκος είτε ως παραγωγούς ορθολογικής γνώσης του κόσμου όπως οι Δημητριείς. Κληρικούς οι οποίοι ασπάστηκαν την εθνική ιδέα αρνούμενοι την αυτοκρατορική τυραννία και τον πολιτικά δίδυμο πατριαρχικό οικουμενισμό.
Από την ανακάλυψη της ταυτότητας Ελληνες τον 15ο αιώνα ως το πρόταγμα για ανεξάρτητο ελληνικό έθνος κάπου στο μεταίχμιο 18ου και 19ου αιώνα και από αυτό ως την καθιέρωση του ελληνικού έθνους το 1832 παρακολουθούμε μια μεγάλη πορεία όπου ιστορία, πολιτική και πολυσχιδής εκπολιτιστική δράση σχεδόν ταυτίζονται. Θα ήταν πολύ μίζερο να δεχθούμε ότι ο ιστορισμός του διαφωτισμού αποτελεί ιδεολογική χρήση της ιστορίας ή καθαρό υποκειμενισμό. Θα ήταν ορθότερο να δεχθούμε πως πρόκειται για τη συμβολική αναπαράσταση του κοινωνικού είναι και του ιδεολογικού δέοντος ελληνόφωνων ελίτ που επικρατούν πολιτικά με την επανάσταση και διαχέουν βαθμιαία τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό τους στις κοινωνικά χαμηλές ομάδες του υπόλοιπου πληθυσμού, ενσωματώνοντάς τες αργά στο εθνικό πρότυπο.
Το κράτος και η ιστορία
Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ο Κ. Παπαρρηγόπουλος εξέφρασε το δεύτερο κατά σειρά συμβολικό σύστημα αναπαράστασης του έθνους, το οποίο διαφοροποιείται σημαντικά από εκείνο του διαφωτισμού. Στο μεταξύ το ελληνικό κράτος, από γενικός στόχος που ήταν για τον διαφωτισμό, έχει γίνει η κυρίαρχη πολιτική πραγματικότητα του έθνους, και η Εκκλησία αυτοκέφαλη, αποσπασμένη από τον οικουμενισμό του Πατριαρχείου, εθνικοποιήθηκε. Δύο μείζονα θεσμικά κέντρα ισχύος αναδεικνύουν τη δική τους συμβολική αναπαράσταση του έθνους διά του σχήματος που διατύπωσε ο Κ. Παπαρρηγόπουλος. Η τρισχιλιετής συνέχεια παρουσιάζεται στο εξής σαν θεσμική και κατά το δυνατόν ορθόδοξη εντάσσοντας σε αυτήν τους αυτοκρατορικούς θεσμούς του Βυζαντίου και το οικουμενικό Πατριαρχείο. Η διάδοση αυτής της άποψης θα πρέπει επίσης να συσχετιστεί και με την επικράτηση της στρατηγικής της διεύρυνσης της εθνικής επικράτειας.
Οι πολιτικές προτεραιότητες του έθνους εύλογα είχαν αλλάξει σε σχέση με την προεπαναστατική και επαναστατική περίοδο. Είχαν αλλάξει οι δυνάμεις που συνέθεταν το έθνος, άλλαξε συνεπώς και η κρατούσα ιστορική αναπαράστασή του. Και ακόμη, ήρωες (βλ. ηθικά δικαιωμένοι) δεν ήταν πλέον οι διανοούμενοι, τα πολιτικά στελέχη, αλλά τα παλικάρια, οι κλεφταρματολοί. Δεν έχει σημασία ότι αυτοί ακριβώς είχαν την πλέον απόμακρη σχέση με την εθνική ιδέα. Σημασία έχει ότι οι νέες ανάγκες, στα πρότυπα του ιστορισμού του κράτους, αναδεικνύουν τα ιστορικά τους σύμβολα: πολεμιστές για το έθνος. Σύμβολα μονοσήμαντα, συρρικνωμένα, συχνά αντίθετα από την ιστορική αναφορά τους. Γενικότερα ο συμβολισμός του ιστορισμού του κράτους και της Εκκλησίας τον οποίο εξέφρασε ο Κ. Παπαρρηγόπουλος ήταν πολύ αδύνατος για να αντέξει στις ραγδαίες πολιτικές αλλαγές του τελευταίου τρίτου του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού. Ηδη στην εποχή του Βενιζέλου η συμβολική του ιστορισμού ήταν απολύτως επικουρική. Στους πολέμους του ελληνικού κράτους μιλούσε πλέον ανοιχτά το εθνικό συμφέρον.
Το τρίτο σύστημα αναπαράστασης του ελληνικού έθνους, αυτό που διατυπώθηκε επί Μεταξά και κυριάρχησε ως και τη χούντα, δηλαδή ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός, ήταν πλέον άκρως εργαλειακό και κοινωνικά πολωτικό. Λειτούργησε απλώς ως ένα ιδεολογικό τείχος προς αποκλεισμό των κάθε είδους ετεροδόξων ή ως ευθέως προσχηματική αναφορά για τη νομιμοποίηση μιας τυφλής καταπίεσης των αριστερών.
Διακόσια χρόνια μετά την πολιτικοποίηση του ελληνικού διαφωτισμού και 179 χρόνια μετά την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης, οι διαδοχικοί συμβολισμοί του ιστορισμού για το έθνος είναι άχρηστοι ή καταδικασμένοι. Καταδικασμένοι είτε επειδή ταυτίστηκαν με τον Μεταξά, τον εμφύλιο και τη χούντα, ή απλώς άχρηστοι επειδή το ελληνικό έθνος έχει πλέον ικανή θεσμική και πολιτική αναγνώριση διεθνώς, και μια ικανοποιητική εσωτερική ανάπτυξη ώστε αυτού του είδους οι συμβολισμοί του ιστορισμού να τονίζουν τη σχετική πολιτιστική του καθυστέρηση απλώς. Ωστόσο οι ποικίλοι θεμελιωτές μύθοι θα είναι πάντοτε αναγκαίοι. Το ίδιο και η αναπαράσταση του έθνους, που εκκρεμεί να ανακαλυφθεί ξανά αλλά με σημερινούς όρους. Αλλά η δραστικότητα του ιστορικού συμβολισμού του έθνους εξαρτάται όλο και περισσότερο από μια ρεαλιστική και οπωσδήποτε σύνθετη ιστορική γνώση. Και η κριτική ιστορική σκέψη έχει να συμβάλει σημαντικά σε αυτό.
Εθνογένεση. Ενας περιγραφικός όρος παλαιός, ξεχασμένος, που επανέρχεται προφανώς για να εκφράσει ανάγκες επαναπροσδιορισμού ενός ελάχιστου συλλογικού εαυτού στην εποχή της ιστορικής εξάντλησης παλαιών συλλογικών αναφορών και των αναδυόμενων μαζικών ατομικοτήτων. Ευκαιρία λοιπόν για τους ιστορικούς ­ και φυσικά όχι μόνον αυτούς ­ να διευρύνουν τη δράση τους, κατά το δυνατόν τη θεματολογία τους και ακόμη καλύτερα την προβληματική τους, με στόχο να δώσουν νέες αναπαραστάσεις του παρελθόντος εκείνου που εξακολουθεί να επηρεάζει τις συνθήκες του παρόντος. Η ιστορική σκέψη είναι και αυτή ένας από τους πάμπολλους τρόπους πραγματοποίησης του παλαιότατου ονείρου των ανθρώπων να ελέγξουν το επιστητό, με τεχνικές, εργαλεία, γνώση και πολιτική και όπως αλλιώς μπορούμε. Η ιστοριογραφία, όταν δεν αναλώνεται στην απλή αναπαραγωγή του ομοιώματός της (που είναι ο κανόνας), αποτελεί έναν θαυμάσιο δρόμο λογικής πρόσβασης στο επιστητό. Με αποκλειστικό ρόλο να οργανώνει το χάος του παρελθόντος, επιλέγει από αυτό ό,τι θεωρεί άξιο, δηλαδή σημαντικό για την κοινωνική και ατομική ζωή των ανθρώπων στο εκάστοτε παρόν. Οι φορείς της ιστορικής επιστημονικής σκέψης αναφέρονται στο εκάστοτε παρόν και αποκλειστικά σε αυτό, σε αυτό στοχεύουν και σε αυτό επιβεβαιώνονται ή καταπίπτουν οι επιλογές και οι συστηματοποιήσεις που έχουν κάνει στις διαδρομές τους στον χώρο του ακατέργαστου παρελθόντος. Οι ποικίλες και μεταξύ τους ανταγωνιστικές λειτουργίες της ιστοριογραφίας, λειτουργίες νομιμοποίησης, κριτικής ή και ριζικής αμφισβήτησης, δηλώνουν ότι ο εκάστοτε συμβολισμός που παράγεται από την ιστορική επιστήμη έχει ιδιαίτερη πολιτισμική σημασία και μάλιστα σημασία για την πολιτική. Γι' αυτό και η τελευταία θέλει συχνά να εποπτεύει την ιστοριογραφική παραγωγή ή τουλάχιστον να έχει λόγο για αυτήν.
Οι εκάστοτε ιστοριογραφικές ερμηνείες του παρελθόντος συστήνουν έναν ιδιότυπο θεσμό με ιδιαίτερη σημασία για το εκάστοτε παρόν, θεσμό σχετικά ανεξάρτητο από τους εκπαιδευτικούς και ερευνητικούς αντίστοιχους. Και από τις προσπάθειες προσδιορισμού του νοήματος αυτού του θεσμού απορρέουν οι σκληρότατες διαφωνίες ή και οι επιστημονικές συγκρούσεις για την ορθότητα της μιας ή της άλλης μεθόδου, της μιας ή της άλλης ιστορικής ερμηνείας, η διεκδίκηση του επιστημονικά ορθού ή ακόμη και της αλήθειας για ζητήματα φαινομενικά τελειωμένα. Τελειωμένα και όμως τόσο ζωντανά ώστε να προκαλούν όλες αυτές τις διαμάχες στο εκάστοτε παρόν.
ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 26 Μαρτίου 2000.

Γεωργίου Βιζυηνού Διηγήματα

της Αγάθης Γεωργιάδου

Διαβάστε το στο: www.spoudasterion.pblogs.gr

Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009

Κορνήλιος Καστοριάδης, Οι Μύθοι της Παράδοσής μας

Τι σημαίνει το γεγονός ότι διερωτώμεθα για τη σχέση μας με την παράδοση; Οτι κατά κάποιον τρόπο έχουμε βγει απ’ την παράδοση. Αυτό το καταλαβαίνουμε πρώτα-πρώτα εμπειρικά. Οι
φυλές και οι λαοί που έχουν μείνει κλεισμένοι μέσα στην παράδοσή τους δεν βλέπουν καν την παράδοση σαν παράδοση: ζουν μέσα σε αυτήν και θεωρούν την παρούσα ζωή τους σαν συνέχεια ενός αμετάβλητου τρόπου ζωής. Και μπορούμε να το καταλάβουμε και λογικά: για να διερωτηθούμε για τη σχέση μας με την παράδοση πρέπει η σχέση αυτή να έχει γίνει, περισσότερο ή λιγότερο προβληματική, πρέπει να έχει δημιουργηθεί μια απόσταση απ’ την παράδοση. Απόσταση δεν σημαίνει απεμπόληση ή λησμονιά. Σημαίνει και άλλου είδους παρουσία και άλλου είδους σχέση. Μια σύντομη ανασκόπηση της ανθρώπινης ιστορίας μας δείχνει ακριβώς δυο κύριους τύπους σχέσης με την παράδοση.

Ο πρώτος που ασφαλώς πρέπει να ήταν και μόνος για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια μέχρι την 1η χιλιετία πΧ, είναι ο τύπος των αρχαϊκών (ή πρωτόγονων ή αγρίων) κοινωνιών. Αν στηριχτούμε στη γνώση που έχουμε για τέτοιου τύπου κοινωνίες από την εθνολογία (που τις μελέτησε τους δυο τελευταίους αιώνες), θα συνάγουμε ότι σε αυτές τις κοινωνίες, τρόπος ζωής, έθιμα, οργάνωση, τεχνική, διαβιβάζονται σχεδόν αναλλοίωτα από γενιά σε γενιά. Ανεπαίσθητες αλλοιώσεις βέβαια συνεχώς εμφανίζονται, αλλιώς δεν θα υπήρχε διάκριση ανάμεσα στις διάφορες ηωλιθικές, παλαιολιθικές και νεολιθικές εποχές.Αλλά οι κοινωνίες αυτές δεν έχουν συνείδηση αυτών των αλλοιώσεων. Πιστεύουν ότι από τότε που υπάρχει η φυλή τους, η ζωή τους και οι νόμοι τους έμειναν οι ίδιοι. Βέβαια από όσο ξέρουμε, όχι μόνο υπάρχει μια συνείδηση του χρόνου και της διαδοχής των γενεών, αλλά υπάρχει και μια μυθική παράσταση ενός πρώτου χρόνου ή «πρώτης στιγμής», στιγμής δημιουργίας και του κόσμου και της ίδιας της φυλής. Αυτή αποδίδεται σε έναν ή πολλούς θεούς και σε έναν ή πολλούς «ήρωες» ή προγόνους, που έθεσαν μια για πάντα τους νόμους, την τάξη και την οργάνωση του κόσμου και της φυλής. Οι δημιουργοί αυτοί, θείοι ή ανθρώπινοι, έχουν πάντως μια ιερή φύση που φυσικά μεταβιβάζουνκαι στα δημιουργήματά τους. Από αυτά απορρέει άμεσα ο ιερός χαρακτήρας των θεσμών της φυλής, που κάνει ιερόσυλη και βλάσφημη κάθε ιδέα μεταβολής τους. Οι θεσμοί, όπως ο τρόπος ζωής, είναι κυριολεκτικά καθιερωμένοι μια για πάντα λόγω της ιερής προέλευσής τους.
Η κλασσική εβραϊκή παράδοση που κληρονόμησε και ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ, παρ’ όλο που προέρχεται από μια κοινωνία που με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αρχαϊκή, πρωτόγονη ή άγρια, προσφέρει μια τέλεια εικόνα αυτής της κατάστασης. Ο θεός δημιούργησε τον κόσμο και τους ανθρώπους, εδιάλεξε ανάμεσα σ’ αυτούς μια φυλή στην οποία μια σειρά από θεόπνευστους «ήρωες» -Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ και τελικά Μωυσής- παρουσίασαν τους νόμους του Θεού.
Αυτές οι κοινωνίες μπορούν να ονομαστούν ετερόνομες γιατί θεωρούν τους νόμους τους δοσμένους από κάποιον ανώτερο Αλλο και συνεπώς απαγορεύουν στον εαυτό τους οπιαδήποτε μεταβολή αυτών των νόμων. Από την σκοπιά όπου τοποθετηθήκαμε, η σχέση αυτών των κοινωνιών με την παράδοση μπορεί να ονομαστεί παθητική. Μια ιστορική στροφή, καλύτερα ρήξη, εμφανίζεται με την αρχαία Ελλάδα και ξανά μετά από πολλούς αιώνες στην δυτική Ευρώπη. και στις δυο αυτές περιπτώσεις η σχέση με την παράδοση αλλάζει και μπορεί να ονομαστεί ενεργητική. Η αλλαγή αυτή είναι φυσικά οργανικά συνδεδεμένη με αυτό που συνιστά την απόλυτη ιστορική ιδιομορφία της αρχαίας Ελλάδας, τη δημιουργία για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία μιας κίνησης προς την αυτονομία, δηλαδή την ελευθερία, σε σχεδόν όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, κατά πρώτο λόγο στην πολιτική με τη δημιουργία της δημοκρατίας και στη σκέψη με τη δημιουργία της φιλοσοφίας και της επιστήμης.
Η δημιουργία αυτή ισοδυναμεί βέβαια με μια ριζική ρήξη με την προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων. Η Αθηναϊκή δημοκρατία, στην ουσία της, δεν έχει καμμιά σχέση με τις ομηρικές ή μινωικές ή μυκηναϊκές βασιλείες όπως και η φιλοσοφία αναδύεται ως καταστροφή της μυθικής παράδοσης του κόσμου. Πχ και οι δυο πρώτοι ιστορικοί, ο Εκαταίος και ο Ηρόδοτος αρχίζουν τα συγγράματά τους και τα δικαιολογούν με την βεβαίωση ότι αυτά που οι Ελληνες διηγούνται για το παρελθόν τους είναι παραμύθια. Εν τούτοις, αυτά με κανέναν τρόπο δεν σημαίνουν απεμπόληση ή λησμονιά της παράδοσης. Συμβαδίζουν με την διαμόρφωση μιας νέας σχέσης ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, που μπορεί να την χαρακτηρίσει κανείς με δυο λέξεις φαινομενικά αντιφατικές, σεβασμός και μεταμόρφωση. Η αντίφαση αίρεται άμα σκεφτούμε ότι σ’ αυτό το πεδίο σεβασμός δεν σημαίνει τυφλή λατρεία και παγωμένη συντήρηση, αλλά αναζωογόνηση του παρελθόντος μέσω της μεταμόρφωσης των στοιχείων του που έτσι γίνονται σημαντικά για το παρόν.
Θα προσπαθήσω να κάνω κατανοητό αυτό που θέλω να πω με παραδείγματα από τον χώρο της τέχνης και ιδιαίερα αυτού που ονομάζουμε λογοτεχνία. Ξέρουμε ότι ο Ομηρος έμεινε πάντα ζωντανός στην κλασσική Ελλάδα, τα ομηρικά έπη τα τραγουδούσαν στις γιορτές και τα παιδιά τα μάθαιναν στο σχολείο. Ξέρουμε όμως επίσης ότι μετά τον Ησίοδο και το έπος και το χαρακτηριστικό του μέτρο, το δακτυλικό εξάμετρο, εξαφανίζονται και ότι οι καινούργιοι ποιητές, ο Αρχίλοχος, η Σαπφώ και αυτοί που ακολούθησαν, δημιουργούν νέα μέτρα, νέα θέματα, νέες μορφές ποίησης. Αυτό δεν εμπόδισε τους κλασσικούς φιλόσοφους, Πλάτωνα και Αριστοτέλη, να παραθέτουν τους ομηρικούς στίχους στα φιλοσοφικά τους κείμενα. Αλλά μόνο στην αλεξανδρινή εποχή, εποχή παρακμής, με τα «Αργοναυτικά» του Απολλώνιου του Ρόδιου, εμφανίζεται μια προσπάθεια μίμησης των ομηρικών επών, φυσικά με πολύ μέτρια
αποτελέσματα.
Αλλά το πιό λαμπρό παράδειγμα αυτής της δημιουργικής μεταμόρφωσης της παράδοσης μας το δίνει η Αθηναϊκή τραγωδία και η σχέση της με την άλλη προαιώνια μεγάλη ελληνική δημιουργία, τον μύθο. Ολοι οι λαοί έχουν ωραίους μύθους, αλλά μόνο οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι είναι αληθινοί, μεστοί από ανθρωπολογικά και κοσμολογικά νοήματα, αληθινά που παρουσιάζονται με μυθική μορφή. Είναι φυσικά αδύνατο να ξέρουμε ως ποιό βαθμό αυτό το νόημα των μύθων σε όλη του την έκταση και την ένταση μπορούσαν να το αφομοιώσουν και να το οικειοποιηθούν οι Ελληνες, ας πούμε του 6ου πΧ αιώνα. Λογικό είναι να υποθέσουμε ότι τουλάχιστον ασυνείδητα και υπόγεια τους άγγιξε, αλλιώς και οι μύθοι ως μύθοι δεν θα είχαν διασωθεί. Αυτό που εμφατικά ξέρουμε είναι ότι η τραγωδία, που με μόνη εξαίρεση τους «Πέρσες» του Αισχύλου και την «Μιλήτου Αλωση» του Φρύνιχου έχει ως αποκλειστικό θέμα της τους μύθους, αφενός αναλαμβάνει αυτό το νόημα, το κάνει προσιτό σε όλους, το πλουτίζει, ασφαλώς το μεταμορφώνει και του δίνει μιας εκπληκτικής έντασης και ενάργειας παρουσίαση με την ενσάρκωσή του σε ανθρώπινους χαρακτήρες και λόγους, αφετέρου εκσυγχρονίζει τους μύθους, τους πλέκει με τα καινούργια προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Αθηναίοι του 5ου αιώνα.
Ταυτόχρονα βλέπουμε τους ποιητές να τροποποιούν και να πλουτίζουν την πλοκή των μύθων. Αναμφισβήτητη ένδειξη μας δίνει στην ποιητική του ο Αριστοτέλης, λέγοντας ότι η σημαντικότερη αρετή του τραγικού ποιητή είναι η μυθοσκοπία. Θα έπρεπε να είχαμε το χρόνο να το δείξουμε αυτό πάνω σε συγκεκριμένα παραδείγματα. Θα περιοριστώ να αναφέρω την «Ορέστεια» του Αισχύλου, τις τρεις θηβαϊκές τραγωδίες του Σοφοκλή («Οιδίπους τύραννος», «Οιδίπους επί Κολονώ», «Αντιγόνη») και τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη.. Συνοπτικά η τραγωδία ούτε επαναλαμβάνει το μύθο, ούτε τον χρησιμοποιεί σαν παθητικό υλικό. Στηρίζεται στις δυνατότητές του και δημιουργεί μια καινούργια μορφή τέχνης που της επιτρέπει, σε μια οργανική συνέχεια με το μύθο να παρουσιάσει καινούργια περιεχόμενα. Ανάλογες αναπτύξεις θα μπορούσε να κάνει κανείς για την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική ή τη
ζωγραφική όσο την ξέρουμε από τα αγγεία.
Από αυτή τη σκοπιά, τη δημιουργία μιας καινούργιας σχέσης με την παράδοση, ο μόνος αληθινός κληρονόμος της αρχαίας Ελλάδας είναι η δυτική Ευρώπη. Χωρίς να μακρυγορήσω, θα υπενθυμίσω πόσο ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός, από τον 11ο αιώνα και πέρα, και υπήρξε επαναστατικά δημιουργός και διατήρησε μια γνήσια σχέση με την παράδοση που είχε πίσω του, είτε λαϊκή, είτε «καλλιεργημένη». Η παράδοση αυτή περιλαμβάνει βέβαια κατά πρώτο λόγο τη χριστιανική κληρονομιά και αργότερα την ελληνορωμαϊκή κληρονομιά. Και σ’ αυτήν την περίπτωση, μιλώντας πολύ σύντομα, θα πάρω για παράδειγμα την καταπληκτική εξέλιξη
της δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής που αρχίζει με μια εκκλησιαστική εικονογραφία, παραφυάδα της βυζαντινής και από τον Giotto και μετά παρουσιάζει μια ακατάπαυστη δημιουργική ανανέωση που όμως είναι ταυτόχρονα μια αδιάκοπη οργανική συνέχεια ως το 1950. Το ίδιο ισχύει και για την μουσική που βγαίνει και από την εκκλησιαστική ρίζα του γρηγοριανού άσματος και από την φολκλορική ρίζα λαϊκών μελωδών, ρυθμών και τρόπων. Η βαθειά σχέση μεγάλων μουσικών δημιουργών, όπως οι κλασσικοί Γερμανοί, ο Chpin, o Musorsgy, o Albeniz, μ’ αυτές τις ρίζες αλλά και η ικανότητά τους να μετουσιώνουν επαναστατικά τα στοιχεία της παράδοσης που χρησιμοποιούν είναι προφανείς. Το πιό έντονο παράδειγμα αυτής της σχέσης προσφέρει ίσως η δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία η οποία, μέσα από τις συνεχείς τομές στην ιστορία της σκέψης που παρουσιάζει, εξελίσσεται πάνω σε ρητή αναφορά με την παράδοση της φιλοσοφικής θεολογίας του μεσαίωνα και της κλασσικής ελληνικής φιλοσοφίας.
Η περίπτωση της δυτικής Ευρώπης παίρνει για μας όλο το τραγικό της βάρος, αν την αντιπαραθέσουμε μ’ αυτά που έγιναν ή δεν έγιναν στο ανατολικό μέρος της άλλοτε Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στοΒυζάντιο. Παρά το ότι το Βυζάντιο δεν υποχρεώθηκε να διασχίσει την περίοδο καθαρής βαρβαρότητας που υπέστη η δυτική Ευρώπη από τον 5ο ως τον 11ο αιώνα, ο πολιτισμός του μας δίνει στις μεγάλες του γραμμές μια στατική εικόνα απολιθωμένων μορφών. Η σχέση με την παράδοση εδώ είναι στείρα, μιμητική και επαναληπτική. Η ζωγραφική γίνεται μια εικονογραφία που πολύ γρήγορα φτάνει σε τυποποιημένες μορφές τις οποίες μετά απλώς επαναλαμβάνει μιμούμενη τον εαυτό της. Το ίδιο ισχύει και για την αρχιτεκτονική. Η τέχνη του λόγου μένει μια ισχνή και ανιαρή απομίμηση των αρχαίων προτύπων. Εξω από τη λαϊκή μουσική, που γι’ αυτή την περίοδο ελάχιστα ξέρουμε, η μουσική καθηλώνεται στο μονωδικό εκκλησιαστικό άσμα.
Δυο παραδείγματα μπορούν να συνοψίσουν τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή πολιτισμική κατάσταση. Οι Βυζαντινοί κληρονόμησαν ό,τι περίπου σώζεται και σήμερα από την αρχαία ελληνική γραματεία. Απ’ αυτούς την παίρνουν και την μεταφράζουν οι Αραβες και αργότερα οι Δυτικοευρωπαίοι. Οι Αραβες, όχι μόνο σχολιάζουν τον Πλάτωνα και ιδίως τον Αριστοτέλη, αλλά μέσα απ’ αυτή την επαφή γεννούν τουλάχιστον δύο σημαντικούς φιλοσόφους, τον Αβικένα και τον Αβερρόη.
Για τους Δυτικοευρωπαίους, η «ανακάλυψη» των αρχαίων ελληνικών κειμένων δημιουργεί έναν εκρηκτικό συγκλονισμό που βρίσκει το πρώτο του κορύφωμα στην Αναγέννηση, αλλά που οι δονήσεις του δεν σταματούν, περιοδικά διαπιστώνεται κάτι σαν επιστροφή στους Ελληνες. Τώρα τι κάνουν οι Βυζαντινοί; Απλώς αντιγράφουν τα αρχαία χειρόγραφα και τους σχολιαστές τους και κάπου κάπου προσθέτουν και κανένα σχόλιο.
Το άλλο παράδειγμα είναι ο Γκρέκο. Παινευόμαστε και ξιπαζόμαστε με τον Γκρέκο χωρίς να καταλαβαίνουμε τι σημαίνει η περίπτωσή του. Ο Γκρέκο είναι βέβαια βαθειά ριζωμένος στην
χριστιανική παράδοση και ξεκινάει από βυζαντινούς τύπους. Αλλά το πέρασμά του από τη Βενετία και η εγκατάστασή του στην Ισπανία τον αλλάζουν ριζικά. Η ζωγραφική του σαφώς μαρτυράει την προέλευσή του πχ σε παραλλαγές χρωματικής ή στην περίφημη επιμήκυνση των προσώπων και των σωμάτων. Αλλά τα αριστουργήματα της ισπανικής εποχής «Η ταφή του κόμητος Οργκάθ», «Οι απόψεις του Τολέδου», «Η κυρία με τη γούνα» είναι αδύνατα και αδιανόητα στο Βυζάντιο ή στη Κρήτη του 17ου αιώνα. Οι σημερινοί Βυζαντινοκάπηλοί μας δεν στέκονται μια στιγμή να αναρωτηθούν γιατί ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος έπρεπε να εγκατασταθεί στην Ισπανία και να γίνει El Greco; Το Βυζάντιο και η εποχή της Τουρκοκρατίας μας προσφέρουν το παράδειγμα ενός μεταελληνικού πολιτισμού που έχει κάποια γνώση της αρχαιότητας σε σχέση με αυτήν, αλλά που μένει καθηλωμένη σε μια μιμητική, εξωτερική και άγονη σχέση με την παράδοση.
Τέλος έρχομαι στο σύγχρονο ελληνικό δράμα. Τα κεντρικά στοιχεία του ελληνικού δράματος είναι, από τη μια μεριά, η τριπλή αναφορά που περιέχει για μας η παράδοση: Αναφορά στους αρχαίους Ελληνες, αναφορά στο Βυζάντιο, αναφορά στη λαϊκή ζωή και κουλτούρα, όπως αυτή δημιουργήθηκε στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου και κάτω από την Τουρκοκρατία. Από την άλλη μεριά, η αντιφατική και, θα μπορούσε να πει κανείς, ψυχοπαθολογική σχέση μας με τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, που περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι ο πολιτισμός αυτός έχει μπει εδώ και δεκαετίες σε μια φάση έντονης κρίσης και υποβόσκουσας αποσύνθεσης.
Η διπλή και ταυτόχρονη αναφορά στην αρχαία Ελλάδα και στο Βυζάντιο, που αποτέλεσε το επίσημο «πιστεύω» του νεοελληνικού κράτους και του πολιτιστικού κατεστημένου της χώρας οδήγησε και οδηγεί σε αδιέξοδο, κατά πρώτο και κύριο λόγο διότι οι δυο αυθεντίες που επικαλείται βρίσκονται σε διαμετρική αντίθεση μεταξύ τους. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είναι πολιτισμός ελευθερίας και αυτονομίας, που εκφράζεται στο πολιτικό επίπεδο στην πολιτεία ελεύθερων πολιτών που συλλογικά αυτοκυβερνώνται και στο πνευματικό επίπεδο με την ακατάπαυστη επαναστατική ανανέωση και αναζήτηση. Ο βυζαντινός πολιτισμός είναι πολιτισμός θεοκρατικής ετερονομίας, αυτοκρατορικού αυταρχισμού και πνευματικού δογματισμού. Στο Βυζάντιο δεν υπάρχουν πολίτες, αλλά υπήκοοι του αυτοκράτορα, ούτε στοχαστές, μόνο σχολιαστές ιερών κειμένων. Η προσπάθεια συνδυασμού και συμφιλίωσής τους δεν μπορούσε παρά να νεκρώσει κάθε δημιουργική προσπάθεια και να οδηγήσει σε ένα στείρο σχολαστικισμό, όπως αυτός που χαρακτήριζε το πνευματικό κατεστημένο της χώρας επί ενάμισυ σχεδόν αιώνα μετά την ανεξαρτησία και που επαναλάμβανε τα χειρότερα μιμητικά στοιχεία του Βυζαντίου. Καθ’ όσο ξέρω, είμαστε ο μόνος λαός με μεγάλο πολιτιστικό παρελθόν που πρόσφερε στον κόσμο το γελοίο και θλιβερό θέαμα προσπάθειας τεχνητής επαναφοράς της γλώσσας που μιλιόταν πριν από 25 αιώνες. Ούτε οι Ιταλοί προσπάθησαν να
ξαναζωντανέψουν τα λατινικά, ούτε οι Ινδοί τα σανσκριτικά. Και είναι εξίσου χαρακτηριστικό ότι ενώ η Δυτική Ευρώπη, στους δυο περασμένους αιώνες εγέννησε δεκάδες λαμπρούς ελληνιστές, μόνο τρία ονόματα έχουμε που μπορούν να σταθούν αχνά στο ίδιο επίπεδο με αυτούς: Τον Κοραή, τον Βερναρδάκη και τον Συκουτρή τον οποίο Συκουτρή οδήγησε χαρακτηριστικά σε αυτοκτονία ο φθόνος και το μίσος των κηφήνων του εν Αθήνησι Πανεπιστημίου.
Περηφανευόμαστε ότι είμαστε απόγονοι των αρχαίων, αλλά για να μάθουμε τι έλεγαν και τι ήταν οι αρχαίοι πρέπει να προσφύγουμε σε ξένες εκδόσεις και σε ξένες μελέτες.
Αυτή η ίδια στάση έκανε ασφαλώς επίσης αδύνατη τη γονιμοποίηση της λαϊκής παράδοσης και τη μεταφορά της στο χώρο της έντεχνης παιδέιας, με εμφατική εξαίρεση την ποίηση. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο τεράστιος μουσικός πλούτος της λαϊκής μουσικής σε μελωδίες, ρυθμούς, κλίμακες και όργανα έμεινε νεκρός στα χέρια των νεοελλήνων συνθετών, όπως έμεινε άχρηστος και ο αρχιτεκτονικός και διακοσμητικός πλούτος της λαϊκής παράδοσης.
Τέλος, αυτή η αναφορά στα δύο μεγάλα παρελθόντα, με τον αποστειρωτικό τρόπο που ετέθη, είναι στη ρίζα της σχιζοφρενικής μας σχέσης με το δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, του συνδυασμού ενός κακομοιριασμένου αισθήματος κατωτερότητας και μιας ψωροπερήφανης και αστήρικτης αυθάδειας. Ετσι παίρνουμε από τους ξένους τις BMW, τις τηλεοράσεις, τα κατεψυγμένα, κλπ, κλπ, χωρίς να μιλήσω για τα πακέτα Ντελόρ και τους βρίζουμε για την υποδούλωσή τους στην τεχνική και στον ορθολογισμό τους. Πράγματα που η Δύση βέβαια δεν περίμενε τους νεοφώτιστους ελληνοορθόδοξους για να τα κριτικάρει και να τα καταγγείλει η ίδια και που δεν απαλείφονται με μια ετήσια εκδρομή στο Αγιο Ορος.
Φαντάζομαι ότι δεν περιμένετε από μένα να δώσω συνταγές για το πώς θα μπορούσαμε να υπερβούμε αυτή τη δραματική βουβαμάρα που πολιτισμικά μας χαρακτηρίζει σήμερα. Για ένα πράγμα είμαι βέβαιος: αυτό που από την ελληνική ιστορία διαδόθηκε, γονιμοποίησε τον κόσμο και παραμένει σημείο αναφοράς και πηγή έμπνευσης είναι η αρχαία ελληνική δημιουργία και η ανάδυση μέσα από αυτήν των ιδεών της αυτονομίας και της ελευθερίας. Αν η Δυτική Ευρώπη μπόρεσε, με τη σειρά της, να μεγαλουργήσει κι αυτή επί δέκα σχεδόν αιώνες, είναι και διότι μπόρεσε να συγκροτήσει μέσα από τις δυο Αναγεννήσεις, την κλασσική εποχή, το Διαφωτισμό και τις μετέπειτα εξελίξεις, μια σχέση δημιουργικού διαλόγου κι όχι μιμητικής επανάληψης με τα αρχαία ελληνικά σπέρματα. Για μας σήμερα, αν είμαστε ικανοί να τον συγκροτήσουμε, ένας τέτοιος διάλογος που προϋποθέτει και τη βαθειά γνώση και το σεβασμό της λαϊκής μας παράδοσης δεν μπορεί παρά να είναι διπλός: και με τους αρχαίους και με την τεράστια πολιτιστική κληρονομιά της Δυτικής Ευρώπης. Οπως το ανέφερα ήδη, και αυτός ο δυτικός πολιτισμός περνάει σήμερα μια βαθειά κρίση που δεν ξέρουμε αν και πότε θα μπορέσουν οι δυτικοί λαοί να την ξεπεράσουν. Είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε, στο ίδιο καράβι είμαστε μπαρκαρισμένοι κι εμείς και δεν εννοώ τις οικονομικές και διπλωματικές διασυνδέσεις. Αν μπορέσουμε να αφομοιώσουμε δημιουργικά τον απέραντο πολιτισμικό πλούτο που δημιούργησε η Δύση –και που περιέχει έστω και ανεπαρκώς την αρχαία ελληνική αναφορά- θα μπορέσουμε ίσως να μιλήσουμε μια πραγματικά δική μας γλώσσα και να παίξουμε την παρτίδα μας σε μια νέα πολιτιστική συμφωνία. Αλλιώς θα εξακολουθήσουμε να βράζουμε στο ζουμί μας και να καλλιεργούμε την περιθωριακή μας ασημαντότητα.

Δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία στις 21/8/1994