α) Ένα πορτραίτο του Λουτσιάνο Κάνφορα
Του Σπύρου Ασδραχά
Ο Λουτσιάνο Κάνφορα είναι ελληνιστής. Αυτό σημαίνει ότι γνωρίζει πρωτογενώς την ελληνική αρχαιότητα και τις ιστοριογραφικές της χρήσεις, με αποτέλεσμα να συνενώνει τη μια με την άλλη. Διαβάζοντας κανείς τα κείμενά του, όσα υπερακοντίζουν το πεδίο της ειδίκευσής του, αναθυμιέται μια ρήση του Ανρί Μαρού, στην οποία αναφέρθηκε σε κάποιο από τα γραφτά του ο Πιέρ Βιντάλ Νακέ: ένας ιστορικός που γνωρίζει, σύμφωνα με τα κατηγορήματα της επιστήμης του, μια ιστορική περίοδο, είναι έτοιμος να αναχθεί σε οποιαδήποτε άλλη, γιατί προφανώς είναι σε θέση να γνωρίζει τις προϋποθέσεις μιας ιστορικής ανάλυσης, ανεξαρτήτως του χρονικού ή νοηματικού πεδίου της ανάλυσης αυτής.
Ο Πιέρ Βιντάλ Νακέ και ο Λουτσιάνο Κάνφορα έχουν κοινά χαρακτηριστικά: και οι δυο τους είναι ιστορικοί, ειδικοί μάλιστα της ελληνικής αρχαιότητας - και οι δυο τους είναι πολιτικά πρόσωπα που συμμετέχουν στο σύγχρονο δράμα δεσμεύοντας την πνευματική τους ευθύνη - και οι δυο χρησιμοποιούν την ιστορία ως εργαλείο κατανόησης του παρόντος και όχι ως δικανική συνηγορία των πολιτικών τους απόψεων - και οι δυο τους ανήκουν στη μαρξική πρόσληψη της πνευματικής ευθύνης. Μολονότι συμπίπτουν ως προς την υιοθέτηση του δοκιμιακού λόγου, νομίζω ότι ο Κάνφορα τον επεκτείνει σε πεδία όπου ο Βιντάλ Νακέ θα προέκρινε τον λόγο της πραγματείας: και οι δυο τους όμως ενεργοποίησαν την ιστορία ως μέσο για την κατανόηση της συγχρονικότητας, όπως ενεργοποίησαν τα υπόρρητα της ιστοριογραφικής παράδοσης για την κατανόηση της ιστορικής οντολογίας, στην οποία η τελευταία αναφέρεται.
Ο ιστορικοκρατούμενος πολιτικός Κάνφορα εικονογραφεί τον σύγχρονο κόσμο για να δείξει το πολύπλεγμα από το οποίο είναι δυνατό να ανακύψει η σύγχρονη πιθανή επαναστατική πράξη. Οι ταξινομήσεις των φαινομένων μπορεί να φαίνονται ευχερείς, τα συμπεράσματα όμως στα οποία εκβάλλουν δεν είναι ανώδυνα: δεν είναι ανώδυνα, γιατί τα σφραγίζει το βάρος μιας μακραίωνης ιστορικής διάρκειας, στην οποία φάνηκε ότι μπορούσε να έχει θέσει τέρμα η ορθολογική ανάλυση του καπιταλισμού του 19ου αιώνα και η λογικά θεμελιωμένη υπέρβασή του.
Ο Κάνφορα μάς θυμίζει τα αδιέξοδα της υπέρβασης αυτής, όπως εξατομικεύονται στη λεγόμενη σταλινική εκδοχή της ανατροπής του καπιταλιστικού κόσμου, κι αυτό στο όνομα της διήκουσας αρχής της εγγενώς μεταβλητής λειτουργίας των ενεργητικών μειοψηφιών.
(«Αναγνώσεις» τχ. 160, 15/1/2006, γράφοντας για το βιβλίο του Λουτσιάνο Κάνφορα Κριτική της δημοκρατικής ρητορείας).
β) Λ. Κάνφορα: Για την "τρισχιλιετή συνέχεια" του ελληνισμού
(Αποκλειστική συνέντευξη)
* Κύριε καθηγητά, ασχολείστε συστηματικά με τις (διαστρεβλωμένες) ερμηνείες του κλασικού πολιτισμού που υποστηρίχτηκαν από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα (ναζισμός και φασισμός). Στην Ελλάδα, οι συντηρητικοί κύκλοι έκαναν συχνά εθνικιστική κατάχρηση της αρχαίας κληρονομιάς. Όμως, η ιδέα ότι η σύγχρονη Ελλάδα αποτελεί, γλωσσικά και πολιτιστικά, την απευθείας συνέχεια της αρχαίας (μέσω του Βυζαντίου), είναι βαθιά πεποίθηση (αν και με πιο κριτική προσέγγιση) και πολλών δημοκρατικών διανοουμένων. Άλλοι, δε, υποστηρίζουν ότι η σύγχρονη Ελλάδα δεν έχει καμιά συνέχεια με την αρχαία. Ποια είναι, για σας, η αληθινή κληρονομιά (αν υπάρχει), δηλαδή αυτό που ο κλασικός πολιτισμός κατέλειπε στη σύγχρονη Ελλάδα;
Η ερώτησή σας απαιτεί μια περίπλοκη απάντηση. Ξεκινώ από ένα γνωστό δεδομένο: η έλλειψη μιας μορφωτικής φάσης στην ιστορία των κλασικών σπουδών στην Ελλάδα. Αυτή η έλλειψη έχει κάποιες συνέπειες. Προπαντός, τη μεγάλη απόσταση ανάμεσα στους μελετητές που διαμορφώθηκαν στις ξένες χώρες (Γερμανία και Γαλλία εν πρώτοις) και τους λόγιους τους άθικτους από τέτοιες εμπειρίες. Οι μεν εντάχθησαν σε ξένες παραδόσεις (εννοώ, λόγου χάριν, τον Ραγκαβή, τον Συκουτρή και τον Κοραή). Όμως, η κύρια γραμμή χαράχτηκε από αυτούς που ποτέ τους δεν έφυγαν από τη χώρα, ενώ οι «εκ του εξωτερικού» δεν ήταν σε θέση να δημιουργήσουν στην πατρίδα τους μια διαρκή παράδοση. Συνέπεια αυτής της κατάστασης στάθηκε η έντονη, αφελής κάποτε, χρήση του παρελθόντος, ως πολιτιστική διάρκεια χωρίς τομές.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και η μακρόχρονη τουρκοκρατία έπαιξε σημαντικό ρόλο, αφού επιφόρτωσε την πολιτιστική παράδοση με θρησκευτικά στοιχεία. Πρέπει, όμως, να υπογραμμίσουμε ότι ο αρχαίος πολιτισμός δεν έγινε πάντα δεκτός απερίφραστα από τους συντηρητικούς. Θυμούμαι ότι προκάλεσε σάλο στο εξωτερικό η λογοκρισία της χούντας (1967) εναντίον κάποιων έργων του Ευριπίδη, που θεωρούνταν επαναστατικά. Για να λέμε την αλήθεια, η συνέχεια είναι αποκύημα των μοντέρνων, όπως άλλωστε γίνεται και στην Ιταλία σε σχέση με την αρχαία Ρώμη. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, πρέπει να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι η κληρονομιά του κλασικού πολιτισμού ανήκει σ' όλο τον κόσμο και όχι αποκλειστικά στη σύγχρονη Ελλάδα.
* Άλλο πολυσυζητημένο θέμα στην Ελλάδα είναι η αδιαίρετη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας, από την αρχαιότητα έως σήμερα, ακόμα και ως προς την προφορά. Ο Καβάφης, φερ' ειπείν, κατηγόρησε τους ξένους διανοούμενους ότι αγνοούν τη γλωσσική ενότητα και τη διαιρούν σε τρεις ιστορικές φάσεις: αρχαία, βυζαντινή, νέα. Ποια είναι η γνώμη σας;
Περί του θέματος μπορούμε να συζητούμε επ' αόριστον. Η καθαρεύουσα (τεχνητή γλώσσα, να το τονίσω) συνεχίζει χωρίς τομές την κοινή διάλεκτο της ελληνιστικής εποχής. Εντελώς διαφορετικός είναι ο λόγος περί της δημοτικής. Ουδείς μπορεί ν' αμφισβητήσει την ιστορική ενότητα της ελληνικής γλώσσας, γιατί αυτή η ενότητα υπάρχει πάντα, έστω κι αν εν τω μεταξύ συνέβησαν ιστορικές και πολιτιστικές ρήξεις που φαίνονται ανεπανόρθωτες. Η περίπτωση της Ελλάδας είναι όμοια με την ιταλική. Και στις δύο χώρες ο αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία τροφοδοτούσε την έννοια της συνέχειας με το παρελθόν, αλλά αυτό το συναίσθημα δεν δίνει στο γεγονός το στίγμα της επιστημονικής αλήθειας.
Και το θέμα της προφοράς πρέπει να στηριχτεί σε φιλολογικές και όχι σε εθνικιστικές βάσεις, αν δεν θέλουμε να πέσουμε σε στείρες παρεξηγήσεις. Η φιλολογική ανάλυση του προβλήματος μας δείχνει ότι η βυζαντινή προφορά (του Ρόιχλιν) ίσχυε σίγουρα ήδη από την όψιμη αρχαιότητα και, συνεπώς, έχει μεγάλη ιστορική σημασία. Είναι όμως αναμφισβήτητο, ότι στην αρχαιότητα η προφορά ήταν διαφορετική από τη σημερινή. Το εικάζουμε από κάποια λογοπαίγνια που βρίσκονται σε κλασικά κείμενα, τα οποία μας μαρτυρούν, λ.χ., ότι το η οι αρχαίοι το λέγανε ε. Το ίδιο, άλλωστε, συμβαίνει και στα λατινικά: στην Ιταλία υιοθετήσαμε την εκκλησιαστική προφορά και όχι την κλασική (Restituta). Από ιστορική άποψη, και οι δύο προφορές είναι εξίσου σημαντικές και αληθινές. Εν κατακλείδι, δεν νομίζω ότι είναι σωστό να δίνουμε μεγάλη σημασία στο θέμα.
* Κατά τη γνώμη σας, η αρχαία παράδοση συνιστά βάρος ή πλεονέκτημα για τους νεοέλληνες συγγραφείς και, συγκεκριμένα, για την αποδοχή των έργων τους στο εξωτερικό, όπου κυριαρχεί η αίγλη του κλασικού πολιτισμού;
Η κάθε λογοτεχνία χρησιμοποιεί το παρελθόν ως υλικό με το οποίο δουλεύει ή προς το οποίο αντιδρά. Πρέπει να προσέξουμε ένα φαινόμενο: στην Ευρώπη υπάρχουν αρκετοί που έχουν την τάση να θεωρούν τους νέους Έλληνες ως κάτι εξωτικό, που βλέπουν τη σημασία τους μόνο σε σχέση με τους ένδοξους προγόνους τους. Αντιθέτως, ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός θα έπρεπε να επιβληθεί χάρη στις δικές του αξίες και τους δικούς του προβληματισμούς και όχι γιατί είναι καθρέφτισμα του παρελθόντος.
* Πιστεύετε ότι μια σταθερή και βαθιά γνώση του αρχαίου κόσμου, στο σύνολό του, μπορεί να βοηθήσει τους νέους να γίνουν συνειδητοί πολίτες και να αντιδράσουν στην προκατασκευασμένη και ψευδή εικόνα της πραγματικότητας που μας διαφημίζουν καθημερινά τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και η πολιτική;
Απολύτως ναι. Είναι ο αρχαίος κόσμος μεγάλο εργαστήριο, όπου συνέβαιναν καθημερινά συγκρούσεις ιδεών (κάποτε σφοδρές), όπως μπορούμε να καταλάβουμε ήδη από τα ελάχιστα αποσπάσματα που σώθηκαν, τα οποία μας δείχνουν ότι τέτοιες συγκρούσεις έγιναν χωρίς προσποιήσεις και υποκρισίες. Πρόκειται, λοιπόν, για πολύ χρήσιμο αντίδοτο προς τις δήθεν αλήθειες του σημερινού κόσμου.
*Η δική σας Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας προϋποθέτει αρκετά εκτενείς γνώσεις του αρχαίου πολιτισμού από τον αναγνώστη, που έχει στη διάθεσή του λίγα στοιχεία για τη βιογραφία των συγγραφέων και για τα βασικά χαρακτηριστικά των έργων τους. Ποιος ήταν, λοιπόν, ο στόχος σας και ποια η φιλολογική μέθοδος που χρησιμοποιήσατε;
Λαμβάνοντας εκ των υστέρων υπόψη την αρχική ιδέα του βιβλίου, μπορώ να πω ότι κύριο μέλημά μου ήταν να παρουσιάσω τη λογοτεχνική ιστορία, και προ πάντων τη δική της σύγχρονη αναπαράσταση, ως ιστορία της παράδοσης: ήθελα, δηλαδή, να γίνει φανερό ποια είναι η μέθοδος που χρησιμοποιείται στην περίπτωση της συγκρότησης μιας λογοτεχνικής παράδοσης που αφορά τον αρχαίο πολιτισμό.
* Η διαμάχη περί του παπύρου του Αρτεμιδώρου (της οποίας εσείς είστε ο κυριότερος πρωταγωνιστής) προκάλεσε εξαιρετικό ενδιαφέρον και στο κοινό που δεν έχει κλασική παιδεία, χάρη στην παρέμβαση στο θέμα των διεθνών μέσων μαζικής ενημέρωσης. Αυτό σημαίνει, κατά τη γνώμη σας, ότι ο αρχαίος κόσμος είναι ακόμη σε θέση να ωθεί ένα ευρύτερο ενδιαφέρον κι έξω από το στενό κύκλων των ειδικών;
Η περίπτωση Αρτεμίδωρος άφησε εποχή, αφού η ανακάλυψη υποστηρίχθηκε πολύ έντονα, από την αρχή, από την τηλεόραση και τις εφημερίδες. Αξίζει να σημειώσω, ότι ο πάπυρος παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό με την ευκαιρία των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων στο Τορίνο (2006) και στην τελετή πρωτοστατούσαν ο τότε πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας Carlo Azeglio Ciampi και η Κάρλα Μπρούνι (τώρα Σαρκοζί). Γυρίστηκαν, προσέτι, μια ταινία (με αφηγητή τον αρχαιολόγο Βαλέριο Μανφρέντι) κι ένα διαφημιστικό σποτ με τον τίτλο "Μπες κι εσύ στον κόσμο του Αρτεμιδώρου". Γι' αυτό το λόγο, όταν ανακαλύφθηκε ότι πρόκειται για πλαστογράφηση, έσκασε η βόμβα.
* Πώς βλέπετε το μέλλον των κλασικών σπουδών στην Ευρώπη;
Στην πλούσια Ευρώπη, φοβούμαι ότι ο χώρος για τα κλασικά θα λιγοστεύει όλο και περισσότερο.
ΠΗΓΗ: Εφημ. ΑΥΓΗ - Ένθετο ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ, 17/05/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου