Εδώ γράφουμε αυτά που θέλουμε να εμφανίζονται μετά το "Διαβάστε περισσότερα".
Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010
Τηλεόραση και δημοκρατία
Εδώ γράφουμε αυτά που θέλουμε να εμφανίζονται μετά το "Διαβάστε περισσότερα".
Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010
Η δικτατορία της ομορφιάς
της ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΣΧΙΝΑ
Το σώμα -τι τρώμε, πώς ντυνόμαστε, οι καθημερινές τελετουργίες μέσα από τις οποίες το υπηρετούμε- είναι ένα διάμεσο πολιτισμού. Μία παντοδύναμη συμβολική φόρμα (για να χρησιμοποιήσω τον ορισμό της ανθρωπολόγου Mary Douglas), μία επιφάνεια όπου εγγράφονται οι βασικοί κανόνες, οι ιεραρχίες, ακόμη και οι μεταφυσικές ανησυχίες ενός πολιτισμού. Ταυτόχρονα, όμως, το σώμα μπορεί να λειτουργήσει και ως μια μεταφορά για τον πολιτισμό. Από τον Πλάτωνα ώς τον Χομπς και από τον Φουκό ώς τη Γαλλίδα φεμινίστρια Λις Ιριγκαρέ οι στοχαστές συναινούν: το αποτύπωμα που επιτρέπει είτε να φανταστούμε είτε να διαγνώσουμε την παθολογία μιας κοινωνίας, είναι ο τρόπος με τον οποίο αυτή προσλαμβάνει τη μορφολογία του σώματος.
Το σώμα δεν είναι μόνο ένα κείμενο πολιτισμού. Είναι επίσης, όπως έχουν καταδείξει ο Πιερ Μπουρντιέ και ο Μισέλ Φουκό, ένα συγκεκριμένο και άμεσο locus κοινωνικού ελέγχου. Οι συνειδητές μας πολιτικές επιλογές, η κοινωνική μας στράτευση, η δημιουργικότητα, ο ερωτισμός μας μπορούν και να υποβαθμιστούν ή να προδοθούν από τη ζωή του σώματός μας -που, ωστόσο, δεν είναι το διελαυνόμενο από την επιθυμία σώμα (το ενστικτώδες σώμα ενός Πλάτωνα, ενός Αυγουστίνου, ενός Sigmund Freud), αλλά το σώμα που ο Michel Foucault ονομάζει «πειθήνιο» -ένα σώμα ευάγωγο, που υπακούει, που μπορεί να τελειοποιείται και να μεταπλάθεται, για να υποταχθεί και να χρησιμοποιηθεί.
Στα ύστερα «γενεαλογικά» του έργα («Ιστορία της σεξουαλικότητας», «Επιτήρηση και τιμωρία»), ο Φουκό συνεχώς μας θυμίζει πόσο συχνά τα σώματά μας εκπαιδεύονται, σχηματίζονται και σφραγίζονται από τις κυρίαρχες, ανά εποχή, αντιλήψεις περί ταυτότητας, επιθυμίας, ανδρισμού, θηλυκότητας, όχι μέσω της ιδεολογίας, αλλά κυρίως μέσω της οργάνωσης και της ρύθμισης του χρόνου, του χώρου και των δραστηριοτήτων της καθημερινότητάς μας. Σκοτεινή, ανησυχητική άποψη· η σκιά της βαραίνει δυσοίωνα πάνω στη σύγχρονη ζωή. Γιατί οι γυναίκες, όπως μαρτυρούν οι αριθμοί, περνούν σήμερα πολύ περισσότερες ώρες ασχολούμενες με την οργάνωση και την πειθάρχηση των σωμάτων τους απ' ό,τι παλιότερα. Και ενώ η δημόσια αρένα ανοίγει για να συμπεριλάβει τις ίδιες και τις φιλοδοξίες τους, η αγωνία τους για το σώμα εμφανίζεται σαν υπονομευτικός αντιπερισπασμός. Μέσα από την αναζήτηση ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου, ομογενοποιημένου και συνάμα φευγαλέου ιδανικού θηλυκότητας -μία καταδίωξη μάλλον χωρίς τέλος, που απαιτεί συστηματική παρακολούθηση της μόδας- τα γυναικεία σώματα γίνονται «πειθήνια» σώματα -σώματα των οποίων οι δυνάμεις και η ενεργητικότητα υποτάσσονται σε εξωτερική ρύθμιση, εξάρτηση, μεταμόρφωση, «βελτίωση». Μέσα από την καταναγκαστική και κανονιστική πειθαρχία της δίαιτας, του μέικ απ, του ρούχου -βασικές οργανωτικές αρχές του χρόνου και του χώρου στη μέρα πολλών γυναικών- απομακρυνόμαστε από τον κοινωνικό μας εαυτό, για να αφοσιωθούμε σε μία κεντρομόλο και σολιψιστική αυτοβελτίωση. Υποβάλλοντας τους εαυτούς μας στη δοκιμασία της ομορφιάς, απλώς επιβάλλουμε στο σώμα μας το αίσθημα και τη βεβαιότητα της έλλειψης, της ανεπάρκειας. Ποτέ δεν είμαστε όσο όμορφες επιτάσσουν τα κυρίαρχα πρότυπα· ποτέ δεν επιδεικνύουμε την αυτοπειθαρχία που απαιτείται για να τα πλησιάσουμε.
«Ιδωμένες ιστορικά, οι δοκιμασίες πειθαρχίας που επιβάλλουν οι γυναίκες στο σώμα τους σήμερα -ίσως η μόνη φυλετική καταπίεση που ασκείται, αν και σε διαφορετικό βαθμό και με διαφορετικές μορφές, διαταξικά, διαφυλετικά, διηλικιακά- πρέπει να αναγνωριστούν ως μια εκπληκτικά ανθεκτική και ευπροσάρμοστη στρατηγική κοινωνικού ελέγχου», γράφει η Αμερικανίδα κριτικός Susan Bordo. «Στην εποχή μας είναι δύσκολο να μην αναγνωρίσουμε ότι η αδιάκοπη μέριμνα για την εμφάνιση, η οποία προσβάλλει τις γυναίκες πολύ περισσότερο από ό,τι τους άνδρες ακόμη και στο σημερινό ναρκισσιστικό και εικονολαγνικό μας πολιτισμό, μπορεί να λειτουργήσει σαν ένα φαινόμενο παλινδρόμησης -επανεπιβεβαιώνοντας τις υπάρχουσες διακρίσεις των φύλων ενάντια στη ρητορική περί ισότητας και στην προσπάθεια μετατόπισης ή αλλαγής των σχέσεων εξουσίας».
Ο ρόλος του φύλου, οι κανόνες της θηλυκότητας: ένα προκρούστειο κρεβάτι που εξαρθρώνει το γυναικείο σώμα και στο οποίο όλο και περισσότερες γυναίκες αισθάνονται υποχρεωμένες να ξαπλώσουν. Κανόνες που διαδίδονται κυρίως οπτικά (μέσω του κινηματογράφου και της τηλεόρασης) μέσω όλο και πιο στερεότυπων εικόνων. Το αποτέλεσμα; Η ίδια η θηλυκότητα καταντά περισσότερο ζήτημα κατασκευής (με τον τρόπο που περιέγραψε ο Erving Goffman, ήδη από το 1959, στο βιβλίο του «The Presentation of Self in Everyday Life»): η ορθή, αποδεκτή παρουσίαση/ παράσταση του εγώ. Δεν χρειάζονται πια λεκτικές περιγραφές ή παραδείγματα για το τι είναι μια γυναίκα ή για το ποια στοιχεία συνιστούν τη θηλυκότητα: μαθαίνουμε τους κανόνες κατευθείαν μέσω των εικόνων που υποδεικνύουν ποια ρούχα, ποια σιλουέτα, ποια έκφραση του προσώπου, ποιες κινήσεις και ποια συμπεριφορά είναι απαιτητή, για να μη νιώθουν οι γυναίκες ντροπή για το σώμα τους.
Εξού και οι παράλογες ιστορίες που αφηγούνται οι πλαστικοί χειρουργοί: γυναίκες που προσέρχονται σ' αυτούς με φωτογραφίες μοντέλων, απαιτώντας να αλλάξουν τη μύτη, το πιγούνι, τα ζυγωματικά, τη θέση των αυτιών και το πλάτος του μετώπου, έτσι που να τους μοιάζουν. Απαιτώντας να γίνουν άλλες· άλλες που (αλίμονο!) δεν θα είναι ποτέ οι «άλλες» της φωτογραφίας. Και φυσικά, οι ωδίνες και τα οιδήματα, οι αιμορραγίες και τα αιματώματα δεν αποτελούν, καθώς φαίνεται, ανασχετικό παράγοντα.
Οι προασπιστές του «δικαιώματος στην ομορφιά», ωστόσο, θα μας θύμιζαν τη λαϊκή σοφία: «Μπρος στα κάλλη τι είν' ο πόνος». Και την ιστορία. Δεν είναι, ασφαλώς, η πρώτη φορά που το σώμα γίνεται αντικείμενο επιτακτικών και πιεστικών επενδύσεων· σε κάθε κοινωνία το σώμα περιζώνεται από εξουσίες πολύ σφιχτές, που του επιβάλλουν καταναγκασμούς, απαγορεύσεις και υποχρεώσεις. Τουλάχιστον σήμερα η πειθαρχία έχει σχέση με την αυτοβελτίωση -με την ομορφιά- και η ομορφιά είναι αξία. Υπήρχαν εποχές αδιάφορες προς το κάλλος; Ασφαλώς όχι. Οσο για τη φαινομενικότητα, σ' αυτήν δεν ομνύει μονάχα ο σύγχρονος κόσμος: η επιτυχία ήταν ανέκαθεν προνόμιο των ωραιότερων. Οι λίγες εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν το δυναστευτικό κανόνα: κρινόμαστε από την εξωτερική μας εμφάνιση· άρα η δυνατότητα να την αλλάξουμε ή να την ταυτίσουμε με την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας είναι απελευθερωτική.
Αυτά, τουλάχιστον, λέει ο καθηγητής Σάντερ Γκίλμαν, που υπογράφει την πρώτη εκτεταμένη (και άκρως ενδιαφέρουσα) ιστορία της αισθητικής χειρουργικής. Στο βιβλίο του «Making the body beautiful» κεντρική θέση κατέχει η έννοια του «passing» - της «πέρασης», όπως θα λέγαμε στη γλώσσα μας. Η τρομερή δημοτικότητα της πλαστικής χειρουργικής, ακόμη και, ή μάλλον κυρίως, ανάμεσα σε ανθρώπους με μέσο εισόδημα, οφείλεται στο ότι τους βοηθά να έχουν πέραση στο κοινωνικό περιβάλλον με το οποίο ταυτίζονται συναισθηματικά. Η πλαστική χειρουργική δεν θα είχε διανύσει τόσο δρόμο, επαναλαμβάνει ο Γκίλμαν, αν τα τέλη του αιώνα μας δεν μαρτυρούσαν μία «καταιγιστική αλλαγή στην εικόνα που έχει ο άνθρωπος για το ποιος είναι και τι είναι το σώμα του». Από το 1901, όταν ο χειρουργός και αισθητικός του πολιτισμού Ευγένιος Χολάντερ αποτόλμησε την πρώτη επέμβαση στο πρόσωπο μιας Πολωνέζας αριστοκράτισσας, η εξέλιξη ήρθε ραγδαία, σαν χιονοστιβάδα: όλο και περισσότεροι άνθρωποι, με όλο και πιο ανεπαίσθητες ατέλειες στα χαρακτηριστικά του προσώπου ή του σώματος, αναζητούν χειρουργική διόρθωση των ελαττωμάτων τους· ως αποτέλεσμα, «η αυτοεκτίμηση και η εμπιστοσύνη στον εαυτό τους ανεβαίνει κατακόρυφα», σύμφωνα με τον Γκίλμαν. Αν όμως, ήδη από το 1891, ένας ψυχίατρος, ο Ενρίκο Μορτσέλι, αξιολογούσε ως σοβαρό ψυχολογικό πρόβλημα την εμμονή που σχετιζόταν με τη σωματική εμφάνιση, βαφτίζοντάς την μάλιστα «δυσμορφοφοβία», η σύγχρονη ψυχανάλυση θα υπερθεμάτιζε. Αρκεί να σκεφτούμε διατροφικές διαταραχές, όπως τη νευρική ανορεξία, που φτάνει να οδηγεί ώς και στο θάνατο.
Μήπως, λοιπόν, η νέα εμφάνιση, όχι μόνο δεν λύνει το πρόβλημα της αυτοεκτίμησης, αλλά απλώς το επικαλύπτει; Μήπως επωφελούμενοι από όσα μπορεί να προσφέρει η πλαστική χειρουργική στενεύουμε απελπιστικά τις προσδοκίες μας σε ανθρώπινη ποικιλία και στερούμαστε την ευτυχία να γερνάμε αξιοπρεπώς; Μήπως, τέλος, για να ξαναγυρίσω από εκεί που ξεκίνησα, η τυφλή προσήλωση στα κυρίαρχα πρότυπα ομορφιάς χειραγωγεί το γυναικείο σώμα και στομώνει την επιθυμία του;
Το γυναικείο κίνημα θα απαντήσει σ' αυτά τα ερωτήματα με κατηγορηματικό τρόπο: η αισθητική χειρουργική είναι αποτέλεσμα μιας καπιταλιστικής ανδρικής συνωμοσίας ενάντια στο γυναικείο φύλο. Τη σκληρότερη γλώσσα θα μεταχειριστεί η Νάομι Γουλφ στο περίφημο βιβλίο της «Ο μύθος της ομορφιάς: Πώς οι εικόνες της ομορφιάς χρησιμοποιούνται εναντίον των γυναικών» (1991), όπου θα υποστηρίξει ότι το πολιτισμικό κλίμα που υποβάλλει στις γυναίκες την εντύπωση ότι είναι άσχημες και ανεπαρκείς και ως εκ τούτου χρειάζονται θεραπεία, καλλιεργείται αποκλειστικά από τη βιομηχανία της ομορφιάς. «Η βιομηχανία ξεφουρνίζει διαφημίσεις, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης τις μεταδίδουν και οι γυναίκες κατακρεουργούνται», γράφει χαρακτηριστικά. Η εναλλακτική φεμινιστική άποψη, ωστόσο, είναι πιο ήπια: βλέπει την αισθητική χειρουργική ως διαδικασία χειραφέτησης, μέσα από την οποία η γυναίκα αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη του σώματός της: μπορεί να το επιδιορθώσει, αν θελήσει, μπορεί να αποτινάξει, όπως γράφει η Αλισον Λιούρι στο βιβλίο της «Η γλώσσα των ρούχων» (1981) «τη μάσκα των γηρατειών που παραμορφώνει το νεανικό εσώτερο εαυτό της». Η Κάθι Ντέιβις στο βιβλίο της «Σμιλεύοντας το γυναικείο σώμα από την αρχή: το δίλημμα της αισθητικής χειρουργικής» (1995) επιμένει ότι η λιποαναρρόφηση είναι πολιτικώς ορθή. Οσο για την ψυχολόγο Νάνσι Ετκοφ, εκείνη στο βιβλίο της «Επιβιώνει η ομορφότερη: η επιστήμη της ομορφιάς» (1999) απαντάει ευθέως στη Γουλφ: «Οχι, η ομορφιά δεν είναι μύθος, δεν είναι κοινωνικά κατασκευασμένη έννοια, ούτε δημιούργημα των χειραγωγών διαφημιστών». Για να υπερασπιστεί τις απόψεις της τσιτάρει τον Οβίδιο, τον Χένρι Τζέιμς, τον Πλάτωνα («οι τρεις επιθυμίες του ανθρώπου: υγεία, πλούτος αποκτημένος με έντιμα μέσα, ομορφιά») και το φιλόσοφο Τζορτζ Σανταγιάνα- George Santayana(«Μέσα στην ίδια μας τη φύση υπάρχει μία ριζική και ευρύτατα διαδεδομένη τάση να προσέχουμε την ομορφιά και να την εκτιμάμε»), τονίζει ότι η Λεωφόρος Μάντισον μπορεί να εκμεταλλεύεται, δεν δημιουργεί όμως τις αισθητικές μας προτιμήσεις και επιστρατεύει μία τελευταία έρευνα, που αποδεικνύει ότι οι γονείς δείχνουν μεγαλύτερη τρυφερότητα στα νεογέννητα μωρά τους που τυχαίνει να είναι όμορφα και τα μωρά ανταποκρίνονται αναλόγως: σε ηλικία τριών μηνών κοιτάζουν επίμονα τα ωραία πρόσωπα, ενώ όταν πλησιάσει κάποιος λιγότερο ελκυστικός, αποστρέφουν το βλέμμα.
Ωστόσο, οι διαπιστώσεις της Νάνσι Ετκοφ είναι αυτονόητες: ο πόθος για την ομορφιά αναλύθηκε από στοχαστές πολύ σημαντικότερους. Οταν μάλιστα σκεφτεί κανείς πόσοι άνθρωποι στον κόσμο ξαπλώνουν οικειοθελώς στο χειρουργικό τραπέζι για να σκίσουν και να κάψουν το δέρμα τους, να αναρροφήσουν το λίπος του, να εμφυτεύσουν στο σώμα τους παράξενα και ύποπτα υλικά, καταλαβαίνει πόσο επιτακτικός είναι αυτός ο πόθος. Ομως, το ζήτημα δεν είναι η ομορφιά, αλλά η διαδικασία κατάκτησής της· το συνεχές ανικανοποίητο, όπου είναι καταδικασμένη να σκοντάφτει, πάλι και πάλι. Ασφαλώς και δεν είναι εύκολο να γερνάς, ούτε να συμφιλιώνεσαι μ' ένα πρόσωπο που σε προδίδει· όμως πιστεύω ότι στο βάθος όλες εμείς οι γυναίκες θα προτιμούσαμε να μας επιτρέψουν να γεράσουμε ήσυχες και ευχαριστημένες, όπως οι γιαγιάδες μας.
ΠΗΓΗ: εφημ.ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, ένθετο ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 27/09/2002
Η ηθική της επιστήμης
του Ι.Ν.Μαρκόπουλου,
επίκουρου καθηγητή της Χημικής Μηχανικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Επιτρέψτε μου να αναφερθώ, μέσα από ένα σύντομο ερωτηματικό λόγο, σε μερικά από αυτά τα προβλήματα. Και αρχίζω από το «δόγμα» της ουδετερότητας της επιστήμης και της τεχνικής. Υπάρχουν, άραγε, σημαίνουσες ανθρώπινες δραστηριότητες, που είναι ηθικά ουδέτερες; Θάλαμοι αερίων, Χιροσίμα, Ναγκασάκι· θηριωδία και απανθρωπιά· χωρίς τη συμμετοχή της επιστήμης και των επιστημόνων; Από πού προκύπτει λοιπόν ο συχνά προτεινόμενος πλήρης διαχωρισμός συνεχόμενων και ενιαίων στην ουσία τους δραστηριοτήτων, της ηθικά ανεξάρτητης, όπως υποστηρίζεται, και μη ελέγξιμης επιστημονικής έρευνας από τη μια και των ηθικά φορτισμένων, και άρα ελέγξιμων πρακτικών εφαρμογών της, από την άλλη; Και πόσο εύκολος θα είναι στο μέλλον ένας τέτοιος διαχωρισμός (βασική έρευνα - εφαρμοσμένη έρευνα - εφαρμογές), μέσα μάλιστα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο αγοραίας συμπεριφοράς και αβυσσαλέου ανταγωνισμού; Και είναι δυνατόν, σε μια κοινωνία ανθρώπων, να αποδεχθούμε την πλήρη αυτονόμηση ορισμένων ανθρωπίνων δραστηριοτήτων; Αλλά ακόμη παραπέρα, στον πυρήνα της αντιμετώπισης του προβλήματος, πόσο έτοιμες είναι σήμερα οι κοινωνικές επιστήμες όσον αφορά το εκπαιδευτικό τους περιεχόμενο, την έρευνα και την ανάπτυξή τους να παρακολουθήσουν την αλματώδη ανάπτυξη της φυσικής επιστήμης, της βιολογίας και της τεχνικής; Και ποιες οι αντοχές, ανοχές και ενοχές μας απέναντι στη «βιολογική ρύπανση», που κατ' αναλογίαν προς τη φυσικο-χημική ρύπανση του 20ού αιώνα θα μας απειλήσει, πρωτόγνωρα, μπορεί να πει κανείς, στον αιώνα που έρχεται; Διότι βέβαια, εδώ, υπάρχουν κάποιες αναλογίες, την «εγκαθίδρυση» των οποίων δεν θα μπορέσουμε εύκολα να αποφύγουμε: σύνθεση και παραγωγή συγκεκριμένων μακρομορίων, νέων ουσιών και προϊόντων, νέων φυσικών και χημικών τεχνικών, ευημερία, αλλά και επικίνδυνη οικολογική καταστροφή στον 20ό αιώνα· ανάλογης κλιμάκωσης ανάπτυξη, ευζωία αλλά και βιολογική ρύπανση, με την εμφάνιση γενετικά, χειρουργικά ή βιο-ηλεκτρονικά πραγματοποιημένων «χιμαιρικών οντοτήτων», στην αρχή της τρίτης χιλιετίας. Και βέβαια δεν πρέπει να αγνοήσουμε τη σημαντική ποιοτική διαφορά μεταξύ, λ.χ., του διοξειδίου του αζώτου, που ρυπαίνει το περιβάλλον, και μιας μελλοντικής ανθρωπόμορφης χίμαιρας.
Θέλω να πιστεύω ότι τα ερωτήματά μου αυτά δεν έχουν τεθεί ά-σκοπα, αφού μέσα από τον τρόπο διατύπωσής τους αναδύονται κάποιες σκέψεις και κάποιοι προβληματισμοί, που θα μπορούσαν ίσως να χρησιμεύσουν στη μελέτη και την αντιμετώπιση αυτών των όντως πολύ δύσκολων και πρωτόφαντων προβλημάτων. Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν και η άγνοιά μας είναι σίγουρα μεγάλη στα θέματα αυτά. Αν όμως εκτός από την επιστημονική μας σκέψη επιστρατεύσουμε και τη διαίσθησή μας, θα μπορέσουμε ίσως να βαδίσουμε σε έναν πιο ακίνδυνο δρόμο. Και για να γίνω πιο σαφής: φοβάμαι πως στο μέλλον δεν θα έχουμε άλλη επιλογή, από το να προχωρήσουμε σε ορισμένες ίσως σπάνιες και πολύ ειδικές περιπτώσεις στην όντως αντιδημοκρατική (και σε πολλές χώρες, με σημερινά δεδομένα, αντισυνταγματική), αλλά αναπόφευκτη, νομίζω, απαγόρευση και αυτής ακόμη της επιστημονικής έρευνας. Σίγουρα, πολύ δύσκολα, θα συμφωνούσε κανείς με μια τέτοια επιλογή. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω πράγματι ποιο είναι αυτό, που στις συγκεκριμένες περιπτώσεις θα έπρεπε περισσότερο να μας φοβίζει. Ο έλεγχος και η περιορισμένης έκτασης απαγόρευση μιας πολύ συγκεκριμένης επιστημονικής έρευνας, ή οι πολύ χειρότερες και τρομακτικότερες για την κοινωνία μας συνέπειες, που αναπόδραστα θα προκληθούν από τη μη απαγόρευσή της;
Η αρχική μας λοιπόν αξιωματική παραδοχή διαχωρισμού επιστήμης και ηθικής, που είναι πράγματι θεμελιώδους σημασίας για τη γέννηση και την ανάπτυξη της επιστήμης, θα πρέπει πλέον, κατά τη γνώμη μου, να γίνεται κατανοητή, μέσα σε ένα πολύ στενό, αυστηρά επιστημονικό και επιστημολογικό πλαίσιο, ως ένας δεσμευτικός, λειτουργικός κανόνας, που σίγουρα δεν θα αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες και προεκτάσεις. Οι πρακτικές εφαρμογές της επιστήμης είναι, άλλωστε, άρρηκτα συνδεδεμένες με τον επιστημονικό λόγο, όπως επίσης και οι τεχνοεπιστημονικές εφαρμογές είναι γερά συνυφασμένες με την επιστημονική έρευνα, που εκβάλλει σε αυτές. Το αίτημα, εξάλλου, της αντικειμενικότητας στη γνώση (επιστήμη) είναι μια ηθική επιταγή, αφού μια αξία (η αντικειμενικότητα) προ-ορίζεται για τη θεμελίωση της γνώσης. Είναι αυτό που ο γάλλος φυσιολόγος και νομπελίστας Ζακ Μονό ονομάζει «ηθική της γνώσης». Αλλά, και αντιστρόφως, μπορούμε επίσης να μιλήσουμε για μια επιστημονική αρχή της ηθικής, όταν η ηθική κατά την αναζήτηση ενός απόλυτου νόμου όπως και η φυσική επιστήμη προσπαθεί να εδραιωθεί επάνω σε μια αρχή καθολικής εγκυρότητας και ισχύος. Ως παραδείγματα στοχαστών, που οδήγησαν τη σκέψη τους και σε αυτό το μονοπάτι, μπορούμε να αναφέρουμε τον Ηράκλειτο, τους Πυθαγορείους, τον Σωκράτη και τον Ντεκάρτ.
Επιστήμη και ηθική δεν είναι ίσως τελικά τόσο ξένες και ανεξάρτητες η μια από την άλλη, όσο πολλοί επιστήμονες και στοχαστές θέλουν να πιστεύουν. Η θέση, που ως κοινωνία θα πάρουμε στο ζήτημα αυτό, πιστεύω πως θα είναι καθοριστικής σημασίας, για το αν θα παραμείνουμε μια κοινωνία ανθρώπων, ή θα οδηγηθούμε σε μια φασιστική, εντέλει, κοινωνία «χιμαιρικών οντοτήτων» και «μεικτών συστημάτων». ΠΗΓΗ:εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ,6 Σεπτεμβρίου 1998
Ο Αριστοτέλης στο Λύκειο
Image by Antonia Hayes via Flickr
I found this fascinating quote today:You should read the whole article.Όταν ο Αριστοτέλης έφθασε στην Αθήνα ήταν περίπου δεκαεπτά ετών. Βάσιμοι λόγοι μας κάνουν να υποθέτουμε ότι ο νεαρός Αριστοτέλης ανατράφηκε σε καλλιεργημένο περιβάλλον και εξοικειώθηκε από νωρίς με την επιστημονική γραμματεία της εποχής του. Από τους σημερινούς ερευνητές άλλοι εικάζουν ότι γνώριζε ήδη αρκετά έργα του Πλάτωνα, πράγμα που θα εξηγούσε και την επιλογή εκ μέρους του της Ακαδημίας για τη συνέχιση των σπουδών του, ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως η επιλογή αυτή οφείλεται απλώς στο γεγονός ότι η πλατωνική σχολή εξασφάλιζε την καλύτερη εκπαίδευση στην Ελλάδα. Πέρα όμως από τις εικασίες ως προς τα κίνητρα, παραμένει το ίδιο το γεγονός: ο Αριστοτέλης επιλέγει τον Πλάτωνα ενώ θα μπορούσε να προτιμήσει τον Ισοκράτη. Γιατί την εποχή εκείνη όσοι νέοι θέλουν να μορφωθούν έχουν να διαλέξουν ανάμεσα στον Πλάτωνα και στον Ισοκράτη, δηλαδή ανάμεσα σε δύο αντίπαλες αντιλήψεις για την παιδεία και την εκπαίδευση.spoudasterion.pblogs.gr, Ludus Literarius, May 2008
Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2010
Η φιλοσοφία και τα αδιέξοδα της σκέψης
Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010
Υπολογιστές στα σχολεία: Ο καλύτερος δάσκαλος ή μήπως όχι;
ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ από εμάς, είτε έχουμε εξοικείωση με τους υπολογιστές είτε ακόμη περισσότερο το θαυμαστό εργαλείο της νέας εποχής μάς γεμίζει με αμηχανία και ίσως λίγο φόβο, δεν μπορεί παρά να νιώθουμε δέος απέναντι στην ευκολία με την οποία τα μικρά παιδιά, ακόμη και προσχολικής ηλικίας, συμφιλιώνονται με τη φωτεινή οθόνη, το ποντίκι και το πληκτρολόγιο. Λίγα λεπτά της ώρας αρκούν, συνήθως, και το παιδί κινεί τον δείκτη πάνω στην οθόνη με αυτοπεποίθηση, ανοίγει μενού, κάνει κλικ σε ζωγραφιστά, εικονικά κουμπιά στην οθόνη, ζωγραφίζει, παίζει. Τα παιδιά δεν έχουν προκαταλήψεις απέναντι στον υπολογιστή ούτε γνωρίζουν τι είναι τεχνοφοβία, ενώ συντονίζονται πολύ πιο εύκολα, σε σύγκριση με τους ενηλίκους, με αυτά που δείχνει να ζητά το μηχάνημα από αυτά.
Αναγνωρίζοντας έμπρακτα το γεγονός ότι οι υπολογιστές δεν πρόκειται να φύγουν από δίπλα μας πολύ σύντομα, το αντίθετο μάλιστα, οι περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου έχουν προσθέσει μαθήματα πληροφορικής στα εκπαιδευτικά προγράμματα. Σε κάποιες χώρες τα πράγματα έχουν προχωρήσει ακόμη περισσότερο· εκτός των μαθημάτων για την εκμάθηση του υπολογιστή, ο υπολογιστής χρησιμοποιείται ως βοηθητικό εργαλείο και για τα υπόλοιπα μαθήματα. Τα όμορφα γραφικά, τα χρώματα, η μουσική, τα ηχητικά εφέ, όλα αυτά κεντρίζουν το ενδιαφέρον του παιδιού και επιτυγχάνουν αυτό που λίγοι μόνο δάσκαλοι κατάφερναν παλαιότερα: να διατηρήσουν αμείωτη την προσοχή του για περισσότερο από λίγη ώρα, καθώς μαθαίνει παίζοντας. Τα αποτελέσματα είναι μάλιστα πιο εντυπωσιακά στα πολύ μικρά παιδιά στο νηπιαγωγείο ή στα πρώτα χρόνια του δημοτικού.
Είναι όμως τα πράγματα τόσο ρόδινα; Οχι, απαντά η Jane Healy, συγγραφέας του βιβλίου Failure to connect: How computers affect our children's minds for better and worse (Αδυναμία σύνδεσης: Πώς επηρεάζουν οι υπολογιστές το μυαλό των παιδιών μας θέλουμε, δεν θέλουμε), το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα στις ΗΠΑ και ήδη προκαλεί μεγάλες συζητήσεις. Στην Αμερική οι υπολογιστές έχουν ενσωματωθεί στην εκπαιδευτική διαδικασία εδώ και αρκετά χρόνια, ήδη από τα νηπιαγωγεία, και πια υπάρχει η συσσωρευμένη πείρα ώστε να μπορούν να βγουν μερικά πρώτα συμπεράσματα. Και η Healy το αποτολμά.
Η Jane Healy είναι εκπαιδευτικός με δεκαετίες εμπειρίας και οι απόψεις της στηρίζονται σε εξαντλητική μελέτη και αξιολόγηση στοιχείων από ανεξάρτητες έρευνες και προσωπικές παρατηρήσεις. Η εικόνα που ζωγραφίζει με το βιβλίο της δεν συμβαδίζει καθόλου με τις τρέχουσες απόψεις, είναι μάλιστα αρκετά δυσοίωνη, ώστε να ξυπνήσει από τον εφησυχασμό τους όλους εκείνους που θεωρούν ότι ένας υπολογιστής εξοπλισμένος με τα κατάλληλα εκπαιδευτικά - ψυχαγωγικά προγράμματα είναι ό,τι καλύτερο μπορούμε να προσφέρουμε στα παιδιά μας σήμερα, για να τα προετοιμάσουμε για το μέλλον και να τα απομακρύνουμε από την τηλεόραση.
Δεν είναι έτσι, λέει η Healy· όχι μόνο δεν υπάρχουν στοιχεία που να τεκμηριώνουν την άποψη ότι οι υπολογιστές αυξάνουν τη μαθησιακή ικανότητα των μικρών παιδιών, αλλά υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστέψουμε ότι η υπερβολική ενασχόληση του παιδιού με το μηχάνημα μπορεί στην πραγματικότητα να ανακόψει τη φυσιολογική ανάπτυξη του μυαλού του. «Κάποια από τα πιο δημοφιλή (στις ΗΠΑ) εκπαιδευτικά προγράμματα υπολογιστή ενδέχεται ακόμη και να βλάπτουν τη δημιουργικότητα, την ικανότητα συγκέντρωσης και την ικανότητα δραστηριοποίησης». Παράλληλα, εξωυπολογιστικές δραστηριότητες που έχει αποδειχθεί ότι βοηθούν, όπως η μουσική, η χειροτεχνία και η ζωγραφική με κανονικά κραγιόνια και μπογιές, περνούν σε δεύτερη μοίρα ή σταματούν εντελώς.
Και όμως, τα λόγια της Healy δεν είναι νεο-λουδιτική φλυαρία, γράφει ο Andrew Leonard παρουσιάζοντας το βιβλίο από τις σελίδες του δικτυακού περιοδικού «Salon». Τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται είναι πολύ ανησυχητικά. Οι πιο πρόσφατες μελέτες στον τομέα της νευροφυσιολογίας, στις οποίες παραπέμπει, έχουν δείξει ότι η δομή του ανθρώπινου εγκεφάλου αμέσως μετά τη γέννηση και κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής είναι εξαιρετικά εύπλαστη. Τα παιδιά μαθαίνουν για τον κόσμο με τη βοήθεια του σώματός τους: αγγίζοντας, ψηλαφώντας, σπάζοντας, σκουντουφλώντας. Ο,τι μαθαίνουν χαράσσεται ανεξίτηλα στον εγκέφαλο ως νέες συνάψεις μεταξύ νευρώνων. Το να υποκαταστήσουμε αυτή τη φυσική αλληλεπίδραση, με το ποντίκι και τον δισδιάστατο κόσμο που προσφέρει ο υπολογιστής, είναι κάτι που μπορεί να βλάψει ανεπανόρθωτα την ίδια την ανάπτυξη του εγκεφάλου, επισημαίνει η Healy.
Βέβαια, τέτοιος κίνδυνος υπάρχει μόνο για παιδιά πολύ μικρής ηλικίας και μόνο αν γίνεται κατάχρηση του υπολογιστή. Παρ' όλα αυτά δεν υπάρχει κανένας λόγος να φέρνουμε τα παιδιά μας σε επαφή με τους υπολογιστές πριν από την ηλικία των 10 -11 ετών. Η άποψη, γράφει η Healy, ότι η εξοικείωση (έστω, όχι κατάχρηση) σε πολύ μικρή ηλικία μπορεί να τα βοηθήσει αργότερα είναι λανθασμένη. Στην πραγματικότητα φαίνεται να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Παιδιά που είχαν πάρε-δώσε με υπολογιστές από την ηλικία των τεσσάρων-πέντε ετών αντιμετώπιζαν πιο μεγάλες δυσκολίες να προσαρμοστούν στις εξελίξεις της τεχνολογίας φθάνοντας στην ηλικία των 10-12, από τα παιδιά που μόλις τότε πρωτοέρχονταν σε επαφή.
Οι απόψεις της Healy μπορεί να μοιάζουν παραφωνία στην υπεραισιόδοξη «τεχνοφιλική» εποχή μας, ωστόσο η συγγραφέας δεν είναι μόνη. Ενας από τους σημαντικότερους πολέμιους της χρήσης υπολογιστών σε οποιαδήποτε βαθμίδα της εκπαίδευσης είναι ο Clifford Stoll, ένας αστρονόμος και συγγραφέας για τον οποίο μπορεί κάποιος να πει πολλά αλλά όχι ότι έχει άγνοια περί υπολογιστών.
Ο Stoll έγινε διάσημος με το βιβλίο του Coockoo's Egg (Το Αβγό του Κούκου), όπου περιγράφει με λεπτομέρειες πώς κατάφερε στα μέσα της δεκαετίας του '80 να εντοπίσει έναν χάκερ που έμπαινε στο υπολογιστικό του δίκτυο, γράφοντας ο ίδιος και ενεργοποιώντας ειδικά προγράμματα παρακολούθησης και προειδοποίησης, και συνδυάζοντας δημιουργικά τα μικρά ίχνη που άφηνε ο χάκερ στο πέρασμά του.
«Οι ικανότητες που χρειάζομαι στη δουλειά μου ως αστρονόμος», έλεγε ο Stoll στις αρχές Αυγούστου σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Dallas Morning News», «είναι πράγματα όπως το να γνωρίζω μαθηματικά, να καταλαβαίνω φυσική, να μπορώ να χειριστώ ένα τηλεσκόπιο, να γράψω μια εργασία, να διαβάζω αναλυτικά και να κατανοώ αυτά που έχει γράψει κάποιος άλλος. Να μπορώ να εντοπίζω κενά σε μια επιχειρηματολογία και να μπορώ να σταθώ ενώπιον ακροατηρίου για να παρουσιάσω τις ιδέες μου. Ολα αυτά είναι πολύ χρήσιμα πράγματα και κανένα από αυτά δεν το έμαθα χρησιμοποιώντας υπολογιστή. Στην πραγματικότητα, όσο περισσότερη ώρα είμαι μπροστά στον υπολογιστή τόσο περισσότερο αμβλύνω τις ικανότητες αυτές». Και συνεχίζει: «Επιφανειακά, όλα αυτά τα υπέροχα διδακτικά μηχανήματα σε μαθαίνουν ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, φυσική, θετικές επιστήμες, ιστορία· όμως η πραγματικότητα είναι ότι διδάσκουν δεδομένα, όχι ικανότητες».
Μα καλά, θα αναρωτηθούν πολλοί, κάνουν τόσο κακό οι υπολογιστές; Δηλαδή, τι; Να αφήσουμε το παιδί να βλέπει τηλεόραση;
Κι όμως, δεν είναι απαραίτητα χειρότερη η τηλεόραση, γράφει η Healy. Εκτός των ενοχλήσεων στα μάτια και στα χέρια που μπορεί να προκαλέσει η παρατεταμένη παραμονή μπροστά σε υπολογιστή, τα «οπτικά εφέ» στα περισσότερα εκπαιδευτικά προγράμματα ίσως αποδειχθούν περισσότερο αποβλακωτικά ακόμη και από την τηλεόραση.«Με τον υπολογιστή, η προσοχή εστιάζεται εύκολα σε ανάξιο για τόση προσοχή υλικό».
Το δίλημμα δεν θα έπρεπε να τίθεται μεταξύ τηλεόρασης και υπολογιστή. Ο Stoll είναι εξίσου επιφυλακτικός και με τα δύο. Είναι πατέρας δύο παιδιών, δύο και τριών ετών, και στο σπίτι του δεν έχει τηλεόραση. Εχει οργανώσει τον χρόνο του έτσι ώστε να του μένει μία ώρα κάθε απόγευμα για να την περάσει με τα παιδιά. Τους διαβάζει, φτιάχνουν μαζί πράγματα, πάνε βόλτες. Και όταν φτάσει η στιγμή να πάνε σχολείο, θα διαλέξει εκείνο το σχολείο που έχει τις λιγότερες τηλεοράσεις και τους λιγότερους υπολογιστές.
Πολλοί διαφωνούν έντονα με αυτή την προσέγγιση. Το να αποσιωπά κάποιος την ύπαρξη των υπολογιστών, του Internet, ακόμη και της τηλεόρασης, μοιάζει σήμερα λίγο με στρουθοκαμηλισμό. Είτε το θέλουμε είτε όχι, τα παιδιά που έχουν γεννηθεί τα τελευταία 10-20 χρόνια έχουν γαλουχηθεί με εντελώς καινούργια ερεθίσματα σε σχέση με τις παλαιότερες γενιές. Για τα παιδιά αυτά οι υπολογιστές και το Internet δεν είναι καινούργιες εφευρέσεις ούτε επαναστάσεις· είναι αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου που γνωρίζουν. Και αυτό ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών, ακόμη και σε χώρες της (τεχνολογικής) περιφέρειας, όπως είναι η Ελλάδα. Τα παιδιά είναι παράξενα πλάσματα, και το να παρεμβαίνουμε στις πληροφορίες που φθάνουν σε αυτά μπορεί βραχυπρόθεσμα να έχει θετικά αποτελέσματα αλλά αργά ή γρήγορα μετατρέπεται σε μπούμερανγκ. Το ερώτημα δεν είναι πώς θα προφυλάξουμε τα παιδιά από τις «παρενέργειες» του εκπαιδευτικού λογισμικού, των υπολογιστών γενικότερα και του Internet, αλλά μάλλον πώς θα τα εφοδιάσουμε με την ικανότητα και την κρίση να προφυλάσσονται μόνα τους.
Αυτό ακριβώς είναι το συμπέρασμα της Healy: Αν θέλουμε να εξοπλίσουμε τα παιδιά μας για τις προκλήσεις του μέλλοντος, αν θέλουμε να καλλιεργήσουμε την ευφυΐα και τη δημιουργικότητά τους, χρειάζεται να ασχολούμαστε περισσότερη ώρα μαζί τους, παίζοντας, μιλώντας και εξηγώντας τους. Και όταν θα έχει περάσει η κρίσιμη πρώτη περίοδος για την πνευματική ανάπτυξη του παιδιού, όταν αυτό φθάσει στην ηλικία των 10-11ετών, τότε μπορούμε να το φέρουμε σε επαφή με τον κόσμο των υπολογιστών. Είναι παραπάνω από σίγουρο ότι δεν θα δυσκολευτεί καθόλου να αποκτήσει την απαραίτητη εξοικείωση, και ότι θα μπορέσει, όχι να αναπτύξει τη δημιουργικότητά του παίζοντας με τον υπολογιστή, αλλά να χρησιμοποιήσει τον υπολογιστή εκμεταλλευόμενο τη δημιουργικότητά του.
Από το ραδιόφωνο στον κόσμο του Internet
Η ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ των τελευταίων επινοήσεων της τεχνολογίας στην εκπαιδευτική διαδικασία δεν είναι πρόσφατη έμπνευση. Στις αρχές του αιώνα, και ενώ ο κινηματογράφος δεν μετρούσε παρά μερικά χρόνια ζωής, πολλοί μιλούσαν για την επανάσταση που πρόκειται να φέρει στην εκπαιδευτική διαδικασία. Οραματίζονταν ένα σχολείο γεμάτο κινηματογραφικές μηχανές προβολής να παίζουν ταινίες που θα συνοδεύουν την προφορική παράδοση και ίσως τελικά καταφέρουν να αντικαταστήσουν τον δάσκαλο. Το σχέδιο δεν απέδωσε παρά σε περιορισμένη, πειραματική κλίμακα. Οταν κατέφθασε η τηλεόραση, η ιδέα επανήλθε με τη μορφή των εκπαιδευτικών εκπομπών που θα παρακολουθούσαν τα παιδιά την ώρα του μαθήματος. Και αυτή η εκδοχή δεν διαδόθηκε ιδιαίτερα, κυρίως λόγω προβλημάτων προγραμματισμού. Κατά τις δεκαετίες του '60, του '70 και του '80, τα «προχωρημένα» σχολεία προσέφεραν οπτικοακουστική διδασκαλία με τη βοήθεια μαγνητοφώνων, διαφανειών και βίντεο, αλλά έπρεπε να φθάσουμε στην εποχή του υπολογιστή για να μπορέσει να γίνει πράξη η πλήρως πολυμεσική, αλληλεπιδραστική διδασκαλία και το άνοιγμα του σχολείου στον κόσμο μέσω του Internet.
Στην Ελλάδα σε όσα σχολεία έχουν εργαστήρι πληροφορικής, οι υπολογιστές χρησιμοποιούνται περιθωριακώς. Τα παιδιά μαθαίνουν να χρησιμοποιούν κάποια προγράμματα και να κάνουν μικρές βόλτες στο Internet. Μερικά σχολεία έχουν δική τους παρουσία στο Internet και τα παιδιά μπορούν να έρθουν σε επαφή με άλλα παιδιά μέσω του Δικτύου, όμως κάποια άλλα σχολεία δεν έχουν καν υπολογιστή.
Σε άλλες χώρες της Ευρώπης, ωστόσο, και κυρίως στις ΗΠΑ, οι υπολογιστές έχουν μπει σε κάθε σχολική τάξη και σχεδόν σε κάθε σπίτι. Η βιομηχανία εκπαιδευτικού λογισμικού αυξάνεται με ρυθμούς της τάξης του 20% ετησίως, ενώ κανένας δεν διανοείται πια να ξεκινήσει τη διδασκαλία ενός μαθήματος αν δεν έχει εφοδιαστεί με τα σχετικά προγράμματα υπολογιστή. Χωρίς να μπορούμε να διαγράψουμε με μία μονοκοντυλιά τα καλά που προσφέρουν υπολογιστές και Internet, δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε ότι σήμερα, για πρώτη φορά, ο δάσκαλος φαίνεται να έρχεται σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με ένα εργαλείο που αρχικά επρόκειτο να παίξει τον ρόλο του εκπαιδευτικού βοηθήματος. Και ο σχετικός προβληματισμός ακούγεται τελευταίως στις ΗΠΑ ολοένα και πιο συχνά. ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 13-9-1998
Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010
Η ελληνικότητα κινδυνεύει από εμάς
Image by greekadman via Flickr
I found this fascinating quote today:
Ελληνικότητα δεν είναι να πηγαίνεις και να αντιγράφεις το παρελθόν σου. Ελληνικότητα είναι να μαθαίνεις από όλα αυτά, να τα κουβαλάς μέσα σου και να τα ξέρεις, αλλά, όπως ο Οδυσσέας, να κάνεις αυτό που αυτός εδώ ο τόπος σού ζητά. Να παίρνεις το ελληνικό και να το κάνεις παγκόσμιο . Εγώ τουλάχιστον αυτό προσπάθησα να κάνω όλα αυτά τα χρόνια. Και το είδα να γίνεται. Η αρχή της Οδύσσειας είναι η ελληνικότητα. Και γι΄ αυτό δεν κινδυνεύει από όλες τις αλλαγές. Αν κινδυνεύει η ελληνικότητα, κινδυνεύει μόνο από εμάς τους ίδιους...spoudasterion.pblogs.gr, Ludus Literarius
You should read the whole article.
Καμί: Ένας μαχητής της αλήθειας
Image via Wikipedia
I found this fascinating quote today:
Ο Καμί δεν υπήρξε ποτέ άνθρωπος της «ορθής μεσότητας», άνθρωπος της μεσολάβησης μεταξύ «αντιτιθέμενων εξτρεμιστών», άνθρωπος της «μετριοπάθειας». Αντίθετα, μάλιστα, προσπάθησε να είναι άνθρωπος της αλήθειας πάντοτε και χωρίς φόβο για κανέναν. Διατηρώντας σταθερές στις αναλύσεις του την πραγματικότητα των γεγονότων και την αυστηρή άρνηση του ψεύδους.spoudasterion.pblogs.gr, Ludus Literarius
You should read the whole article.
- Albert Camus: a life in quotes (telegraph.co.uk)
- The Myth of Sisyphus (randomthougts101.blogspot.com)
Ποιοι πραγματικά είμαστε
του Τίτου Πατρίκιου
Οι συντηρητικές δυνάμεις δίνουν την αναχρονιστική τους απάντηση, οι προοδευτικές την εκσυγχρονιστική, και, από μιαν εποχή κι έπειτα, οι επαναστατικές τη δική τους ανατρεπτική απάντηση. Οι συντηρητικές απαντήσεις γρήγορα κρυσταλλώθηκαν σε στερεότυπα που η αμφισβήτησή τους χαρακτηρίστηκε από τους εκφραστές τους ως βαρύτατο, ακόμα και αντεθνικό, παράπτωμα, ενώ η διαιώνισή τους εξασφαλίστηκε με την καθιέρωση ενός πλέγματος φόβων και ενοχών, όπως θαυμάσια το έδειξε η Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου στο ύστατο βιβλίο της Οι φόβοι ενός αιώνα (2007).
Ωστόσο με τον καιρό παγιώθηκαν σε αντίδρομα, αλλά αντίστοιχα, στερεότυπα και οι άλλες απαντήσεις, κυρίως οι επαναστατικές, ή οι λεγόμενες επαναστατικές. Και αυτές δημιούργησαν ένα άλλο πλέγμα φόβων και ενοχών για όποιον έθιγε τις απόλυτες βεβαιότητές τους, και αυτών η αμφισβήτηση χαρακτηρίστηκε από τις δυνάμεις που ιερατικά τις εξέφραζαν ως βαρύτατο παράπτωμα, και μάλιστα αντεπαναστατικό.
Ετσι, κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα της ταυτότητας, ξεκινώντας από ιστορικό, πολιτικό ή ακόμα και υπαρξιακό, καταλήγει να γίνεται ιδεολογικό, με την έννοια που έδινε στην ιδεολογία ο νεαρός Μαρξ, δηλαδή όχι την κατανόηση της πραγματικότητας, αλλά την προβολή στην πραγματικότητα των προϋπαρχουσών ιδεών μας γι΄ αυτήν, τελικά την κίβδηλη συνείδηση. Γι΄ αυτό και νομίζω πως εκείνο που έχει σπουδαιότητα δεν είναι το τι ιδέα έχουμε για το ποιοι είμαστε αλλά το να είμαστε. Και δεν μπορούμε να είμαστε παρά μόνο αν παράγουμε πράγματα που να έχουν ταυτόχρονα αξία χρήσης και αξία ανταλλακτική, και μαζί να δημιουργούμε έργα που όμως αυτά να έχουν περισσότερο αξία χρήσης και λιγότερο αξία ανταλλακτική και εμπορευματική. Γίνεται όμως σήμερα αυτό; Ή μπορεί να γίνει; Δεν είμαι βέβαια αυτός που θα καταστρώσει σχετικά προγράμματα, που θα προτείνει συνταγολόγια ή έστω που θα διατυπώσει ευχολόγια.
Πάντως στον βαθμό που αυτό μπορεί να γίνει πιστεύω πως έναν καίριο ρόλο έχει να παίξει ο λόγος, στις πολλαπλές εκφράσεις του, την ιστορική, τη φιλοσοφική, τη δοκιμιακή, την ποιητική, την πεζογραφική, τη θεατρική.
Αλλιώς, όσο η κρίση συνεχίζεται, ή οξύνεται, τόσο το κενό που δημιουργείται θα καλύπτεται από έναν ασυγκράτητο και αχόρταγο καταναλωτισμό, συχνά καλυμμένο με το ένδυμα των συντεχνιακών διεκδικήσεων, και μαζί από μιαν εξίσου ασυγκράτητη και αχόρταγη ηδονιστική ψυχαγωγία, καλυμμένη με το ένδυμα της καλλιτεχνικής ή ακόμα και της λογοτεχνικής δημιουργίας. Και τόσο περισσότερο θα βολευόμαστε σ΄ έναν κόσμο όχι απλώς άρτου και θεαμάτων, αλλά αμβροσίας και show business, εξιδανικευμένου από κάθε λογής εικόνες περί της σπουδαίας και μοναδικής στον κόσμο ταυτότητάς μας.
Ο κ. Τίτος Πατρίκιος είναι ποιητής.
ΠΗΓΗ:εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ,17-1-2010