Του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη
Εἶδα τότε ὅτι, ὅ,τι κάμομε, θὰ τὸ κάμομε μοναχοὶ καὶ δὲν ἔχομε ἐλπίδα καμμία ἀπὸ τοὺς ξένους. Ὁ Τζοὺρτζ ἐπῆγε εἰς τὴ Νεάπολη, ἔγινε ἐκεῖ στρατηγός. Μὲ ἐπροσκάλεσε, μὲ δύο γράμματά του, καὶ ἐπειδὴ ἤξευρα τὴν Ἑταιρείαν, δὲν ἐδέχθηκα, ἀλλὰ ἐκοίταζα πότε νὰ βγοῦμε διὰ τὴν Πατρίδα μας.
Τὴν Ἑταιρείαν μὲ τὴν εἶπε ὁ Πάγκαλος. Ἔπειτα ἐπέρασε ὁ Ἀριστείδης, καὶ ὁ Ἀναγνωσταρᾶς μὲ ἔφερε γράμμα ἀπὸ τὴν Ἑταιρεία, καὶ τότε ἄρχισα νὰ κατηχῶ καὶ ἐγὼ διαφόρους εἰς τὴν Ζάκυνθο, Κεφαλονιά, καὶ διαφόρους καπεταναίους Σπετζιώτικων καραβιῶν καὶ Ὑδραϊκῶν καὶ εἰς τὰ 20 μὲ ἦλθαν γράμματα ἀπὸ τὸν Ὑψηλάντη διὰ νὰ εἶμαι ἕτοιμος, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ ἐδικοί μας. 25 Μαρτίου ἦτον ἡ ἡμέρα τῆς γενικῆς ἐπαναστάσεως. Οἱ Ἄγγλοι ἔμαθαν ὅτι ἔλαβα κάτι γράμματα, καὶ ἦλθε ἡ ἀστυνομία διὰ νὰ μὲ ἐξετάσει τὴν νύκτα, ἀλλ᾿ ἐγὼ τὰ γράμματα τὰ εἶχα φυλάξει.
Εἰς τὰς 3 Ἰανουαρίου... καὶ εἰς τὰς 6 Ἰανουαρίου ἐβγῆκα, εἰς τὴν Μάνη εἰς τοῦ καπετὰν Παναγιώτη τοῦ Μούρτζινου τὸ σπίτι. Εἰς αὐτὸ τὸ διάστημα, πρὶν νὰ ἐβγῶ εἰς τὴν Πελοπόννησον, ἐπῆγα εἰς τοὺς Κορφοὺς μὲ τὴν πρόφασιν νὰ ζητήσω 4.000 τάλληρα ἀπὸ μισθοὺς μου τοῦ Μαίτλαντ, καὶ διὰ νὰ ἀνταμώσω τὸν Ἰωάννη Καποδίστρια. Τὸν ἀντάμωσα, ἐκάθησα 30 ἡμέρας καὶ ἐπέστρεψα ὀπίσω εἰς τὴν Ζάκυνθο. Ἐκεῖ ὁμιλήσαμε πολλὰ περὶ τῆς ὑποθέσεως.
Ἐδῶ τελειώνει ἡ ζωή μου ἡ περασμένη, καὶ ἀρχινᾶ τῆς ἐπαναστάσεως. Ὁσάκις ἔμβαινα εἰς δούλευσιν, ἔμβαινα πάντοτε μὲ τὴν συμφωνία, ὅτι ἀπὸ τὴν Ἑπτάνησον νὰ μὴν ἀπομακρύνομαι, καὶ νὰ μὴν πολεμῶ παρὰ εἰς Τούρκικο τόπο, καὶ τὸ φόρεμα νὰ μὴν ἐβγάλω. Εἰς τὰ νησιὰ ἐγνωρίσθηκα μὲ τοὺς Βοτζαραίους καὶ ἔκαμα τὸν Μάρκο Βότζαρη ἀδελφοποιτό.
Εἰς τὸν καιρὸ τῆς νεότητος ὁποὺ ἠμποροῦσα νὰ μάθω κάτιτι, σχολεῖα, ἀκαδημίαι δὲν ὑπῆρχαν· μόλις ἦσαν μερικὰ σχολεῖα, εἰς τὰ ὁποῖα ἐμάθαιναν νὰ γράφουν καὶ νὰ διαβάζουν. Οἱ παλαιοὶ κονζαμπασῆδες, ὁποὺ ἦσαν οἱ πρώτιστοι τοῦ τόπου, μόλις ἤξευραν νὰ γράφουν τὸ ὄνομά τους. Τὸ μεγαλείτερο μέρος τῶν Ἀρχερέων δὲν ἤξευρε παρὰ ἐκκλησιαστικὰ κατὰ πρᾶξιν, κανένας ὅμως δὲν εἶχε μάθηση. Τὸ ψαλτήρι, τὸ κτωήχι, ὁ μηναῖος, ἄλλαι προφητεῖαι, ἦσαν τὰ βιβλία ὁποὺ ἀνέγνωσα. Δὲν εἶναι παρὰ ἀφοῦ ἐπῆγα εἰς τὴν Ζάκυνθο, ὁποὺ εὕρηκα τὴν Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος εἰς τὴν ἁπλοελληνικήν. Τὰ βιβλία ὁποὺ ἐδιάβαζα συχνὰ ἦτον ἡ Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, ἡ Ἱστορία τοῦ Ἀριστομένη καὶ Γοργὼ καὶ ἡ Ἱστορία τοῦ Σκεντέρμπεη. Ἡ γαλλικὴ ἐπανάστασις καὶ ὁ Ναπολέων ἔκαμε, κατὰ τὴν γνώμη μου, νὰ ἀνοίξει τὰ μάτια τοῦ κόσμου. Πρωτύτερα τὰ ἔθνη δὲν ἐγνωρίζοντο, τοὺς βασιλεῖς τοὺς ἐνόμιζαν ὡς θεοὺς τῆς γῆς, καὶ ὅ,τι καὶ ἂν ἔκαμναν, τὸ ἔλεγαν καλὰ καμωμένο. Διὰ αὐτὸ καὶ εἶναι δυσκολότερο νὰ διοικήσεις τώρα λαόν. Εἰς τὸν καιρό μου, τὸ ἐμπόριο ἦτον πολλὰ μικρό, τὰ χρήματα ἦσαν σπάνια, τὸ τάλληρο τὸ ἐπρόφθασα τρία γρόσια, καὶ ὅποιος εἶχε χίλια γρόσια, ἦτον πράγμα μεγάλο, καὶ ἔκαμνε κανεὶς δουλειές, ὅσες τώρα δὲν ἔκαμνε μὲ χίλια βενέτικα. Ἡ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων ἦτον μικρή. Δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἐπανάστασίς μας, ὁποὺ ἐσχέτισε ὅλους τοὺς Ἕλληνας. Εὑρίσκοντο ἄνθρωποι ὁποὺ δὲν ἐγνώριζαν ἄλλο χωριὸ μακρυὰ μίαν ὥρα ἀπὸ τὸ ἐδικό τους. Τὴν Ζάκυνθο τὴν ἐνόμιζαν ὡς νομίζομεν τώρα τὸ μακρύτερο μέρος τοῦ κόσμου. Ἡ Ἀμερικὴ μᾶς φαίνεται ὡς πῶς τοὺς ἐφαίνετο αὐτῶν ἡ Ζάκυνθος· ἔλεγαν εἰς τὴν Φραγκιά.
Τέλος πάντων, τὸ μυστήριον τῆς Ἑταιρείας ἄρχισε νὰ διαδίδεται εἰς κάθε λογῆς ἀνθρώπους, καὶ καλοὺς καὶ κακούς, καὶ ἐβιασθήκαμε νὰ κινήσομε μίαν ὥραν ἀρχύτερα τὴν ἐπανάσταση. Ὁ Ντιόγος τὸ ἐμαρτύρησε εἰς τὸν Ἀλὴ πασά. Ἔτζι λοιπὸν εἰς τὰς 3 Ἰανουαρίου ἀνεχώρησα ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον καὶ εἰς τὰς 6 Ἰανουαρίου ἔφθασα εἰς τὴν Σκαρδαμούλα, εἰς τοῦ πατρικοῦ μου φίλου καπετὰν Παναγιώτη Μούρτζινου. Τὸ κίνημά μας ἔγινε εἰς τὰς 22 Μαρτίου εἰς τὴν Καλαμάταν. Ἀπὸ τὰς 6 τοῦ Ἰανουαρίου, ἕως εἰς τὰς 22 Μαρτίου, ἐπροσπάθησα, ἐνέργησα εἰς τὴν Μάνην νὰ ἑνώσωμεν διάφορα σπίτια Μανιάτικα κατὰ τὴν συνήθειάν τους, καὶ τοὺς ἑνώσαμεν, τοὺς ἀδελφώσαμεν. Ἔστειλα καὶ εἰς τὰς ἐπαρχίας τῆς Μεσσηνίας, Μυστρός, Καρύταινας, Φαναριοῦ, Λεονταριοῦ, Ἀρκαδίας, τῆς Τριπολιτζᾶς, καὶ ἦλθαν ἐκεῖ ὁποὺ εὑρισκόμουν, καὶ τοὺς ἔλεγα, ὅτι: τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ νὰ εἶναι ἕτοιμοι, καὶ κάθε ἐπαρχία νὰ κινηθεῖ ἐναντίον τῶν Τούρκων τῶν τοπικῶν, καὶ νὰ τοὺς πολιορκήσουν εἰς τὰ διάφορα φρούρια, καθὼς οἱ Ἀρκαδιανοὶ νὰ πολιορκήσουν τὸ Νεόκαστρο, οἱ Μοθωναῖοι τὴν Μοθώνη, καὶ οὕτω καθεξῆς.
Ἀφοῦ ἐπροετοιμάσαμεν καὶ συναγροικήθημεν, ὁ Ζαΐμης μὲ τοὺς ἄλλους, ἀναγκασμένοι νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Τριπολιτζὰ ἢ νὰ μείνουν ἔτζι, ἐκτύπησαν τὸν Βοϊβόδα τῶν Καλαβρύτων. Οἱ Τοῦρκοι μὲ ἔμαθαν ὅτι ἦλθα καὶ μὲ ἐνόμιζαν ὅτι ἦλθα μὲ 5 μὲ 6.000. Ἐγὼ ἤμουν μὲ τέσσερους. Ἦλθαν Ἀρκαδιανοὶ καὶ Μυστριῶται Τοῦρκοι μὲ ραγιάτικα σκουτιὰ ἐνδυμένοι, καὶ ἦλθαν νὰ ἰδοῦν μὲ πόσους ἤμουν, καὶ ἐγὼ ἔπαιζα τὲς ἀμάδες καὶ ἐγύρισαν ὀπίσω καὶ ἔλεγαν, ὅτι: «Εὑρήκαμε ἕνα γέρο καὶ ἔπαιζε τὲς ἀμάδες». Ἐπῆγα εἰς τὸν Μούρτζινο, ὡς φίλο μου πατρικόν. Ὁ Μαυρομιχάλης εἶχε τὸ ὄνομα Μπέης, ἀλλ᾿ ὁ Μούρτζινος εἶχε τὴν δύναμιν εἰς τὴν Μάνην. Ἐρωτήθη τότε ὁ Μαυρομιχάλης διὰ τὸν ἐρχομόν μου, καὶ αὐτὸς ἀπεκρίθη, ὅτι ἐδυστύχησε εἰς τὴν Ζάκυνθο καὶ ἦλθε εἰς τὴν Μάνην διὰ νὰ τὸν βοηθήσουν οἱ φίλοι του καὶ νὰ ἐπιστρέψει ὀπίσω. Καὶ εἰς αὐτὸ ἐφέρθηκε πολλὰ καλά, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀληθινὸ ὅτι μὲ ἐπρόδωσε (1) εἰς τοὺς Τούρκους. Δὲν εἶχε τὴν δύναμιν νὰ τὸ κάμει καὶ ἂν ἤθελε, καὶ ἐκτὸς τῆς φιλίας ὁποὺ εἴχαμεν μὲ τὸν Μούρτζινον, εἶναι συνήθεια εἰς τὴν Μάνη νὰ ὑπερασπίζονται ὅσους καταφεύγουν εἰς τὴν οἰκίαν των.
Εἰς τὰς 23 Μαρτίου ἐπιάσαμε τοὺς Τούρκους εἰς τὴν Καλαμάτα, τὸν Ἀρναούτογλην, σημαντικὸν Τοῦρκον τῆς Τριπολιτζᾶς. Εἴμεθα 2.000 Μανιάτες, ὁ Πετρόμπεης, ὁ Μούρτζινος, Κυβέλος, Δυτικὴ Σπάρτη. 100 ἦτον οἱ Τοῦρκοι μεινεμένοι, ὡς 10.000 ἡ φήμη τους μεγάλη. Ἡ Ἀνατολικὴ Σπάρτη ἐκινήθη τὴ ἴδιαν ὥραν. Ὁ Τζανετάκης μὲ τὴν Κακαβουλιὰ ἐκινήθη διὰ τὸν Μυστρά. Οἱ Τοῦρκοι τῆς Μπαρδούνιας καὶ Μυστρᾶ ὑπάγουν, τραβιοῦνται εἰς τὴν Τριπολιτζά. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν βάλει ὑποψία, ἐπροσκάλεσαν τοὺς προεστοὺς καὶ Δεσποτάδες, καὶ αὐτοὶ ἐπῆγαν. Ἦτον ἔμβα τοῦ Μαρτίου. Δὲν τοὺς ἐσκότωσαν. Οἱ Σπαρτιᾶται, ἀφοῦ ἐπῆραν λάφυρα, προχωροῦν καὶ πολιορκοῦν τὴν Μονεμβασιά. Εἰς τὴν Καλαμάτα ἐκάμαμε συνέλευση, πόθεν νὰ πρωτοκινήσομε τὰ στρατεύματα. Οἱ Καλαματιανοὶ ἐκατάφεραν τὸν Μπέη νὰ πᾶμε εἰς τὴν Κορώνη διὰ νὰ μὴν βάλουν σπαθὶ οἱ Τοῦρκοι εἰς τοὺς Χριστιανούς. Ἐγὼ δὲν ἐστρέχθηκα, εἶπα νὰ πᾶμε εἰς τὴν παλαιὰν Ἀρκαδία, εἰς τὸ κέντρο, διὰ νὰ βοηθοῦμε (2) τοὺς ἄλλους. Τότενες τοὺς εἶπα: «Ἐὰν μοῦ δώσετε βοήθεια ἀπὸ τοῦτο τὸ στράτευμα, καλῶς, εἰμὴ ἀναχωρῶ νὰ ὑπάγω εἰς τὸ κέντρο». Εἶχα λάβει γράμμα ἀπὸ τὸν Κανέλλο, μ᾿ ἐπροσκαλοῦσε, ὅτι εἶχε 10.000 ἄρματα, καὶ νὰ ἔμβω ἐπὶ κεφαλῆς. Τοῦ Μούρτζινου ἀρρώστησε τὸ παιδί του, ὁ Διονύσιος, καὶ ἔτζι δὲν ἐκίνησαν ὅλοι οἱ Μανιᾶται. Ἔλαβα 200 ἀπὸ αὐτὸν καὶ 70 ἀπὸ τὸν Μπέη μὲ τὸν καπετὰν Βοϊδῆ καὶ μὲ 30 ἐδικούς μου ἐγενήκαμε 300 καὶ ἔκοψα εὐθὺς δύο σημαῖες μὲ σταυρὸ καὶ ἐκίνησα. Οἱ Ἀνδρουσιανοὶ Τοῦρκοι, 260 ἄνδρες, μανθάνοντας ὅτι εἴμεθα ἀσκέρι φεύγουν, πᾶνε στὰ κάστρα τῆς Μεσσηνίας. Κινώντας ἐγώ, εἶχαν μίαν προθυμίαν οἱ Ἕλληνες, ὁποὺ ὅλοι μὲ τὰς εἰκόνας ἔκαναν δέηση καὶ εὐχαριστήσεις. Μοῦ ἤρχετο πότε νὰ κλαύσω... ἀπὸ τὴν προθυμίαν ποὺ ἔβλεπα. Ἱερεῖς ἔκαναν δέηση. Εἰς τὸν ποταμὸν τῆς Καλαμάτας ἀνασπασθήκαμε καὶ ἐκινήσαμε.
Τὰς 24 τὸν Μάρτη 1821 ἐφθάσαμε εἰς ἕνα χωριὸ τῆς Μεσσηνίας, Σκάλα λεγόμενον, ποὺ εἶναι καμιὰ πενηνταριὰ οἰκογένειες. Ὅσοι ἄνδρες ἦτον (3), τοὺς ἔστειλα πεζοδρόμους, καὶ τοὺς ἔλεγα: «Σύρτε στὰ κάστρα, πολιορκήσετε, καὶ σᾶς προφθάνω μὲ 3.000» στρατήγημα. Τὴν αὐγὴν ἐξημέρωσε εἰς τὲς 25 τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἔμαθαν εἰς τὸ Λεοντάρι ὅτι ἐβγῆκα μὲ τόσες χιλιάδες Μανιάτες, παίρνουν τὰ ζῶα τῶν ραγιάδων καὶ ἀνεχώρησαν διὰ τὴν Τριπολιτζά. Κινώντας ἀπὸ τὴν Σκάλα, ἔρριξα καμμιὰ χιλιάδα τουφέκια, τρεῖς μπαταριὲς διὰ νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ κόσμος, νὰ σηκωθεῖ κατὰ τὴν παραγγελίαν. Ἀκούοντες οἱ Γαραντζαῖοι τὰ τουφέκια, ἐσκότωσαν τοὺς κεχαγιάδες, αὐτοὶ ἤθελαν νὰ φύγουν, καὶ ἔγινε ἀρχὴ τοῦ σκοτωμοῦ. Ἐκίνησα νὰ ἔβγω εἰς τὸ Δερβένι τοῦ Λεονταριοῦ διὰ τὴν παλαιὰ Ἀρκαδία. Ἀπαντάω ἕνα μεζίλι ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας καὶ μοῦ λέγει, ὅτι οἱ Λεονταρίτες ἔφυγαν καὶ ἐπῆγαν ἴσια στὸ Φραγκόβρυσο καὶ ἔπειτα ἐγύρισαν πίσω, καὶ ἔκοψαν δύο τρεῖς Ἕλληνας. 70 καβαλλαραῖοι ἦτον. Εἶπα: «Τρέξετε νὰ τοὺς κλείσετε καὶ ἔφθασα ὀπίσω εἰς τὸ Λεοντάρι». Τὴν ἴδια ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ συνάζονται οἱ Φαναρίτες, λέγουν εἰς τοὺς Τούρκους νὰ τραβηχθοῦν εἰς τὴν Τριπολιτζά, διατὶ δὲν ἠξεύρουν τί εἶναι. Μαζώνονται Φαναρίτες καὶ Μουντριζάνοι (1) κι ἄλλα μουρτατοχώρια (2) ἀριθμός των 1.700 τουφέκια. Ἐσυνάχθηκαν ἀπέξω ἀπὸ τὴν Ἀνδρίτζαινα δύο ὥρας σὲ μιὰ βρύση, Σουλτίνα λεγόμενη, εἶχαν 3.000 ζῶα τῶν ραγιάδων μαζί τους. Τὴν ἴδια ἡμέρα οἱ Ἀρκαδιανοὶ (τῆς θαλάσσης) συνάζονται ὀλίγοι, καὶ ὁ Πρωτοσύγκελος καὶ ἄλλοι παρακινοῦν τοὺς Τούρκους νὰ τραβηχθοῦν εἰς τὰ κάστρα, καὶ τοὺς ἔδωσαν ζῶα, τοὺς ξέβγαλαν ἴσα μὲ τὸ Νιόκαστρο καὶ ἐκεῖ τοὺς πολιόρκησαν, ἀφοῦ ἐσυνάχθηκαν καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐπαρχίες. Ἐπολιόρκησαν Ναβαρίνο, Μοθώνη καὶ Κορώνη. Ἐπῆγαν καὶ Μανιάτες. Οἱ Ἀνατολικοὶ εἰς τὴν Μονοβασιά. Οἱ Καλαβρυτινοὶ καὶ οἱ Πατραῖοι καὶ οἱ Βοστιτζάνοι πολιορκοῦν τὴν Πάτρα καὶ Καστέλι. Ἦτον ἀρχηγοὶ Ζαΐμης, Σωτήρης Χαραλάμπης, Ἀνδρέας Λόντος καὶ λοιποί. Ὁ Σισίνης μὲ τοὺς Γαστουναίους καὶ οἱ Πυργιῶτες μὲ τὸν Βιλαέτη ἐβάρεσαν τοὺς Γαστουναίους Τούρκους. Καὶ αὐτοὶ κλείονται εἰς τὸ Χλουμούτζι (Καστὲλ Τορνέζε). Μανθάνοντας τοῦτο οἱ Λαλαῖοι, ὑπάγουν, τοὺς παίρνουν ἀπὸ τὸ Χλουμούτζι μὲ τὲς φαμελιές τους, καὶ τοὺς ἐπῆγαν εἰς τοῦ Λάλα. Τότε τὰ νησιὰ ἔκαμαν προκλαματζιόνες: νὰ μὴν ἔβγει κανεὶς ἀπὸ τὰ νησιὰ εἰς βοήθειαν τῶν Ἑλλήνων. Ζακύνθιοι κρυφίως ἔφευγαν, χωριάτες καὶ χωραΐτες, καὶ ἔγιναν συμβοηθοὶ τῶν κινδύνων, καὶ τὸ πράγμα τους τὸ ἐδήμευσαν· τόσο καὶ οἱ Μεταξάδες μὲ ἄλλους πολλοὺς Κεφαλονίτας κρυφίως ἐβγῆκαν εἰς τὴν Γαστούνη καὶ τοὺς δήμευσαν τὸ πράγμα τους. Ἡ Δυτικὴ Ρούμελη (ἡ Τούρκικη), τότε εἶχε τὴν σκοτούρα τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, διατὶ οἱ Σουλιῶτες ἔπιασαν τὸ Σούλι. Ἡ καταδρομὴ κατὰ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ μᾶς βοήθησε πολύ. Ἔπρεπε πρῶτα νὰ πάγει αὐτός, ἦτον μεγάλο θηρίο. Ἡ Ἀνατολικὴ Ἑλλάς, ὁ Ὀδυσσέας, Γούρας, Διάκος καὶ Πανουριᾶς ἐκίνησαν ἐνταυτῷ τὸ τουφέκι εἰς τὴν Ἀνατολικὴ Ἑλλὰς (Ἀπρίλιος).
Οἱ Σπέτζες ἐπρωτοσηκώθηκε· ἔστειλαν εἰς τὴν Ὕδρα, καὶ οἱ Ὑδραῖοι δὲν ἦτον ἀκόμη σηκωμένοι. Οἱ νοικοκυραῖοι δὲν ἤθελαν νὰ σηκωθοῦν. Ὁ Κουλοδήμας, Καπετὰν Ἀντώνης καὶ ὁ Γκίκας τοῦ Θ. γαμβρὸς τοῦ Μιαούλη καὶ ὁ Πέτρος Μαρκέζης, ἐσυνώμοσαν μὲ τὸν λαὸν καὶ εἶπαν τῶν Ἀρχόντων: «Ἢ σηκώνεσθε καὶ ἐσεῖς, ἢ θὰ βάλομε φωτιὰ νὰ σᾶς κάψομε, μόνον ὀρδινιᾶσθε τὰ καράβια σας». Τοὺς ὑποχρέωσαν, ἔδωσαν γρόσια καὶ ἐβγῆκαν.
Τὰ Ψαρὰ ἐκίνησαν αὐτοθελήτως, καὶ ἡ Σάμος.
Ἐγὼ εἰς τὰς 25 ὁποὺ ἐκίνησα ἀπὸ τὴν Σκάλα, βγαίνοντας εἰς τὸ Δερβένι τοῦ Λεονταριοῦ, ἀπάντησα ἕνα πεζοδρόμο σταλμένο ἀπὸ τὸν Βασίλη Μπούτουνα Καριώτη, καὶ μοῦ ἔγραφε, ὅτι: «Οἱ Τοῦρκοι τῆς Καρυταίνης καὶ ὁ Βόϊβοδας τοῦ Ἰμπλακίου Μουσταφᾶς Ριζιώτης ἐκλείσθησαν εἰς τὸ παλιόκαστρο τῆς Καρύταινας. Καὶ οἱ δύο προεστοὶ τῆς Καρύταινας, ὁ Σπήλιος Κουλᾶς καὶ ὁ Μιχαλῆς, δὲν ἦτον εἰς τὴν Ἑταιρεία μβασμένοι καὶ δὲν ἤξευραν τί ἐγένετο, καὶ ἐπαρακίνησαν τοὺς Τούρκους νὰ μὴ φύγουν, ἀλλὰ νὰ μείνουν εἰς τὸ Κάστρο. Ὁ Κάμπος τῆς Καρύταινας δὲν ἠθέλησε νὰ πιάσει τὰ ἄρματα». Ἔτζι μ᾿ ἔγραφε αὐτός.
Ἐγὼ δὲν ἔλειψα νὰ κάμω μία προσταγή, καὶ ἐπάτησα τὴ βούλα μου: «Ὅποιο χωριὸ δὲν ἤθελε νὰ ἀκολουθήσει τὴν φωνὴν τῆς Πατρίδος τζεκούρι καὶ φωτιά». Μανθάνοντας ὅτι ἐβγῆκα εἰς τὸ Δερβένι, οἱ 70 καβαλλαραῖοι εὐθὺς ἀναχώρησαν διὰ τὴν Τριπολιτζά. Ἐγὼ ἐπῆγα σὲ ἕνα χωριὸ Τετέμπεη, ἀνάμεσα Λεοντάρι καὶ Καρύταινα. Οἱ Μανιάτες μοῦ εἶπαν: «Νὰ πᾶμε εἰς τὸ Λεοντάρι». Τοὺς εἶπα: «Νὰ πάρομε χαλκώματα;» Τὴν αὐγὴ ἐξημέρωσε, στὲς 26, ἔρριξα χίλια τουφέκια. Ἔκαμα νὰ πάγω εἰς τὴν Καρύταινα, νὰ ἀκαρτερέσω τοὺς Φαναρίτας καὶ τοὺς Καρυτινούς, καὶ ἀκούοντες τὲς μπατερίες ὁ κόσμος ἐκινήθηκαν ὅλοι. Εἰς τὸν δρόμον ἀπάντησα ἕνα γράμμα τοῦ Βασίλη Μπούτουνα, καὶ μοῦ ἔλεγε: Ἰδές (3) τὸ γράμμα τῶν Φαναριτῶν ποὺ κάθονται εἰς τὴν Σουλτίνα. Τὸ ἔγραφαν εἰς τοὺς Καρυτινοὺς Τούρκους, καὶ ἔγραφε τὸ γράμμα, ὅτι αὔριο περνᾶμε διὰ Τριπολιτζά, εἴμεθα τόσοι, ἑτοιμασθῆτε νὰ ἑνωθοῦμε. Ἐβγῆκε ὁ Κολοκοτρώνης μὲ τόσες χιλιάδες Μανιάτες. Ὁ Βασίλης εἶχε σκοτώσει τὸν Τοῦρκον εἰς τὸ γεφύρι τῆς Καρύταινας, ποὺ εἶχε τὸ γράμμα. Βλέποντας τὸ γράμμα ἐκίνησα νὰ πιάσω τὸν τόπο, ποὺ ἤθελαν νὰ ἀπεράσουν οἱ Φαναρίτες. Βγαίνοντας ἀγνάντια εἰς τὴν Καρύταινα οἱ Τοῦρκοι καὶ βλέποντας τὰ μπαϊράκια, καὶ μὴ ξεχωρίζοντας τὸν Σταυρό, ἔλεγαν ὅτι εἶναι Τοῦρκοι, καὶ πᾶμε μεντάτι. Ἐγὼ ἐτράβηξα ἕναν τόπον στενόν. Ἔλεγα ὅτι θὰ ἀπεράσουν τὴν ἴδια ἡμέρα διὰ νὰ τοὺς κτυπήσω. Ἐμήνυσα χωριάτων, ποὺ ἦτον εἰς τὸ στενὸ ἐκεῖνον, νὰ μοῦ εἰποῦν διὰ τοὺς Τούρκους τοὺς Φαναρίτας, καὶ μοῦ εἶπαν: «Δὲν ἔχουν εἴδησιν, εἰς τὴν βρύση κοιμοῦνται ἀπόψε καὶ ταχὺ θ᾿ ἀπεράσουν». Κι ἔγραψα ἕναν τεσκερὲ ἑνὸς Ἀνδριτζάνου, Παναγιώτη Γιατροπούλου, νὰ κινήσει τὰ ἄρματα, νὰ τοὺς φέρνει ἀποπίσω καὶ ἐγὼ τοὺς καρτερῶ ἀπεμπροστά. Σὰν εἶδα, ὅτι οἱ Τοῦρκοι δὲν ἦτον τὴν ἡμέραν ἐκείνη διὰ κίνημα, ἐπῆρα τὴν χώραν τῆς Καρυταίνης, καὶ ἔκλεισα τοὺς Τούρκους εἰς τὸ Κάστρο (ἡμέρα 26). Στὲς 27 ἐσηκώθηκα χαραυγή, μὲ τὰ χάραμα, καὶ ἄφησα τοὺς Καρυτινοὺς καμμιὰ δεκαπενταριὰ νομάτους, κι ἐγὼ ἔπιασα τὸ στενό. Τὴν ἴδια νύκτα, ποὺ ἤμουν εἰς τὴν Καρύταινα μοῦ ἦλθε εἴδησις ἀπὸ τὸν Παναγιώτη Γιατρόπουλο, ὅτι: «Στεῖλε μας στράτευμα, διατὶ ἡμεῖς δὲν ἐσυναχθήκαμε ἀκόμα» παλιανθρωπιά.
ΠΗΓΗ: περ. ΑΡΔΗΝ, τ.74