Σελίδες

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΕΛΠΙΔΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΞΕΝΟΥΣ



Του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη

Εδα τότε τι, ,τι κάμομε, θ τ κάμομε μοναχο κα δν χομε λπίδα καμμία π τος ξένους. Τζορτζ πγε ες τ Νεάπολη, γινε κε στρατηγός. Μ προσκάλεσε, μ δύο γράμματά του, κα πειδ ξευρα τν ταιρείαν, δν δέχθηκα, λλ κοίταζα πό­τε ν βγομε δι τν Πατρίδα μας.

Τ
ν ταιρείαν μ τν επε Πάγκαλος. πειτα πέ­ρασε ρι­στείδης, κα ναγνωσταρς μ φερε γράμμα π τν ταιρεία, κα τότε ρχισα ν κατηχ κα γ διαφόρους ες τν Ζάκυνθο, Κεφαλονιά, κα διαφόρους καπεταναίους Σπετζιώτικων καραβιν κα δραϊκν κα ες τ 20 μ λθαν γράμματα π τν ψηλάντη δι ν εμαι τοιμος, καθς κα λοι ο δικοί μας. 25 Μαρτίου τον μέρα τς γενικς παναστάσεως. Ο γγλοι μαθαν τι λαβα κάτι γράμματα, κα λθε στυνομία δι ν μ ξετάσει τν νύκτα, λλ᾿ γ τ γράμματα τ εχα φυλάξει.

Ε
ς τς 3 ανουαρίου... κα ες τς 6 ανουαρίου βγκα, ες τν Μάνη ες το καπετν Παναγιώτη το Μούρτζινου τ σπίτι. Ες ατ τ διάστημα, πρν ν βγ ες τν Πελοπόννησον, πγα ες τος Κορφος μ τν πρόφασιν ν ζητήσω 4.000 τάλληρα π μισθος μου το Μαίτλαντ, κα δι ν νταμώσω τν ωάννη Καποδίστρια. Τν ντάμωσα, κάθησα 30 μέρας κα πέστρεψα πίσω ες τν Ζάκυνθο. κε μιλήσαμε πολλ περ τς ποθέσεως.

δ τελειώνει ζωή μου περασμένη, κα ρχιν τς πα­ναστάσεως. σάκις μβαινα ες δούλευσιν, μβαινα πάντοτε μ τν συμφωνία, τι π τν πτάνησον ν μν πομακρύνομαι, κα ν μν πολεμ παρ ες Τούρκικο τόπο, κα τ φόρεμα ν μν βγάλω. Ες τ νησι γνωρίσθηκα μ τος Βοτζαραίους κα καμα τν Μάρκο Βότζαρη δελφοποιτό.

Ε
ς τν καιρ τς νεότητος πο μποροσα ν μάθω κάτιτι, σχολεα, καδημίαι δν πρχαν· μόλις σαν μερικ σχολεα, ες τ ποα μάθαιναν ν γράφουν κα ν διαβάζουν. Ο παλαιο κονζα­μπασδες, πο σαν ο πρώτιστοι το τόπου, μόλις ξευραν ν γράφουν τ νομά τους. Τ μεγαλείτερο μέρος τν ρχερέων δν ξευρε παρ κκλησιαστικ κατ πρξιν, κανένας μως δν εχε μάθηση. Τ ψαλτήρι, τ κτωήχι, μηναος, λλαι προφητεαι, σαν τ βιβλία πο νέγνωσα. Δν εναι παρ φο πγα ες τν Ζάκυνθο, πο ερηκα τν στορία τς λλάδος ες τν πλοελληνικήν. Τ βιβλία πο διάβαζα συχν τον στορία τς λλάδος, στορία το ριστομένη κα Γορ­γ κα στορία το Σκεντέρμπεη. γαλλικ πανάστασις κα Ναπολέων καμε, κατ τν γνώμη μου, ν νοίξει τ μάτια το κόσμου. Πρωτύτερα τ θνη δν γνωρίζοντο, τος βασιλες τος νόμιζαν ς θεος τς γς, κα ,τι κα ν καμναν, τ λεγαν καλ καμωμένο. Δι ατ κα εναι δυσκολότερο ν διοικήσεις τώρα λαόν. Ες τν καιρό μου, τ μπόριο τον πολλ μικρό, τ χρήματα σαν σπάνια, τ τάλληρο τ πρόφθασα τρία γρόσια, κα ποιος εχε χίλια γρόσια, τον πράγμα μεγάλο, κα καμνε κανες δουλειές, σες τώρα δν καμνε μ χίλια βενέτικα. κοινωνία τν νθρώπων τον μικρή. Δν εναι παρ πανάστασίς μας, πο σχέτισε λους τος λληνας. Ερίσκοντο νθρωποι πο δν γνώριζαν λλο χωρι μακρυ μίαν ρα π τ δικό τους. Τν Ζάκυνθο τν νόμιζαν ς νομίζομεν τώρα τ μακρύτερο μέρος το κόσμου. μερικ μς φαίνεται ς πς τος φαίνετο ατν Ζάκυνθος· λεγαν ες τν Φραγκιά.

Τέλος πάντων, τ
μυστήριον τς ταιρείας ρχισε ν διαδίδεται ες κάθε λογς νθρώπους, κα καλος κα κακούς, κα βιασθήκαμε ν κινήσομε μίαν ραν ρχύτερα τν πανάσταση. Ντιόγος τ μαρτύρησε ες τν λ πασά. τζι λοιπν ες τς 3 ανουαρίου νεχώρησα π τν Ζάκυνθον κα ες τς 6 ανουαρίου φθασα ες τν Σκαρδαμούλα, ες το πατρικο μου φίλου καπετν Παναγιώτη Μούρτζινου. Τ κίνημά μας γινε ες τς 22 Μαρτίου ες τν Καλαμάταν. π τς 6 το ανουαρίου, ως ες τς 22 Μαρτίου, προσπάθησα, νέργησα ες τν Μάνην ν νώ­σωμεν διάφορα σπίτια Μανιάτικα κατ τν συνήθειάν τους, κα τος νώσαμεν, τος δελφώσαμεν. στειλα κα ες τς παρχίας τς Μεσσηνίας, Μυστρός, Καρύταινας, Φαναριο, Λεονταριο, ρκαδίας, τς Τριπολιτζς, κα λθαν κε πο ερισκόμουν, κα τος λεγα, τι: τν μέρα το Εαγγελισμο ν εναι τοιμοι, κα κάθε παρχία ν κινηθε ναντίον τν Τούρκων τν τοπικν, κα ν τος πολιορκήσουν ες τ διάφορα φρούρια, καθς ο ρκαδιανο ν πολιορκήσουν τ Νεόκαστρο, ο Μοθωναοι τν Μοθώνη, κα οτω καθεξς.

φο προετοιμάσαμεν κα συναγροικήθημεν, Ζαΐμης μ τος λλους, ναγκασμένοι ν πάγουν ες τν Τριπολιτζ ν μείνουν τζι, κτύπησαν τν Βοϊβόδα τν Καλαβρύτων. Ο Τορκοι μ μαθαν τι λθα κα μ νόμιζαν τι λθα μ 5 μ 6.000. γ μουν μ τέσσερους. λθαν ρκαδιανο κα Μυστριται Τορκοι μ ραγιάτικα σκουτι νδυμένοι, κα λθαν ν δον μ πόσους μουν, κα γ παιζα τς μάδες κα γύρισαν πίσω κα λεγαν, τι: «Ερήκαμε να γέρο κα παιζε τς μάδες». πγα ες τν Μούρτζινο, ς φίλο μου πατρικόν. Μαυρομιχάλης εχε τ νομα Μπέης, λλ᾿ Μούρτζινος εχε τν δύναμιν ες τν Μάνην. ρωτήθη τότε Μαυρομιχάλης δι τν ρχομόν μου, κα ατς πεκρίθη, τι δυστύχησε ες τν Ζάκυνθο κα λθε ες τν Μάνην δι ν τν βοηθήσουν ο φίλοι του κα ν πιστρέψει πίσω. Κα ες ατ φέρθηκε πολλ καλά, λλ δν εναι ληθιν τι μ πρόδωσε (1) ες τος Τούρκους. Δν εχε τν δύναμιν ν τ κάμει κα ν θελε, κα κτς τς φιλίας πο εχαμεν μ τν Μούρτζινον, εναι συνήθεια ες τν Μάνη ν περασπίζονται σους καταφεύγουν ες τν οκίαν των.

Ε
ς τς 23 Μαρτίου πιάσα­με τος Τούρκους ες τν Καλαμάτα, τν ρναούτογλην, σημαντικν Τορκον τς Τριπο­λιτζς. Εμεθα 2.000 Μανιάτες, Πετρόμπεης, Μούρτζινος, Κυβέλος, Δυτικ Σπάρ­τη. 100 τον ο Τορκοι μεινεμένοι, ς 10.000 φήμη τους μεγάλη. νατολικ Σπάρτη κινήθη τ διαν ραν. Τζανετάκης μ τν Κακαβουλι κινήθη δι τν Μυστρά. Ο Τορκοι τς Μπαρδούνιας κα Μυστρ πάγουν, τραβιονται ες τν Τριπολιτζά. Ο Τορκοι εχαν βάλει ποψία, προσκάλεσαν τος προεστος κα Δεσποτάδες, κα ατο πγαν. τον μβα το Μαρτίου. Δν τος σκότωσαν. Ο Σπαρτιται, φο πραν λάφυρα, προχωρον κα πολιορκον τν Μονεμβασιά. Ες τν Καλαμάτα κάμαμε συνέλευση, πόθεν ν πρωτοκινήσομε τ στρατεύματα. Ο Καλαματιανο κατάφεραν τν Μπέη ν πμε ες τν Κορώνη δι ν μν βάλουν σπαθ ο Τορκοι ες τος Χριστιανούς. γ δν στρέχθηκα, επα ν πμε ες τν παλαιν ρκαδία, ες τ κέντρο, δι ν βοηθομε (2) τος λλους. Τότενες τος επα: «Ἐὰν μο δώσετε βοήθεια π τοτο τ στράτευμα, καλς, εμ ναχωρ ν πάγω ες τ κέντρο». Εχα λάβει γράμμα π τν Κανέλλο, μ᾿ προσκαλοσε, τι εχε 10.000 ρματα, κα ν μβω π κεφαλς. Το Μούρτζινου ρρώστησε τ παιδί του, Διονύσιος, κα τζι δν κίνησαν λοι ο Μανιται. λαβα 200 π ατν κα 70 π τν Μπέη μ τν καπετν Βοϊδ κα μ 30 δικούς μου γενήκαμε 300 κα κοψα εθς δύο σημαες μ σταυρ κα κίνησα. Ο νδρουσιανο Τορκοι, 260 νδρες, μανθάνοντας τι εμεθα σκέρι φεύγουν, πνε στ κάστρα τς Μεσσηνίας. Κινώντας γώ, εχαν μίαν προθυμίαν ο λληνες, πο λοι μ τς εκόνας καναν δέηση κα εχαριστήσεις. Μο ρχετο πότε ν κλαύσω... π τν προθυμίαν πο βλεπα. ερες καναν δέηση. Ες τν ποταμν τς Καλαμάτας νασπασθήκαμε κα κινήσαμε.

Τ
ς 24 τν Μάρτη 1821 φθά­σαμε ες να χωρι τς Μεσσηνίας, Σκάλα λεγόμενον, πο εναι καμι πενηνταρι οκογένειες. σοι νδρες τον (3), τος στειλα πεζοδρόμους, κα τος λεγα: «Σύρτε στ κάστρα, πολιορκήσετε, κα σς προφθάνω μ 3.000» στρατήγημα. Τν αγν ξημέρωσε ες τς 25 το Εαγγελισμο. μαθαν ες τ Λεοντάρι τι βγκα μ τόσες χιλιάδες Μανιάτες, παίρνουν τ ζα τν ραγιάδων κα νεχώρησαν δι τν Τριπολιτζά. Κινώντας π τν Σκάλα, ρριξα καμμι χιλιάδα τουφέκια, τρες μπαταρις δι ν τ᾿ κούσει κόσμος, ν σηκωθε κατ τν παραγγελίαν. κούοντες ο Γαραντζαοι τ τουφέκια, σκό­τωσαν τος κεχαγιάδες, ατο θελαν ν φύγουν, κα γινε ρχ το σκοτωμο. κίνησα ν βγω ες τ Δερβένι το Λεονταριο δι τν παλαι ρκαδία. παντάω να μεζίλι π τος λληνας κα μο λέγει, τι ο Λεονταρίτες φυγαν κα πγαν σια στ Φραγκόβρυσο κα πειτα γύρισαν πίσω, κα κοψαν δύο τρες λληνας. 70 καβαλλαραοι τον. Επα: «Τρέξετε ν τος κλείσετε κα φθασα πίσω ες τ Λεοντάρι». Τν δια μέρα το Εαγγελισμο συνάζονται ο Φαναρίτες, λέγουν ες τος Τούρκους ν τραβηχθον ες τν Τριπολιτζά, διατ δν ξεύρουν τί εναι. Μαζώνονται Φαναρίτες κα Μουντριζάνοι (1) κι λλα μουρτατοχώρια (2) ριθμός των 1.700 τουφέκια. συνάχθηκαν πέξω π τν νδρίτζαινα δύο ρας σ μι βρύση, Σουλτίνα λεγόμενη, εχαν 3.000 ζα τν ραγιάδων μαζί τους. Τν δια μέρα ο ρκαδιανος θαλάσσης) συνάζονται λίγοι, κα Πρωτοσύγκελος κα λλοι παρακινον τος Τούρκους ν τραβηχθον ες τ κάστρα, κα τος δωσαν ζα, τος ξέβγαλαν σα μ τ Νιόκαστρο κα κε τος πολιόρκησαν, φο συνάχθηκαν κα π λλες παρχίες. πολιόρκησαν Ναβαρίνο, Μοθώνη κα Κορώνη. πγαν κα Μανιάτες. Ο νατολικο ες τν Μονοβασιά. Ο Καλαβρυτινο κα ο Πατραοι κα ο Βοστιτζάνοι πολιορκον τν Πάτρα κα Καστέλι. τον ρχηγο Ζαΐμης, Σωτήρης Χαραλάμπης, νδρέας Λόντος κα λοιποί. Σισίνης μ τος Γαστουναίους κα ο Πυργιτες μ τν Βιλαέτη βάρεσαν τος Γαστουναίους Τούρκους. Κα ατο κλείονται ες τ Χλουμούτζι (Καστλ Τορνέζε). Μανθάνοντας τοτο ο Λαλαοι, πάγουν, τος παίρνουν π τ Χλουμούτζι μ τς φαμελιές τους, κα τος πγαν ες το Λάλα. Τότε τ νησι καμαν προκλαματζιόνες: ν μν βγει κανες π τ νησι ες βοήθειαν τν λλήνων. Ζακύνθιοι κρυφίως φευγαν, χωριάτες κα χωραΐτες, κα γιναν συμβοηθο τν κινδύνων, κα τ πράγμα τους τ δήμευσαν· τόσο κα ο Μεταξάδες μ λλους πολλος Κεφαλονίτας κρυφίως βγκαν ες τν Γαστούνη κα τος δήμευσαν τ πράγμα τους. Δυτικ Ρούμελη ( Τούρκικη), τότε εχε τν σκοτούρα το λ πασ, διατ ο Σουλιτες πιασαν τ Σούλι. καταδρομ κατ το λ πασ μς βοήθησε πολύ. πρεπε πρτα ν πάγει ατός, τον μεγάλο θηρίο. νατολικ λλάς, δυσσέας, Γούρας, Διάκος κα Πανουρις κίνησαν νταυτ τ τουφέκι ες τν νατολικ λλς (πρίλιος).

Ο
Σπέτζες πρωτοσηκώθηκε· στειλαν ες τν δρα, κα ο δραοι δν τον κόμη σηκωμένοι. Ο νοικοκυραοι δν θελαν ν σηκωθον. Κουλοδήμας, Καπε­τν ντώνης κα Γκίκας το Θ. γαμβρς το Μιαούλη κα Πέτρος Μαρκέζης, συνώμοσαν μ τν λαν κα επαν τν ρχόντων: « σηκώνεσθε κα σες, θ βάλομε φωτι ν σς κάψομε, μόνον ρδινισθε τ καράβια σας». Τος ποχρέωσαν, δωσαν γρόσια κα βγκαν.

Τ
Ψαρ κίνησαν ατοθελήτως, κα Σάμος.

γ ες τς 25 πο κίνησα π τν Σκάλα, βγαίνοντας ες τ Δερβένι το Λεονταριο, πά­ντη­σα να πεζοδρόμο σταλμένο π τν Βασίλη Μπούτουνα Καριώτη, κα μο γραφε, τι: «Ο Τορκοι τς Καρυταίνης κα Βόϊβοδας το μπλακίου Μουσταφς Ριζιώτης κλείσθησαν ες τ παλιόκαστρο τς Καρύταινας. Κα ο δύο προεστο τς Καρύταινας, Σπήλιος Κουλς κα Μιχαλς, δν τον ες τν ταιρεία μβασμένοι κα δν ξευραν τί γένετο, κα παρακίνησαν τος Τούρκους ν μ φύγουν, λλ ν μείνουν ες τ Κάστρο. Κάμπος τς Καρύταινας δν θέλησε ν πιάσει τ ρματα». τζι μ᾿ γραφε ατός.

γ δν λειψα ν κάμω μία προσταγή, κα πάτησα τ βούλα μου: «ποιο χωρι δν θελε ν κολουθήσει τν φωνν τς Πατρίδος τζεκούρι κα φωτιά». Μανθάνοντας τι βγκα ες τ Δερβένι, ο 70 καβαλλαραοι εθς ναχώρησαν δι τν Τριπολιτζά. γ πγα σ να χωρι Τετέμπεη, νάμεσα Λεοντάρι κα Καρύταινα. Ο Μανιάτες μο επαν: «Ν πμε ες τ Λεοντάρι». Τος επα: «Ν πάρομε χαλκώματα;» Τν αγ ξημέρωσε, στς 26, ρριξα χίλια τουφέκια. καμα ν πάγω ες τν Καρύταινα, ν καρτερέσω τος Φαναρίτας κα τος Καρυτινούς, κα κούοντες τς μπατερίες κόσμος κινήθηκαν λοι. Ες τν δρόμον πάντησα να γράμμα το Βασίλη Μπούτουνα, κα μο λεγε: δές (3) τ γράμμα τν Φαναριτν πο κάθονται ες τν Σουλτίνα. Τ γραφαν ες τος Καρυτινος Τούρκους, κα γραφε τ γράμμα, τι αριο περνμε δι Τριπολιτζά, εμεθα τόσοι, τοιμασθτε ν νωθομε. βγκε Κολοκοτρώνης μ τόσες χιλιάδες Μανιάτες. Βασίλης εχε σκοτώσει τν Τορκον ες τ γεφύρι τς Καρύταινας, πο εχε τ γράμμα. Βλέποντας τ γράμμα κίνησα ν πιάσω τν τόπο, πο θελαν ν περάσουν ο Φαναρίτες. Βγαίνοντας γνάντια ες τν Καρύταινα ο Τορκοι κα βλέποντας τ μπαϊράκια, κα μ ξεχωρίζοντας τν Σταυρό, λεγαν τι εναι Τορκοι, κα πμε μεντάτι. γ τράβηξα ναν τόπον στενόν. λεγα τι θ περάσουν τν δια μέρα δι ν τος κτυπήσω. μήνυσα χωριάτων, πο τον ες τ στεν κενον, ν μο επον δι τος Τούρκους τος Φαναρίτας, κα μο επαν: «Δν χουν εδησιν, ες τν βρύση κοιμονται πόψε κα ταχ θ᾿ περάσουν». Κι γραψα ναν τεσκερ νς νδριτζάνου, Παναγιώτη Γιατροπούλου, ν κινήσει τ ρματα, ν τος φέρνει ποπίσω κα γ τος καρτερ πεμπροστά. Σν εδα, τι ο Τορκοι δν τον τν μέραν κείνη δι κίνημα, πρα τν χώραν τς Καρυταίνης, κα κλεισα τος Τούρκους ες τ Κάστρο (μέρα 26). Στς 27 σηκώθηκα χαραυγή, μ τ χάραμα, κα φησα τος Καρυτινος καμμι δεκαπενταρι νομάτους, κι γ πιασα τ στενό. Τν δια νύκτα, πο μουν ες τν Καρύταινα μο λθε εδησις π τν Παναγιώτη Γιατρόπουλο, τι: «Στελε μας στράτευμα, διατ μες δν συναχθήκαμε κόμα» παλιανθρωπιά.

ΠΗΓΗ: περ. ΑΡΔΗΝ, τ.74

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου