Στο προηγούμενο άρθρο μου («Το Βήμα», «Νέες Εποχές», 9.4.2000) είχα αναφερθεί στον θρυμματισμό της σκέψης και της γνώσης κατά την περίοδο του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και στην υποβάθμιση της φιλοσοφίας την περίοδο αυτή, σε αντίθεση με την αδιάσπαστη και λαμπρή πορεία της κατά τους αρχαιοελληνικούς χρόνους. Στο σημερινό σύντομο κείμενό μου θα προσπαθήσω να φωτίσω κάποιες χαρακτηριστικές πλευρές της φιλοσοφίας του 20ού αιώνα· μιας φιλοσοφίας, που αν και έχει κερδίσει αρκετά από τη χαμένη, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, αίγλη της, συνεχίζει κατά τη γνώμη μου τον δρόμο μιας αποσπασματικής θεώρησης του κόσμου, με τη σκέψη της διασπασμένη και εγκλωβισμένη σε υπαρξιακά και γλωσσολογικά αδιέξοδα.
Η άποψη ότι μπορούμε να φωτίσουμε την πραγματικότητα και να φτάσουμε στην αποκάλυψη της αλήθειας, στη γνώση των πραγμάτων, μέσα από μια καθαρά «φιλολογική» προσέγγιση, σίγουρα δεν είναι καινούργια στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος. Η σχέση της λέξης με το πράγμα με το ον έχει για παράδειγμα απασχολήσει τον Πλάτωνα στο έργο του «Κρατύλος». Οπως σημειώνει ο βρετανός φιλόσοφος Α. Ε. Taylor στο βιβλίο του «Πλάτων Ο άνθρωπος και το έργο του» (μετάφ. Ιορδάνης Αρζόγλου, Β' έκδοση, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992), στον πλατωνικό αυτό διάλογο ο Κρατύλος φαίνεται να υποστηρίζει ότι αρκεί να ανακαλύψουμε τα ονόματα των πραγμάτων για να οδηγηθούμε στη γνώση τους· ότι η μελέτη της γλώσσας και της σημασίας των λέξεων και των προτάσεων αποτελεί ασφαλή μέθοδο για τη φανέρωση της αλήθειας και την κατανόηση των πραγμάτων. Είναι βέβαια προφανές ότι οι συγκεκριμένοι προβληματισμοί δεν αποτελούν παρά ένα ελάχιστο μέρος της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, μια όχι ιδιαίτερα σημαντική στιγμή της ιστορίας της. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να ανθήσει, όπως άνθήσε, η σκέψη αυτή, αν αυτοπεριοριζόταν στα πλαίσια της γλωσσικής φιλοσοφίας;
Αυτό που δεν έκανε η φιλοσοφική σκέψη κατά την αρχαιότητα, το αποτόλμησε τον 19ο και κυρίως τον 20ό αιώνα. Παραδομένη στα δίχτυα ενός γνωσιοκριτικού νεοθετικισμού, η φιλοσοφία υποχώρησε πράγματι, σε σημαντικό θα έλεγα βαθμό, στους στενόχωρους δρόμους της αναλυτικής φιλοσοφίας, επικεντρώνοντας μάλιστα το ενδιαφέρον της στον φυσικομαθηματικό λογικισμό και στη σημασιολογική ανάλυση της γλώσσας των θετικών επιστημών.
Η θεωρησιακή σκέψη αυτοπεριορίστηκε όμως και από τη στιγμή που έθεσε το οντολογικό πρόβλημα στη βάση της υπαρξιακής ανάλυσης του ανθρώπου. Ενας από τους εκφραστές αυτού του ρεύματος είναι και ο φιλόσοφος Martin Heidegger. Στο σημαντικό και καθοριστικό για την εδραίωση της φήμης του έργο «Είναι και Χρόνος» (πρόλογος - μετάφραση - σχόλια Γιάννη Τζαβάρα, 2η ανατύπωση, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1998), που δυστυχώς δεν εμφανίστηκε όπως είχε σχεδιαστεί, ο γερμανός φιλόσοφος προσπαθεί να φτάσει στο νόημα του Είναι μέσω της μελέτης ενός ειδικού, διακεκριμένου όντος, του Εδωνά-Είναι (Dasein), της ενθαδικότητας. Η σκέψη του που παρουσιάζεται μέσα από έναν σχολαστικά επεξεργασμένο λόγο, με πολλές, ενίοτε και ενοχλητικές, υφολογικές και ορολογικές ιδιαιτερότητες εκφράζει ουσιαστικά μια υπαρξιακή φιλοσοφία, που έχει τις ρίζες της στο ρεύμα του γερμανικού ιδεαλισμού και στη Φαινομενολογία του Husserl.
Οπως όμως αναφέρει ο γερμανός φιλόσοφος Karl Jaspers στο βιβλίο του «Was ist Philosophie» (Εκδόσεις dtv, Μόναχο 1982), ο φωτισμός της ύπαρξης δεν είναι φιλοσοφία αλλά μόνο μια στιγμή της φιλοσοφίας. Η άποψη αυτή αποκτά ίσως ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα μια και προέρχεται από έναν μεγάλο διανοητή, που θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους επίσης εκπροσώπους του ρεύματος της υπαρξιακής φιλοσοφίας στον 20ό αιώνα.
Η φιλοσοφία δεν μπορεί επομένως να συρρικνωθεί στα στενά πλαίσια μιας οντολογίας που περιορίζει το βλέμμα της στη χαϊντεγκεριανή έννοια της πεπερασμένης ενθαδικότητας. Κάτω άλλωστε από το μυωπικό βλέμμα του υπαρξισμού τα μεγάλα προβλήματα της αιτιότητας, για παράδειγμα, και της τοπικότητας των διεργασιών ή της απειρότητας του Σύμπαντος κινδυνεύουν να περιέλθουν πλήρως στη «δικαιοδοσία» της φυσικής επιστήμης. Οπως όμως εύστοχα σημειώνει ο Ευ. Ι. Μπιτσάκης στον πρόλογο του νέου, πολύ ενδιαφέροντος βιβλίου του «Ο Δαίμων του Αϊνστάιν Αιτιότητα και Τοπικότητα στη Φυσική» (Gutenberg, Αθήνα 2000), «η Φυσική και η Φιλοσοφία συναντιόνται, διατηρώντας καθεμιά το ιδιαίτερο καθεστώς της στην περιοχή των μεγάλων οντολογικών ερωτημάτων». Η φιλοσοφία επομένως δεν μπορεί να υποβιβασθεί σε θεραπαινίδα της φυσικής επιστήμης, όπως άλλωστε δεν είναι θεραπαινίδα της φιλολογίας ή της θεωρητικής ανθρωπολογίας.
Αλλά και σε ένα πρακτικότερο επίσης επίπεδο, μεταθέτοντας το κέντρο βάρους της στο υποκείμενο, η σκέψη κινδυνεύει να υποβαθμίσει το αντικείμενο, να το υποβιβάσει στο επίπεδο ενός «πρόχειρου» όντος, ενός όντος που βρίσκεται εκεί για να μας υπηρετεί, για να μας χρησιμεύει απλώς και μόνο σαν εργαλείο. Ο κόσμος χάνει έτσι το βαθύτερο νόημά του, παύει να είναι ο «κόσμος» των Πυθαγορείων, ένα κόσμημα. Αυτός ο έκπτωτος κόσμος εύκολα πλέον μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης και να οδηγηθεί ακόμη και στην καταστροφή.
Ο φιλοσοφικός στοχασμός περιέχει αλλά και υπερβαίνει τον κόσμο και τον άνθρωπο. Υπό το πρίσμα αυτό η επιστροφή στην πρωτότυπη και πάντα επίκαιρη κοσμοκεντρική φιλοσοφία των Προσωκρατικών συμβάλλει στη γονιμοποίηση της σκέψης αλλά και στη μεγάλη αναζήτηση της χαμένης της ενότητας. ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 19-10-2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου