του Κ.Τσουκαλά, καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Μερικοί αριθμοί είναι εφιαλτικοί: σύμφωνα με τον ΟΗΕ, το ετήσιο εισόδημα των «υπερεθνικών» εγκληματικών οργανώσεων και οργανισμών είναι της τάξεως του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων. Ποσό που υπερβαίνει το αθροιστικό εθνικό εισόδημα όλων των υπανάπτυκτων χωρών, στις οποίες συνωθούνται τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι, έξι δηλαδή στους δέκα κατοίκους του πλανήτη. Και ταυτόχρονα ξεπερνά επίσης τον αθροιστικό κύκλο εργασιών των 500 μεγαλύτερων επιχειρήσεων του κόσμου, όπως αναφέρονται από το περιοδικό «Fortune».
Τέτοιας όμως τάξης εισοδήματα δεν «τρώγονται» ούτε και «μοιράζονται» με οποιοννήποτε τρόπο στους πολυάριθμους υπαλλήλους, συμμετόχους και συνεργούς. Σαν το κεφάλαιο εν γένει, πρέπει να «επενδυθούν», να διακινηθούν και να συσσωρευθούν στο μεγαλύτερο μέρος τους. Και αυτό θα γίνει βέβαια κατά προτίμηση στη ρευστή, ανώνυμη και ανεξέλεγκτη υπερεθνική οικονομία, η οποία μετά από μια λιγότερο ή περισσότερο περίπλοκη διαδικασία «ξεπλύματος» αποδίδει τους νέους κεφαλαιούχους στην άσπιλη κοινωνία των «καθαρών» μεγιστάνων. Οι «δημοσιονομικοί παράδεισοι» των ευλογημένων νησιών της Καραϊβικής, που δεν θέλουν να γνωρίζουν το χρώμα του χρήματος ή των καταθετών, διακινούν ήδη πάνω από 15% του ακαθάριστου παγκόσμιου προϊόντος. Το περισσότερο από αυτό είναι υπό μεταβάπτισιν. Ετσι, τα τερατώδη ποσά που διακινούνται από το «έγκλημα» θα πρέπει να αντιπροσωπεύουν ένα μικρό μόνο μέρος από τα ποσά που διακινούνται από τους «εγκληματίες» και τους νόμιμους ή παράνομους διαδόχους τους. Ως βρώμικο, υπό καθαρισμόν ή ήδη απαστράπτον, το μεγαλύτερο ίσως μέρος του υπερεθνικού κεφαλαίου είναι σαφέστατα και απερίφραστα «εγκληματογενές.
Από τη μεριά τους, εγκλωβισμένες στις δικές τους αναχρονιστικές κανονιστικές προϊδεάσεις, οι έννομες Πολιτείες προτάσσουν και προστατεύουν τις έστω αμφιλεγόμενες «αξίες» τους. Αιχμάλωτες της υπερεθνικής ανταγωνιστικότητας, αρκούνται στο να ψελλίζουν τον περί δικαιοσύνης, δικαίου, αξιοκρατίας και επιείκειας λόγο. Υποτασσόμενες στα συλλογικά κελεύσματα των σε μεγάλο βαθμό εγκληματολάγνων ή, στην καλύτερη περίπτωση, πραγματιστικά ανεκτικών κατεχόντων, εμφανίζονται αδέκαστες έναντι όλων των ορατών μικροπαραβατών. Εκλιπαρούν επενδύσεις από τους νόμιμους διαδόχους των μεγαλεμπόρων ηρωίνης και καταδιώκουν τους απλούς χρήστες κάνναβης. Διακινούν και επινέμουν το ανεξέλεγκτο και ολοένα διογκούμενο ιθαγενές «πολιτικό χρήμα» πατάσσοντας επιδεικτικά όσα φαινόμενα μικροδιαφθοράς θα εκβρασθούν παρ' ελπίδα στην επιφάνεια της (ελεγχόμενης) δημοσιότητας. Σαν τον Σολομώντα κηρύσσουν ακατάπαυστα την αρετήν «ενώπιον τριακοσίων γυναικών και επτακοσίων παλλακίδων». Αντίθετα όμως με τον φιλήδονο βασιλέα, και ακολουθώντας ίσως τη συνταγή του Αγίου Τερτυλλιανού, «πιστεύουν» ή προσπαθούν να πείσουν ότι η αρετή αυτή μπορεί πράγματι, κάποτε, να πρυτανεύσει, επειδή κάτι τέτοιο είναι απίστευτο. Credo quia absurdum.
Εν τω μεταξύ βέβαια οι Πολιτείες και οι πολίτες αντιμετωπίζουν τα εφιαλτικά απόνερα του παγκόσμιου ζόφου. Εξουθενωμένες από τις σωρευτικές επενέργειες του συστήματος, οι άνεργες και ανοικονόμητες μάζες μετακινούνται, απειλούν, απελπίζονται και αρπάζουν. Ακόμη και αν φτάνουν στα αφτιά τους τα κηρύγματα περί αρετής και αξιοκρατίας, δεν είναι βέβαια δυνατόν να ηχήσουν πειστικά. Ως μόνοι εναπομένοντες Θωμάδες «αυτοί» δεν πιστεύουν στην αγγελική αξιοκρατία. Και χωρίς να το ξέρουν, άγονται απλώς στο να μιμηθούν τους πραγματικούς εμπνευστές της απόγνωσής τους, μεταφέροντας τη βία και τον φόβο στην καθημερινότητα των καλών νοικοκυραίων.
Αυτοί οι τελευταίοι όμως «πιστεύουν», ή τουλάχιστον υποκρίνονται ότι πιστεύουν. Και γι' αυτό ίσως θα αφήσουν τον εαυτό τους να εμπνευσθεί και αυτός από τον δίκαιο Σολομώντα, υπερβαίνοντάς τον βέβαια. Η δική τους βία είναι συμβολικά «δικαιωμένη». Και προκειμένου να εξορύξουν επί πιστώσει τους κατά τεκμήριο απειλητικούς οφθαλμούς, οπλίζονται με τα δίκαννά τους και την αγανάκτησή τους, απειλούν να αυτοδικήσουν, οργανώνουν πογκρόμ και διατρανώνουν ότι θα πάρουν το κράτος και τον «νόμο» (ποιον;) στα χέρια τους: με τις ευλογίες βέβαια των ΜΜΕ, που ολοένα και περισσότερο τρέφονται με τη βία την οποία καταδικάζουν και υποθάλπουν. Τα αποτελέσματα είναι τερατώδη. Οπως δήλωσε προσφυώς ο υπεραμυνόμενος του προσωπικού του αντιρατσισμού δήμαρχος της Ραφήνας, «πρέπει να γίνουμε ρατσιστές» (sic!). Και όχι μόνο. Οι «κουκουλοφόροι» ληστές θα αποτελέσουν τον καταλύτη που θα ενεργοποιήσει σε οικουμενικό επίπεδο τη «θεμελιώδη προτεραιότητα των αυθόρμητων και επιθετικών δυνάμεων», για τις οποίες μιλούσε ο Νίτσε.
Ποιοι όμως είναι οι πραγματικοί «κουκουλοφόροι»; Οι απάτριδες «Αλβανοί χωρίς όνομα» που ενεργοποιούν την υστερική βία των πολιτών ή οι υπερεθνικοί «καταθέτες χωρίς όνομα» που καταστρέφουν την αξιοπιστία των Πολιτειών; Των μεν πρώτων τα ίχνη είναι προσπελάσιμα. Αργά ή γρήγορα οι «εγκέφαλοι» θα συλληφθούν, αν δεν έχει προλάβει να τους «ξεκοιλιάσει» το αυθόρμητο κοινό. Τα ίχνη όμως των δεύτερων θα καλυφθούν με επιμέλεια. Ουδείς γνωρίζει ούτε θα στοιχειοθετήσει ποτέ με την απαιτούμενη πραγματολογική ακρίβεια τις συγκεκριμένες αιτιακές αλυσίδες που συνδέουν από τη μια μεριά τις «επενδυτικές» μετακινήσεις των δισεκατομμυρίων δολαρίων των εμπόρων κοκαΐνης από το Χονγκ Κονγκ στα Μπαρμπάντος και από την άλλη τις ληστείες των «Θρακομακεδόνων». Αυτών των αλυσίδων οι «εγκέφαλοι» θα εξακολουθήσουν να λιάζονται ξένοιαστα στις τροπικές ακτές.
Από τη θεωρία του χάους γνωρίζουμε ότι το φτερούγισμα μιας πεταλούδας στο Πεκίνο αρκεί για να ενεργοποιήσει τους κυκλώνες του Ειρηνικού. Οπως όμως και η μετεωρολογική, έτσι και η κοινωνική αιτιοκρατία δεν είναι πια προφανής. Εξαπολύοντας τις οικονομικές, κοινωνικές και κανονιστικές διαδικασίες που αλλάζουν τη μορφή του κόσμου, το οικουμενικό «έγκλημα» δεν γνωρίζει καν τις συνέπειες, για τις οποίες άλλωστε δεν μπορεί παρά να αδιαφορεί παχυλότατα. Πολύ περισσότερο που οι πραγματικοί «κουκουλοφόροι» δεν είναι αθώες πεταλούδες. Είναι τα αόρατα όρνια που θα ενεργοποιήσουν τα θύματα και τους θύτες, οι οποίοι καλούνται να αλληλοσφαγούν στο όνομα των «αντικειμενικών» παρενεργειών του συστήματος. Από τη θεωρία του χάους έχουμε ήδη φθάσει στην υπερεθνική κοινωνία του χάους. ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 19-1-1997
Η κοινωνία και το «οικουμενικό έγκλημα»
Μερικοί αριθμοί είναι εφιαλτικοί: σύμφωνα με τον ΟΗΕ, το ετήσιο εισόδημα των «υπερεθνικών» εγκληματικών οργανώσεων και οργανισμών είναι της τάξεως του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων. Ποσό που υπερβαίνει το αθροιστικό εθνικό εισόδημα όλων των υπανάπτυκτων χωρών, στις οποίες συνωθούνται τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι, έξι δηλαδή στους δέκα κατοίκους του πλανήτη. Και ταυτόχρονα ξεπερνά επίσης τον αθροιστικό κύκλο εργασιών των 500 μεγαλύτερων επιχειρήσεων του κόσμου, όπως αναφέρονται από το περιοδικό «Fortune».
Τέτοιας όμως τάξης εισοδήματα δεν «τρώγονται» ούτε και «μοιράζονται» με οποιοννήποτε τρόπο στους πολυάριθμους υπαλλήλους, συμμετόχους και συνεργούς. Σαν το κεφάλαιο εν γένει, πρέπει να «επενδυθούν», να διακινηθούν και να συσσωρευθούν στο μεγαλύτερο μέρος τους. Και αυτό θα γίνει βέβαια κατά προτίμηση στη ρευστή, ανώνυμη και ανεξέλεγκτη υπερεθνική οικονομία, η οποία μετά από μια λιγότερο ή περισσότερο περίπλοκη διαδικασία «ξεπλύματος» αποδίδει τους νέους κεφαλαιούχους στην άσπιλη κοινωνία των «καθαρών» μεγιστάνων. Οι «δημοσιονομικοί παράδεισοι» των ευλογημένων νησιών της Καραϊβικής, που δεν θέλουν να γνωρίζουν το χρώμα του χρήματος ή των καταθετών, διακινούν ήδη πάνω από 15% του ακαθάριστου παγκόσμιου προϊόντος. Το περισσότερο από αυτό είναι υπό μεταβάπτισιν. Ετσι, τα τερατώδη ποσά που διακινούνται από το «έγκλημα» θα πρέπει να αντιπροσωπεύουν ένα μικρό μόνο μέρος από τα ποσά που διακινούνται από τους «εγκληματίες» και τους νόμιμους ή παράνομους διαδόχους τους. Ως βρώμικο, υπό καθαρισμόν ή ήδη απαστράπτον, το μεγαλύτερο ίσως μέρος του υπερεθνικού κεφαλαίου είναι σαφέστατα και απερίφραστα «εγκληματογενές.
Από τη μεριά τους, εγκλωβισμένες στις δικές τους αναχρονιστικές κανονιστικές προϊδεάσεις, οι έννομες Πολιτείες προτάσσουν και προστατεύουν τις έστω αμφιλεγόμενες «αξίες» τους. Αιχμάλωτες της υπερεθνικής ανταγωνιστικότητας, αρκούνται στο να ψελλίζουν τον περί δικαιοσύνης, δικαίου, αξιοκρατίας και επιείκειας λόγο. Υποτασσόμενες στα συλλογικά κελεύσματα των σε μεγάλο βαθμό εγκληματολάγνων ή, στην καλύτερη περίπτωση, πραγματιστικά ανεκτικών κατεχόντων, εμφανίζονται αδέκαστες έναντι όλων των ορατών μικροπαραβατών. Εκλιπαρούν επενδύσεις από τους νόμιμους διαδόχους των μεγαλεμπόρων ηρωίνης και καταδιώκουν τους απλούς χρήστες κάνναβης. Διακινούν και επινέμουν το ανεξέλεγκτο και ολοένα διογκούμενο ιθαγενές «πολιτικό χρήμα» πατάσσοντας επιδεικτικά όσα φαινόμενα μικροδιαφθοράς θα εκβρασθούν παρ' ελπίδα στην επιφάνεια της (ελεγχόμενης) δημοσιότητας. Σαν τον Σολομώντα κηρύσσουν ακατάπαυστα την αρετήν «ενώπιον τριακοσίων γυναικών και επτακοσίων παλλακίδων». Αντίθετα όμως με τον φιλήδονο βασιλέα, και ακολουθώντας ίσως τη συνταγή του Αγίου Τερτυλλιανού, «πιστεύουν» ή προσπαθούν να πείσουν ότι η αρετή αυτή μπορεί πράγματι, κάποτε, να πρυτανεύσει, επειδή κάτι τέτοιο είναι απίστευτο. Credo quia absurdum.
Εν τω μεταξύ βέβαια οι Πολιτείες και οι πολίτες αντιμετωπίζουν τα εφιαλτικά απόνερα του παγκόσμιου ζόφου. Εξουθενωμένες από τις σωρευτικές επενέργειες του συστήματος, οι άνεργες και ανοικονόμητες μάζες μετακινούνται, απειλούν, απελπίζονται και αρπάζουν. Ακόμη και αν φτάνουν στα αφτιά τους τα κηρύγματα περί αρετής και αξιοκρατίας, δεν είναι βέβαια δυνατόν να ηχήσουν πειστικά. Ως μόνοι εναπομένοντες Θωμάδες «αυτοί» δεν πιστεύουν στην αγγελική αξιοκρατία. Και χωρίς να το ξέρουν, άγονται απλώς στο να μιμηθούν τους πραγματικούς εμπνευστές της απόγνωσής τους, μεταφέροντας τη βία και τον φόβο στην καθημερινότητα των καλών νοικοκυραίων.
Αυτοί οι τελευταίοι όμως «πιστεύουν», ή τουλάχιστον υποκρίνονται ότι πιστεύουν. Και γι' αυτό ίσως θα αφήσουν τον εαυτό τους να εμπνευσθεί και αυτός από τον δίκαιο Σολομώντα, υπερβαίνοντάς τον βέβαια. Η δική τους βία είναι συμβολικά «δικαιωμένη». Και προκειμένου να εξορύξουν επί πιστώσει τους κατά τεκμήριο απειλητικούς οφθαλμούς, οπλίζονται με τα δίκαννά τους και την αγανάκτησή τους, απειλούν να αυτοδικήσουν, οργανώνουν πογκρόμ και διατρανώνουν ότι θα πάρουν το κράτος και τον «νόμο» (ποιον;) στα χέρια τους: με τις ευλογίες βέβαια των ΜΜΕ, που ολοένα και περισσότερο τρέφονται με τη βία την οποία καταδικάζουν και υποθάλπουν. Τα αποτελέσματα είναι τερατώδη. Οπως δήλωσε προσφυώς ο υπεραμυνόμενος του προσωπικού του αντιρατσισμού δήμαρχος της Ραφήνας, «πρέπει να γίνουμε ρατσιστές» (sic!). Και όχι μόνο. Οι «κουκουλοφόροι» ληστές θα αποτελέσουν τον καταλύτη που θα ενεργοποιήσει σε οικουμενικό επίπεδο τη «θεμελιώδη προτεραιότητα των αυθόρμητων και επιθετικών δυνάμεων», για τις οποίες μιλούσε ο Νίτσε.
Ποιοι όμως είναι οι πραγματικοί «κουκουλοφόροι»; Οι απάτριδες «Αλβανοί χωρίς όνομα» που ενεργοποιούν την υστερική βία των πολιτών ή οι υπερεθνικοί «καταθέτες χωρίς όνομα» που καταστρέφουν την αξιοπιστία των Πολιτειών; Των μεν πρώτων τα ίχνη είναι προσπελάσιμα. Αργά ή γρήγορα οι «εγκέφαλοι» θα συλληφθούν, αν δεν έχει προλάβει να τους «ξεκοιλιάσει» το αυθόρμητο κοινό. Τα ίχνη όμως των δεύτερων θα καλυφθούν με επιμέλεια. Ουδείς γνωρίζει ούτε θα στοιχειοθετήσει ποτέ με την απαιτούμενη πραγματολογική ακρίβεια τις συγκεκριμένες αιτιακές αλυσίδες που συνδέουν από τη μια μεριά τις «επενδυτικές» μετακινήσεις των δισεκατομμυρίων δολαρίων των εμπόρων κοκαΐνης από το Χονγκ Κονγκ στα Μπαρμπάντος και από την άλλη τις ληστείες των «Θρακομακεδόνων». Αυτών των αλυσίδων οι «εγκέφαλοι» θα εξακολουθήσουν να λιάζονται ξένοιαστα στις τροπικές ακτές.
Από τη θεωρία του χάους γνωρίζουμε ότι το φτερούγισμα μιας πεταλούδας στο Πεκίνο αρκεί για να ενεργοποιήσει τους κυκλώνες του Ειρηνικού. Οπως όμως και η μετεωρολογική, έτσι και η κοινωνική αιτιοκρατία δεν είναι πια προφανής. Εξαπολύοντας τις οικονομικές, κοινωνικές και κανονιστικές διαδικασίες που αλλάζουν τη μορφή του κόσμου, το οικουμενικό «έγκλημα» δεν γνωρίζει καν τις συνέπειες, για τις οποίες άλλωστε δεν μπορεί παρά να αδιαφορεί παχυλότατα. Πολύ περισσότερο που οι πραγματικοί «κουκουλοφόροι» δεν είναι αθώες πεταλούδες. Είναι τα αόρατα όρνια που θα ενεργοποιήσουν τα θύματα και τους θύτες, οι οποίοι καλούνται να αλληλοσφαγούν στο όνομα των «αντικειμενικών» παρενεργειών του συστήματος. Από τη θεωρία του χάους έχουμε ήδη φθάσει στην υπερεθνική κοινωνία του χάους. ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 19-1-1997
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου