«Ας διατηρήσουμε την Ελλάδα καθαρή, εμείς τουλάχιστο, στην καρδιά μας. (...). Οι ατιμίες των Ρωμιών στη Μ. Ασία είναι αντάξιες των Τούρκων. Εμάς πια ο Άνθρωπος μας ενδιαφέρει, χωρίς ετικέτες. Τον Άνθρωπο ατίμασαν στη Μ. Ασία Έλληνες και Τούρκοι».
Αυτά τα γράφει ο Καζαντζάκης στη γυναίκα του Γαλάτεια, τον Οκτώβριο του 1922. Αμέσως μετά την Καταστροφή. Την εποχή εκείνη τον διακατέχει ένα αριστερό ανθρωπιστικό πνεύμα, όμως δεν είναι μόνο ο νεοφώτιστος ζήλος του στις διεθνιστικές ιδέες που τον κάνει να βλέπει τα πράγματα από αυτή την οπτική γωνία. Επίσης, ο Καζαντζάκης δεν είναι ο μόνος: η λογοτεχνία που γράφτηκε γύρω στα 1930 φέρει εξίσου τα σημάδια μιας εξαιρετικά ισοζυγισμένης απόδοσης της αδικίας: το κακό το διέπραξαν και οι Έλληνες και οι Τούρκοι· υπαίτιος για τη βαρβαρότητα δεν είναι ο αντίπαλος, ο Τούρκος, αλλά ο πόλεμος που εξαγριώνει τον άνθρωπο.
Ο χρόνος που κύλησε από τότε, με όσες εθνικές και πολιτικές περιπέτειες ακολούθησαν, μετέβαλε την άποψη αυτή. Η απομάκρυνση από τα πραγματικά περιστατικά αμβλύνει τη μνήμη και κάνει να ξεχαστούν όσα σημεία δεν εξυπηρετούν τα εθνικά στερεότυπα. Η ίδια η λογοτεχνία σε ορισμένες περιπτώσεις βοηθά την επωφελή αυτή παραγραφή. Τα έργα που γράφτηκαν όσο ήταν νωπή ακόμα η Μικρασιατική Καταστροφή, στις μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο εκδόσεις τους, τροποποιούν, εν μέρει τουλάχιστον, την οπτική τους γωνία. Την αλλαγή αυτή θα παρακολουθήσουμε στο κείμενο που ακολουθεί. Ωστόσο, η απόσταση ακόμα και της μεταλλαγμένης εικόνας που προβάλλεται μετά τον πόλεμο από τη «γενοκτονία», που κινδυνεύουμε τώρα να επωμιστούμε, παραμένει πραγματικά πολύ μεγάλη.
Δύο είναι τα σημαντικά έργα για τη Μικρασιατική Καταστροφή όσα γράφτηκαν τα αμέσως επόμενα χρόνια: η Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα (1929) και Το Νούμερο 31.328 του Ηλία Βενέζη (1931). Στο πρώτο καταγράφεται η αφήγηση ενός τουρκόφωνου Έλληνα της Μικράς Ασίας που πιάστηκε αιχμάλωτος, δραπέτευσε και έζησε για κάποιο διάστημα ανάμεσα στους Τούρκους, σαν Τούρκος, για να σωθεί. Η συμπάθεια των Τούρκων τον περιέβαλε και η αγάπη των απλών ανθρώπων. Το έργο δείχνει την ανθρωπιά που επιβιώνει κάτω από τη σκληρή πραγματικότητα του πολέμου, μόλις οι άνθρωποι, έστω και από ανάγκη ή άγνοια, παραμερίσουν την εθνική και τη θρησκευτική τους ταυτότητα.
Ο Βενέζης στο Νούμερο αφηγείται, όπως είναι γνωστό, την προσωπική του αιχμαλωσία, τα μαρτύρια που υπέστη στα «τάγματα εργασίας». Ωστόσο, το θέμα τού σπαρακτικού αυτού μυθιστορήματος δεν είναι τόσο η κτηνωδία του αντιπάλου, όσο η απώλεια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας από τη μεριά του ηττημένου, το γεγονός ότι στις ακραίες περιστάσεις χάνεται η ανθρώπινη ταυτότητα, δίνοντας τη θέση της σε ένα ζωώδες ένστικτο επιβίωσης. Ο Βενέζης δείχνει τον αιχμάλωτό του να ανακουφίζεται από τον θάνατο των συντρόφων του, καθώς ο θάνατος αυτός αυξάνει τον ζωτικό του χώρο μες στη φυλακή, δείχνει το πλήθος των αιχμάλωτων Ελλήνων, κατά τη μαρτυρική πορεία στην ενδοχώρα, να εισπράττει χωρίς αναστολές την ωφέλεια από τις στάσεις, που γίνονταν χάρη στο γεγονός ότι νεαρά κορίτσια πρόσφεραν τον εαυτό τους στις σεξουαλικές ορέξεις των Τούρκων. Όλα αυτά φανερώνουν τι πιο πολύ πονούσε τον συγγραφέα, όταν κατέγραφε την εμπειρία του: η ηθική εκμηδένιση του ίδιου και των συναιχμαλώτων του.
Οι Τούρκοι στο Νούμερο είναι βάναυσοι, βάναυσοι όμως γίνονται και οι Έλληνες μόλις αποκτήσουν εξουσία: είτε επί των Τούρκων είτε επί των ομοεθνών τους. Η βαναυσότητα δεν είναι εθνικό χαρακτηριστικό, αλλά προϊόν των σχέσεων εξουσίας.
Και τα δύο έργα, λοιπόν, τα διατρέχει η ίδια ιδέα που εξέφρασε και ο Καζαντζάκης επιγραμματικά στην επιστολή του: ο πόλεμος στη Μικρά Ασία υπήρξε η ήττα της ανθρωπιάς (όχι του ελληνικού έθνους) αλλά και η πιθανότητα της επιβίωσής της, εφόσον κάποιες σπίθες της επέζησαν κάτω από τις πιο αντίξοες για τον άνθρωπο συνθήκες.
Στις εκδόσεις του 1929 και του 1931 αντίστοιχα, οι δύο συγγραφείς τολμούν να μιλήσουν όχι μόνο για τα δεινά που προξένησαν οι Τούρκοι στους Έλληνες, αλλά και για όσα προξένησαν οι Έλληνες στους Τούρκους. Ο Βενέζης δεν διστάζει να αναφερθεί σε συστηματικά βασανιστήρια στα οποία υπέβαλλε ο προελαύνων ελληνικός στρατός όσους έπεφταν στα χέρια του. Και ο Στρατής Δούκας επίσης δείχνει τον τρόμο του τουρκικού πληθυσμού, που είχε προκαλέσει η συμπεριφορά των Ελλήνων, όσο εκείνοι ήταν στα πράγματα.
Ωστόσο, και οι δύο συγγραφείς αναθεωρούν τα κείμενά τους. Η δεύτερη έκδοση του Νούμερου, το 1945, μειώνει τις αναφορές σε ελληνικά βασανιστήρια και η τρίτη, το 1952, σχεδόν τις απαλείφει. Το συνολικό νόημα του κειμένου δεν αλλοιώνεται, όμως ο ελληνικός στρατός αποκαθαίρεται από κάποιες σκοτεινές κηλίδες.
Ο Στρατής Δούκας κάνει κι αυτός το ίδιο. Παραθέτω μια σκηνή από την αρχή της Ιστορίας ενός αιχμαλώτου, όπου μια ομάδα Ελλήνων αιχμαλώτων, καθώς πορεύεται μέσα σε φοβερές ταλαιπωρίες και ταπεινώσεις προς την ενδοχώρα, συναπαντιέται με τον τουρκικό πληθυσμό, που κραδαίνει μαχαίρια και ρόπαλα. Ο Τούρκος αξιωματικός, που συνοδεύει τους αιχμαλώτους, ωστόσο, εμποδίζει τη σφαγή:
Δεν έχετε δικαίωμα να τους αγγίξετε, γιατί όταν εμείς πολεμούσαμε, εσείς κάνατε το κέφι σας. Και διάταξε να μη μας πλησιάσει κανείς.
Κι αυτοί κατηγορούσανε το λοχαγό και φώναζαν:
Αυτοί μια μέρα πάλι θα μας χαλάσουνε!
Η σκηνή αυτή, όταν ο συγγραφέας αναθεωρεί το έργο του, το 1958, γίνεται ως εξής:
Τραβηχτείτε μακριά! Όταν εμείς πολεμούσαμε, εσείς κάνατε τα κέφια σας. Αυτοί τότε [το πλήθος των Τούρκων] σκόρπισαν φωνάζοντας πως μια μέρα πάλι θα μας χαλάσουν.
Στην πρώτη εκδοχή της ιστορίας, το 1929, ο τουρκικός πληθυσμός έχει λόγους να επιδιώκει την καταστροφή των αιχμαλώτων Ελλήνων: φοβάται, γιατί μόλις έχει δοκιμάσει κι αυτός το μαχαίρι των αντιπάλων. Στην εκδοχή του 1958, αντίθετα, η αγριότητα των Τούρκων παρουσιάζεται αναιτιολόγητη, αφού κάθε υπόνοια ότι οι Έλληνες κάποιο κακό έχουν διαπράξει, αφαιρείται. Με μια μικρή συντακτική τροποποίηση, με μια ανεπαίσθητη αλλαγή υποκειμένου και με μια μετάβαση από τον ευθύ στον πλάγιο λόγο, οι αρχικά επίφοβοι Έλληνες μεταβάλλονται σε αθώα θύματα, ενώ οι δικαίως φοβισμένοι Τούρκοι μετατρέπονται τώρα σε άγριους θύτες. Η άλλη όψη και των δύο αποκρύπτεται.
Ο Στρατής Δούκας βελτιώνει συστηματικά, σε όλο το κείμενο, την εικόνα του Έλληνα: αφαιρούνται οι σκηνές που φανέρωναν ένα πολύ καταβεβλημένο ηθικό, καθώς και η τρομακτική έλλειψη αλληλεγγύης ανάμεσα στους αιχμαλώτους. Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής, ο οποίος στην αρχική εκδοχή παρουσιαζόταν απλώς σαν ένα εγκλωβισμένο ζώο που προσπαθούσε να επιβιώσει, αποκτά στην έκδοση του '58 ανθρώπινα χαρακτηριστικά, καθώς επιζωγραφίζεται με εθνικά και θρησκευτικά χρώματα.
Οι τροποποιήσεις αυτές αποβλέπουν στο να καθαρίσουν την εικόνα του Έλληνα από ορισμένα στίγματα του παρελθόντος. Η πραγματική Ιστορία οφείλει να ξεχαστεί για χάρη της νέας εικόνας που φιλοτεχνείται τώρα για τον ελληνικό λαό. Έχει μεσολαβήσει ο πόλεμος του '40, η Κατοχή και η Αντίσταση. Ο λαός που επέδειξε τέτοιο φρόνημα στο τέλος της Κατοχής, γίνεται μια οντότητα μυθικής αγνότητας στα χρόνια της Απελευθέρωσης. Βοηθά και ο Εμφύλιος, όπου Δεξιά και Αριστερά πλειοδοτούν σε πατριωτισμό. Άλλωστε, αν η ήττα τείνει να γεννά ανθρωπιστικά αισθήματα στους ηττημένους, η νίκη φαίνεται πως μάλλον εξάπτει τον εθνικισμό των νικητών. Μετά την ήττα του '22 παρήχθησαν πλήθος από ανθρωπιστικά κείμενα (όπως και μετά την ήττα του 1897). Μετά τη νίκη του '44, αντίθετα, δημιουργείται συνωστισμός από ηρωικά κείμενα κατά των εθνικών εχθρών.
Εθνικός εχθρός, όμως, αναγορεύεται στη λογοτεχνία της μεταπολεμικής περιόδου ο Τούρκος και όχι ο Γερμανός. Το να αναφέρεται κανείς στους Γερμανούς και στην Αντίσταση ήταν επικίνδυνο, σε μια εποχή όπου τέτοιες επιλογές μπορούσαν να επιφέρουν καταγγελία επί κομμουνισμώ ή γενικότερα να εμπλέξουν τον λογοτέχνη στο περίπλοκο θέμα της πολιτικής. Πιο εύκολο ήταν να αναφέρεται κανείς στον παλαιό δοκιμασμένο εχθρό, τον Τούρκο. Ο Καζαντζάκης, που ξεκίνησε να γράφει για την αντίσταση κατά των Γερμανών το 1946, κατέληξε, μεταποιώντας το κείμενό του, στον γνωστό τουρκοφάγο Καπετάν Μιχάλη τού 1953. Έτσι οι Τούρκοι, αν και ουδέτεροι στον πόλεμο, θα παίξουν για μία δεκαετία στην ελληνική λογοτεχνία τον ρόλο του κακού.
Στο πλαίσιο αυτό, της εξύμνησης των Ελλήνων και της μετάθεσης της έχθρας από τους Γερμανούς στους άμοιρους ευθυνών, εκείνη τη στιγμή, Τούρκους, εντάσσονται και οι αναθεωρήσεις των δύο έργων για τη Μικρασιατική Καταστροφή που είδαμε παραπάνω. Παρά ταύτα, η ελληνική λογοτεχνία παρήγαγε τα επόμενα χρόνια, στη δεκαετία του '60, δύο σημαντικά μυθιστορήματα που πολύ απέχουν από το να ανέχονται τις αφελείς διακρίσεις σε θύτες και θύματα.
Ο Σμυρνιός Κοσμάς Πολίτης στο εξαίρετο μυθιστόρημά του Στου Χατζηφράγκου (1962) δείχνει πόσο εναλλάξιμος είναι ο ρόλος του θύτη και του θύματος. Η Διδώ Σωτηρίου στα Ματωμένα Χώματα (επίσης 1962) έχει την τόλμη να αναφερθεί στο πλιάτσικο, στους βιασμούς και στα βασανιστήρια που διέπραξαν (και) οι Έλληνες.
Το γεγονός ότι το τελευταίο αυτό βιβλίο έχει μια εντυπωσιακά ευρεία κυκλοφορία στην Ελλάδα και απολαμβάνει τέτοιο κύρος (όχι εντελώς ανάλογο προς τις καθαρά καλλιτεχνικές αρετές του), δείχνει ότι και στις ημέρες μας μια μεγάλη μερίδα του ελληνικού πληθυσμού εμφορείται από την πεποίθηση ότι το δίκιο δεν βρίσκεται αποκλειστικά από τη μία μεριά. Έτσι, η όψιμη ιδέα της «γενοκτονίας» ενδέχεται ευκταίο είναι να αποδειχθεί εντελώς αναντίστοιχη προς το γενικό αίσθημα*.
της Αγγέλλας Καστρινάκη, επικ. καθηγήτριας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και πεζογράφου
ΠΗΓΗ: Εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, φ.24-2-2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου