Σελίδες

Τετάρτη 15 Απριλίου 2009

KΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ, ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ & "ΜΙΚΡΗ ΑΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΙΣ Α ΜΕΙΖΟΝ"




1.Βιογραφία


Γεννήθηκε στην Τρίπολη και ήταν γιός του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη, από τη Συκιά Κορινθίας και της Αικατερίνης Σκάγιαννη, από την Τρίπολη. Ήταν ο δευτερότοκος της οικογένειας. Είχε μια αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, που παντρεύτηκε τον δικηγόρο Παναγιώτη Νικολετόπουλο και έναν αδελφό μικρότερο, το Θάνο που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος. Λόγω της εργασίας του πατέρα του, η οικογένεια του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Έζησαν στη Λευκάδα, την Πάτρα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα και το Αργοστόλι, την Αθήνα (1909-1911) και στα Χανιά όπου έμειναν ως το 1913. Από νεαρή ηλικία, περίπου δεκαέξι ετών, δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος της Διαπλάσεως των παίδων.


Το 1913, γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας και στα τέλη του 1917 απέκτησε το πτυχίο του. Για ένα διάστημα επιχείρησε να ασκήσει το επαγγέλμα του δικηγόρου, ωστόσο η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου. Διορίστηκε υπουργικός γραμματέας Α' στην Νομαρχία Θεσσαλονίκης ενώ μετά την οριστική απαλλαγή του από τον ελληνικό στρατό, τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου, Άρτας και Αθήνας. Στο τέλος για ν' αποφύγει τις μεταθέσεις, απ' τη μια νομαρχία στην άλλη, μεταπήδησε στο Υπουργείο Προνοίας και μάλιστα στην κεντρική του υπηρεσία, στην Αθήνα.


Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων, δημοσιεύτηκε το 1919 και δεν έλαβε ιδιαίτερα θετικές κριτικές. Τον ίδιο χρόνο, εξέδωσε το σατιρικού περιεχομένου περιοδικό Η Γάμπα, του οποίου η δημοσίευση όμως απαγορεύτηκε μετά από έξι τεύχη κυκλοφορίας. Η δεύτερη συλλογή του, υπό τον τίτλο Νηπενθή, εκδόθηκε το 1921. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, η οποία εργαζόταν μαζί με τον Καρυωτάκη στη Νομαρχία Αττικής. Τον Δεκέμβριο του 1927, εκδόθηκε η τελευταία του ποιητική συλλογή, με τίτλο Ελεγεία και Σάτιρες.


Τον Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην πόλη της Πάτρας και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα. Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή, αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και την μικρότητα της τοπικής κοινωνίας. Στις 20 Ιουλίου αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει προσπαθώντας μάταια να πνιγεί. Την επόμενη μέρα, αφού επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας, λίγες ώρες αργότερα αυτοκτόνησε με περίστροφο κάτω από έναν ευκάλυπτο, έχοντας πάνω του ένα σημείωμα, το οποίο έγραφε:


"Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς, τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική.Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περσότεροι, μαζύ με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τ' αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ημουν άρρωστος.Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.Κ.Γ.Κ.Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι αν επιχειρήσουνε να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης να δέσουν και μια πέτρα στο λαιμό τους. Ολη νύχτα απόψε, επί 10 ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθή ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.Κ.Γ.Κ."


Ένας λόγος που φαίνεται να ώθησε τον Καρυωτάκη στην αυτοκτονία είναι και η σύφιλη από την οποία πιθανολογείται ότι έπασχε. Ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Σαββίδης, ο οποίος διέθετε το μεγαλύτερο αρχείο για τους Νεοέλληνες Λογοτέχνες, ερχόμενος σε επαφή με τους φίλους και συγγενείς του ποιητή αποκάλυψε ότι ο Καρυωτάκης ήταν συφιλιδικός, και, μάλιστα, ο αδερφός του, Θανάσης Καρυωτάκης, θεωρούσε ότι η ασθένεια συνιστούσε προσβολή για την οικογένεια). Ο Γιώργος Μακρίδης, στη μελέτη του για τον Καρυωτάκη, διατυπώνει την άποψη ότι ο ποιητής αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα, όχι πιεζόμενος από τη μετάθεσή του εκεί, αλλά φοβούμενος να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική, όπως συνέβαινε με όλους τους συφιλιδικούς στο τελικό στάδιο της νόσου την περίοδο εκείνη. Θέλοντας, μάλιστα, να ισχυροποιήσει το επιχείρημά του, τονίζει ότι δεν είναι δυνατόν ένας βαριά καταθλιπτικός ασθενής να αστειεύεται στο επιθανάτιο γράμμα του.
Εκτός από το ποιητικό του έργο, ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ έδωσε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών, όπως του Φρανσουά Βιγιόν.


[ΠΗΓΗ: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ, http://www.el.wikipedia.org/ ]


2. Γενικά χαρακτηριστικά του ποιητή

Α) Απογοήτευση. Επηρεασμένος από τη γαλλική ποίηση και κυρίως από τον Μπωντλαίρ. (Είχε μεταφράσει και άλλους Γάλλους ποιητές). Στα Νηπενθή κυριαρχούν τα μοτίβα του χαμένου Ονείρου και του Χρόνου. Ο Καρυωτάκης δέχεται ότι στον κόσμο επικρατεί η υποκρισία και η μοχθηρία και ότι ο ποιητής δεν μπορεί να βρει θέση πουθενά σ’ αυτόν τον «χαμηλό» κόσμο. Οι πραγματικοί ποιητές είναι «καταραμένοι» να δημιουργούν μέσα σ’ αυτήν τη δυστυχία. Αντιτιθέμενοι στις κοινωνικές συμβάσεις προσπαθούν να ανακαλύψουν με την τέχνη τους έναν κόσμο μαγικό και ιδανικό. Γι’ αυτό και βιώνουν την μετριότητα της ανθρώπινης κοινωνίας, αισθάνονται ξένοι και εξόριστοι, γιατί βλέπουν ότι ο κόσμος δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει τα οράματά τους. Έτσι κι ο Καρυωτάκης διακρίνεται από απογοήτευση, διάθεση φυγής, πικρία και απαισιόδοξη στάση.


Β) Σαρκασμός και αυτοσαρκασμός. Στην ποιητική συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες παρατηρείται μια στροφή. Όσα έχει θρηνήσει θα γίνουν αντικείμενο σαρκασμού. Ο Καρυωτάκης επηρεασμένος από τους Fantaisistes του Βιγιόν , του ποιητή που γελούσε κλαίγοντας, αφήνει το θρήνο για το χαμένο όνειρο, αποδέχεται το αναπότρεπτο και ως τελευταίο όπλο κρατά τον σαρκασμό και κυρίως τον αυτοσαρκασμό


Γ) Κοινωνική κριτική. Μέσα σ’ αυτή τη βιοθεωρία εντάσσεται και η κοινωνική κριτική που περνάει στα ποιήματά του. Στο στόχαστρό του βρίσκεται η υποκρισία, ο αριβισμός, η κακία, η εκμετάλλευση, η μοχθηρότητα. Ο ποιητής νιώθει πνιγμένος σ’ αυτά τα πλαίσια, επαναστατεί μέσω της ποίησής του. Είναι βέβαια και συνδικαλιστής αλλά με μικρή καριέρα.
Εξέφρασε με ενάργεια την αδυναμία του απαιτητικού ανθρώπου να προσαρμοσθεί σε έναν κόσμο ηλίθιο και πληκτικό, όπως ήταν η κοινωνία της εποχής του -- και όπως εξακολουθεί βεβαίως να είναι. «αισθάνομαι την πραγματικότητα με σωματικό πόνο» «κάθε πραγματικότητα μου είναι αποκρουστική».


Δ) Καταφύγιο η ποίηση. Ο Καρυωτάκης είναι ένας αυτοαναφορικός ποιητής. Τα μισά σχεδόν ποιήματά του έχουν σχέση με την ποιητική πράξη και γενικότερα την καλλιτεχνική δημιουργία. Γι’ αυτόν η ποίηση είναι «το καταφύγιο που φθονούμε» Αναζητά στην ποίηση τη λύτρωση από τους εφιάλτες του αλλά τελικά κεντρικός άξονας της ποίησής του θα γίνει ο θάνατος.

Ε) Βασικά μοτίβα : απογοήτευση, πικρία, ειρωνεία, αυτοσαρκασμός, πεζολογική διάθεση, ρεαλιστική ματιά.


Στ) Μορφή. Τα ποιήματά του διακρίνονται από μετρική αρτιότητα. Χρησιμοποιεί τις περισσότερες φορές την ομοιοκαταληξία. Δουλεύει πάρα πολύ τον στίχο του, προσπαθεί να συνδυάσει περιεχόμενο και μορφή.






3.Το ποίημα



Γενικά

Μπροστά μας έχουμε έναν ποιητικό αγώνα. Έναν διαγωνισμό.

«ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει»
«μικρόν εμέ κι εσάς μεγάλο»
από τη μια μεριά να βάλει της ζυγαριάς»


Υπάρχει μια παράδοση στη λογοτεχνία τέτοιων αγώνων. Από την αρχαιότητα ξέρουμε τον αγώνα Ομήρου Ησιόδου, αλλά ο πιο γνωστός , που αυτόν σίγουρα έχει στο μυαλό του ο Καρυωτάκης (από τη σκηνή της ζυγαριάς) είναι ο αγώνας Αισχύλου Ευριπίδη που σκηνοθετεί ο Αριστοφάνης στην κωμωδία του Βάτραχοι. Εκεί ο Διόνυσος γίνεται ο κριτής μεταξύ των δύο ποιητών.

Στο δικό μας ποίημα ο αγώνας δίνεται από τη ματιά του ενός διαγωνιζόμενου, του Καρυωτάκη. Ενώ ο κριτής τελικά αποδεικνύεται ο Χρόνος, ο οποίος θα επιτρέψει στο κοινό να ξεκαθαρίσει ποιος είναι ο πραγματικός ποιητής. Για την ώρα αυτός που κρίνει και κατατάσσει τους ποιητές είναι η κοινωνική τους συμπεριφορά και η αποδοχή που έχουν στον κόσμο εξαιτίας των δημοσίων σχέσεων και όχι της ποιητικής τους ικανότητας.

Ο τίτλος.


Μικρή Ασυμφωνία εις Α μείζον


Βασικό μοτίβο του ποιήματος είναι η ειρωνεία. Ο τίτλος δε θα μπορούσε να ξεφύγει απ’ αυτή τη διάθεση του ποιητή.


"Μικρή": ο Καρυωτάκης αν και θεωρεί τη διαφορά μεταξύ του ιδίου και του Μαλακάση μεγάλη , την αποκαλεί μικρή ,γιατί γνωρίζει ότι για τους υπόλοιπους τα σημεία της διαφοράς που αυτός προβάλλει αυτοί τα θεωρούν αμελητέα.


"Ασυμφωνία": πράγματι βρισκόμαστε μπροστά σε μια ασυμφωνία, με την έννοια της αντιδιαστολής των δύο ποιητών. Από τη μια μεριά έχουμε τη δόξα, την κοινωνική σύμβαση, τον καθωσπρεπισμό και από την άλλη ο Καρυωτάκης είναι συνδεδεμένος με το περιθώριο, την ειλικρίνεια και την πραγματική τέχνη.


Η ασυμφωνία όμως θυμίζει και το μεγάλο σε έκταση (άλλη μια ειρωνική νύξη σε συνδυασμό με το επίθετο «μικρή») μουσικό έργο : τη συμφωνία. Σ’ αυτήν τη μουσική οπτική γωνία μας οδηγεί και το σχόλιο «εις Α μείζον» που είναι μουσικός όρος. Το α το στερητικό (στο α-συμφωνία) έρχεται κι αυτό να ανατρέψει τα καθιερωμένα. Να μην συμφωνήσει σε όσα γίνονται κοινωνικώς αποδεκτά.


Εξάλλου η πρώτη κρίση : μεγάλος ο Μαλακάσης και μικρός ο Καρυωτάκης θα έρθουν σε ασυμφωνία με την τελική κρίση που θα κάνει ο χρόνος που θα καταξιώσει τον ποιητή μας.


"Εις Α μείζον": το ποίημα είναι στιχουργημένο ολόκληρο σε ομοιοκαταληξία που ξεκινά από α: -άση, -άλο, -άσας, -άει….. . μπορούμε βέβαια να υπογραμμίσουμε και το επιφώνημα Α που κυριαρχεί στο ποίημα. Η λέξη «μείζον» έρχεται και αυτή σε αντίθεση με το «μικρή» επιτείνοντας τον σαρκασμό.


Η Α μείζον είναι στην μουσική ορολογία η μείζον κλίμακα του Λα.


Γενικά. Από τον τίτλο ο ποιητής μας κατευθύνει ότι θα παρακολουθήσουμε μια «ασυμφωνία» , μια διαφορά , μια σύγκρουση δυο μελών που δεν συμφωνούν σε τίποτα μεταξύ τους. Μια διαφωνία όμως όχι πολύ σημαντική , όχι γιατί δεν «είναι» αλλά γιατί δεν «φαίνεται» τέτοια στο πλατύ κοινό.


Η ασυμφωνία


Α) Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης
Αυτό που προβάλλεται ως χαρακτηριστικό του Μαλακάση είναι η κοινωνική του στάση και πρακτική. Από μόνη της αυτή η επιλογή είναι δείγμα της στάσης που κρατά ο Καρυωτάκης απέναντι στην ποίηση του Μαλακάση: δεν είναι άξια ούτε καν αναφοράς. Μάλιστα ο Καρυωτάκης πιστεύει ότι ο ίδιος ο Μαλακάσης δίνει μεγαλύτερη σημασία στην εικόνα του ως κοινωνικού προσώπου παρά ως ποιητή. Και αυτήν την υποκρισία και την ψευτιά έρχεται να στηλιτεύσει με το ποίημά του. Έτσι τον αποκαλεί δυο φορές «κύριε, κύριε» , ίσως για να ειρωνευτεί τις προσφωνήσεις προς τους επισήμους που γίνονται στις κοινωνικές εκδηλώσεις. Απομονώνει τον επίπλαστο καθωσπρεπισμό του «τους τρόπους, το παράστημά σας, το θελκτικό μειδίαμά σας» , τους τρόπους δηλαδή που υιοθετούμε για να γίνουμε αρεστοί στον κοινωνικό περίγυρο. Προβάλλει ακόμα και το monocle του ποιητή , αντικείμενο που δίνει την εντύπωση ενός αριστοκράτη αλλά και μορφωμένου ανθρώπου, για να τονίσει τη σημασία που έδινε ο Μαλακάσης στο φαίνεσθαι, στην εικόνα του. Γι’ αυτό και η «περιποιημένη φάτσα». Και τέλος αναφέρεται στην προσπάθεια που κάνουν όλοι αυτοί οι κοσμικοί κύριοι να απομονωθούν από τον απλό λαό. Γι’ αυτό και η «υπεροπτική γκριμάτσα» και η συναναστροφή με όσους «μοιάζουν αριστοκράται». Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι το ποίημα γράφτηκε με αφορμή ένα επεισόδιο μεταξύ του Καρυωτάκη και του Μαλακάση: σε μια εκδήλωση με ομιλητή τον δεύτερο ο Καρυωτάκης προσπάθησε να τον χαιρετήσει, να τον συγχαρεί αλλά ο Μαλακάσης δεν του έδωσε σημασία.

Η ειρωνική διάθεση του ποιητή που είναι ευδιάκριτη φανερώνει και την πραγματική στάση του Καρυωτάκη απέναντι στον Μαλακάση. Πίσω από την εμφάνιση κρύβεται το κενό. Ο Μ. είναι ένας αλαζονικός, ακατάδεχτος, φιλάρεσκος, υποκριτής, προσκολλημένος στην εμφάνιση. Πίσω απ’ αυτήν κρύβεται ένας κενός άνθρωπος και επομένως και ένας κενός ποιητής. Η ποίησή του ασχολείται με εντυπωσιακά , επιφανειακά θέματα, εύπεπτα που στόχο έχουν την αποδοχή του κοινού και όχι την έκφραση της πραγματικής συναισθηματικής ανησυχίας του ποιητή.

Β) Ο Καρυωτάκης
Από την άλλη μεριά της ζυγαριάς ο Κ. τοποθετεί τον εαυτό του, ένα άλλο ποιητή. (άλλη μια ένδειξη για τον ποιητικό χαρακτήρα της αναμέτρησης). Φαινομενικά μπροστά μας έχουμε έναν αυτοεξευτελισμό του ποιητή. Φαίνεται να μην έχει καθόλου εκτίμηση στο πρόσωπο και στο έργο του. Όμως, ο ειρωνικός χαρακτήρας του ποιήματος και η μέχρι τώρα στάση απέναντι στον Μαλακάση καθώς και ο τελευταίο ερώτημα: «ποιος τελευταίος θα γελάσει;» δείχνουν ότι ο Καρυωτάκης έχει επίγνωση της ποιητικής του δεινότητας, της υπεροχής του απέναντι στον Μαλακάση και ότι πίσω από τους χαρακτηρισμούς που αποδίδει στον εαυτό του « μισητό σκήνωμα, κύμαβαλον, βάζον» κρύβονται οι απόψεις για τον ίδιο που είχαν η κοινωνία αλλά και η κριτική εκείνη την εποχή, τις οποίες ο Καρυωτάκης ειρωνεύεται για την έλλειψη διορατικότητας αλλά και για την προσκόλλησή τους στην επιφάνεια. Έτσι ο ποιητής μας χαρακτηρίζεται ως:


«σκήνωμα μισητό» δεν είναι γνωστός και αποδεκτός. Μάλιστα η ποίησή του έχει σχέση με το θάνατο (σκήνωμα)
«θανάτου άθυρμα» , παιχνίδι του θανάτου: η ποίησή του είναι πεσιμιστική
«συντριμμένο βάζον» , άχρηστος, κομματιασμένος. Λέγεται ότι η έκφραση είναι παρμένη από το ποίημα του Γάλλου ποιητή Πρυντόμ «La vase brize», «το ραγισμένο βάζο». Αν είναι έτσι, και εδώ τα χαρακτηριστικά του Καρυωτάκη δίνονται με ποιητικούς όρους κάτι που κάνει τη σύγκριση των δύο ανδρών περισσότερο ποιητική.
«Κύμβαλον αλαλάζον», μουσικό κρουστό όργανο, που εκπέμπει εντυπωσιακούς ήχους χωρίς νόημα= ένας ποιητής που μόνο φωνάζει τα συναισθήματά του αλλά στην πραγματικότητα είναι κενός.

Το κριτήριο


Ο Καρυωτάκης δέχεται στην αρχή ειρωνικά ότι δεν μπορεί να βρεθεί ένα κριτήριο για τους δύο , «μικρόν εμέ κι εσάς μεγάλο, ίδια τον ένα και τον άλλο;». Είναι τέτοια η διαφορά τους που δεν μπορεί να βρεθεί ένα μέτρο σύγκρισης. Η ασυμφωνία τους όμως είναι κοινωνική και εκεί πράγματι τα μεγέθη είναι ανόμοια και επομένως και η σύγκριση περιττεύει. Έτσι λοιπόν με κριτήριο την κοινωνική αποδοχή ο αγώνας είναι μάταιος. Υπάρχει όμως κάτι κοινό και αυτό είναι η ποίηση. Μόνο που τώρα η ποίηση έχει χαθεί γιατί ο κόσμος δίνει σημασία στο φαίνεσθαι και όχι στην ουσία. Ο Χρόνος λοιπόν που θα είναι ο τελικός κριτής θα αναδείξει την αξία του νικητή. Γιατί με τον χρόνο θα ξεχαστούν όλα τα υπόλοιπα και το μόνο που θα μείνει από τους ποιητές είναι το έργο τους.

Το αποτέλεσμα

Νικητής σίγουρος βγαίνει ο Καρυωτάκης. Το τελευταίο ερώτημα «ποιος τελευταίος θα γελάσει;» δείχνει ξεκάθαρα ότι τα πράγματα θα αλλάξουν στο μέλλον και αυτός που γνωρίζει τώρα τη δόξα θα πέσει στην αφάνεια ενώ ο άγνωστος ποιητής εκείνης της εποχής θα αναγνωριστεί και από τους ομότεχνούς του αλλά και από το κοινό. Ο Καρυωτάκης είναι σίγουρος για την ικανότητά του αλλά και με διορατικότητα ξέρει ότι τελικά αυτός θα κερδίσει και όχι ο Μαλακάσης.


Μορφικά στοιχεία


Γλώσσα : το λεξιλόγιο του Καρυωτάκη χαρακτηρίζεται καθημερινό, πεζολογικό.
Δείγμα της ρεαλιστικής του ποίησης. ( γκριμάτσα, monocle, βροντήσω, πλάστιγγα). Απ’ την άλλη μεριά έχουμε αρκετές λόγιες λέξεις (κύμβαλον, αλαλάζον, αριστοκράται, άθυρμα) και λόγιες καταλήξεις (βάζον) που ενισχύουν τον ειρωνικό τόνο του ποιήματος. Εξάλλου η καθαρεύουσα εκείνη την εποχή ήταν ένα ακόμα δείγμα καθωσπρεπισμού.


Επίσης μπορούμε να διακρίνουμε το ποίημα και γλωσσικά σε δύο μέρη. Το κομμάτι που αναφέρεται στον ίδιο το Καρυωτάκη (στιχ 16-18) αυτονομείται από το υπόλοιπο και γλωσσικά. Στο ένα μέρος τύποι καθαρευουσιάνικοι και της δημοτικής συμπλέκονται με κωμικά αποτελέσματα , ακόμα και τύποι της λαϊκής αργκό «φάτσα», και ξένες λέξεις που γράφονται με λατινικούς χαρακτήρες (η γνώση μιας ξένης γλώσσας και μάλιστα της γαλλικής ήταν και αυτό απόδειξη κοινωνικής ανέλιξης). Αυτό το συνονθύλευμα θέλει να δείξει την προσπάθεια όλων αυτών που χωρίς πραγματικές βάσεις προσπαθούν να αποδείξουν ακόμα και με τη γλώσσα που χρησιμοποιούν το κοινωνικό τους ύψος , που βέβαια μπορούν να κοροϊδέψουν μόνο τους ανίδεους. Στο δεύτερο μέρος , το οποίο είναι πιο λακωνικό, τέσσερις χαρακτηρισμοί χωρίς φλυαρίες, η γλώσσα αποκτά ένα σοβαρό τόνο που της προσδίδουν οι ευαγγελικές ρήσεις (σκήνωμα, κύμβαλον αλαλάζον) ,ένδειξη και αυτή της σημασίας του Καρυωτάκη έναντι του φλύαρου Μαλακάση.


Στίχος


Εισαγωγικά


Ιαμβικό μέτρο: άτονη- τονισμένη συλλαβή, ( υ - / υ -)
Α κύ / ριε κύ/ ριε Μα/ λα κά/ ση
Τροχαϊκό μέτρο: τονισμένη – άτονη συλλαβή ( - υ / - υ)
Ό σοι / μοιά ζουν/
Μεσοτονικό μέτρο: άτονη – τονισμένη – άτονη, άτονη – τονισμένη- άτονη (υ – υ, υ- υ)
Να βλ έπε, τε μ όνο, στο πλά ι

Το ποίημα είναι γραμμένο σε μια στροφή σε ιαμβικούς εννεασύλλαβους.
Όμως μπορούμε να ανιχνεύσουμε τόσο τροχαϊκά μέτρα στιχ 10 και μεσοτονικά στιχ 8. Αυτό το γεγονός μαζί με τους συνεχείς διασκελισμούς αλλά και τα χασοτονίσματα {τονίζονται με γραμματικό τόνο δυο συνεχόμενες συλλαβές , έτσι ώστε στο μέτρο ο ένας τόνος να χάνεται} ( π.χ. μισητό σκήνωμα) έχει σαν αποτέλεσμα το σπάσιμο του στίχου , το άκουσμα πολλών παρατονισμών βοηθώντας έτσι και στην ακουστική εντύπωση της ασυμφωνίας.
Ομοιοκαταληξία: ζευγαρωτή , πάντοτε αρχίζει από -α


Μορφική αρτιότητα


_Δεν υπάρχουν χασμωδίες
_Πλούσια στίξη
_Πλούσια ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία
_Στίχος ιαμβικός εννεασύλλαβος
( οι παρατονιμσοί είναι εσκεμμένοι)
_Το λεξιλόγιο καθημερινό με λόγια στοιχεία που έχουν στόχο και τα δύο να προβάλλουν την ειρωνική διάθεση του ποιητή


[ΠΗΓΗ: Κόλιας Χρήστος, Φιλόλογοι όλου του κόσμου ... δικτυωθείτε]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου