Η παραλογοτεχνία δίπλα στη λογοτεχνία. Ούτε χαμηλότερα ούτε εναντίον της. Δύο κόσμοι, δύο κώδικες, δύο τρόποι γραφής παράλληλοι και συμπληρωματικοί. Η πρώτη, πεζή, ταπεινή, ξενόφερτη, σέρνεται στα καταγώγια υποταγμένη σε εφήμερες ανάγκες, πραγματικές ή πλασματικές. Η δεύτερη, σοβαρή ή (συχνότερα) σοβαροφανής, ανεβαίνει στους αιθέρες. Η Γυφτοπούλα και η Φόνισσα. Διότι «ο Παπαδιαμάντης-μυθιστοριογράφος ανήκει στην παραλογοτεχνία ενώ ο Παπαδιαμάντης-διηγηματογράφος ανήκει στη λογοτεχνία», παρατηρεί χωρίς φόβο και πάθος ο Παναγιώτης Μουλλάς. Χάρη σ΄ αυτόν τον εκλεκτό μελετητή των νεοελληνικών γραμμάτων, που από το ΄60, όντας στο Παρίσι, μετείχε στον διεθνοποιημένο διάλογο για τη λαϊκή λογοτεχνία, έχουμε σήμερα ένα πολύτιμο (και συναρπαστικό) βιβλίο, ελεύθερο από ιδεολογήματα: τον Χώρο του Εφήμερου με τα Στοιχεία για την παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα (Εκδ. Σοκόλη). Όπου η «παραλογοτεχνία» αντιμετωπίζεται δικαιότερα απ΄ ό,τι συνηθίζουν οι φιλόλογοι, κριτικοί και ιστορικοί της λογοτεχνίας, σαν «προστάδιο και προεικόνισμα» για τη λεγόμενη και σήμερα, «μαζική κουλτούρα». Μιλάμε δηλαδή για ένα είδος διαφορετικό από τα προεπαναστατικά λαϊκά αναγνώσματα του τύπου Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου, τα συνδεδεμένα με την αγροτική ύπαιθρο, τη συλλογική δημιουργία και την προφορικότητα · για ένα «παιδί» των αστικών κέντρων, απότοκο των νέων όρων και τρόπων ζωής του 19ου αι. Εννοούμε εδώ την αστικοποίηση, τη βιομηχανική επανάσταση, τις τεχνολογικές καινοτομίες, την υποχώρηση του αναλφαβητισμού. Και ειδικότερα τη θεαματική ανάπτυξη του Τύπου, που από το 1830 εισέρχεται, πρώτα στη Γαλλία, σε μια νέα εποχή: την εποχή του μεγάλου μη προνομιούχου κοινού, το οποίο είναι έτοιμο να καταναλώνει σε καθημερινή βάση μια «λογοτεχνία για όλους»....
Όπως τα λαϊκά μυθιστορήματα σε συνέχειες (επιφυλλιδικά), που γεννιούνται σ΄ αυτό το εφήμερο πλαίσιο, και μοιάζουν με τις επίκαιρες και δημοφιλείς αφηγήσεις των ειδήσεων του αστυνομικού δελτίου... Εμβληματικό έργο, τα Μυστήρια των Παρισίων του Ευγένιου Σύη, και, στα ελληνικά πράγματα, καμιά 200αριά τίτλοι. Πρόκειται για ένα φαινόμενο συνολικό και συλλογικό, μας λέει ο Μουλλάς, ο οποίος ξεχωρίζει επειδή αντιμετωπίζει την παραλογοτεχνία στην ουσία της και στις πολλαπλές μορφές και διασυνδέσεις της. Όχι για να επανεκτιμήσει γνωστά ή «αγνοημένα» μυθιστορήματα του 19ου αι. αλλά για να φωτίσει τις γενικές συνθήκες παραγωγής τους. Έτσι το βιβλίο του δεν είναι θεωρητική διατριβή, ιστορική μελέτη, βιβλιογραφία ή διακήρυξη, αλλά ένας «φάκελος» που μας δίνει άγνωστες πληροφορίες για την ελληνική κοινωνία, και που μακάρι να εγκαινιάσει μια συζήτηση.
Σαν τα δημοφιλή τηλεοπτικά σήριαλ και όχι σαν τα σημερινά μπεστσέλερ. Έτσι λειτουργούσαν τα λαϊκά μυθιστορήματα του 19ου αι. Εναρμονίζονταν με τις μαζικές προσδοκίες και δυνατότητες. Γραμμένα χωρίς αισθητικές αξιώσεις από δημοσιογράφους, φοιτητές, δικηγόρους, στρατιωτικούς- ανθρώπους όχι λόγιους (αν και υπάρχουν εξαιρέσεις λ.χ.Μπαλζάκ, Δουμάς, Παπαδιαμάντης κ.ά.), αναπαρήγαγαν την πραγματικότητα αντί να δημιουργούν μια νέα (όπως κάνει η λογοτεχνία), λειτουργώντας συναινετικά και επαναλαμβάνοντας τα ιδεολογικά, κοινωνικά, γλωσσικά στερεότυπα. (Ενώ λ.χ. οι λόγιοι μετά το 1880 είναι δημοτικιστές, αυτά είναι γραμμένα στην καθαρεύουσα των σχολείων). Παρ΄ ότι όμως ήταν γεμάτα αφέλειες και κοινοτοπίες, είναι λάθος να τα αγνοούμε. Διότι «ενώ στη λογοτεχνία προβάλλεται η εικόνα του (ατομικού) συγγραφέα, στην παραλογοτεχνία προβάλλεται η εικόνα του (συλλογικού) αναγνώστη». Αυτά τα μυθιστορήματα συμπληρώνουν δηλαδή την εικόνα του κόσμου, φωτίζοντας το συλλογικό φαντασιακό και δείχνοντάς μας πώς λειτουργούσε ο μέσος άνθρωπος τον 19ο αιώνα. Εκεί λ.χ. μπορεί κανείς να ανιχνεύσει «το αντι-δυτικό του πνεύμα, τον εθνικισμό του, τις μισαλλόδοξες θρησκευτικές απόψεις του» κ.ο.κ.
Εκατόν πενήντα τρία λαϊκά πεζογραφήματα από το 1853 ώς το 1900. Τόσα καταλογογραφούνται για πρώτη φορά στον Χώρο του εφήμερου, γραμμένα όχι από τους Κονδυλάκηδες αλλά από τους Παπακαλιάτηδες της εποχής- όπως ο υπολοχαγός Νικόλαος Βωτυράς- και από κάποιες Μιρέλλες όπως η Αγγελική Λούβαρη, η Αικατερίνη Καλαφάτη, η Μαρία Μηχανίδου ή η Ευγενία Ζωγράφου. (Το είδος επιβίωσε στην Ελλάδα ώς τις αρχές του 20ού αι. με την Ιωάννα Μπουκουβάλα- Αναγνώστου). Ο Π. Μουλλάς τα ανακάλυψε σε ιδιωτικές κυρίως συλλογές και παρουσιάζει τα πιο αντιπροσωπευτικά με γλαφυρότητα, χωρίς ξερή θεωρητικολογία, ερμηνεύοντάς τα μέσα από το ιστορικο-κοινωνικό πρίσμα του νεαρού ελληνικού κράτους. Τα κριτήριά του δεν είναι ποιοτικά αλλά ποσοτικά, και δεν έχει διάθεση αξιολόγησης. «Έχει σημασία» μου έλεγε, «να τα μελετήσουμε για να ξέρουμε πού ήταν η βάση, ποιο ήταν το μέσο γούστο. Μόνο έτσι μπορούμε να καταλάβουμε λ.χ. τι σημαίνει να εμφανίζεται σ΄ αυτόν τον χώρο ένας Βιζυηνός, ή αργότερα ένας Σεφέρης ή ένας Τσίρκας...». Ενώ όμως υπάρχει μια πλουσιότατη διεθνής βιβλιογραφία για το παραλογοτεχνικό φαινόμενο (ο όρος καθιερώθηκε το 1967), από τον Γκράμσι, τους Αντόρνο-Μαρκούζε, τον Μπαρτ ώς τον σημειολόγο Έκο κ.ά., η μελέτη του στον τόπο μας κατακερματίζεται και παραμένει ανεπαρκής, αμήχανη και σπασμωδική. Κρίμα γιατί τέτοια σύνθετα φαινόμενα θέτουν εκ νέου το ερώτημα, «Τι είναι η λογοτεχνία;»...
ΠΗΓΗ:εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 29 Σεπτεμβρίου 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου