ΠΗΓΗ: , Γιώργος Βελουδής, "O επτανησιακός, ο αθηναϊκός και ο ευρωπαϊκός Ρομαντισμός", Μονά-Ζυγά. Δέκα νεοελληνικά μελετήματα, Αθήνα, εκδ. Γνώση, 1992
ΠΗΓΗ: , Γιώργος Βελουδής, "O επτανησιακός, ο αθηναϊκός και ο ευρωπαϊκός Ρομαντισμός", Μονά-Ζυγά. Δέκα νεοελληνικά μελετήματα, Αθήνα, εκδ. Γνώση, 1992
του Θάνου Βερέμη, καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας (ΕΣΥΠ)
Στις 18 Μαρτίου 1936 ο Ελευθέριος Βενιζέλος πέθανε εξόριστος στο Παρίσι. Πολιτικός ηγέτης με αδιαμφισβήτητη ακτινοβολία, τροφοδότησε διχαστικά πάθη όσο ζούσε αλλά και μετά τον θάνατό του. Όπως συμβαίνει με τέτοιες προσωπικότητες, η εικόνα του υπήρξε προϊόν μυθοποίησης με εξίσου θετικές ή αρνητικές συνδηλώσεις. Ο Παλαμάς ήδη από το 1918 τον συνέδεσε με τον Καποδίστρια και τον Τρικούπη, ορίζοντας με αυτόν τον τρόπο τους πολιτικούς «προγόνους» του. Από την άλλη μεριά, οι πολιτικοί «απόγονοι» του Βενιζέλου άρχισαν να πληθαίνουν όσο απομακρυνόμασταν από τη χρονιά του θανάτου του. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κώστας Σημίτης θα μπορούσαν να προβάλλονται κατά καιρούς ως απόγονοί του, ανάλογα αν θα τονιζόταν η εικόνα του ισχυρού ηγέτη ή του εκσυγχρονιστή της χώρας. Άλλωστε με το όνομα του Βενιζέλου ταυτίστηκε κάτι πολύ ευρύτερο από πολιτική παράταξη - ο αστικός εκσυγχρονισμός, ενώ η εξωτερική πολιτική του συνδυάστηκε με τον ρεαλιστικό και ορθολογικό σχεδιασμό. Στο σημερινό αφιέρωμα του «Βήματος» παρουσιάζονται τα βασικά χαρακτηριστικά του βενιζελισμού από τον Θάνο Βερέμη καθώς και διαφορετικές όψεις της βενιζελικής πολιτικής, η εξωτερική πολιτική από τη Λίνα Λούβη και η εργατική πολιτική από τον Κώστα Φουντανόπουλο, ενώ δύο άρθρα εστιάζουν στο ίδιο το πρόσωπο του Βενιζέλου: ο Δ. A. Σωτηρόπουλος εξετάζει το ερμηνευτικό σχήμα του χαρισματικού ηγέτη και ο Φώτος Λαμπρινός «βλέπει» τον Βενιζέλο μέσα από τον κινηματογραφικό φακό.
Στην πολιτική αυτό που μετράει είναι η έγκαιρη παρέμβαση, ακόμη και όταν κάποιες ομάδες διανοουμένων έχουν προηγηθεί της εποχής τους ή μεγάλοι αριθμοί πολιτών υπολείπονται. H Ελλάδα του 1908 βρέθηκε σε τριπλό αδιέξοδο. H διεθνής ύφεση έπληξε κυρίως τη διάθεση των αγροτικών προϊόντων και περιόρισε τα μεταναστευτικά εμβάσματα. Ο αλυτρωτισμός βρισκόταν σε περίοδο στασιμότητας και τα πολιτικά κόμματα είχαν χάσει την αξιοπιστία τους. Το στρατιωτικό προνουντσιαμέντο του 1909 ετοίμασε το σκηνικό για την είσοδο του Βενιζέλου στην ελληνική πολιτική και ο ίδιος αντιλαμβανόταν ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για την ανανέωση του πολιτικού κόσμου, την πραγματοποίηση των αλυτρωτικών οραμάτων του δέκατου ένατου αιώνα και τη δημιουργία θεσμών που θα εκσυγχρονίσουν το ελληνικό κράτος.
Υπό την σκέπην του βασιλέως
Πρωταγωνιστής του κρητικού ζητήματος εκπροσωπούσε ένα παλιό αίτημα των αλύτρωτων αδελφών της Κρήτης. Κληρονόμος της πολιτικής πελατείας του Θεόδωρου Δηλιγιάννη που μετά τη δολοφονία του περιπλανήθηκε χωρίς άξιο ποιμένα, ο Βενιζέλος φρόντισε, αντίθετα από εκείνον, να προετοιμάσει, κατά το τρικουπικό πρότυπο, τη χώρα προτού την εκθέσει στην επόμενη εθνική εξόρμηση. Ο προσεταιρισμός τού Στέμματος εξασφάλιζε την ενότητα που είχε διασαλευθεί από το κίνημα στο Γουδί και ο ευγνώμων μονάρχης υποστήριξε τον ευεργέτη του κρητικό πολιτικό με την εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση. Προηγήθηκε η πρόταση της Ενωσης Ελληνικών Σωματείων για τη υποψηφιότητα του Βενιζέλου στην A´ Διπλή Αναθεωρητική Βουλή. Ευτυχείς συγκυρίες όλες, ανθρώπων και θεσμών.
Στην ανακοίνωση της 2ας Οκτωβρίου 1910, ο Γεώργιος περιέβαλε τον Βενιζέλο με την απόλυτη εμπιστοσύνη του προκειμένου να εφαρμόσει το πρόγραμμά του. H διάλυση της Βουλής και η προκήρυξη νέων εκλογών στις 28 Νοεμβρίου θα εξασφαλίσουν στον Βενιζέλο την αυτοδυναμία. Οι εκλογές αυτές μετά την αποχή των παλαιών κομμάτων μετατράπηκαν σε δημοψήφισμα υπέρ του βενιζελισμού
Το κόμμα του κρητικού ηγέτη ήταν το πρώτο «κόμμα στο οποίο οι τοπικές οργανώσεις θα είχαν αποφασιστική γνώμη για την ανάδειξη των στελεχών» (Γρ. Δαφνής, Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα 1821 - 1961, Γαλαξίας, 1961, σ. 121). Το Κόμμα των Φιλελευθέρων θα αποκτήσει τοπικές οργανώσεις με τη μορφή λεσχών, κατά το αγγλικό πρότυπο, ώστε οι λέσχες αυτές να δημιουργήσουν τα νέα στελέχη. Οι περισσότεροι από τους βουλευτές του 1910 παρέμειναν στελέχη των Φιλελευθέρων ως τον θάνατο του Βενιζέλου.
«Ανόρθωση» και διχασμός
Ο βενιζελισμός ως πολιτικό κίνημα ταυτίζεται με τον εκσυγχρονισμό των θεσμών και την προσαρμογή της χώρας στα ευρωπαϊκά της πρότυπα. Παράλληλα, αποτελεί προετοιμασία για νέες αλυτρωτικές εξορμήσεις, οι οποίες θα πραγματοποιήσουν την εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας. Υπάρχει η αντίληψη ότι ο Βενιζελισμός διαπερνάει την αστική τάξη του κεφαλαίου και του ιδιωτικού τομέα, δημιουργώντας αντιπάλους ανάμεσα σε κρατικοδίαιτους αστούς, τους εισοδηματίες γαιοκτήμονες και τα μονοπώλια όπως της Εθνικής Τράπεζας (Γ. Μαυρογορδάτος, Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός, στο Γ. Θ. Μαυρογορδάτος - Χρήστος Χατζηισωσήφ (επιμ.), Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1988, σ. 11). Άλλοι υποστηρίζουν ότι το «κατ' εξοχήν παραγωγικό τμήμα της αστικής τάξης, οι βιομήχανοι, διαφώνησε γρήγορα με τη βενιζελική πολιτική και ήρθε σε διάστασι μαζύ του», πριν από την εκδήλωση του Εθνικού Διχασμού το 1915 (Χρ. Χατζηιωσήφ, «Εισαγωγή» στο Χρ. Χατζηιωσήφ (επιμ.) Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, Οι απαρχές 1900 - 1922, A½ τόμος, σ. 35).
Το βέβαιο είναι ότι η αρχική συναίνεση, που εξασφάλισε η βενιζελική ανόρθωση, επρόκειτο να απολεσθεί καθ' οδόν προς τον διχασμό. Με τον διχασμό παγιώθηκαν τα γεωγραφικά ερείσματα του βενιζελισμού (νέα Ελλάδα) και διαμορφώθηκαν συμμαχίες και αντίπαλοι του βενιζελισμού ανάλογα με τη θέση ομάδων και ατόμων έναντι της βασιλικής κρατικής εξουσίας μετά τη δεύτερη παραίτηση της κυβέρνησης Βενιζέλου το 1915.
Ο μαγνητισμός του εθνάρχη
Το στοιχείο του χαρίσματος του ηγέτη, που κατέστησε τον βενιζελισμό κάτι περισσότερο από πολιτική ιδεολογία, δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Ο μαγνητισμός του Βενιζέλου υπερβαίνει τα όρια της ρασιοναλιστικής ανάλυσης, όπως και ο αντίρροπος μαγνητισμός του Κωνσταντίνου στο αντίπαλο στρατόπεδο, φαντάζει σήμερα αναχρονιστικός. Ο «κουμπάρος» βασιλιάς με τις λαϊκές συνήθειες και τον πληθωρικό χαρακτήρα αποτέλεσε πρότυπο ανδρισμού με απήχηση στους συντηρητικούς οπαδούς του. Έτσι ο ευρωπαίος εκσυγχρονιστής έγινε για τους αντιβενιζελικούς το εχθρικό σύμβολο της υποτέλειας σε ξένα συμφέροντα. Επρόκειτο ακόμη για σύγκρουση δύο μορφών εθνικισμού, του επεκτατικού και εκσυγχρονιστικού, με τον απομονωτικό - συντηρητικό.
H υιοθέτηση του... Αριστοτέλη
H πολιτική φιλοσοφία του Βενιζέλου υπήρξε, σύμφωνα με τον Γρ. Δαφνή, οπισθοδρόμηση στη δημοκρατικότητα του Χαριλάου Τρικούπη. Στην ομιλία του της 5ης Σεπτεμβρίου 1910 στην Πλατεία Συντάγματος, ο Βενιζέλος είπε μεταξύ άλλων:
«Ο Αριστοτέλης είπεν ότι όταν ο εις, ο μονάρχης δηλαδή εν τω μοναρχικώ πολιτεύματι ή οι ολίγοι εν τω αριστοκρατικώ ή οι πολλοί, τα πολιτικά δηλαδή κόμματα, εν τω δημοκρατικώ και σήμερον εν τω συνταγματικώ πολιτεύματι, άρχωσι προς το κοινό συμφέρον, η Πολιτεία είναι ορθή. Οταν δε ο εις ή οι ολίγοι, ή οι πολλοί άρχωσι προς το ίδιον συμφέρον η Πολιτεία αυτή αποτελεί παρέκβασιν Πολιτείας οδηγούσα εις την κακοδαιμονίαν των λαών.»
Με την πρόταση αυτή ο Βενιζέλος υιοθέτησε την αριστοτελική άποψη της πολιτικής, αποδίδοντας μεγαλύτερη σημασία στον τρόπο λειτουργίας του πολιτεύματος από ό,τι στη μορφή του. Ταυτίστηκε έτσι με την άποψη του Αριστοτέλη, ο οποίος πίστευε ότι υπάρχουν καλές και διεφθαρμένες όψεις των πολιτευμάτων: το αριστοκρατικό ή το ολιγαρχικό, το δημοκρατικό ή το οχλοκρατικό. Συνεπώς δεν υπάρχουν καλές και κακές μορφές πολιτευμάτων αλλά ενάρετες και διεφθαρμένες εκδοχές λειτουργίας των μορφών. Ο ρεαλισμός αυτός που διατρέχει τον βενιζελισμό είχε ένα σοβαρό μειονέκτημα, τη συγκυρία. Αν ήταν αγαθή, ο θεσμός του αρχηγού της κυβέρνησης που εκπροσωπούσε ο ίδιος ο Βενιζέλος και του αρχηγού τού κράτους που εκπροσωπούσε ο μονάρχης θα συμβίωναν αρμονικά όπως συνέβη στο βραχύ διάστημα που συνέπεσε η βασιλεία του Γεωργίου με την πρωθυπουργία Βενιζέλου (1910-1913). H άνοδος του Κωνσταντίνου στον θρόνο μετά τη δολοφονία του Γεωργίου στη Θεσσαλονίκη άλλαξε ριζικά τη σχέση των θεσμών και προκάλεσε τη σύγκρουση των εκπροσώπων τους.
ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 19 Μαρτίου 2006
του Θαν. Αντωνόπουλου
«Οι Έλληνες, αυτό που εμείς σήμερα δεν κατορθώσαμε, αύριο αυτοί οι ίδιοι θα μας το προσφέρουν στο πιάτο» διαβεβαίωνε τα μέλη του επιτελείου του ο Κεμάλ λίγες ημέρες μετά τις μοιραίες εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920. Η πρόβλεψη του δημιουργού της νέας Τουρκίας, δυστυχώς, δύο χρόνια μετά επιβεβαιώθηκε στο ακέραιο. Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία που διαδέχθηκε τον οραματιστή Ελευθέριο Βενιζέλο, εγκλωβισμένη στην ίδια την πολιτική της και τυφλό, σχεδόν, όργανο του Κωνσταντίνου, οδήγησε την περήφανη Στρατιά της Μικράς Ασίας στην ταπεινωτική ήττα και το Έθνος στη Μικρασιατική Τραγωδία. Η αιματηρή κάθαρση που ακολούθησε με τη δίκη και την εκτέλεση των υπευθύνων της Καταστροφής έδωσε μεν διέξοδο στη λαϊκή οργή, αλλά δεν κατόρθωσε να αποφύγει ακόμη μια σελίδα στο θλιβερό κεφαλαίο «Χαμένες Πατρίδες»...
___
___
___
___
___
ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, Τρίτη, 26 Αυγούστου 1997
… … …
του Ευτύχιου Σαρτζετάκη,
Αναπληρωτή καθηγητή οικονομικών του περιβάλλοντος στο πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Είναι πλέον πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι ακόμη και προβλήματα πολυσύνθετα όπως οι κλιματικές αλλαγές οφείλονται στην ανθρώπινη δραστηριότητα. Για πολλά χρόνια είχαμε την ψευδαίσθηση ότι η συνεχής μεγέθυνση της οικονομικής δραστηριότητας είναι δυνατή και ως εκ τούτου θέσαμε ως πρωταρχικό στόχο τη μεγέθυνση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Έχοντας απορροφηθεί από αυτή την προσπάθεια παραβλέψαμε δύο σημαντικούς περιορισμούς τους οποίους θέτει το οικοσύστημα: την περιορισμένη ποσότητα φυσικών πόρων που μπορεί να μας παρέχει και την επίσης περιορισμένη δυνατότητα αφομοίωσης των ρύπων που δημιουργούνται από την παραγωγική διαδικασία και την κατανάλωση. Για πολλά χρόνια οι περιορισμοί αυτοί δεν μας ανησυχούσαν με συστηματικό τρόπο, δεν ήταν δηλαδή δεσμευτικοί και έτσι δεν λαμβάνονταν υπόψη. Τις τελευταίες όμως δεκαετίες είναι εμφανέστατοι και επιβάλλουν επαναπροσδιορισμό των στόχων.
Το περιβάλλον έχει χαρακτηριστικά κοινόκτητου πόρου, δηλαδή κανείς δεν μπορεί να αποκλειστεί και η χρήση του ως αποδέκτη ρύπων είναι σωρευτική. Ενώ είναι γνωστό ότι η λελογισμένη χρήση των κοινόκτητων πόρων από τον καθένα μας μεγιστοποιεί τη συλλογική ωφέλεια, η έλλειψη συντονισμού και εμπιστοσύνης μεταξύ των ατόμων οδηγεί τον καθένα στην όσο το δυνατόν πιο εντατική χρήση του πόρου και έτσι συνολικά στην υπερεκμετάλλευση και στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Προσπαθώντας να μεγαλώσουμε το ατομικό μας μερίδιο μικραίνουμε τη συνολική πίτα και σταδιακά και το δικό μας κομμάτι. Έχουμε ήδη εξαφανίσει κάποιες «πίτες» (όπως συγκεκριμένα αλιεύματα, δασικούς πόρους κτλ.) και συνεχίζουμε να μικραίνουμε ταχύτατα αυτές που απομένουν (υδάτινα αποθέματα, καθαρός αέρας κτλ.).
Ενώ ως παραγωγοί και ως καταναλωτές απολαμβάνουμε τα οφέλη από την παραγωγή και την κατανάλωση των προϊόντων, δεν επωμιζόμαστε αντίστοιχα και το πλήρες κοινωνικό κόστος, παραβλέποντας ότι η παραγωγική διαδικασία και η κατανάλωση δημιουργούν ρύπους. Αυτό συμβαίνει γιατί οι αγορές δεν παρέχουν τα απαραίτητα κίνητρα για την ελαχιστοποίηση της ρύπανσης. Τουναντίον κάθε επιχείρηση έχει κίνητρο να ρυπαίνει στον μέγιστο δυνατό βαθμό ελαχιστοποιώντας το κόστος της και μετακυλίοντας το κόστος από τη ρύπανση και την προσπάθεια καθαρισμού στους άλλους και στις επόμενες γενιές. Αν η χρήση του νερού είναι ελεύθερη στη γεωργία, κανείς παραγωγός δεν έχει κίνητρα να επενδύσει σε μεθόδους άρδευσης που ελαχιστοποιούν την κατανάλωση ή να στραφεί σε καλλιέργειες και μεθόδους που απαιτούν μικρότερες ποσότητες νερού. Αντίθετα, θα επενδύει σε νέες γεωτρήσεις που αντλούν νερό από ολοένα και μεγαλύτερο βάθος. Η αδυναμία ενσωμάτωσης του περιβαλλοντικού κόστους και του κόστους διαχείρισης των κοινών πόρων (εξωτερικά κόστη) οδηγεί σε στρεβλές επιλογές στην παραγωγική διαδικασία. Τα εξωτερικά κόστη δημιουργούν στρεβλώσεις και στην κατανάλωση καθώς αγαθά που δημιουργούν σχετικά μεγάλες περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις εμφανίζονται με σχετικά χαμηλή τελική τιμή και επομένως έχουν μεγαλύτερη από την κοινωνικά άριστη ζήτηση. Επομένως δημιουργούνται στρεβλώσεις τόσο στην παραγωγική διαδικασία όσο και στην κατανάλωση.
Από τα παραπάνω προκύπτει η ανάγκη παρέμβασης του κράτους ώστε να αποτραπεί η τραγωδία των κοινόκτητων πόρων και να ενσωματωθούν τα εξωτερικά κόστη. Η θεωρία προτείνει, και στην πράξη έχουν εφαρμοστεί, μια πλειάδα εργαλείων κυβερνητικής παρέμβασης. Η πλέον διαδεδομένη μορφή παρέμβασης είναι οι άμεσες νομοθετικές ρυθμίσεις που θέτουν όρια στους ρύπους ή επιτάσσουν τη χρήση συγκεκριμένων τεχνολογιών. Τις τελευταίες δεκαετίες κερδίζουν έδαφος τα εργαλεία πολιτικής που δίνουν οικονομικά κίνητρα, όπως οι περιβαλλοντικοί φόροι, οι μεταβιβάσιμες άδειες, τα φορολογικά κίνητρα, τα συστήματα κατάθεσης- επανείσπραξης και εγγυοδοσίας. Επίσης σημαντικό ρόλο μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει η περιβαλλοντική ενημέρωση- ευαισθητοποίηση των καταναλωτών. Η περιβαλλοντικά φιλική καταναλωτική συμπεριφορά μπορεί να μειώσει σημαντικά τη ρύπανση στο στάδιο της κατανάλωσης αλλά και να στρέψει τις επιχειρήσεις προς πιο φιλικά προς το περιβάλλον προϊόντα και διαδικασίες παραγωγής χωρίς άμεση κρατική παρέμβαση. Το καθένα από τα παραπάνω εργαλεία περιβαλλοντικής πολιτικής έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα και κάθε κυβέρνηση καλείται να εξετάσει τα χαρακτηριστικά των επί μέρους προβλημάτων που αντιμετωπίζει και να επιλέξει το σωστό μείγμα πολιτικών.
Επομένως τα προβλήματα είναι υπαρκτά και τεράστια, τα αίτιά τους αναγνωρισμένα και μια ευρεία γκάμα πολιτικών είναι διαθέσιμη. Όπως και η εξελισσόμενη οικονομική κρίση, η περιβαλλοντική κρίση έχει δύο επίπεδα: το παγκόσμιο και το τοπικό. Και οι δύο κρίσεις, οικονομική και περιβαλλοντική, και στα δύο επίπεδα, παγκόσμιο και τοπικό, συνδέονται άμεσα και απαιτούν ηγεσίες οι οποίες θα δεσμευτούν αξιόπιστα σε ένα στρατηγικό σχέδιο εξόδου και θα συστρατεύσουν την ευρύτερη δυνατή κοινωνική πλειοψηφία για την εφαρμογή του. Σε παγκόσμιο επίπεδο διαμορφώνεται ήδη ένα νέο οικονομικό πλαίσιο με αιχμή τα θέματα προστασίας του περιβάλλοντος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει συγκεκριμένους δεσμευτικούς περιβαλλοντικούς στόχους για το 2020, η νέα ηγεσία των ΗΠΑ έχει κάνει ήδη σοβαρά βήματα, αναπτυσσόμενες χώρες όπως η Κίνα προχωρούν σε σημαντικότατες επενδύσεις στο περιβάλλον, ενώ χώρες όπως η Δανία, η Γερμανία και η Πορτογαλία έχουν τοποθετηθεί στρατηγικά στον κρίσιμο τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η ανάγκη εξόδου από τις δύο παράλληλες κρίσεις διαμορφώνει ταχύτατα ένα νέο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον στο οποίο καλείται να τοποθετηθεί και η χώρα μας.
Η θέση της χώρας μας στο νέο αυτό περιβάλλον εξαρτάται από το πόσο γρήγορα θα αναπτύξει και θα εφαρμόσει ένα ολοκληρωμένο στρατηγικό σχέδιο που θα λαμβάνει υπόψη του τις περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές παραμέτρους. Όσον αφορά την περιβαλλοντική διάσταση, η επιλογή του κατάλληλου μείγματος πολιτικών θα πρέπει να βασιστεί στη συστηματική ανάλυση των επί μέρους προβλημάτων και στην ποσοτικοποίηση του κόστους και του οφέλους που προκύπτουν από την εφαρμογή των εναλλακτικών πολιτικών. Για να γίνει αυτό εφικτό θα πρέπει πρώτα να αποτιμηθεί συστηματικά ο φυσικός πλούτος της χώρας και στη συνέχεια να καταγράφονται οι μεταβολές του. Όπως παρακολουθούμε τις μεταβολές του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος και λαμβάνουμε πολιτικές αποφάσεις με βάση αυτά τα δεδομένα, το ίδιο θα πρέπει να γίνει και με τον φυσικό μας πλούτο. Αν, π.χ., δεν έχουμε καταγράψει πλήρως τα υδατικά αποθέματα της χώρας, δεν γνωρίζουμε πώς και από ποιους χρησιμοποιούνται και πώς μεταβάλλονται διαχρονικά, πώς είναι δυνατόν να αναπτύξουμε μια δίκαιη και αποδοτική τιμολόγηση του νερού στις διάφορες χρήσεις του (οικιακή, αγροτική, βιομηχανική);
Πέρα από την οικονομική αποδοτικότητα, μεγάλη σημασία έχει και η αποτελεσματικότητα των πολιτικών η οποία εξαρτάται από την ικανότητα του κράτους να σχεδιάσει και να εφαρμόσει τις πολιτικές και από τον βαθμό αποδοχής τους από τους κοινωνικούς εταίρους. Όσον αφορά το κράτος, απαιτείται άμεσα η σύσταση ενός υπουργείου Περιβάλλοντος, η ένταξη της περιβαλλοντικής παραμέτρου σε όλα τα υπουργεία και ο κεντρικός συντονισμός σε θέματα περιβάλλοντος. Όσον αφορά την αποδοχή των περιβαλλοντικών πολιτικών, αυτή απαιτεί την ενημέρωση των πολιτών για τα περιβαλλοντικά προβλήματα, το μέγεθος και τις επιπτώσεις τους και τη διαβούλευση με όλους τους κοινωνικούς εταίρους.
Οι δύο παράλληλα εξελισσόμενες παγκόσμιες κρίσεις χτυπούν την πόρτα μας και αλλάζουν τη μορφή του παγκόσμιου χωριού. Καλούμαστε να προστατεύσουμε το σπίτι μας ελαχιστοποιώντας τη ζημιά βραχυχρόνια και κάνοντας τις απαραίτητες προσαρμογές ώστε να βελτιώσουμε τη θέση μας στο παγκόσμιο χωριό μακροχρόνια. Η πολυπλοκότητα και των δύο κρίσεων αυξάνει τις απαιτήσεις σε επίπεδο στρατηγικού σχεδιασμού, επιλογής των εργαλείων πολιτικής παρέμβασης, αξιόπιστης δέσμευσης για την εφαρμογή των πολιτικών μηχανισμών συντονισμού και εφαρμογής των πολιτικών και επίτευξης ευρείας κοινωνικής συναίνεσης. Με βάση τη σημερινή κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, η επίτευξη του συνδυασμού των παραπάνω προϋποθέσεων φαντάζει μακρινό όνειρο. Αλλά είναι ένα όνειρο που πρέπει και μπορούμε να κάνουμε πραγματικότητα. Όπως όλες οι κρίσεις, έτσι και οι τωρινές δημιουργούν και τεράστιες ευκαιρίες. Αυτές τις ευκαιρίες πρέπει άμεσα να εκμεταλλευτούμε κινητοποιώντας το σύνολο του κεφαλαίου της χώρας μας (ανθρώπινου, φυσικού και χρηματικού) γύρω από ένα κοινό όραμα ανάδειξης των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων, κύριο των οποίων είναι το φυσικό περιβάλλον.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια υπήρξε ένα αυξημένο εκδοτικό και φιλολογικό ενδιαφέρον για την πεζογραφία του προπερασμένου αιώνα. Ξεχασμένα μυθιστορήματα τυπώθηκαν και ανατυπώθηκαν δύο και τρεις φορές, διηγήματα συγκεντρώθηκαν σε νέες εκδόσεις, άρθρα και βιβλία γράφτηκαν από νεότερους ή παλαιότερους μελετητές και συνέδρια διοργανώθηκαν με θέμα την πεζογραφία του 19ου αιώνα. Πώς προέκυψε όμως αυτό το ενδιαφέρον; Αν θα θέλαμε να δούμε τη στροφή του ενδιαφέροντος προς την πεζογραφία του δέκατου ένατου αιώνα σε ευρύτερα συμφραζόμενα θα έλεγα ότι οφείλεται σε τρεις κυρίως λόγους.
1. Παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια τις ανθρωπιστικές επιστήμες να επηρεάζονται ολοένα και περισσότερο από τις πολιτισμικές σπουδές και από αυτή την τάση δεν είναι εύκολο να ξεφύγει ούτε η μελέτη της ελληνικής λογοτεχνίας. Αν δούμε προσεκτικά τις πρόσφατες μελέτες για την πεζογραφία του 19ου αιώνα, θα λέγαμε ότι μπορούν να ενταχθούν συνολικά στην κατηγορία των διεπιστημονικών πολιτισμικών σπουδών. Θίγουν, για παράδειγμα, ζητήματα παραγωγής και διακίνησης του βιβλίου, λαϊκού γούστου και μεταφραστικών τάσεων, κοινωνικής διαστρωμάτωσης του αναγνωστικού κοινού με έμφαση στις εμπορικές πρωτεύουσες του Ελληνισμού (Σμύρνη, Κων/λη, Ερμούπολη), την επαγγελματική δραστηριότητα των συγγραφέων ή τον πολιτικό ρόλο της πεζογραφίας, τον ρόλο του Τύπου και της Διασποράς, την απήχηση λογοτεχνικών ειδών και ρευμάτων αλλά και της αποικιοκρατικής νοοτροπίας και των προβληματισμών της βικτωριανής εποχής. Μέσα από κοινωνιολογικές, πολιτικές, λογοτεχνικές, μεταφραστικές ή δημογραφικές επισημάνσεις αναδεικνύεται σε εμβρυϊκή μορφή μια τάση πολιτισμικής (και όχι αμιγώς αισθητικής ή φιλολογικής) μελέτης της λογοτεχνίας και ως προς αυτό προσφέρεται ιδιαίτερα ο 19ος αιώνας. Αν οι μελετητές είναι διστακτικοί να επιχειρήσουν πολιτισμικές προσεγγίσεις στο σύγχρονο λογοτεχνικό ή καλλιτεχνικό γίγνεσθαι, αισθάνονται ίσως πιο άνετα να επιχειρήσουν κάτι τέτοιο σε μια εποχή που παρουσιάζει κάποιες αναλογίες με τη σημερινή.
2. Οι λογοτεχνικές εξελίξεις στον δέκατο ένατο αιώνα όντως μοιάζουν με τις σημερινές. Θέματα όπως η σχέση ποίησης και πεζογραφίας, ποια από τις δύο έχει το προβάδισμα ως πιο σοβαρή πνευματική δραστηριότητα και ποια διολισθαίνει προς την παραλογοτεχνία και την προσέλκυση μαζικότερου κοινού προέκυψαν κατά κάποιον τρόπο και στις ημέρες μας καθώς η πεζογραφία εκτοπίζει την ποίηση και κερδίζει τους αναγνώστες της από ένα διευρυμένο πεδίο. Αν η ποίηση ήταν για τους λίγους και τους λογίους και η πεζογραφία για τους πολλούς στα μέσα του 19ου αιώνα, μήπως κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα; Άραγε στις αντιθέσεις οθνείου και εθνικού, κοσμοπολίτικου και εγχώριου, οι οποίες καθόριζαν το λογοτεχνικό γίγνεσθαι τον προπερασμένο αιώνα, η εποχή μας αναγνωρίζει σημερινές καίριες αντιθέσεις ή αντιπαραθέσεις; Τα αφηγηματικά κείμενα που ήρθαν στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια μπορεί όλα τους να μην είναι αξιόλογα ή να μη διαβάζονται απνευστί, καλλιεργούν όμως την αίσθηση μιας πεζογραφικής παράδοσης που συνομιλεί με την Ευρώπη και την Ανατολή, εισάγει νέα ρεύματα και λογοτεχνικά είδη. Εν ολίγοις πρόκειται για μια παράδοση που δεν είναι εθνικά εσωστρεφής ή περίκλειστη αλλά ανοιχτή, μια εικόνα που προσπαθεί να φιλοτεχνήσει και για τον εαυτό της η πεζογραφία σήμερα.
3. Αντίθετα με την ποίηση, οι σχέσεις των γενεών στην πεζογραφία ήταν περισσότερο σχέσεις ρήξης παρά συνέχειας ή μαθητείας. Η γενιά του '30 καταδίκασε την προηγούμενη πεζογραφική παραγωγή και ιδιαίτερα την ηθογραφική, υποσχόμενη μια νέα αρχή, ενώ οι μεταπολεμικοί πεζογράφοι με τη σειρά τους αντιπαθούσαν τους αβροδίαιτους μεσοπολεμικούς, εκφράζοντας έντονα τη διάθεσή τους να διαφοροποιηθούν. Αν οι μεταπολεμικοί ποιητές συνδιαλέγονται με τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη ή τον Σεφέρη, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους πεζογράφους. Οι μόνοι πεζογράφοι που τις τελευταίες δεκαετίες αντιμετωπίζονται κατά κάποιον τρόπο ως πρόγονοι είναι αυτοί του δέκατου ένατου αιώνα (Ροΐδης, Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης). Αρκετοί παλαιότεροι και νεότεροι πεζογράφοι γράφουν μελέτες για τον Παπαδιαμάντη, τον Καρκαβίτσα, τον Βιζυηνό ή τη Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι (Κοτζιάς, Μηλιώνης, Παπαδημητρακόπουλος κ.ά.) ή με τα αφηγηματικά τους κείμενα συνομιλούν με συγγραφείς του 19ου αιώνα (ο Φάις με τον Βιζυηνό, ο Καλοκύρης, ο Ραπτόπουλος και η Μιχαλοπούλου με τον Ροΐδη κ.ά.).
Η πεζογραφία του προπερασμένου αιώνα φαίνεται να εξασφαλίζει τους ελλείποντες δεσμούς στην ελληνική πεζογραφία και ως εκ τούτου χρήζει αποκατάστασης και προσοχής. Από την καταδίκη της ηθογραφίας ως «ειδυλλιακού βαυκαλήματος» περνούμε σε μια πιο υποψιασμένη και πιο πολιτική ανάγνωση όλης της πεζογραφίας του 19ου αιώνα καθώς γίνεται αισθητή η ανάγκη να διερευνηθεί το ευρύτερο αφηγηματικό πλαίσιο που παρήγαγε το βαρύ πυροβολικό της (Ροΐδης, Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης) ώστε να μη μοιάζουν μεμονωμένες περιπτώσεις. Περισσότερο από κάθε άλλη εποχή η πεζογραφία του 19ου αιώνα λειτουργεί παραδειγματικά για τη σύγχρονη πεζογραφία γιατί ακριβώς θέτει επίκαιρα διλήμματα: πολιτισμικά, αισθητικά, γλωσσικά και πολιτικά. Πάνω από όλα όμως μας ωθεί να αναρωτηθούμε αν μια σύγχρονη πεζογραφία μπορεί να αποκτήσει οντότητα δίχως να επινοήσει μια παράδοση με την οποία να συνδιαλέγεται γόνιμα και να είναι σε θέση να την αναθεωρεί.
ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 21 Αυγούστου 2005
Ιούλιος 2009
Ιούνιος 2009
β. Χώρος Μελέτης Αρχαίων Ελληνικών Γ΄ Λυκείου – Φιλοσοφικός λόγος
Ιούλιος 2009
γ. Χώρος Μελέτης Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Λυκείου
Ιούλιος 2009
Ιούνιος 2009
δ. Χώρος Μελέτης Αρχαίων Ελληνικών – Αδίδακτο Κείμενο
Ιούλιος 2009
Ιούνιος 2009
ε. Χώρος Μελέτης Ιστορίας Γ΄ Λυκείου
Ιούλιος 2009