Σελίδες

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

Η χαμένη τέχνη της γραφής


του UMBERTO ECO

Τα παιδιά δεν ξέρουν πια να γράφουν με το χέρι, παρά μόνο να πληκτρολογούν στον υπολογιστή

Προσφάτως δυο ιταλοί δημοσιογράφοι έγραψαν ένα άρθρο τριών σελίδων- τυπωμένο, δυστυχώς- για την παρακμή της ιδιόχειρης γραφής. Είναι πλέον γνωστό: με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές (όταν τους χρησιμοποιούν) και τα SΜS τα παιδιά μας δεν ξέρουν πια να γράφουν χειρόγραφα, παρά μόνο με δυσκολία και στα κεφαλαία.

Σε μια συνέντευξη μια δασκάλα λέει επίσης ότι κάνουν πολλά λάθη στην ορθογραφία, αυτό όμως μου φαίνεται ότι αποτελεί ένα ξεχωριστό πρόβλημα. Οι γιατροί ξέρουν ορθογραφία αλλά γράφουν άσχημα, ενώ μπορεί κάποιος να είναι διπλωματούχος καλλιγράφος και να μην ξέρει αν πρέπει να γράψει «μύνημα» ή «μήνυμα».

Εγώ βεβαίως γνωρίζω παιδιά τα οποία γράφουν με το χέρι και με αρκετά καλά γράμματα. Το άρθρο όμως μιλάει για το 50% των παιδιών στην Ιταλία- και επομένως φαίνεται ότι από κάποια εύνοια της τύχης εγώ συγχρωτίζομαι με το υπόλοιπο 50% (το ίδιο άλλωστε μου συμβαίνει και στην πολιτική).

Το θέμα είναι ότι η τραγωδία αυτή ξεκίνησε πολύ πριν από την έλευση του ηλεκτρονικού υπολογιστή και του κινητού τηλεφώνου. Οι γονείς μου έγραφαν με έναν γραφικό χαρακτήρα λίγο πλαγιαστό (έχοντας το φύλλο του χαρτιού λοξά) και το κάθε γράμμα ήταν, τουλάχιστον για τα σημερινά δεδομένα, ένα μικρό έργο τέχνης. Είναι αλήθεια ότι την εποχή εκείνη επικρατούσε η άποψη- η οποία μάλλον διαδιδόταν απ΄ όσους είχαν κακό γραφικό χαρακτήραότι η καλλιγραφία είναι η τέχνη των ανόητων. Είναι επίσης προφανές ότι το να είναι κανείς καλλιγράφος δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι είναι πολύ έξυπνος. Ηταν όμως ευχάριστο να διαβάζεις ένα μπιλιέτο ή ένα έγγραφο γραμμένο όπως πρέπει (ή όπως έπρεπε).

Ακόμη και η δική μου γενιά διδάχθηκε να γράφει καλά και τους πρώτους μήνες της Α΄ Δημοτικού μαθαίναμε πώς να κάνουμε μονοκοντυλιά. Η άσκηση αυτή θεωρήθηκε αργότερα ανόητη και καταπιεστική, παρ΄ όλα αυτά μάς μάθαινε να κρατάμε σταθερό τον καρπό ώστε να μπορούμε να σχηματίζουμε, με τα πενάκια, γράμματα στρογγυλεμένα και παχουλά από τη μία μεριά και λεπτά από την άλλη. Εντάξει, όχι πάντα, γιατί η μελάνη του μελανοδοχείου, με την οποία λερώναμε τα θρανία, τα τετράδια, τα δάχτυλα και τα ρούχα μας, σχημάτιζε συχνά κόμπους που κολλούσαν στην πένα και απαιτούσαν δέκα ολόκληρα λεπτά επίπονων και ρυπαρών προσπαθειών για να καθαρίσουν.

Η κρίση ξεκίνησε μετά τον πόλεμο, με την έλευση του στυλό διαρκείας. Τα πρώτα στυλό προκαλούσαν και αυτά πολλούς λεκέδες και αν, αμέσως αφού γράφατε, περνούσατε το δάχτυλο επάνω από τις τελευταίες λέξεις, σίγουρα θα γινόταν μουντζούρα. Ετσι χάθηκε η επιθυμία τού να γράφει κανείς καλά. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και όταν ήταν καθαρό, το γράψιμο με το στυλό δεν είχε πια ψυχή, στυλ και προσωπικότητα.

Γιατί θα πρέπει να λυπόμαστε για την εξαφάνιση της καλλιγραφίας; Η δυνατότητα του να γράφει κανείς καλά και γρήγορα στο πληκτρολόγιο ενθαρρύνει τη γρήγορη σκέψη, ενώ επιπλέον (αν και όχι πάντα) ο ορθογράφος υπογραμμίζει με κόκκινο τα λάθη. Και αν η χρήση του κινητού τηλεφώνου κάνει τις νεότερες γενιές να γράφουν «τ κνς;» αντί για «τι κάνεις;», ας μην ξεχνάμε ότι οι πρόγονοί μας θα έφριτταν αν έβλεπαν ότι εμείς γράφουμε «ορισμένα» αντί για «ωρισμένα» ή «να παίξει» αντί «να παίξη», ενώ οι μεσαιωνικοί θεολόγοι έγραφαν «respondeo dicendum quod», κάτι το οποίο θα έκανε τον Κικέρωνα να χλωμιάσει από αγανάκτηση.

Είναι γεγονός ότι η τέχνη της ιδιόχειρης γραφής μάς διδάσκει να ελέγχουμε το χέρι μας και ενισχύει τον συντονισμό του χεριού και του ματιού. Το άρθρο των τριών σελίδων υπενθύμιζε ότι το γράψιμο με το χέρι μάς υποχρεώνει να συνθέσουμε νοητικά τη φράση στο μυαλό μας προτού τη γράψουμε. Σε κάθε περίπτωση, το γράψιμο με το χέρι, με την αντίσταση της πένας και του χαρτιού, επιβάλλει έναν πιο αργό ρυθμό που ευνοεί τη σκέψη. Πολλοί συγγραφείς, ακόμη και αν έχουν συνηθίσει να γράφουν στον υπολογιστή, γνωρίζουν καλά ότι μερικές φορές θα ήθελαν να μπορούσαν να χαράξουν τα κείμενά τους σε δέλτους από πηλό, όπως οι Σουμέριοι, για να μπορούν να σκέφτονται με την ησυχία τους.

Είναι αλήθεια ότι τα παιδιά θα γράφουν όλο και περισσότερο σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και κινητά τηλέφωνα. Παρ΄ όλα αυτά η ανθρωπότητα έχει μάθει να ανακαλύπτει εκ νέου ως σπορ ή ως αισθητική ευχαρίστηση πολλά πράγματα που ο πολιτισμός έχει εξοστρακίσει ως μη αναγκαία. Δεν είμαστε πια αναγκασμένοι να ταξιδεύουμε με άλογο, κάποιοι όμως κάνουν μαθήματα ιππασίας. Τα μηχανοκίνητα σκάφη υπάρχουν εδώ και καιρό, πάρα πολλοί όμως κάνουν με πάθος ιστιοπλοΐα όπως οι Φοίνικες πριν από 3.000 χρόνια. Υπάρχουν τούνελ και σιδηρόδρομοι, όμως πολλοί απολαμβάνουν την πεζοπορία ή την ορειβασία στα περάσματα των Αλπεων. Ακόμη και στην εποχή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου πολλοί συλλέγουν γραμματόσημα. Πολεμάμε με Καλάσνικοφ, διοργανώνουμε όμως ειρηνικά τουρνουά ξιφασκίας.

Θα ήταν καλό αν οι γονείς έστελναν τα παιδιά τους σε σχολές όπου θα έπαιρναν μαθήματα καλλιγραφίας συμμετέχοντας σε διαγωνισμούς και τουρνουά, όχι μόνο για να τα εκπαιδεύσουν στο ωραίο αλλά και για την ψυχοκινητική ευεξία τους. Σχολές του είδους υπάρχουν ακόμη σε πολλές χώρες. Για κάποιον δε ο οποίος δεν έχει σταθερή δουλειά αλλά έχει σταθερό χέρι, η διδασκαλία αυτής της τέχνης θα μπορούσε να αποβεί προσοδοφόρα.
ΠΗΓΗ:εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ,19 Σεπτεμβρίου 2009
Reblog this post [with Zemanta]

Το σκιώδες «φάσμα»


του Βασίλη Σιωμόπουλου, καθηγητή της Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόι, Σικάγο.

Η διαμάχη για τον μεταμοντερνισμό που φούντωσε πρόσφατα στις σελίδες του «Βήματος» και των «Νέων» μού θύμισε τη φράση που χρησιμοποίησε πριν από περίπου 15 χρόνια η γαλλική εφημερίδα «Le Monde» για να αναγγείλει τη δυσοίωνη άφιξη του μεταμοντερνισμού στον ευρωπαϊκό χώρο: «Το φάσμα του μεταμοντερνισμού πλανάται πάνω από την Ευρώπη». Η φράση, μίμηση του γνωστού συνθήματος του Μαρξ από το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», είναι φυσικά σχήμα υπερβολής: τα επαπειλούμενα δεινά του μεταμοντερνισμού είναι εντελώς διαφορετικού μεγέθους και είδους από τους κινδύνους που προμηνούσε ο κομμουνισμός την εποχή του Μαρξ.



Ωστόσο ο μεταμοντερνισμός φαίνεται να έχει έκτοτε διεισδύσει σε κάθε εκδήλωση της σύγχρονης κουλτούρας. Βιβλία και άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά μάς πληροφορούν κάθε τόσο για τα τελευταία προϊόντα της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας, της μεταμοντέρνας φιλοσοφίας, της μεταμοντέρνας αρχιτεκτονικής, του μεταμοντέρνου κινηματογράφου, της μεταμοντέρνας λαϊκής κουλτούρας. Φτάσαμε ακόμη να μιλάμε και για μεταμοντέρνα επιστήμη, μεταμοντέρνα πολιτική, μεταμοντέρνα θεολογία.

Τι ακριβώς είναι ο μεταμοντερνισμός και ποια είναι τα συστατικά του φάσματός του; Ας μου επιτραπεί να σημειώσω εξαρχής τη διπλή μεταφορική σημασία της λέξης «φάσμα»: το «φάσμα» του μεταμοντερνισμού δεν είναι μόνο η απειλή που υπαινίσσεται η γαλλική εφημερίδα, αλλά και το εύρος του συνόλου των ιδεών, τάσεων και προσανατολισμών του. Οι κατευθύνσεις αυτές συμπεριλαμβάνουν προσφορές από τη φιλοσοφία (Φουκό, Ντεριντά, Λιοτάρ, Ντελέζ), την κοινωνιολογία (Μποντριγιάρ), τη ψυχανάλυση (Λακάν), τη λογοτεχνία (Εκο, Ράσντι), την αρχιτεκτονική (Βεντούρι), τον κινηματογράφο (Λιντς, Αγγελόπουλος), τη λαϊκή κουλτούρα (Μαντόνα). Χωρίς αμφιβολία, ο μεταμοντερνισμός είναι κάτι περισσότερο από τη δυσκαταληψία ή και ακαταληψία των φιλοσοφικών κειμένων που έχουν συνδεθεί μαζί του. Καταγράφω, λοιπόν, συνοπτικώς, και σίγουρα χωρίς να εξαντλώ, τα πιο χαρακτηριστικά από τα συστατικά του «φάσματος» του μεταμοντερνισμού και αφήνω στον αναγνώστη να εκτιμήσει τα συνοδά δεινά του:

­Αντιορθολογισμός: Δεν υπάρχει «ορθός λόγος», προτάσεις αδιαμφισβήτητες, ικανές να δώσουν μια αντικειμενικά ορθή ερμηνεία των φαινομένων. Ο «ορθός λόγος» είναι προϊόν της ιδεολογίας που υπηρετεί (Φουκό, Κουν).

­Σχετικισμός: Δεν υπάρχουν απόλυτες αλήθειες ούτε καθολικές ηθικές αξίες. Αλήθεια και ηθική είναι τοπικά και σχετικά φαινόμενα, κοινωνικά κατασκευάσματα, προϊόντα συχνά συστημάτων δύναμης που τις επινοούν και τις επιβάλλουν (Φουκό).

­Αντιρεαλισμός: Δεν υπάρχει «πραγματικός» κόσμος. Ο κόσμος με τον οποίο ερχόμαστε σε επαφή είναι ένας κόσμος σημείων, εικόνες εικόνων που έχουν χάσει τη σύνδεσή τους με τα αρχικά αντικείμενα στα οποία αναφέρονται και έχουν αποκτήσει δική τους πραγματικότητα ­ μια πραγματικότητα πιο «πραγματική» από την πραγματικότητα που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν (Μποντριγιάρ).

­Πλουραλισμός: Δεν υπάρχει μία, αλλά πολλαπλές «αλήθειες». Ατομα και ομάδες ατόμων με διαφορετικές κουλτούρες κατασκευάζουν διαφορετικές ερμηνείες για τον κόσμο μέσα στον οποίο ζουν (Λιοτάρ).

­Εκλεκτισμός και υβριδισμός: Το μεταμοντέρνο έργο συνδυάζει εκλεκτικώς ετερογενή στοιχεία ετερογενών πολιτισμών, ετερογενείς τεχνοτροπίες, ετερογενή είδη λόγου και ετερογενή υλικά (Εκο, «Το όνομα του ρόδου»).

­Ειδωλοποίηση της επιθυμίας: Στον μεταμοντέρνο κόσμο, ορθός λόγος και ηθική υποκλίνονται στην παντοδυναμία της επιθυμίας: «Επιθυμία είναι η ουσία του ανθρώπου» (Λακάν), «Ο άνθρωπος είναι μια επιθυμούσα μηχανή» (Ντελέζ).

­Κατατεμαχισμός της ενότητας του χρόνου: Στο μεταμοντέρνο έργο, η διάκριση ανάμεσα στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον έχει πάψει να υφίσταται. Παρελθόν και μέλλον εύκολα ανακαλούνται ή φαντασιώνονται και καταγράφονται ως ασύνδετες, ασυνεχείς στιγμές του παρόντος (Αγγελόπουλος, «Το βλέμμα του Οδυσσέα»).

­Ερμηνευτική απροσδιοριστία: Ερμηνείες των φαινομένων πέρα από την επιφάνειά τους είναι μάταιες, αφού το νόημα των φαινομένων είναι ασταθές και απροσδιόριστο: κάθε έννοια ορίζεται από άλλες έννοιες που ορίζονται από άλλες έννοιες, και κάθε ερμηνεία διαφέρει από ερμηνευτή σε ερμηνευτή (Ντεριντά).

­Δυσπιστία στα «μεγάλα αφηγήματα»: Οι «μεγάλοι μύθοι» (μαρξισμός, ψυχανάλυση, θετικισμός) που έδιναν «ολικές» λύσεις στα κοινωνικά και πολιτισμικά φαινόμενα έχουν κλονιστεί ανεπανόρθωτα (Λιοτάρ).

­«Παιχνίδια γλώσσας»: Η ανεύρεση της αλήθειας, η απονομή της δικαιοσύνης, η πολιτική ελευθερία και άλλες παρόμοιες έννοιες είναι «παιχνίδια γλώσσας» με τους δικούς τους εξαρχής συμφωνημένους κανόνες, και διαφωνία και όχι ομοφωνία είναι η επιθυμητή έκβασή τους (Λιοτάρ).

­Αποκέντρωση του υποκειμένου: Το υποκείμενο δεν είναι πλέον κέντρο ελεύθερης, αυτόνομης δράσης, αλλά σημείο στο οποίο απρόσωπες δυνάμεις (υποσυνείδητο, γλώσσα, ιδεολογία, τεχνολογία) διασταυρώνονται και εκφράζονται μέσα από αυτό (Λακάν, Λιοτάρ).

­Αντιανθρωπισμός: Ο «άνθρωπος», «επινόηση της ευρωπαϊκής κουλτούρας από τον 16ο αιώνα και μετά» (Φουκό), ορίζεται και περιορίζεται από τις κοινωνικο-οικονομικές, γλωσσικές και ψυχολογικές συνθήκες της ύπαρξής του. Η «ουσιώδης καθολικότητα» της ανθρώπινης φύσης που διακήρυξαν οι ανθρωπιστές φιλόσοφοι του 18ου αι. είναι φιλοσοφικώς ανερμάτιστη.

­«Πολιτική της ταυτότητας»: Η πολιτική της ταξικής διαπάλης είναι υπόθεση του παρελθόντος. Μια νέα πολιτική, η «πολιτική της ταυτότητας» όλων εκείνων που «καταπιέζονται», με βάση το φύλο τους, τη φυλή τους, την εθνικότητά τους ή τις σεξουαλικές προτιμήσεις τους, βρίσκεται στο κέντρο των μεταμοντέρνων ανησυχιών.

­Εμπορευματοποίηση της γνώσης και της τέχνης: Αυτό που μετράει δεν είναι πλέον η συμβολή μιας θεωρίας στο πεδίο της γνώσης ή η αισθητική αξία ενός έργου τέχνης, αλλά η απόδοσή τους, η εμπορικότητά τους στην αγορά των ιδεών και της τέχνης (Μποντριγιάρ).

Η «απειλή» του μεταμοντερνισμού συνδέεται άμεσα με ορισμένες από τις θέσεις αυτές ­ με τον αντιορθολογισμό του, τον σχετικισμό του, τον αντιρεαλισμό του, τον αντιανθρωπισμό του, τη ρηχότητά του, την αδυναμία του να θέσει όρια σε οτιδήποτε, την αναρχία στην οποία τελικά οδηγεί. Αφορμώμενοι από τις θέσεις αυτές, μερικοί θεωρούν τον μεταμοντερνισμό ως το τελικό στάδιο μιας χρονίας κρίσης των αξιών του δυτικού πολιτισμού· άλλοι, ως τη φυσική συνέχεια και τελική υπέρβαση του μοντερνισμού· και άλλοι, ως την «πολιτισμική λογική του όψιμου καπιταλισμού».

Χωρίς αμφιβολία, οι αποτιμήσεις αυτές είναι υπερβολικές. Παρά τις τυμπανοκρουσίες του, ο μεταμοντερνισμός φαίνεται να βρίσκεται στην περιφέρεια της κουλτούρας της εποχής μας, όχι στο κέντρο της ­ δεν είναι ο λόγος της εποχής μας, αλλά ο αντίλογός της, όχι η κουλτούρα της, αλλά η αντικουλτούρα της.

Ούτε και κομίζει τίποτε καινούργιο, αφού κάθε διακριτικό γνώρισμα του μεταμοντερνισμού σε κάθε πεδίο εκδήλωσής του μπορεί εύκολα να ανιχνευθεί σε προηγούμενες εποχές. Αυτό που είναι καινούργιο με τον μεταμοντερνισμό είναι η ανάμειξη και συλλογική προβολή των στοιχείων αυτών. Το φάσμα που συνθέτουν τα στοιχεία αυτά είναι πράγματι ευρύ, πλην σκιώδες, όπως όλα τα φάσματα, χωρίς βάρος και χωρίς ουσία.

ΠΗΓΗ:εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 2-11-1997
Reblog this post [with Zemanta]

Μεταμοντέρνο: Το τελευταίο φιλοσοφικό ρεύμα του αιώνα



Μολονότι ο όρος «μεταμοντέρνο» έχει κεντρική θέση στις συζητήσεις περί πολιτισμού των τελευταίων δεκαετιών, δεν μπορούμε να πούμε ότι χρησιμοποιείται με την απαιτούμενη ακρίβεια. Μερικοί εξομοιώνουν το μεταμοντέρνο με τον ακραίο μηδενισμό, τον ανήθικο σχετικισμό ή την αναρχία· άλλοι το συνδέουν με έναν πολιτισμό κυριαρχούμενο από την κοινοτοπία των τηλεοπτικών αναπαραστάσεων και τις νέον επιγραφές στο στυλ του Λας Βέγκας, των οποίων η απανταχού παρουσία υπογραμμίζει την εκτεταμένη «μακντοναλντοποίηση» ενός κατά τα άλλα ανορεξικού κόσμου· άλλοι, ωστόσο, το περιορίζουν στην περιοχή της θεωρίας, συναρτώντας το με την έκρηξη της μεταστρουκτουραλιστικής θεωρίας, η οποία αναδύθηκε στις δεκαετίες του '60 και του '70, μέσα από τα έργα του Ντεριντά, του Λιοτάρ, του Λακάν, του Φουκό, της Κρίστεβα, του Μποντριγιάρ, του Ντελέζ, του Σαΐντ και του Πολ ντε Μαν, μεταξύ άλλων...


Εδώ γράφουμε αυτά που θέλουμε να εμφανίζονται μετά το "Διαβάστε περισσότερα".

Οι δύο ελευθερίες




Μια αριστοκράτισσα, που έζησε στα χρόνια της γαλλικής επανάστασης και έμεινε στην ιστορία με το περιγραφικό όνομα μαντάμ Ρολάν, αναφώνησε όταν πληροφορήθηκε τον αποκεφαλισμό του επαναστάτη φίλου της με απόφαση του Ροβεσπιέρου «ω Ελευθερία, πόσα εγκλήματα διαπράττονται στο όνομά σου». Φυσικά, η διαπίστωση αυτή της Γαλλίδας αριστοκράτισσας είναι ένα γενικό σχόλιο. Θα μπορούσα να πω πως είναι μια συνοπτική κριτική μιας ιστορικής εποχής. Εάν προσπαθήσουμε όμως να αναλύσουμε αυτό το σχόλιο θα διαπιστώσουμε, ότι η κριτική που εμπεριέχεται μέσα σε αυτό αφορά ολόκληρη την αγωνία του ανθρώπου να διεκδικήσει και να διατηρήσει την ελευθερία του...


Εδώ γράφουμε αυτά που θέλουμε να εμφανίζονται μετά το "Διαβάστε περισσότερα".

Αλλοτρίωση: Η βάση της ψευδούς συνείδησης

Karl Marx as a teenagerImage via Wikipedia

Ο κυριότερος λόγος, για τον οποίο αξίζει να ασχοληθεί κανείς με τη μαρξιστική έννοια της αλλοτρίωσης -(σύμφωνα με ορισμένους θεωρητικούς καταλληλότερος όρος είναι η αποξένωση)- είναι ότι οι ίδιοι οι κλασικοί την είχαν αναδείξει ως το θεμέλιο της ψευδούς συνείδησης, δηλαδή της ιδεολογίας που σε συνδυασμό με τη βία (κρατική εξουσία) στηρίζει την κυριαρχία της άρχουσας τάξης. Η ηγεμονία της υπάρχει και ενισχύεται, διότι κυριαρχεί η αποξένωση που γεννιέται στη βάση της κεφαλαιοκρατικής εμπορευματικής παραγωγής, αγκαλιάζει όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής.

Η κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας οφείλεται πρωτίστως στην κυριαρχία της εμπορευματικής παραγωγής και πιο συγκεκριμένα στη μορφή της αφηρημένης εργασίας και της ανταλλακτικής αξίας. «Το σύνολο της ανθρώπινης υποδούλωσης περιλαμβάνεται στη σχέση του εργάτη προς την παραγωγή, και όλες οι σχέσεις της υποδούλωσης δεν είναι τίποτα άλλο παρά τροποποιήσεις και συνέπειες αυτής της σχέσης» γράφει ο Κ. Μαρξ στα «Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα» (σελ.104).

Η αποξένωση εμφανίζεται όταν το αποτέλεσμα της δραστηριότητας του ανθρώπου αντιστρατεύεται τον άνθρωπο σαν κάτι αλλότριο, σαν μια δύναμη ανεξάρτητη από τον παραγωγό της, όταν ο αντικειμενικός κόσμος εμφανίζεται σαν μια δύναμη που υποτάσσει τον άνθρωπο αντί να αποτελεί την αυτοεπιβεβαίωσή του. «Η παραγωγή δεν παράγει τον άνθρωπο μόνο σαν εμπόρευμα, το ανθρώπινο εμπόρευμα, τον άνθρωπο με τη μορφή εμπορεύματος. Παράγει, επίσης, τον άνθρωπο πνευματικά και φυσικά σαν απανθρωποιημένη ύπαρξη... » (οπ.σελ. 109).

Η υποδούλωση και ο εξευτελισμός που δημιουργούνται από την αλλοτριωμένη εργασία στο καπιταλιστικό καθεστώς πλήττουν όχι μόνο την εργατική τάξη, αλλά γενικά όλη την κοινωνία.

Η αλλοτρίωση είναι ένα ιστορικό φαινόμενο. Δεν είναι μεταφυσική οντότητα ούτε φυσικός νόμος. Δεν είναι η ανθρώπινη φύση. Είναι μια στιγμή της ιστορικής εξέλιξης του ανθρώπου. Φυσικά, δεν μπορεί να ξεπεραστεί με τη θεωρία αλλά με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και τελικά της εμπορευματικής παραγωγής. Και όπως οραματιζόταν ο Τσε Γκεβάρα: «Η τελική και η πιο σημαντική επαναστατική φιλοδοξία είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από την αποξένωσή του».

Με τη διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις, ο άνθρωπος που εργάζεται είναι χωρισμένος από τα εργαλεία του και από το προϊόν της εργασίας του, που ανήκουν στον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής και όχι σε αυτόν. Αυτό είναι το φαινόμενο που ο Μαρξ ονομάζει αλλοτρίωση και το περιγράφει στη «Γερμανική Ιδεολογία»: «Η κοινωνική δύναμη, δηλαδή η πολλαπλασιασμένη παραγωγική δύναμη, που γεννιέται από τη συνεργασία διαφόρων ατόμων, όπως αυτή καθορίζεται από τον καταμερισμό εργασίας, παρουσιάζεται σε αυτά τα άτομα, μια που η συνεργασία τους δεν είναι εθελοντική, αλλά έχει προκύψει φυσικά, όχι σαν δική τους ενωμένη δύναμη, αλλά σαν ξένη δύναμη που υπάρχει έξω από αυτά, που αγνοούν την προέλευση και το σκοπό της, που επομένως δεν μπορούν να την ελέγχουν, που αντίθετα περνάει από μια ιδιόμορφη σειρά φάσεων και σταδίων τόσο ανεξάρτητη από τη θέληση και την πορεία των ανθρώπων, ώστε να διευθύνει στην πραγματικότητα αυτή τη θέληση και την πορεία των ανθρώπων» (Τόμος πρώτος, σελ.80).
Η αλλοτρίωση της εργασίας

«Σε τι συνίσταται η αλλοτρίωση της εργασίας;». Το ερώτημα αυτό έθεσε ο ίδιος ο Μαρξ και ιδού η απάντηση που δίνει: «Πρώτα - πρώτα στο ότι η εργασία είναι εξωτερική για τον εργάτη, δηλαδή δεν ανήκει στη βαθύτερη ύπαρξή του, ότι επομένως ο εργάτης δεν επιβεβαιώνει τον εαυτό του στην εργασία, αλλά αρνείται το εαυτό του, νιώθει μίζερος και καθόλου ευτυχισμένος, δεν αναπτύσσει ελεύθερα την πνευματική του και φυσική του ενεργητικότητα, αλλά απονεκρώνει τη σάρκα του και καταστρέφει το πνεύμα του. Ετσι, ο εργάτης βρίσκει τον εαυτό του μόνο έξω από την εργασία του. Την ώρα της εργασίας του αισθάνεται έξω από τον εαυτό του. Νιώθει άνετα όταν δε βρίσκεται στη δουλιά του και δε νιώθει άνετα όταν βρίσκεται στη δουλιά του. Ετσι η εργασία του δεν είναι εθελοντική, αλλά καταναγκαστική, είναι καταναγκαστική εργασία. Για το λόγο αυτό η εργασία δεν είναι ικανοποίηση μιας ανάγκης, αλλά ένα μέσο να ικανοποιήσει ανάγκες έξω από αυτήν. Ο αλλότριος χαρακτήρας της φαίνεται καθαρά από το γεγονός ότι μόλις πάψει να υπάρχει φυσικός ή άλλος εξαναγκασμός η εργασία αποφεύγεται σαν μάστιγα. Εξωτερική εργασία, εργασία στην οποία ο άνθρωπος αλλοτριώνει τον εαυτό του, είναι εργασία αυτοθυσίας, απονέκρωσης...».

Από τα παραπάνω έχουμε το αποτέλεσμα ότι «ο άνθρωπος (ο εργάτης) αισθάνεται πια ότι ενεργεί ελεύθερα, μόνο στις κτηνώδεις λειτουργίες του, δηλαδή να τρώει, να πίνει και να τεκνοποιεί, πολύ λίγο στο να στεγάζεται, να στολίζεται, κλπ. και ότι στις ανθρώπινες λειτουργίες δεν αισθάνεται πια παρά σαν ζώο. Το κτηνώδικο γίνεται ανθρώπινο και το ανθρώπινο γίνεται κτηνώδικο. Να τρώει, να πίνει, να τεκνοποιεί κλπ. είναι, βέβαια, επίσης λειτουργίες γνήσια ανθρώπινες. Αλλά όταν αποσπαστούν από άλλες πλευρές της ανθρώπινης δραστηριότητας και μετατραπούν σε τελικούς και αποκλειστικούς σκοπούς, είναι ζωώδεις λειτουργίες». (Κ. Μαρξ Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα, σελ. 95-96).

Χρειάζεται μάλλον να προστεθεί μία ακόμα αναφορά του Μαρξ για την αλλοτρίωση της εργασίας: «Η εργασία σίγουρα παράγει θαύματα για τον πλούσιο. Για τον εργάτη, όμως, παράγει αποστέρηση. Παράγει παλάτια, αλλά μόνο τρώγλες για τον εργάτη. Μπορεί οι μηχανές να αντικαθιστούν χειρωνακτική εργασία, αλλά δεν παύουν να στέλνουν άλλους εργάτες πίσω σε βάρβαρους τρόπους δουλιάς και άλλους τους μετατρέπουν σε εξαρτήματά τους. Η εργασία παράγει ευφυία αλλά επίσης παράγει και ηλιθιότητα και αποβλάκωση για τους εργάτες. (στο ίδιο σελ. 94).

Η αποξενωμένη εργασία όχι μόνο αποξενώνει τη φύση από τον άνθρωπο και αποξενώνει τον άνθρωπο από τον εαυτό του, από τη δική του δραστήρια λειτουργία, από τη δική του ζωτική δραστηριότητα, αλλά εξαιτίας αυτού αποξενώνει επίσης τον άνθρωπο από το είδος του. Η ίδια η ζωή εμφανίζεται μόνο ως μέσο για τη ζωή.

Αυτή η αλλοτρίωση του ανθρώπου στον καπιταλισμό είναι η πηγή όλων των υποδουλώσεων. Αφαιρεί από τη δράση του ανθρώπου τον ανθρώπινο και δημιουργικό χαρακτήρα της, γιατί εμποδίζει τον άνθρωπο να αναγνωρίζει τον εαυτό του και να εκφράζει την προσωπικότητά του και εξαπατά τη σκέψη του ανθρώπου οδηγώντας τον σε μια παραμορφωμένη εικόνα της πραγματικότητας.

Ηδη, όμως, στο πλαίσιο της παραγωγής που κυριαρχείται από την ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, κατά την αφετηρία κιόλας της παραγωγής με την πώληση της εργατικής δύναμης του εργάτη στον κεφαλαιοκράτη, η διαδικασία της εργασίας εμφανίζεται σαν μια διαδικασία ανάμεσα σε πράγματα- μέσα παραγωγής και εργατικής δύναμης- που αγόρασε ο κεφαλαιοκράτης και του ανήκουν.

Η μισθωτή εργασία είναι αποξενωμένη εργασία, γιατί γίνεται με σκοπό την επιβίωση και όχι την επιβεβαίωση του ανθρώπου, διότι είναι μέσο και όχι αυτοσκοπός, διότι είναι μερική εργασία, διότι είναι ξένη προς τον εργάτη, δεν του ανήκει, διότι την πραγματοποιεί υπό την κυριαρχία του κεφαλαιοκράτη στον οποίο ανήκει.

Η μισθωτή εργασία είναι διπλά αποξενωμένη και αποξενωτική, με την έννοια ότι ο οικονομικός εξαναγκασμός οδηγεί στην υποδούλωση στον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής και στην πώληση της εργατικής δύναμης.

Ο μισθός δεν είναι παρά μια αναγκαία συνέπεια της αποξένωσης της εργασίας. Η εργασία εμφανίζεται, όχι σαν ένας αυτοσκοπός, αλλά σαν υπηρέτης του μισθού...

Οι μισθοί είναι μια άμεση συνέπεια της αποξενωμένης εργασίας, και η αποξενωμένη εργασία είναι άμεση αιτία της ατομικής ιδιοκτησίας. Η πτώση του ενός συνεπάγεται την πτώση του άλλου.

Ο καταμερισμός εργασίας, ο οποίος συνδέεται με την ιδιωτική ιδιοκτησία και την ανταλλαγή εμπορευμάτων ανάμεσα σε μεμονωμένους ιδιοκτήτες έχει ως βασική συνέπεια ο παραγωγός να εξειδικεύεται σε μια δραστηριότητα, η οποία στα πλαίσια της κεφαλαιοκρατικής εμπορευματικής παραγωγής περιορίζεται ακόμη παραπέρα.

Με τον καταμερισμό της εργασίας ο άνθρωπος αντί να λειτουργεί ως ένα καθολικό ον, περιορίζεται σε μια αποσπασματική, επιμέρους δραστηριότητα.

Ο Φρ. Ενγκελς εύστοχα διαπιστώνει στο «Αντι-Ντύρινγκ»: «Στη σημερινή κοινωνία οι άνθρωποι κυριαρχούνται από τις οικονομικές σχέσεις που οι ίδιοι δημιούργησαν και από τα μέσα παραγωγής που οι ίδιοι παρήγαγαν σαν από μια ξένη δύναμη».

Αντίθετα, στην ανώτερη κομμουνιστική κοινωνία, «όταν θα έχει εξαφανιστεί η υποδουλωτική υποταγή των ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας και μαζί της η αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και σωματική δουλιά, όταν η εργασία θα έχει γίνει όχι μόνο μέσο ζωής, αλλά και η πρώτη ανάγκη της ζωής, όταν με την ολόπλευρη ανάπτυξη των ατόμων θα έχουν αναπτυχθεί οι παραγωγικές δυνάμεις που θα αναβλύζουν πιο άφθονα από τις πηγές του κοινωνικού πλούτου, τότε μόνο (...) θα γράφει η κοινωνία στη σημαία της: Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του!». («Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», σελ. 15).

Ο φετιχισμός του εμπορεύματος και του χρήματος

Η αλλοτριωμένη εργασία, που χωρίζει τον άνθρωπο από τον καρπό της δραστηριότητάς του, μεταβάλλει πραγματικά τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους σε σχέσεις ανάμεσα σε πράγματα (αντικείμενα). Με τη διαδικασία αυτή της αντικειμενοποίησης, όπου το ανθρώπινο στοιχείο μετατρέπεται σε υλικό αντικείμενο, ξένο προς τον άνθρωπο, δηλαδή σε εμπόρευμα, όλες οι σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους καταντούν λειτουργία του χρήματος.

Στο σύγχρονο κόσμο η παραγωγή εμπορευμάτων εμφανίζεται ως τελικός σκοπός του ανθρώπου και ο πλούτος, το χρήμα, ως τελικός σκοπός της παραγωγής. Το εμπόρευμα και το χρήμα επιβεβαιώνονται ως αυθύπαρκτες δυνάμεις και αξίες μέσω του ανθρώπου.

Το εμπόρευμα εξουσιάζει τον άνθρωπο και όλες οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων εμφανίζονται με τη μορφή σχέσεων ανάμεσα σε εμπορεύματα, ανάμεσα σε πράγματα, δηλαδή με τη μορφή δυνάμεων όχι ανθρώπινων αλλά φυσικών και υπερφυσικών, δυνάμεων τυφλής αναγκαιότητας.

Ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο» ονομάζει αυτό το φαινόμενο φετιχισμό του εμπορεύματος:

«Είναι μόνο μια καθορισμένη κοινωνική σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους, που, γι' αυτούς, παίρνει εδώ τη φανταστική μορφή μιας σχέσης των πραγμάτων ανάμεσά τους. Για να βρούμε ένα ανάλογο φαινόμενο, πρέπει να το αναζητήσουμε στη σκοτεινή περιοχή του κόσμου της θρησκείας. Εδώ τα προϊόντα του ανθρώπινου εγκεφάλου φαίνονται σαν είναι ανεξάρτητα, προικισμένα με δική τους ζωή, που επικοινωνούν με τους ανθρώπους και μεταξύ τους. Το ίδιο γίνεται και με τα προϊόντα του ανθρώπινου χεριού στον κόσμο των εμπορευμάτων. Αυτό το ονομάζω φετιχισμό, που κολλάει στα προϊόντα της εργασίας μόλις αρχίσουν να παράγονται σαν εμπορεύματα και που γι' αυτό είναι αχώριστος από την εμπορευματική παραγωγή. Αυτός ο φετιχικός χαρακτήρας του κόσμου των εμπορευμάτων πηγάζει από τον ιδιόμορφο κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας που παράγει εμπορεύματα». (Τόμος πρώτος, σελίδα 86).

Ο Μαρξ προσδιόρισε το εμπόρευμα ως μια αντιφατική ενότητα αξίας χρήσης και (ανταλλακτικής) αξίας. Αυτή η διπλή φύση του εμπορεύματος είναι απόρροια της διπλής φύσης της ίδιας της εργασίας. Η διπλή φύση της εργασίας: Από τη μια είναι συγκεκριμένη εργασία και πηγή της αξίας χρήσης των εμπορευμάτων και από την άλλη είναι αφηρημένη εργασία και η πηγή της αξίας των εμπορευμάτων.

Χρήμα: «Η αλλοτριωμένη ικανότητα του ανθρώπινου γένους»


Το χρήμα, το «γενικό ισοδύναμο όλων των εμπορευμάτων», διπλασιάζει το φετιχισμό του εμπορεύματος. Αντί άλλης ανάλυσης αξίζει να αναφερθεί το απόσπασμα από τον Μαρξ στα «Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα», με βάση αποσπάσματα έργων του Σαίξπηρ και του Γκαίτε (Τίμων ο Αθηναίος και Φάουστ), το οποίο δείχνει με έξοχο και παραστατικό τρόπο πώς μέσω του χρήματος η κοινωνική δύναμη μετατρέπεται σε ατομική δύναμη των κατόχων του χρήματος. Πώς το χρήμα μεταμορφώνει κάθε μια από τις ουσιαστικές δυνάμεις του ανθρώπου στα αντίθετά τους: «Αυτό που υπάρχει για μένα και μέσα από το σύνδεσμο του χρήματος, αυτό που μπορεί να πληρώσει το χρήμα, αυτό ακριβώς είμαι εγώ, ο κάτοχος του χρήματος. Οι ιδιότητες του χρήματος είναι δικές μου, εμένα του κατόχου, ιδιότητες και ουσιαστικές δυνάμεις. Ετσι, αυτό που είμαι και αυτό που μπορώ να κάνω, σε καμία περίπτωση δεν καθορίζεται από την ατομικότητά μου. Είμαι άσχημος, αλλά μπορώ ν' αγοράσω την πιο όμορφη γυναίκα. Αυτό σημαίνει ότι δεν είμαι άσχημος, γιατί το αποτέλεσμα της ασχήμιας, η απωθητική της δύναμη, εξουδετερώνεται από το χρήμα. Είμαι κουτσός, αλλά το χρήμα μού προμηθεύει 24 ποδάρια, κατά συνέπεια δεν είμαι κουτσός. Είμαι κακός, ανυπόληπτος, ασυνείδητος και κουτός άνθρωπος. Το χρήμα όμως, είναι ευυπόληπτο και το ίδιο και ο κάτοχός του... Είμαι άμυαλος, αν όμως το χρήμα είναι ο πραγματικός νους όλων των πραγμάτων, πως είναι δυνατό ο κάτοχός του να είναι άμυαλος; Κάτι περισσότερο, ο κάτοχος του χρήματος μπορεί να εξαγοράσει έξυπνους ανθρώπους για λογαριασμό του. Συνεπώς έχει εξουσία πάνω σε έξυπνους ανθρώπους, εξυπνότερους απ' αυτόν. Με το χρήμα μπορώ να έχω το καθετί που επιθυμεί η ανθρώπινη καρδιά. Δεν είμαι έτσι κάτοχος όλων των ανθρώπινων ικανοτήτων; Δεν αντιστρέφει λοιπόν το χρήμα όλες μου τις ανικανότητες σε ικανότητες;».

Η θεία δύναμη του χρήματος βρίσκεται στη φύση του, σαν αποξενωμένη και αλλοτριωτική ειδολογική ουσία του ανθρώπου που αλλοτριώνεται η ίδια πουλώντας τον εαυτό της. Το χρήμα, συμπέραινε ο Μαρξ, είναι η αλλοτριωμένη ικανότητα του ανθρώπινου γένους!

Καταναλωτισμός: Κυριαρχία των πραγμάτων στους ανθρώπους

Στη σφαίρα της κατανάλωσης επιβεβαιώνεται η κυριαρχία των πραγμάτων πάνω στους ανθρώπους και ταυτόχρονα ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας των κοινωνικών σχέσεων.

Τα προϊόντα (είτε με τη μορφή υπηρεσιών είτε με τη μορφή αντικειμένων) δεν καταναλώνονται μόνο και συχνά καθόλου σαν αξίες χρήσης, αλλά για να ικανοποιήσουν την αίσθηση «του έχειν» και ακόμα να αναβαθμίσουν τη θέση του καθενός στα πλαίσια της ανταγωνιστικής κοινωνίας. Η κατοχή πραγμάτων γίνεται μέσο για κοινωνική καταξίωση και προβολή.

«Με την πληθώρα των αντικειμένων μεγαλώνει το βασίλειο των αλλότριων δυνάμεων προς τις οποίες ο άνθρωπος είναι υποκείμενος και κάθε νέο προϊόν είναι μια νέα δυνατότητα αμοιβαίας απάτης και αμοιβαίας διαρπαγής. Ο άνθρωπος γίνεται ακόμα φτωχότερος σαν άνθρωπος και χρειάζεται όλο και περισσότερο χρήματα... Η ποσότητα του χρήματος γίνεται ολοένα και περισσότερο η μοναδική του σημαντική του ιδιότητα...». (Οικ. και Φιλ. Χειρόγραφα, σελ.141).

Ετσι η κατανάλωση αναπαράγει και διευρύνει την αποξένωση και καθιστά ακόμα πιο δύσκολη τη διαδικασία απεγκλωβισμού από τις κυρίαρχες αξίες, παρά τη διεύρυνση των δυνατοτήτων που προκαλεί η ανάπτυξη της παραγωγής.

Επιπλέον, το πιστωτικό σύστημα και το πλαστικό χρήμα στενεύουν όλο και περισσότερο τις δυνατότητες απεγκλωβισμού από τις κυρίαρχες αξίες και ανάγκες. Η ίδια η ζωή μετατρέπεται σε «ζωή επί πιστώσει» και καθυποτάσσεται στην ευτυχία ικανοποίησης ψευτοαναγκών ή στη δυστυχία της μη ικανοποίησής τους.

Η κατανάλωση για την κατανάλωση λειτουργεί συχνά σαν μοναδική διέξοδος και ικανοποίηση. Αγοράζονται, συχνά, προϊόντα -γνωστών πολυεθνικών γιατί έτσι πιστεύουν αυτοί που τα αγοράζουν ότι αναδεικνύουν την προσωπικότητά τους!. Τα πράγματα αποκτούν έτσι μια αξία συμβόλου, γοήτρου και επίδειξης. Ο άνθρωπος παύει να είναι ο εαυτός του και είναι το αυτοκίνητό του, το κινητό του, η κολόνιά του, το ρολόι, κ.ο.κ.

Ο καταναλωτής δεν είναι παρά ένας κυνηγός συμβόλων που υποτάσσεται στις κυρίαρχες αξίες, στο φετιχισμό του χρήματος και στη λογική του ανταγωνισμού, ο οποίος αναδεικνύεται, μέσω της ψευτοατομικότητάς του. Οι άνθρωποι αυτοαναγνωρίζονται και αναγνωρίζονται από τους άλλους μέσα από τα προϊόντα που καταναλώνουν.

Την αποξενωμένη εργασία ακολουθεί μια αποξενωμένη κατανάλωση.

Η αποξένωση (αλλοτρίωση) επεκτείνεται και στον «ελεύθερο χρόνο». Η αστική τάξη «έσπασε χωρίς οίκτο όλους τους πολυποίκιλους φεουδαρχικούς δεσμούς, που συνδέανε τον άνθρωπο με τους φυσικούς ανωτέρους του και δεν άφησε κανέναν άλλο δεσμό ανάμεσα στον άνθρωπο και τον άνθρωπο, εκτός από το γυμνό συμφέρον, από τη χωρίς συναίσθημα "πληρωμή τοις μετρητοίς"... Μετέτρεψε την προσωπική αξιοπρέπεια σε ανταλλακτική αξία και στη θέση των απειράριθμων διασφαλισμένων και κεκτημένων ελευθεριών έβαλε τη μοναδική ασυνείδητη ελευθερία του εμπορίου» (Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς «Το Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος» (σελ. 19).

Πέρα από τη μετατροπή της εργατικής δύναμης σε εμπόρευμα και τη μετατροπή σε μισθωτού εργάτη «του γιατρού, του νομικού, του παπά, του ποιητή, του ανθρώπου της επιστήμης» (στο ίδιο σελίδα 12), η εμπορευματοποίηση διευρύνεται και σήμερα θεωρείται συνηθισμένο φαινόμενο η πώληση μελών του ανθρώπινου σώματος, του ίδιου του ανθρώπινου σώματος (μαζική πορνεία) ακόμα και βρεφών.

Τα πάντα εμπορευματοποιούνται: η υγεία, η παιδεία, το σύνολο της κουλτούρας, του αθλητισμού, της πληροφόρησης. Ακόμα και τα φυσικά αγαθά που μέχρι πρόσφατα έμειναν έξω από την εμπορευματική παραγωγή: Ο χρόνος, ο καθαρός αέρας, ο ήλιος, η θάλασσα, τα δάση, κ.ο.κ.

Ετσι, διευρύνεται ο κύκλος των πραγμάτων και των αντικειμένων που, ενώ υποτίθεται ότι δημιουργούνται για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του ανθρώπου, τον χρησιμοποιούν ως μέσο και κυριαρχούν πάνω του.

Η στρεβλή συνείδηση, προϊόν αυτής της κατάστασης γενικευμένης αποξένωσης, καθιερώνεται ως κυρίαρχο σύστημα αξιών, ως κυρίαρχη ιδεολογία. Στο πλαίσιο αυτής της ιδεολογίας και της ενσωμάτωσης στις κυρίαρχες αξίες της αλλοτρίωσης και αποξένωσης, πλασάρονται ως προσωποποίηση της επιτυχίας οι πιο «απάνθρωπες» εικόνες ανθρώπων, όπως ο πλήρως ενσωματωμένος γιάπις, τα μοντέλα, ο ψευτοστάρ, ο δίκαιος βιομήχανος, ο επιτυχημένος τζογαδόρος στο Χρηματιστήριο, κ.ο.κ. Ταυτόχρονα, η κατοχή των πραγμάτων από τον καθένα (τα κυβικά και η μάρκα του αυτοκινήτου, το κινητό τηλέφωνο, κ.ο.κ) γίνεται καθοριστικός παράγοντας της ατομικότητας και της προσωπικότητάς του!

«Το έχειν», όμως, σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν να αντισταθμίσει την απώλεια σε ανθρωπιά, την αποξένωση από την ουσία του ανθρώπου. Οσο λιγότερο είσαι εσύ ο ίδιος, τόσο λιγότερη είναι η έκφραση που δίνεις στη ζωή σου, όσο περισσότερα έχεις τόσο περισσότερο αλλοτριώνεται η ζωή σου και τόσο περισσότερο αποθηκεύεις την αποξενωμένη ζωή σου.
ΠΗΓΗ: εφημ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 9 Ιούλη 2000.

Reblog this post [with Zemanta]

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

Σεβασμός της διαφορετικότητας, ο μεγάλος στόχος


της NAVI PILLAY, Υπατου αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα


Οι παλαιές και οι νέες μορφές διακρίσεων και μισαλλοδοξίας εξακολουθούν να διαιρούν τις κοινωνίες σε όλο τον κόσμο.

Το αίσθημα της ξενοφοβίας βρίσκεται σε άνοδο και συχνά γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης για δημαγωγικούς ή σκοτεινούς πολιτικούς σκοπούς. Μέρα με τη μέρα η διαβρωτική επίδραση της ξενοφοβίας υπονομεύει τα δικαιώματα των αμέτρητων θυμάτων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στη φετινή Ημέρα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (10 Δεκεμβρίου 2009), τα Ηνωμένα Εθνη ζήτησαν από όλο τον κόσμο να αγκαλιάσει τη διαφορετικότητα και να δώσει τέλος στις διακρίσεις.

Οι διακρίσεις μπορούν να λάβουν πολλές μορφές, κρυφές ή ολοφάνερες, δημόσιες ή ιδιωτικές. Μπορεί να πάρουν τη μορφή του θεσμοθετημένου ρατσισμού ή της εθνοτικής διαμάχης και να εκδηλώνονται με επεισόδια μισαλλοδοξίας και απόρριψης πέρα από κάθε έλεγχο. Θύματα των διακρίσεων είναι τα άτομα ή οι ομάδες ατόμων που θεωρούνται διαφορετικοί, λόγω της φυλής, του χρώματος, του φύλου, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης, της περιουσιακής κατάστασης, του τόπου γέννησης, της αναπηρίας ή του σεξουαλικού τους προσανατολισμού.

Οι διακρίσεις έχουν πολλά επίπεδα. Τον μεγαλύτερο αποκλεισμό και τη μεγαλύτερη περιστολή των δικαιωμάτων τους αντιμετωπίζουν τα περιθωριοποιημένα άτομα όταν επιχειρούν να αποκτήσουν πρόσβαση στη στέγαση, την τροφή, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και την εκπαίδευση.

Τα άτομα με αναπηρία αποτελούν τη μεγαλύτερη και πιο μειονεκτούσα μειονότητα του κόσμου. Για παράδειγμα, το 98% των παιδιών με αναπηρίες στις αναπτυσσόμενες χώρες δεν πηγαίνει στο σχολείο. Οι αυτόχθονες πληθυσμοί αντιπροσωπεύουν το 5% του συνολικού παγκόσμιου πληθυσμού, αλλά και το 15% των φτωχότερων μελών του. Οι γυναίκες εργάζονται τα δύο τρίτα των ωρών εργασίας και παράγουν τη μισή ποσότητα των τροφίμων παγκοσμίως. Ωστόσο, λόγω των διακρίσεων και των στερεοτύπων σχετικά με τον ρόλο των φύλων, κερδίζουν μόνο το 10% του παγκόσμιου εισοδήματος ενώ κατέχουν λιγότερο από το 1% των ιδιοκτησιών σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η Ιστορία έχει αποδείξει επανειλημμένως ότι όταν οι διακρίσεις, η ανισότητα και η μισαλλοδοξία αποκτήσουν ρίζες, μπορούν να καταστρέψουν τα ίδια τα θεμέλια των κοινωνιών, να περάσουν τα σύνορα και να δηλητηριάσουν τις σχέσεις μεταξύ των εθνών.

Η Ιστορία έχει επίσης επιβεβαιώσει ότι αυτού του είδους οι αποτρόπαιες πρακτικές δεν έχουν καμία απολύτως θετική πλευρά. Οι διακρίσεις υπονομεύουν την κοινωνική και οικονομική συνοχή της κοινωνίας. Απομυζούν τους πόρους της. Σπαταλούν τα ταλέντα της. Περιθωριοποιούν τα παραγωγικά άτομα και καταπιέζουν τη δημιουργικότητά τους.

Οφείλουμε να καταπολεμήσουμε τη μισαλλοδοξία και τα στενά συμφέροντα που γεννούν τις διακρίσεις. Το πράττουμε ήδη. Το όραμα των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η απόλυτη αποφασιστικότητα και η ενέργειά τους έχουν αποδώσει καρπούς.

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι έχουμε επιτύχει αξιοσημείωτη πρόοδο, αλλά δεν θα πρέπει να σταματήσουμε εδώ. Οι διακρίσεις δεν εξαφανίζονται μόνες τους. Πρέπει να τις καταπολεμούμε εκεί που εμφανίζονται. Πρέπει να προχωρήσουμε μπροστά και να προχωρήσουμε γρήγορα.

Δεν πρέπει να παραβλέπουμε επίσης το γεγονός ότι η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μάς κάνει όλους πλουσιότερους. Αντίθετα, η υποβίβαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας έχει συνέπειες για όλους μας. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις σημερινές πολυεθνικές και πολυπολιτισμικές κοινωνίες μας. Είναι επίσης εξαιρετικά επείγον να καταπολεμήσουμε τις διακρίσεις σε περιόδους κρίσης, όπως στην τρέχουσα οικονομική ύφεση, η οποία έχει δυσανάλογες επιπτώσεις για τους περισσότερο ευάλωτους και τις ήδη περιθωριοποιημένες ομάδες της κοινωνίας. Ο ανταγωνισμός για τους λιγοστούς πλέον πόρους εκθέτει τις μειονότητες σε υπόνοιες και επιθέσεις.

Στις 10 Δεκεμβρίου 1948, η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διακήρυττε κατηγορηματικά ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι στην αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα. Περισσότερα από εξήντα χρόνια αργότερα, τα λόγια αυτά ηχούν με αμείωτη ένταση. Ας κάνουμε τις αρχές της Οικουμενικής Διακήρυξης πραγματικότητα παντού. Η παγκόσμια ανεκτικότητα και ο σεβασμός της διαφορετικότητας είναι ο μεγάλος μας στόχος.

ΠΗΓΗ:εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 10 Δεκεμβρίου 2009

Bιβλία και οθόνες


Κάθε τόσο ακούγονται σήματα κινδύνου: οι Eλληνες δεν διαβάζουν βιβλία, βρίσκονται μεταξύ των τελευταίων στις αγορές (και βέβαια ούτε λόγος γίνεται για τη χρήση ή καν για την ύπαρξη δημοσίων βιβλιοθηκών). Δεν διαβάζουν άλλωστε ούτε εφημερίδες - κι εδώ μεταξύ των τελευταίων. Aπό άλλες καταμετρήσεις βγαίνει από πού αντλούν οι Eλληνες κάποια ελάχιστα όρια καλλιέργειας και ενημέρωσης: μεταξύ των πρώτων στον χρόνο παρακολούθησης της τηλεόρασης. Eύκολα βγαίνουν και τα δυσάρεστα συμπεράσματα για το τι σημαίνουν αυτά ως προς την πνευματική ολοκλήρωση του ελληνικού λαού, αλλά και ως προς την ικανότητά του να παίξει τον ρόλο που του ανήκει σ' ένα δημοκρατικό πολίτευμα - τα δύο θέματα δεν είναι άλλωστε τόσο χωριστά όσο θα μπορούσε κανείς να νομίσει.


Εδώ γράφουμε αυτά που θέλουμε να εμφανίζονται μετά το "Διαβάστε περισσότερα".

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

H συνύπαρξη των διαφορετικών

του Σπ. Γεωργίου

Δοκίμιο

H νεωτερικότητα ως όρος χρησιμοποιείται για να εκφράσει τις κοινωνίες που προέκυψαν στον δυτικό κόσμο από τη φάση του Διαφωτισμού και μετά. Τα βασικά χαρακτηριστικά των νεωτερικών κοινωνιών είναι η πολιτική δημοκρατία (που προσδιορίζεται κατ' αρχήν με τη νομική κατοχύρωση συγκεκριμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων), η τεχνολογική ανάπτυξη (που εκφράζεται ποικιλότροπα και ιδίως στην εκβιομηχάνιση), η αυτονόμηση της εκπαίδευσης (εκκοσμίκευση της παιδείας) και η ορθολογική οργάνωση της κοινωνίας (που πιστοποιείται κυρίως με νέους θεσμούς διοίκησης της πολιτείας). Ως ακρογωνιαίος λίθος της νεωτερικότητας λογίζεται η επιστημονική γνώση η οποία θεωρείται και το μόνο μέσο για τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό και την αναδιαμόρφωση του κόσμου. Μπορούν όμως πράγματι όλες οι κοινωνίες να είναι νεωτερικές ή να γίνουν ομοιότροπα νεωτερικές;

Στο ερώτημα αυτό επιχειρεί να απαντήσει ο Τζον Γκρέι με το βιβλίο του H Αλ Κάιντα και η νεωτερικότητα. Ο συγγραφέας - πολιτικός φιλόσοφος και καθηγητής της Ευρωπαϊκής Σκέψης στη London School of Economics - εκκινεί από τη θέση ότι το πρόταγμα του Διαφωτισμού, για έναν καλύτερο καινούργιο κόσμο διαμέσου της επιστημονικής γνώσης, είναι μύθος.

Ως κεντρικός πυρήνας αυτού του μύθου θεωρείται ο λογικός θετικισμός που στις απαρχές του εκπροσωπείται από τον Σεν Σιμόν, τον Αύγουστο Κοντ και μετέπειτα από τους στοχαστές του Κύκλου της Βιέννης. Για τους πιονιέρους θετικιστές του 19ου αιώνα στην Ευρώπη η νεωτερικότητα είναι ο μετασχηματισμός του κόσμου διαμέσου της πρακτικής εφαρμογής της επιστημονικής γνώσης (τεχνολογία). H επιστήμη, ως κινητήρια δύναμη της ιστορικής αλλαγής θα συμβάλει και στη δημιουργία μιας οικουμενικής ηθικής που θα εξαλείψει όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητας.

Στο όνομα αυτών των πεποιθήσεων που προσέλαβαν χαρακτήρα θρησκευτικής πίστης εμφανίστηκαν - εκδηλώθηκαν - επιχειρήθηκαν τρεις εκδοχές υλοποίησης του νεωτερικού ιδεώδους: ο σοβιετικός κομμουνισμός, ο εθνικοσοσιαλισμός και ο ισλαμικός φονταμενταλισμός (που εκφράζεται κυρίως με την Αλ Κάιντα).

Τα τρία αυτά εγχειρήματα κατά κανόνα περιγράφονται ως επιθέσεις εναντίον της Δύσης· είναι όμως εκφάνσεις της νεωτερικής δυτικής παράδοσης. Οι μπολσεβίκοι εξαρχής επιδίωξαν να αντιγράψουν τα πιο προωθημένα χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού βίου, οι ναζί προήλθαν από έναν κόσμο λεωφόρων και βαριάς βιομηχανίας, οι φονταμενταλιστές της Αλ Κάιντα έλκουν τις διανοητικές τους ρίζες στον ρομαντικό αντι-Διαφωτισμό. Και οι τρεις εκδοχές χρωστούν πολλά στις ιδέες και στα κινήματα του ριζοσπαστικού ευρωπαϊκού αναρχισμού του 19ου αιώνα που μετέτρεψαν την προπαγάνδα σε τρομοκρατική πράξη.

Συνεπώς δεν είναι εχθροί του Διαφωτισμού γιατί οι γενεσιουργοί πυρήνες τους εντοπίζονται σε αντιλήψεις του νεωτερικού κόσμου. Ο σοβιετικός κομμουνισμός, ο ναζισμός και το ριζοσπαστικό ισλάμ είναι - τελικά - συμπτώματα του (μυθώδους) προτάγματος του Διαφωτισμού. Είναι συμπτώματα μιας ασθένειας την οποία προσποιήθηκαν ότι θα θεραπεύσουν.

Νεωτερικό υβρίδιο

Παρ' όλα αυτά η πίστη στον ιδιάζοντα νεωτερικό μύθο εξακολουθεί να είναι ισχυρή και ευρέως διαδεδομένη. H θρησκευτική αυτή πίστη διαμορφώνει καθοριστικά ακόμη τα πολιτικά πράγματα, τα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων στον κόσμο και οδηγεί πολιτικούς οργανισμούς. Σε αυτή την πίστη στηρίζεται και η σύγχρονη κυρίαρχη πεποίθηση ότι μόνο ο «αμερικανικού τύπου δημοκρατικός καπιταλισμός» είναι όντως προορισμένος να διαδοθεί παντού - ώστε να αναδυθεί ένας καλύτερος καινούργιος κόσμος. Ο νέος αυτός κόσμος αμερικανικού τύπου προορίζεται - σύμφωνα με τους θιασώτες της ελεύθερης αγοράς - να ενσαρκώσει την τελική μορφή της ανθρώπινης διακυβέρνησης. Και για την επίτευξη αυτής της αποστολής οι διαμορφωτές της πολιτικής των ΗΠΑ επιχειρούν και ασκούν έλεγχο ακόμη και σε διεθνείς φορείς όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα.

Ωστόσο η εκπλήρωση του οικουμενικού αυτού σκοπού είναι ανέφικτη επειδή το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα είναι ευάλωτο σε κρίσεις και επιπλέον επειδή τα δρώμενα σε πολλές χώρες του πλανήτη καταρρίπτουν την πεποίθηση ότι η εκβιομηχάνιση και η ειρήνη συμβαδίζουν.

H σπανιότητα των φυσικών πόρων, η συνεχής πληθυσμιακή αύξηση, η παράνομη μετανάστευση, οι επιπτώσεις του AIDS και το γεγονός ότι εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων ζουν σε συνθήκες ημι-αναρχίας είναι σύγχρονα προβλήματα που καταδεικνύουν έναν κόσμο μη ειρηνικό. Και όταν διακυβεύονται τα αναγκαία για τη ζωή οι άνθρωποι - αναπόφευκτα - αναλαμβάνουν πολιτικές πρωτοβουλίες.

Σε αυτό το εύθραυστο σύγχρονο κοινωνικό τοπίο ευδοκιμεί και η τρομοκρατία που εκδηλώνεται από νεωτερικές οργανώσεις όπως είναι η Αλ Κάιντα. H Αλ Κάιντα - ένα «νεωτερικό υβρίδιο» θεμελιωμένο στις θέσεις του Σαγίντ Κουτμπ, θεωρητικού του ριζοσπαστικού ισλάμ - εκπροσωπεί ένα νέο είδος πολέμου. Μια πολεμική σύγκρουση αντι-συμβατική που έχει θρησκευτικό χαρακτήρα επειδή η ιδέα του Διαφωτισμού για έναν οικουμενικό πολιτισμό (που προβάλλει η Δύση) είναι ένα παρακλάδι του χριστιανισμού· και σε αυτήν αντιπαρατίθεται (ένα υποπροϊόν της δυτικής ριζοσπαστικής σκέψης) το ιδιάζον υβρίδιο της Αλ Κάιντα.

Ο δυτικός μύθος

Τι καταδεικνύει αυτή η σύγκρουση; Καταδεικνύει την επικινδυνότητα συγκεκριμένων πεποιθήσεων. Αφενός της πεποίθησης ότι ο κόσμος μπορεί να μετασχηματιστεί με θεαματικές τρομοκρατικές πράξεις και αφετέρου της πεποίθησης ότι μέσω της επιστήμης ο κόσμος θα εκμοντερνιστεί (κατά τα δυτικά πρότυπα). Οι απαρχές αμφότερων αυτών των πεποιθήσεων βρίσκονται στη θρησκεία. Και η ζημιά που προξένησε η Αλ Κάιντα έγκειται στο ότι χτυπώντας τον δυτικό μύθο, τον αναζωπύρωσε και ταυτόχρονα ενδυναμώνοντας τον δικό της μύθο, διάνοιξε έναν κύκλο νέας απεριόριστης βίας.

Ο Τζον Γκρέι απαντά - τελικά - με σαφήνεια στο κυρίαρχο ερώτημα: «Κάθε κοινωνία που διαθέτει τη δύναμη της επινοητικότητας είναι νεωτερική. Δεν μπορούν όμως όλες οι κοινωνίες να είναι νεωτερικές. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι μόνο μια κοινωνία μπορεί να είναι νεωτερική». Γι' αυτό προτείνει ότι κάθε χώρα αξίζει να είναι ελεύθερη να βρει τη δική της εκδοχή της νεωτερικότητας, σε έναν πιο κατακερματισμένο κόσμο εντός του οποίου θα συμβιώνουν ειρηνικά καθεστώτα και τρόποι ζωής εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους.

Συμμεριζόμενος την αξία του προτάγματος για «πράξη» προσανατολίζεται σε ένα φιλελεύθερο modus vivendi όπου θα συνυπάρχουν - με πλήρη αναγνώριση - διαφορετικές ταυτότητες στην ίδια κοινότητα, στην ίδια κοινωνία, ακόμη και στο ίδιο πρόσωπο.

Ο συγγραφέας-εκφραστής πια του μεταμοντέρνου φιλελευθερισμού προσέγγισε με ύφος ανεπιτήδευτο και ιδιαίτερα φροντισμένο το θέμα του σε τρία επίπεδα αλληλένδετα μεταξύ τους. Συνδέοντας, μέσω μιας εκφραστικής γλώσσας, το φιλοσοφικό - ιστορικό επίπεδο με το οικονομικό και το πολιτικό, εκτιμώ πως κατέδειξε με πειστικότητα (στο παρόν βιβλίο) ότι στο πλαίσιο της νέας τρομοκρατικής βίας που χαρακτηρίζει την παγκοσμιοποιημένη εποχή μας η επιβολή της Pax Americana δεν είναι εφικτή.

H προσεκτική μετάφραση, το κατατοπιστικό προλογικό σημείωμα (για τον συγγραφέα και τις θέσεις του) και το χρηστικό ευρετήριο όρων στο τέλος του βιβλίου ολοκληρώνουν την εκδοτική προσπάθεια παρουσίασης των θέσεων του Τζον Γκρέι καθιστώντας το ένα αξιόλογο σύγγραμμα.

ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 17 Οκτωβρίου 2004

Η «γλώσσα» της μόδας

της Χριστίνας Κουλούρη, αναπληρώτριας καθηγήτριας της Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

«Τι είναι η μόδα τελικά;» έγραφε ο Οσκαρ Ουάιλντ. «Συνήθως είναι μια μορφή ασχήμιας τόσο ανυπόφορη που πρέπει να την αλλάζουμε κάθε έξι μήνες». Πράγματι, η μόδα, ως συστατικό στοιχείο της νεωτερικότητας, συνδέθηκε με τη συνεχή καινοτομία, την καταστροφή του παλαιού και τη δημιουργία του καινούργιου. Βασικό χαρακτηριστικό της μόδας είναι να επιβάλει ως νέο κανόνα ό,τι μέχρι χθες ήταν η εξαίρεση και να το εγκαταλείπει και πάλι όταν γίνει κοινός τόπος, κτήμα των πολλών. Συνδέεται συνεπώς με την αλλαγή, το καινούργιο και την εφευρετικότητα. Εν τούτοις, στην πραγματικότητα η μόδα δεν εισάγει ποτέ κάτι που είναι ουσιωδώς καινούργιο γιατί η αληθινή καινοτομία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και να απορροφηθεί γρήγορα στην πολιτισμική καθημερινότητα. Συχνές είναι αντίθετα οι αναφορές στο παρελθόν ­ σε μόδες που εμφανίζονται ως καινοτόμες ­ ή σε μετασχηματισμούς που είναι ήδη ορατοί σε άλλα πεδία.

Ως δυτικό «προϊόν», η μόδα ακολουθεί τις εξελίξεις της εκβιομηχάνισης και του καταναλωτισμού και μπορεί να θεωρηθεί ως ένα φαινόμενο με παγκόσμιες διαστάσεις που προωθεί την πολιτισμική ομογενοποίηση Ταυτόχρονα, ωστόσο, στο ίδιο πλαίσιο της νεωτερικότητας η μόδα ταυτίζεται με την προώθηση της ατομικότητας μέσω της διάκρισης. Συνεπώς, με έναν αντιφατικό τρόπο, η διαφοροποίηση μέσω της μόδας, που στηρίζει την ανάπτυξη της ατομικότητας, ακολουθείται από τον μιμητισμό προς τον «κανόνα» και την ομοιομορφία που ορίζει η εκάστοτε μόδα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των τζινς τα οποία συνδυάζουν και τις δύο όψεις ­ είναι τόσο ένα «λαϊκό» ένδυμα όσο και ένα «εξαιρετικό». Τα τζινς επιβεβαιώνουν εξάλλου την πολιτισμική σημασία της μόδας στον σύγχρονο κόσμο εφόσον ­ στενά συνδεδεμένα με την αμερικανική πολιτισμική ηγεμονία ­ έφθασαν να συμβολίζουν ουσιώδη στοιχεία του δυτικού καπιταλισμού, όπως ο ελεύθερος χρόνος, η άνεση, η κοινωνικότητα.

Η σύνδεση μόδας και ατομικισμού έχει ως συνέπεια η μόδα αφενός να θεωρείται ένα μέσο αυτοέκφρασης και αναπαράστασης του εγώ και αφετέρου να ικανοποιεί ατομικές επιθυμίες με τη μορφή της δημιουργίας ενός «συμβολικού κεφαλαίου». Η δεύτερη λειτουργία της μόδας έχει αναλυθεί από τον Πιερ Μπουρντιέ, στη γραμμή ανάλυσης που είχε προτείνει ο Θ. Βέμπλεν (Th.Veblen) στο γνωστό βιβλίο του για την «αργόσχολη τάξη» και την «επιδεικτική κατανάλωση». Ο Μπουρντιέ αναλύει τις «στρατηγικές της (κοινωνικής) διάκρισης» με τη βασική αρχή ότι οικονομική δύναμη σημαίνει πρωτίστως και κατ' εξοχήν να μπορεί κάποιος να αποστασιοποιηθεί από την οικονομική ανάγκη. Η προφανής σπατάλη είναι πράγματι ένας τρόπος για να μετατραπεί το οικονομικό κεφάλαιο σε πολιτικό, κοινωνικό, πολιτισμικό ή «συμβολικό» κεφάλαιο. Οπωσδήποτε, θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι οι «στρατηγικές της διάκρισης» συμπεριλαμβάνουν όχι μόνο την επιδεικτική κατανάλωση και την άσκοπη σπατάλη αλλά και την επιδεικτική αποχή από την κατανάλωση.

Ως προς την πρώτη λειτουργία της μόδας, δηλαδή τη μόδα ως «καθρέφτη του εαυτού», πολλοί αναλυτές, με πρώτο τον Ρ. Μπαρτ, έχουν εισηγηθεί μια δομιστική σημειολογική ανάλυση του ενδύματος ή της «γλώσσας των ρούχων» (σύμφωνα με τον όρο που πρότεινε η Α. Λιούρι). Η δομιστική προσέγγιση θεωρεί ότι σταθερές σημασίες μπορούν να αποκαλυφθούν σ' αυτή την «οπτική γλώσσα». Στοιχεία όπως το χρώμα, το ύφασμα, η γραμμή κ.ο.κ. του ενδύματος ενσωματώνουν στο ένδυμα τις βασικές πολιτισμικές διακρίσεις του κοινωνικού φύλου, της ηλικίας, της κοινωνικής θέσης, της εθνικότητας. Και πριν εξάλλου από τη δομιστική προσέγγιση του ενδύματος, η τεχνική της ανάγνωσης της πολιτικής θέσης ή της ηθικής ενός ατόμου βάσει του τρόπου που ντύνεται ήταν ευρύτατα διαδεδομένη στην ιστορία του γυναικείου κινήματος.

Εν τούτοις, παρ' όλο που το ένδυμα μπορεί να προσφέρει πληροφορίες για τη συμπεριφορά, παρ' όλο που γίνεται επίσης ένα είδος πολιτισμικής έκφρασης εξωτερικεύοντας τον εσωτερικό κόσμο, και παρά την αναντίρρητη σύνδεση μόδας και κοινωνικής τάξης, η «ανάγνωσή» του γίνεται εξαιρετικά δύσκολη γιατί οι μόδες έχουν ασταθή και αμφίσημα νοήματα, όπου η επιθυμία, η ευχαρίστηση και η φαντασία μπορούν να παίζουν έναν εξίσου σημαντικό ρόλο. Συχνά, εξάλλου, το ένδυμα χρησιμοποιείται όχι για να προβάλει αλλά για να συσκοτίσει την κοινωνική θέση ενός ατόμου ή, επίσης, για να εκφράσει επιθυμίες και προσδοκίες χωρίς να εξασφαλίζει την ικανοποίησή τους. Τέλος, σύμφωνα με την ανάλυση του Μ. Φουκό, χρησιμοποιήθηκε στη διαδικασία «πειθάρχησης» και «χειραγώγησης» του σώματος, κυρίως μέσω της στολής (στρατιωτικής και επαγγελματικής) και της γενικής «κανονικοποίησης» της ενδυμασίας για ειδικές περιπτώσεις, όπως γάμοι, κηδείες και άλλες τελετές.

Η σύνδεση της μόδας βεβαίως με την καταναλωτική κοινωνία, την «εξωτερικότητα» και την «υλικότητα», τα πρότυπα κάλλους, το σώμα, τη γυναικεία ταυτότητα, την άφησε στο περιθώριο της επιστημονικής ενασχόλησης. Η πρόσφατη είσοδός της όμως στον «ναό» του πνεύματος, το μουσείο, θέτει γενικότερα ερωτήματα σχετικά με την «Τέχνη» και το πολιτισμικά σημαντικό, στα οποία θα επανέλθουμε σε επόμενη επιφυλλίδα.
ΠΗΓΗ:εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 10 Φεβρουαρίου 2002
Reblog this post [with Zemanta]

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Η ωφέλιμη ελευθερία

I found this fascinating quote today:
Όλοι διακηρύσσουν (και οι περισσότεροι μάλιστα το πιστεύουν) ότι η ελευθερία είναι καλό πράγμα . Το πρόβλημα όμως είναι ότι λίγοι γνωρίζουν γιατί. Άλλοι πιστεύουν στην ελευθερία διότι τους κάνει να νιώθουν καλά και άλλοι διότι χύθηκε αίμα γι' αυτήν. Τι στην ευχή! Τόσοι και τόσοι σκοτώθηκαν για να είμαστε εμείς ελεύθεροι, δεν μπορεί να έκαναν λάθος. Κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι η ελευθερία είναι κάτι κληρονομικό. Ότι γεννιόμαστε ελεύθεροι και έτσι πρέπει να παραμείνουμε. Ακολουθούν την παράδοση της θεωρίας των φυσικών δικαιωμάτων, η συνοπτικότερη και ίσως καλύτερη διατύπωση της οποίας απαντάται στη «Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ»: «Θεωρούμε αυτές τις αλήθειες αυταπόδεικτες, ότι όλοι οι άνθρωποι δημιουργούνται ίσοι και ότι προικίζονται από τον Δημιουργό τους με συγκεκριμένα και αναφαίρετα Δικαιώματα, ανάμεσα στα οποία είναι η Ζωή, η Ελευθερία και η επιδίωξη της Ευτυχίας».spoudasterion.pblogs.gr, Ludus Literarius

You should read the whole article.

Whispering behind doors



Στις τέχνες που χάνονται πρέπει να συμπεριλάβουμε το κουτσομπολιό, το οποίο χρησίμευε, κάποτε, στο να προστατεύεται η ηθική ευθυγράμμιση της κοινότητας με τα συμφωνηθέντα.


Εδώ γράφουμε αυτά που θέλουμε να εμφανίζονται μετά το "Διαβάστε περισσότερα".
Reblog this post [with Zemanta]

Οι βάρβαροι και οι νεοβάρβαροι


Μόνο με τον διάλογο, την ανεκτικότητα και τη συνύπαρξη των διαφορών θα αφήσουμε πίσω μας την εποχή των πολέμων, του φονταμενταλισμού και της αντιπαράθεσης Δύσης- Ισλάμ, υποστηρίζει ο γνωστός θεωρητικός Τσβετάν Τοντόροφ


Εδώ γράφουμε αυτά που θέλουμε να εμφανίζονται μετά το "Διαβάστε περισσότερα".
Reblog this post [with Zemanta]

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

Οι Ελληνες και ο κόσμος

του Δ. ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, διευθυντή του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών.

Αν την ίδια στιγμή πέσεις πάνω σε ένα λύκο και σε έναν Ελληνα, σκότωσε τον Ελληνα· από τον λύκο μπορεί και να γλιτώσεις».

Την κοίταζα έκπληκτος. Ηταν χαρακτηριστικός τύπος Ιταλίδας, με την έμφυτη εγκαρδιότητα, τη χαρούμενη διάθεση και την άνεση που δίνουν τον τόνο στην όλη συμπεριφορά των γυναικών της χώρας της, εφόσον δεν έχουν βαριά οικονομικά ή οικογενειακά προβλήματα. Ειδικά ως προς τους Ελληνες όσα είχε πει ως τότε διόλου δεν έδειχναν ότι μας θεωρούσε χειρότερους από θηρία. Από πού πήγαζε αυτό το ξέσπασμα; Είναι δυνατόν, ειδικά σήμερα, να μας θεωρούν τόσο επίφοβους;

«Μας ξέρετε;», τη ρώτησα.

«Βεβαίως. Η μάνα μου, που τη λάτρευα, ήταν Ελληνίδα».

Οι υπόλοιποι, Ισπανοί στην πλειονότητά τους, παρακολουθούσαν τη συζήτηση με ζωηρό ενδιαφέρον. Σαφέστατο ήταν ότι και αυτοί πολλά είχαν να πουν επί του θέματος, αλλά, καθώς θεωρούνται ο πιο ιπποτικός λαός της Ευρώπης, θα προτιμούσαν ­ θεωρητικώς έστω ­ να πεθάνουν παρά να ενοχλήσουν ξένο στον τόπο τους. Τότε ενέσκηψε στη συζήτηση ο Κορσικανός: «Εμείς λέμε...», άρχισε ­ και σταμάτησε για να ρίξει μια μεγάλη ματιά γύρω του.

Ενδομύχως ετοιμάστηκα για το επόμενο χτύπημα· προμηνυόταν φοβερό. Οι Κορσικανοί, πράγματι, είναι σαν τους δικούς μας Μανιάτες αλλά πιο αυθόρμητοι και περισσότερο βίαιοι: στο νησί τους, «έναν παράδεισο», δεν είναι τελείως απίθανο να γίνει κάποιος κομμάτια «για αστείο».

«Εμείς λέμε», συνέχισε ο συμπατριώτης του Ναπολέοντα, «μακάρι να πέσεις σε χέρια Ελληνα».

Η σιωπή γύρω μου γινόταν πνιγηρή· οι Ισπανοί είχαν αρχίσει να δυσφορούν. Θέλησα να ξαναφέρω ατμόσφαιρα εγκαρδιότητας.

«Και πότε το λέτε αυτό;», ρώτησα προσεκτικά προσεκτικά.

«Οταν θέλουμε να ρίξουμε κατάρα».

Ενιωθα κολλημένος στον τοίχο. Ο Κορσικανός ξέσπασε σε γέλιο πλατύ: «Δεν σημαίνει όμως αυτό ότι δεν σας θαυμάζουμε· συχνά σας αγαπάμε κιόλας». Και μετά, πιάνοντας το ποτήρι του: «Στην υγειά σου, με όλη μου την καρδιά», είπε και ήπιε.

Τι ξέρουμε για τους προγόνους μας; Λίγα πράγματα. Πιάνουμε το νήμα της συνέχειας που διατρέχει τις χιλιετίες ­ αλλά δεξιά και αριστερά σκοτάδι. Φως έχει πέσει αρκετό στον 5ο αιώνα π.Χ.· λιγότερο στον επόμενο. Για την περίοδο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τα ελληνιστικά χρόνια γνωρίζουμε κατά βάση ό,τι αξιοποιήθηκε από ξένους. Οσον αφορά τον Μεσαίωνα και τα μετέπειτα, μόνο την επιφάνεια: Ποιοι ήταν οι ψυχολογικοί μηχανισμοί που διείπαν τον ιδιωτικό αλλά και δημόσιο βίο των υπηκόων του πιστού εν Χριστώ βασιλέως Ρωμαίων; Γιατί ο Ηράκλειος «άφησε να νικήσουν» οι Αραβες; Τι γλώσσα μιλούσαν τότε; Γιατί τα αρχαία ελληνικά διατήρησαν την αίγλη τους στον χριστιανικό κόσμο; Τι εκπροσωπούσε ο Φώτιος; Ποιο ήταν το ιδεολογικό σύστημα της αυτοκρατορικής αυλής; Υπήρξαν αόρατες συγκρούσεις; Ποια ήταν η ουσιώδης αιτία του σχίσματος με τη Δυτική Εκκλησία; Από πού προήλθε το γενικότερο μίσος προς τη Δύση; Μέσα από ποιες διεργασίες μπόρεσαν οι Οθωμανοί να φτιάξουν κράτος και να καταπιούν την Κωνσταντινούπολη; Πώς αντιμετώπισαν τα διάφορα τμήματα του ελληνικού κόσμου την πτώση της αυτοκρατορίας; Τι ένιωσαν κατά τον 16ο αιώνα οι κάτοικοι των πόλεων; Πώς ζούσαν οι άνθρωποι της υπαίθρου; Ποια ήταν τα μεγάλα κίνητρα της εξέγερσης του Σκυλοσόφου στις αρχές του 17ου αιώνα; Γιατί εγκαταλείφθηκε τότε το σχέδιο του παγχριστιανικού ξεσηκωμού κατά των Οθωμανών; Αντιστρόφως, πώς αντιμετώπιζαν οι σουλτάνοι τους έλληνες υπηκόους τους; Γιατί απέτυχαν τα ορλωφικά; Γιατί οι Πελοποννήσιοι δεν άφησαν ποτέ το τουφέκι; Γιατί οι Επτανήσιοι, «Δυτικοί σαν τους Ιταλούς», δεν έγιναν ποτέ ρωμαιοκαθολικοί; Ποιες ήταν οι βαθύτερες, διεθνείς συνέπειες της κατοχής των Κυκλάδων από τους Ρώσους; Από πού ξεκίνησε η Φιλική Εταιρεία; Πώς πέτυχε η Επανάσταση του 1821; Πήραν τα όπλα «πρώτα υπέρ πίστεως και μετά υπέρ πατρίδος» ή αντίστροφα; Ποια είναι, σε παγκόσμιο επίπεδο, η σημασία του Ελληνικού Ναυτικού; Τι πήγαινε να κάνει ο Κολοκοτρώνης; Τι επιζητούσε ο Καποδίστριας; Τι ρόλο έπαιξε στην ανεξάρτητη Ελλάδα ο κάθε βασιλιάς ξεχωριστά; Πώς εισπήδησε στο πολιτικό προσκήνιο ο Ελευθέριος Βενιζέλος; Πώς εξηγούνται οι δολιχοδρομίες του και το δραματικό του τέλος; Γιατί οι Γερμανοί απέφευγαν να χτυπήσουν την Ελλάδα; Ποιες ήταν οι βαθύτερες συνέπειες της ιταλικής ήττας τον χειμώνα του 1940-1941; Πώς αποτιμάται ο Αρης Βελουχιώτης; Πώς έβλεπε ο Στάλιν την Ελλάδα;

Στη χώρα μας έχουν μείνει λίγα ερείπια και ακόμη λιγότερα αρχεία: ο κόσμος έχει υπαρξιακώς κουραστεί από τις επί χιλιετίες εισβολές, επιδρομές, στάσεις και καταστροφές. Ο,τι ήταν παλιό θεωρήθηκε παλιό ­ και πετάχτηκε. Ετσι, αν είναι να κάνει κανείς εκτεταμένη έρευνα για την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας π.χ., πρέπει να πάει σε αρχειακά κέντρα είτε της Τουρκίας είτε της Ισπανίας. Ο Παπαρρηγόπουλος είχε γενικώς δίκιο, αλλά οι επιστημονικές μονογραφίες που απαιτεί η οιονεί πλαισίωση του έργου του χρειάζονται όχι γενεά μα γενεές ερευνητών. Οσον εξάλλου αφορά ειδικώς τον Μεσαίωνα και τα πριν, το «Ονομα του Ρόδου» του Ουμπέρτο Εκο έδωσε ­ ίσως ακούσια ­ μια πρώτη γεύση: Μήπως υπάρχουν κείμενα αρχαίων άγνωστα ακόμη; Μήπως πρέπει οι μεγάλες βιβλιοθήκες της Δύσης να σαρωθούν ακόμη μία φορά α λα Σάθα;

Πέρα όμως από τα «τεκμήρια», υπάρχει και η διαίσθηση, βασική πηγή της οποίας είναι η επαφή με τους ανθρώπους: κακώς θεωρείται η κλασική περίοδος μοναδική εστία αίγλης των Ελλήνων· αντίθετα, οι πολλές και σπουδαίες λέξεις που συνεχώς χρησιμοποιούνται από ευρωπαϊκούς λαούς προέρχονται από την «ύστατη» αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα. Πράγματι, το έτυμον λέξεων όπως «μιλάω» (parler, parlare, από την «παραβολή»), «δωμάτιο» (chambre, camera, camara, από την «καμάρα»), «χορός» (bal, ballo, baile, από το «βαλλίζω»), «πλατεία» (place, piazza, plaza, από την «πλατέα») είναι σαφώς ελληνικό. Ελληνικός είναι ακόμη και ο όρος «Πάπας», λέξη που ακόμη χρησιμοποιούμε είτε με τη μορφή «παπάς» είτε ­ περασμένη από τα τουρκικά ­ ως «μπαμπάς».

Εκτός από τους γνωστούς αποικισμούς, δύο φορές πρέπει περιοχές της Ευρώπης να κατακλύστηκαν από σμήνη Ελλήνων: μία κατά την Εικονομαχία και μία στη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Τα σμήνη αυτά εγκαταστάθηκαν, κατά πάσα πιθανότητα, στην Ιταλία, στην Ισπανία ­ και από εκεί στη Λατινική Αμερική ­ αλλά και στη Νότια Ρωσία. Οπωσδήποτε εντυπωσίασαν: ήταν και καλοί αγρότες και σπουδαίοι ναυτικοί και ικανοί έμποροι αλλά και πολεμιστές επίφοβοι. Οι ντόπιοι πρέπει να τους θαύμαζαν και κάποτε να τους φθονούσαν ­ ώσπου οι ομογενείς μας αφομοιώθηκαν στο περιβάλλον τους, που τους ήθελε, και το ζήτημα έληξε. Και βέβαια, πάνω από αυτές τις μεταναστεύσεις, σπαράγματα της μνήμης των οποίων διατηρούνται ως σήμερα, αιωρείται το μέγα θέμα του μυκηναϊκού κόσμου, όσον αφορά το οποίο το ευρύ κοινό αγνοεί ουσιαστικώς τα πάντα.

Ο Παπαρρηγόπουλος κατάλαβε τους Ελληνες· γι' αυτό και μπόρεσε να γράψει την ιστορία τους. Οσοι μετά από αυτόν τους κατάλαβαν ήταν συνήθως ξένοι και μεταξύ τους εντυπωσιάζουν ­ ανεξαρτήτως των κινήτρων και των επιμέρους θέσεων ­ μορφές σαν τον σερ Στίβεν Ράνσιμαν αλλά και τον Πάτρικ Λι Φέρμορ. Τόσο ο Παπαρρηγόπουλος όσο και οι ξένοι συνεχιστές του πνεύματός του είχαν χαρακτηριστικό κοινό: προτού καταλήξουν στην Ελλάδα, ήταν σε θέση να κατανοήσουν τον κόσμο όλον. Ακριβώς το ανάποδο, δηλαδή, από εκείνο που συνήθως επιχειρείται στον τόπο μας. ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 23-11-1997
Reblog this post [with Zemanta]

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Ελευθερία και δημοκρατία

Η ελευθερία και η δημοκρατία θεωρούνται συγγενείς έννοιες. Το ιδανικό της ανθρώπινης ελευθερίας συνοδεύει την πολιτική σκέψη της σύγχρονης εποχής, εκείνης που εγκαινιάζουν οι πρώτες δημοκρατικές επαναστάσεις, πρώτα στην Αγγλία και στην Αμερική και αργότερα στη Γαλλία. Η κεντρική ιδέα που τις ενέπνευσε είχε ήδη σχηματισθεί την εποχή του Διαφωτισμού: κάθε άνθρωπος είναι ανεξάρτητος και ίσος σε ηθική αξία με οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο και δεν πρέπει να δεχθεί να υποστεί πολιτικό εξαναγκασμό ή εξουσιαστική κηδεμονία. Η ελευθερία ήταν νόμιμο και φυσικό δικαίωμα κάθε ανθρώπου και δεν ήταν ανεκτός ο περιορισμός ή η κατάργησή της από την πολιτική εξουσία με πρόσχημα την ανωριμότητα ή την ανάγκη προστασίας των ατόμων που συνιστούν ένα κοινωνικό σύνολο.


Εδώ γράφουμε αυτά που θέλουμε να εμφανίζονται μετά το "Διαβάστε περισσότερα".
Reblog this post [with Zemanta]

Ο άγνωστος Χαρίλαος Τρικούπης


Ηταν ο πρώτος εκσυγχρονιστής πολιτικός. Δεν παντρεύτηκε ποτέ γιατί συνάντησε τον έρωτα της ζωής του στο πρόσωπο της γυναίκας του αυστριακού πρεσβευτή στην Ελλάδα. Εζησε σαν γεροντοπαλίκαρο με την αδελφή του Σοφία. Ηταν φανατικός αναγνώστης του Δαρβίνου. Δεινός χορευτής αλλά και δεινός συζητητής για ποικίλα θέματα, από τις τάσεις της γυναικείας μόδας ως τα τελευταία έργα του Ζολά

Τα είχε όλα. Ολα όσα θα μπορούσαν να συνθέσουν έναν Ελληνα του 19ου αιώνα στην πιο εντυπωσιακή, σχεδόν μυθιστορηματική εκδοχή του.

Ηταν γιος του ηγέτη του Αγγλικού Κόμματος και πρώτου πρωθυπουργού του ελληνικού κράτους και μιας Φαναριώτισσας από βυζαντινή οικογένεια ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας. Ανατράφηκε μέσα στην πιο γόνιμη εκδοχή της σύνθεσης δύο κόσμων. Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη το ότι υπήρξε ένας μοναδικός κοσμοπολίτης με χαρακτηριστικά και συμπεριφορές σύγχρονου ευρωπαίου αστού των καιρών του σε μια εποχή που κάτι τέτοιο σήμαινε πάρα πολλά. Και αναμφίβολα αυτό τον βοήθησε δραστικά να γίνει ο άνθρωπος που λίγο πριν από τα τέλη του 19ου αιώνα μετέτρεψε μια χώρα κυριαρχημένη από τα χαρακτηριστικά της πρώην οθωμανικής επαρχίας σε κάτι που άρχιζε για πρώτη φορά να θυμίζει σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος της εποχής.

Εφερε στην Ελλάδα τον σιδηρόδρομο, έφτιαξε το μέγα- για τα ευρωπαϊκά δεδομένα- έργο του Ισθμού της Κορίνθου, ανέπτυξε οδικό δίκτυο, αναδιοργάνωσε το κράτος, δημιούργησε θεσμούς, εκσυγχρόνισε το πολιτικό σύστημα και το στράτευμα, θεμελίωσε νέες οικονομικές δομές και δραστηριότητες αλλά και κορυφαία δημόσια κτίρια. Υπήρξε αναμφισβήτητα ένας από τους κορυφαίους ηγέτες στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Το επαναστατικό εκσυγχρονιστικό έργο του δεν έχει τέλος, παρά το γεγονός ότι στις ημέρες του η χώρα έζησε και τη μία από τις τέσσερις πτωχεύσεις της ιστορίας της, για την οποία πάντως σίγουρα δεν έφερε εκείνος την κεντρική ευθύνη. Και όλα αυτά συνέβαιναν την ώρα που ήταν παράφορα ερωτευμένος με τη γυναίκα ενός ξένου διπλωμάτη στην Αθήνα...

Πίσω από τον πολιτικό και το έργο του ο άνθρωπος Χαρίλαος Τρικούπης παραμένει ένας άγνωστος. Αυτόν τον άγνωστο Τρικούπη επιχειρεί τώρα να φωτίσει ηβιογραφική περιήγησημε την οποία η συστηματική μελετήτρια του Τρικούπη και των αρχείων του Λύντια Τρίχα σκιαγραφεί τη ζωή του μέ σα από μια διαφορετική, πιο ανθρώπινη, πιο σύνθετη οπτική. Και το επιχειρεί μέσα από πολύ ενδιαφέρουσες, άγνωστες στους περισσοτέρους, αναφορές στη ζωή και στη δράση του, με πυκνή και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πληροφόρηση και παρατηρήσεις, αλλά κυρίως μέσα από ένα εξαιρετικά εντυπωσιακό οπτικό υλικό που, συγκεντρωμένο από πλήθος αρχεία, ξαναχτίζει τη ζωή του σε ένα βιβλίο σαν ντοκυμαντέρ, ίσως ακόμη και σαν κινηματογραφική ταινία.

Η γοητεία της βαρόνης
Στα 1880, τη χρονιά που ο Χαρίλαος Τρικούπης σχημάτισε την τρίτη κυβέρνησή του και μεταξύ άλλων επέβαλε για πρώτη φορά την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, αν και ήταν απορροφημένος όπως πάντοτε από την πολιτική, δεν ήταν μόνο από αυτήν. Ηταν κοινό μυστικό στα σαλόνια της Αθήνας ότι εκείνη τη χρονιά, σε ηλικία πενήντα ετών, ο (αν και λάτρης των γυναικών, ανύπαντρος σε όλη του τη ζωή) Τρικούπης είχε ξαφνικά συναντήσει τον μεγάλο έρωτα της ζωής του στο πρόσωπο της γυναίκας του αυστριακού πρεσβευτή στην Ελλάδα: τη βαρόνη Μαρία φον Τράουτεμπεργκ. Μια γυναίκα που κατάφερε να συναρπάσει τόσο πολύ τον Τρικούπη ώστε ο Γεώργιος Σουρής να γράψει στον Ρωμιόότι«επιθυμώ αλήθεια να δω και τον Τρικούπη, που του ΄χει γίνει τώρα ο έρωτας κουνούπι»φυσικά δεν μπορεί να ήταν τυχαία: η βαρόνη είχε μεγάλη γοητεία, ισχυρές πνευματικές και καλλιτεχνικές ανησυχίες αλλά και οξεία πολιτική σκέψη. Και εκείνος μπορούσε να συζητήσει μαζί της τα πάντα...

Δεν είναι τεκμηριωμένο αν ο έρωτας αυτός τελικά εκπληρώθηκε ή παρέμεινε για πάντα πλατωνικός. Το σίγουρο είναι ότι κράτησε για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Δεκαέξι χρόνια αργότερα, στα 1896, τη χρονιά του θανάτου του Τρικούπη που πέθανε σε ένα ξενοδοχείο στις Κάννες, η βαρόνη ήταν δίπλα του. Το... «μυστήριο» της ιστορίας είναι ότι εκεί ήταν και ο βαρόνος σύζυγός της. Και σε όλα τα χρόνια που μεσολάβησαν από την αναχώρηση του ζεύγους Φον Τράουμπεργκ από την Αθήνα λόγω μεταθέσεως του πρέσβη ο Τρικούπης όχι μόνο διέθετε ένα μικρό πολεμικό πλοίο για τις κρουαζιέρες τους τα καλοκαίρια που επέστρεφαν αλλά διατηρούσε και τακτική αλληλογραφία μαζί της περιγράφοντάς της την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Και ίσως όχι μόνον, αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι η αγαπημένη αδελφή του Χαρίλαου Τρικούπη Σοφία, αν και δεν έριξε στην πυρά τα αντίγραφα των επιστολών αυτών, έλαβε την πρωτοβουλία να κόψει με το ψαλίδι ολόκληρα τμήματά τους προκειμένου να διασώσει την υστεροφημία του αδελφού της από εξομολογήσεις και λόγια που ίσως έκρινε «ανάρμοστα» για έναν μεγάλο ηγέτη.

Εχοντας σπουδάσει Νομικά στο Παρίσι, όπου εκπόνησε διδακτορική διατριβή όχι σχετική με δημόσια θέματα αλλάΠερί γάμου και ειδικώτερον περί προικός, και έχοντας ζήσει στο Λονδίνο την εποχή που ο πατέρας του Σπυρίδων ήταν πρέσβης της Ελλάδος στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Χαρίλαος Τρικούπης είχε μυηθεί από πολύ νωρίς στις απολαύσεις της μεγαλοαστικής κο σμοπολίτικης ζωής μα και στις εξίσου έντονες ανησυχίες της πρωτοπόρας σκέψης της μεταβατικής εποχής του.

Στα χρόνια του Λονδίνου
Στα χρόνια του Λονδίνου, εκτός από φανατικός αναγνώστης των έργων του Δαρβίνου, ήταν και μέλος στις σημαντικότερες λέσχες της τότε «πρωτεύουσας του κόσμου», ιδρυτικό μάλιστα μέλος στο St. James΄ Club. Εκεί έμαθε να πίνει τσάι, να ντύνεται πάντα άψογα, να αποφεύγει το αλκοόλ αλλά και το κάπνισμα. Και έβλεπε τόσο μπροστά που όταν έβαλε για πρώτη φορά φόρο στον καπνό για να ενισχύσει τα δημόσια έσοδα είπε (έχουν περάσει πάνω από εκατό χρόνια από τότε) ότι αυτό θα κάνει και καλό στην υγεία των Ελλήνων... Πάντως, όπως γράφει η Τρίχα,«ο χαρακτήρας του ήταν συγκεντρωτικός και πείσμων, μερικές φορές υπερεκτιμούσε τις δυνάμεις του και πιο συχνά υπερεκτιμούσε τις δυνάμεις των άλλων. Δεν αναγνώριζε εύκολα τα λάθη του καικυρίωςδεν ανεχόταν κριτική των αποφάσεών του, με αποτέλεσμα στη διάρκεια του πολιτικού του βίου να δυσαρεστήσει αρκετούς από τους υπουργούς του και να έρθει σε ρήξη μαζί τους».

Η απαράμιλλη εργατικότητά του, που υπήρξε καθοριστική για την πορεία της Ελλάδας στα χρόνια των πολλών πρωθυπουργιών του, είχε εκδηλωθεί από τα μαθητικά του χρόνια. Ποτέ όμως δεν τον εμπόδισε να γευθεί τις χαρές της ζωής. Είτε στο Λονδίνο είτε, αργότερα, στην Αθήνα, οι παρέες τον περίμεναν μετά τα μεσάνυχτα για να συζητήσουν μαζί του τα πάντα, ακόμη και τις τάσεις της γυναικείας μόδας, ή για να ακούσουν τα σχόλιά του για τον αιρετικό Ζολά. Και όλα αυτά στο... διάλειμμα της κύριας διασκέδασής του, που δεν ήταν άλλη από τον ατελείωτο χορό με τις κυρίες που τον πολιορκούσαν και συνωστίζονταν για να αστειευτούν μαζί του. Το πιο εντυπωσιακό όμως στοιχείο του χαρακτήρα του ήταν ότι μπορούσε ανά πάσα στιγμή να μεταμορφωθεί σε έναν ολιγόλογο, συγκρατημένο και ψυχρό άνθρωπο που κρατούσε αποστάσεις όπως εκείνες των βρετανών ευγενών δίπλα στους οποίους είχε επί χρόνια θητεύσει. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι δύο από τα συχνότερα αρνητικά σχόλια που ακούγονταν γι΄ αυτόν στην Αθήνα ήταν «Αγγλος» και «μυλόρδος»...

Στην οδό Ακαδημίας
Το σπίτι του στην Αθήνα βρισκόταν αρχικά στην Ομόνοια και αργότερα στον αριθμό 54 της οδού Ακαδημίας. Τα καλοκαίρια του, όταν βρισκόταν στην Ελλάδα, τα περνούσε κυρίως στην Αίγινα. Πολύ συχνά όμως τα περνούσε στην Ευρώπη επισκεπτόμενος τις μεγάλες πρωτεύουσες αλλά και με εξίσου μεγάλο ζήλο τα λουτρά του Μαρίενμπαντ στη Δυτική Βοημία. Στο τελευταίο και μόνον ταξίδι του, λίγο πριν από τον θάνατό του, είχε επισκεφθεί περίπου όλη την Ευρώπη: Βενετία, Μόναχο, Βερολίνο, Δρέσδη, Στοκχόλμη, Πράγα, Βιέννη, Βουδαπέστη, Σαράγεβο, Φλωρεντία, Ριβιέρα, Νίκαια, για να καταλήξει και να αφήσει την τελευταία του πνοή στις Κάννες, αφού φυσικά πρώτα είχε περάσει και πάλι για λουτρά από το Μαρίενμπαντ...

Την ώρα του θανάτου του ο ορκισμένος πολιτικός (και όχι μόνον) εχθρός του Δηλιγιάννηςπου σε πολλούς διαφεύγει πως σε νεότερη ηλικία υπήρξε στενός φίλος του Τρικούπη και ότι ίσως είχε και δεσμό με την αδελφή του Σοφία- αρνήθηκε να στείλει πολεμικό σκάφος να παραλάβει τη σορό του λέγοντας ότι τα πλοία του στόλου δεν προορίζονται για τη μεταφορά νεκρών. Οι φίλοι του, με πρώτο τον Ανδρέα Συγγρό, κάλυψαν τα έξοδα για τη μεταφορά στην Αθήνα, όπου, αν και ο Τρικούπης είχε ζητήσει μια απλή κηδεία, αυτή έγινε με τόσο κόσμο που η πρωτεύουσα δεν πρέπει να είχε δει άλλη φορά συγκεντρωμένο- ασφαλώς όχι για κηδεία, πιθανότατα δε και για κανέναν άλλον λόγο.

Ενας από τους χιλιάδες που παρέστησαν ήταν και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο οποίος φέρεται να είπε:«Ακόμη αδυνατώ να συνοικειωθώ προς την ιδέα ότι ο Χαρίλαος Τρικούπης δεν υπάρχει πλέον εν τοις ζώσιν, ότι ο κολοσσός ούτος της πολιτικής κείται νεκρός»,ενώ ο Σουρής υποκλινόταν και τον αποχαιρετούσε με τον δικό του τρόπο: «Δυο πήχες κάσσα μοναχά, σε χόρεσε και σένα, τον γίγανταωιμένα»...
ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 24-1-2010
Reblog this post [with Zemanta]