του Μίμη Σουλιώτη, επίκουρου καθηγητή Λογοτεχνίας στην Παιδαγωγική Σχολή Φλώρινας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Τα ελληνικά θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως «λιγότερο ομιλούμενη γλώσσα» όχι μόνο συγκριτικά με τις άλλες, ευρωπαϊκές και μη, γλώσσες, παρά και αναλογικά προς τον βαθμό στον οποίο διαμορφώνουν και υπηρετούν τη σκέψη και την αίσθηση των Ελλήνων: από ελληνικά γίνονται ολοένα και περισσότερο ευρω-ελληνικά, και μετασχηματισμένα πλέον επηρεάζουν όχι μόνο το λεξιλόγιο και τον προσωδιακό πλούτο της γλώσσας παρά και την ίδια τη συντακτική δομή της σκέψης μας (ο τρέχων οικουμενικός πολιτισμός μάς απορροφά μαζί με τις λεκτικές, εθιμικές και άλλες ιδιαιτερότητές μας, που δεν είναι παρά εξαιρέσεις επιβεβαιωτικές του κανόνα). Ο παγκόσμιος τρόπος πρόσληψης των πραγμάτων δεν είναι ωστόσο ξένος προς την ελληνική γλώσσα και συνείδηση: η συντελούμενη μεταλλαγή των Ελλήνων σε ευρω-Ελληνες είναι επώδυνη, όχι όμως και οδυνηρή διαδικασία.
H ελληνική δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί αναλλοίωτη, εξάλλου, γιατί τη διατηρούμε στη ζωή όλοι εμείς που διαιτώμεθα ως ορθόδοξοι Ελληνες καθολικώς παγκοσμιοποιημένοι (ονομαστική εορτή με ροκ μουσική, εξοχική Λαμπρή με λάτιν μουσική κ.ο.κ.). Ευλόγως λοιπόν η γλώσσα μας δεν θα μπορούσε να παραμείνει αμιγώς και αδιαταράκτως ελληνική (αν έχει διατελέσει ποτέ τέτοια...) όσο κι αν τη φροντίζουμε και κανοναρχούμε για τη μοίρα της. Βαδίζουμε στη λεωφόρο της Ευρώπης ως πολύ πιο (Αμερικανο-)Ευρωπαίοι απ' όσο το υποψιαζόμαστε, με μια γλώσσα που αναπλάθεται διαρκώς προκειμένου ν' ανταποκριθεί στις ποικίλες απαιτήσεις της πορείας. Κατά τα άλλα δεν πάψαμε ποτέ να «είμεθα ένα κράμα εδώ», για να θυμηθούμε τον K. Π. Καβάφη.
Παρ' όλα αυτά και εξαιτίας αυτών η γλωσσοπλαστική μας έφεση έχει διανοίξει λαγούμι επιβίωσης στην ψηφιακή οικουμενικότητα με τις λεκτικές επινοήσεις των πλοηγών του Διαδικτύου, με τις οποίες ανακαινίζεται η μακραίωνη σκωπτική μας παράδοση. H δειγματοληψία που ακολουθεί μαρτυρεί για την παραγωγική, τη συνθετική και συντμητική ικανότητα καθώς και για την ορθή διαχείριση των προσφυμάτων, των θεμάτων και των καταλήξεων της γραμματικής έτσι όπως την (περι)παίζουν οι ψηφιακοί τεχνουργοί μας. H τεχνική της «λέξης-βαλίτσας» (mot-valise) αίφνης, με την οποία παράγεται μια αυθαίρετη λέξη από τμήματα δύο ή περισσοτέρων υπαρκτών, αξιοποιείται σε εφευρήματα όπως οι δεγράφυλοι (= οι τελειωμένοι στυλογράφοι που δεν τους πετούμε από τη μολυβοθήκη: κάθε φορά που θα χρειαστεί να σημειώσουμε κάτι δοκιμάζουμε τον δεγράφυλο και παρ' όλο που δεν γράφει τον ξαναβάζουμε στη θέση του) και το καψουροκτέλι ή κτελοντούρι (= τα καψουροτράγουδα που κρατούν ξύπνιο τον οδηγό των ΚΤΕΛ στην εθνική οδό). Λογο-παιδιάς απαύγασμα είναι και ο καλτσοπεδιλούχος (= ο τύπος της θερινής, ιδίως, υπόδησης που έχουν υιοθετήσει ξένοι και ημεδαποί συνταξιούχοι και περιηγητές) και οι ψυγγιές, δηλ. οι στριγκλιές του περιπτερά για να κλείσουμε την πόρτα του ψυγείου.
Παρατρέχοντας απλούστερες ιδιολεξίες, όπως ο κινητάκιας (= αυτός που έχει εθισμό με το κινητό τηλέφωνό του, με υποπερίπτωσή του τον μηνυματάκια του γραπτού), το κυβερνοβάρεμα (= χαλάρωση στο Διαδίκτυο) και το ρήμα τελικιάζω (= γκαζώνω το αμάξι ως την τελική του ταχύτητα), ας κοντοσταθούμε στο σύνθετο μελλοχρήσιμο ή θαχρείαστο (= κάτι αχρείαστο, που δεν το πετούμε όμως γιατί προβλέπουμε πως θα χρησιμεύσει κάποτε) καθώς και στο παρασύνθετο παρηγούρι, δηλ. το γούρι με το οποίο παρηγορούμε κάποιον που μόλις αυτοπεριχύθηκε με το ποτό του: τα τρία τελευταία παραδείγματα έχουν κατασκευασθεί με την τεχνική του «ρηματικού κολάζ» (telescopage).
Εύρημα συνιστούν επίσης οι περιπτεριές, οι βόλτες γύρω από το περίπτερο που οφείλονται σε μεταφυσικές ανησυχίες ή βοηθούν στην κατόπτευση του χώρου: «Εκοψα δυο περιπτεριές και μπούκαρα». Ποιητικής τάξης ακρίβεια διέπει το πουπήγιο ή πουχάθιο, δηλ. το απειροελάχιστο εξάρτημα που αφαιρώ από την ηλεκτρική συσκευή που επισκευάζω αλλά μου πέφτει και το ψάχνω ματαίως στο πάτωμα καταρώμενος τη μοίρα. Θα κλείσω τη δειγματοληψία με το σταθεράκι, δηλ. το χαρτονάκι με το οποίο σταθεροποιεί ο βοηθός σερβιτόρου το τραπεζάκι: «Φέρτε μας πρώτα μια καράφα νερό και βάλτε μας κι ένα σταθεράκι». Κι αν το νεόπλασμα κριθεί περιττό καθώς διαθέτουμε το «τακάκι», οι «περιπτεριές» και το «πουπήγιο» διεκδικούν το προνόμιο να ονοματίζουν πτυχές πραγματικότητας για πρώτη φορά, με αυθαίρετο αλλά εκφραστικό τρόπο.
Από αυτά τα γλωσσικά εφήμερα ελάχιστα θ' αξιωθούν μια καταχώριση στο λεξικό της ομιλουμένης· δεν παύουν ωστόσο να μαρτυρούν για τη γλωσσοπλαστική ευεξία των ψηφιακών πλοηγών μας - αυτοί και οι παρέες τους δεν πλάθουν μόνον αυθαίρετα παρά έχουν ξαναμπάσει και τη λέξη «πώρωση» στην καθημερινή χρήση: ως λαός παραμένουμε λογοπαίγμονες όσο τουλάχιστον και άλλοτε.
ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου