Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009

Tο τέλος των ποιητικών μύθων

    ΟI ΟPΟI ΠPΟΣΛHΨHΣ THΣ ΠΟIHΣHΣ THΣ ΔHMΟYΛA, ΟI ΟΠΟIΟI ΔIAMΟPΦΩΣAN TIΣ ΠPΟΫΠΟΘEΣEIΣ ΓIA THN KAΘIEPΩΣH AYTHΣ THΣ ΠΟIHΣHΣ ΩΣ ENΟΣ AΠΟ TA ΣHMANTIKΟTEPA ΠΟIHTIKA EPΓA TΩN HMEPΩN MAΣ, ΣHMATΟΔΟTΟYN KAI TΟ ΟPIΣTIKΟ TEΛΟΣ THΣ EΠΟXHΣ TΩN AΠΟKAΛYΠTIKΩN Ή ΠAPHΓΟPΩN ΠΟIHTIKΩN MYΘΩN ΓIA TΟN KΟΣMΟ

του Ευριπίδη Γαραντούδη

  

Έχοντας διαγράψει μια μακρά ποιητική πορεία σχεδόν μισού αιώνα, από τα «Ποιήματα» του 1952, μέχρι την τελευταία συλλογή της, «Χλόη θερμοκηπίου», η Κική Δημουλά προβάλλει σήμερα ως η πιο καταξιωμένη από την κριτική και η πιο αγαπητή από το αναγνωστικό κοινό ποιήτρια της γενιάς της. Είναι γνωστό ότι αυτή η γενιά, που ονομάστηκε από τους γραμματολόγους δεύτερη μεταπολεμική, ήδη από την εποχή των πρώτων εμφανίσεών της τη δεκαετία του 1950 και μέχρι πρόσφατα, έμεινε στο περιθώριο, επειδή το κέντρο της προσοχής συγκέντρωναν, για διαφορετικούς σε κάθε εποχή λόγους, είτε παλαιότεροι είτε νεώτεροι ποιητές. Έτσι λοιπόν, με τη σχεδόν ομόθυμη αποδοχή της Δημουλά από τη λογοτεχνική κριτική και με την ευρεία απήχησή της στους αναγνώστες της ποίησης αποκαταστάθηκε, εν μέρει έστω, μια αδικία.

   Τα 37 ποιήματα της νέας συλλογής της Δημουλά, «Χλόη θερμοκηπίου», προστίθενται σε ένα έργο, τα βασικά θεματικά και εκφραστικά γνωρίσματα του οποίου, αφενός έχουν παγιωθεί παλαιότερα (με τη «Χλόη θερμοκηπίου» δεν σημειώνονται αξιοσημείωτες αποκλίσεις από το παλαιότερο έργο της ποιήτριας), αφετέρου έχουν επισημανθεί από την κριτική. Γι' αυτό έχει σημασία κυρίως να διερευνήσουμε τη σχέση που συνδέει αυτά τα γνωρίσματα και τους όρους πρόσληψης της ποίησης της Δημουλά, έτσι όπως αυτοί διαμορφώθηκαν τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Γνώμη μου είναι ότι η ποίησή της καθιερώθηκε ως σημαντική από τη στιγμή που σχηματίστηκαν εκείνες οι ενδολογοτεχνικές αλλά και εξωλογοτεχνικές προϋποθέσεις, οι οποίες επέτρεψαν τα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησής της να θεωρηθούν, τόσο από την κριτική όσο και από το αναγνωστικό κοινό, ως γνωρίσματα ενός σημαντικού έργου, κάτι το οποίο δεν θα μπορούσε να συμβεί παλαιότερα.

   Ίσως η πιο εξόφθαλμη εξωλογοτεχνική προϋπόθεση για την καθιέρωση της Δημουλά έγκειται στη βιωματική και ψυχοσυναισθηματική εγγύτητα ή και συγγένεια που καλλιεργήθηκε ανάμεσα στο έργο της ποιήτριας και στο (κατά βάση, υποθέτω, γυναικείο) κοινό της, εγγύτητα ή συγγένεια στερεωμένη στη βάση των συνθηκών οικογενειακής ζωής, του συναισθηματικού κόσμου και του ψυχισμού του γυναικείου φύλου. Για την κριτική, εξάλλου, η καθιέρωση της Δημουλά φαίνεται να ανταπέδωσε στην αναμφισβήτητη αξία της ποίησής της την από καιρό οφειλόμενη αναγνώριση συλλήβδην της καλής ελληνικής γυναικείας ποίησης. Αρκετές πολύ καλές ποιήτριες της μεταπολεμικής εποχής και της μεταπολίτευσης έμειναν λιγότερο ή περισσότερο στη σκιά των ανδρών ομοτέχνων τους (η έντονη προβολή της Τζένης Μαστοράκη στάθηκε πρόσκαιρη, επειδή δεν τροφοδοτήθηκε στη συνέχεια από την ίδια με νέο ποιητικό έργο), κυρίως εξαιτίας τής κατά βάθος στερεότυπης και συγκαταβατικής στάσης του μεγαλύτερου μέρους τής, ούτως ή άλλως ανδροκρατούμενης, κριτικής απέναντι στη γυναικεία ποίηση.

   Οι ενδολογοτεχνικές προϋποθέσεις για την καθιέρωση της Δημουλά αφορούν κυρίως σε μια προϊούσα αλλαγή του κοσμοειδώλου, έτσι όπως αυτή αποτυπώνεται στο πέρασμα από την ποίηση της μεταπολεμικής εποχής σε εκείνη της μεταπολίτευσης. Εκ πρώτης όψεως η ομόθυμη, γενική, ακόμη και θεσμική αναγνώριση της ποίησης της Δημουλά (με την εκλογή της ποιήτριας ως μέλους της Ακαδημίας Αθηνών) φαίνεται παράδοξη, αν σκεφθούμε ότι το έργο της δεν ανταποκρίνεται στοιχειωδώς σε όλα εκείνα τα γνωρίσματα που σε παλαιότερες εποχές προδιέγραφαν την ποιητική αξία. Βέβαια, το μοντέλο του εθνικού ποιητή ήταν ούτως ή άλλως προ δεκαετιών εξαντλημένο και κανείς δεν θα περίμενε η ποίηση της Δημουλά (και η καθιέρωσή της) να στηριχθεί σε αυτό. Ωστόσο, στην ποίησή της δεν υπάρχει κάποια μείζων αφήγηση ιδεολογικού ή αισθητικού περιεχομένου, δεν απηχείται κάποια συλλογική ταυτότητα και δεν αποκαλύπτεται ή σχολιάζεται κάποια όψη της κοινωνικής πραγματικότητας, δεν υποθάλπεται κάποια μεταφυσική πίστη, δεν διαχέεται καν κάποια αισιόδοξη ή εποικοδομητική στάση ζωής. Συνοπτικά, από την ποίηση της Δημουλά λείπουν οι όποιοι ιδεολογικοί, αισθητικοί ή ψυχολογικοί όροι που συνέβαλαν στην καθιέρωση ποιητικών κειμένων σε παλαιότερες εποχές.

  H κυριαρχική αίσθηση της φθοράς, του θανάτου αλλά και του ανώφελου της ζωής, η διαρκώς ματαιωμένη προσπάθεια επικοινωνίας με τον πεθαμένο σύντροφο, η άλλοτε ειρωνική και άλλοτε σαρκαστική ή και αυτοσαρκαστική απέκδυση του ανθρώπου από το μεταφυσικό στήριγμα της θρησκείας, η αντίληψη της ποίησης ως καταγραφής και αποτίμησης απωλειών, ως ελεγείας για τις πραγματοποιημένες και γι' αυτό διαψευσμένες και για τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες, είναι μερικά από τα θέματα που συνθέτουν τη θεματική της ποίησης της Δημουλά. H θεματική αυτή προσιδιάζει στη θεματική ποιητών όπως ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης. H βαθιά θεματική αλλά και εκφραστική συγγένεια της Δημουλά με αμφότερους τους ποιητικούς προγόνους του μεγαλύτερου μέρους της μεταπολεμικής ποίησης δείχνει ότι αν αυτοί ζούσαν και έγραφαν σήμερα θα είχαν άμεση αναγνώριση, πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που είχαν στην εποχή τους.

   Το γεγονός, εξάλλου, ότι στις όψιμες και ωριμότερες συλλογές της, ήδη από «Το λίγο του κόσμου» (1971) και ολοένα εμφανέστερα στη συνέχεια υποχώρησε η τάση των νεανικών της βιβλίων να προσδιορίζονται κοινωνικά οι ψυχικές συμπεριφορές και οι συναισθηματικές αντιδράσεις και κυριάρχησε η εσωτερίκευση και ο εξατομικισμός της ψυχοσυναισθηματικής οδύνης είναι ακόμη μία ένδειξη ότι η ποίησή της, δηλαδή μια ποίηση της αυστηρά ιδιωτικής - υπαρξιακής περιοχής, ανταποκρίνεται στον ορίζοντα προσδοκιών των σημερινών αναγνωστών της ποίησης.

Γράφονται από μόνα τους

   Αν ορισμένοι κατηγόρησαν ή και κατηγορούν την Δημουλά ότι όσο το ποιητικό της έργο εκλεπτύνει τα μέσα, τελειοποιεί τη μορφή και αποσαφηνίζει το σταθερό νόημά του (την αίσθηση της φθοράς και του θανάτου), τόσο περισσότερο συσκοτίζεται το απτό και οικείο πρόσωπο της δημιουργού του, παραβλέπουν ότι αυτή η μετάπλαση του πραγματικού προσώπου στο γραπτό, ίσως και παραμορφωτικό είδωλό του αντανακλά ένα βασικό γνώρισμα του ανθρώπου της εποχής μας: τη σύγχυσή του ανάμεσα στην πραγματικότητα και τις κάθε είδους αναπαραστάσεις της. Στην ποίηση της Δημουλά η αμεσότητα του βιώματος χάνεται, επειδή τα ποιήματα γράφονται σχεδόν από μόνα τους. H γλώσσα της θάλλει για να μεταπλάσει σε ποιητικό λόγο τη ζωή που φθίνει. Όσο κι αν σε αρκετά ποιήματα της «Χλόης θερμοκηπίου» η Δημουλά θεματοποιεί τις ανεξέλεγκτες διαδικασίες της ποιητικής γραφής, κατά βάθος τα ποιήματά της τροφοδοτούνται από το υλικό της τελειοποιημένης και ενίοτε αυτάρεσκα επινοητικής γλώσσας τους. Ακόμη και η συχνότατη χρήση στην ποιητική γλώσσα της αφηρημένων εννοιών συζευγμένων με συγκεκριμένα ουσιαστικά απηχεί την αίσθηση ενός κόσμου όπου η διάκριση ανάμεσα στο συγκεκριμένο και το αφηρημένο, το απτό και το άδηλο, το αληθές και το ψευδές γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη. Εν κατακλείδι, η ποίηση της Δημουλά λειτουργεί ως θαυμαστό κάτοπτρο του σύγχρονου, ανερμάτιστου ατομικού ψυχισμού.

 

ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 30-7-05

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails

AddThis

| More