του
Μ.Γ.ΜερακλήΟι ιστορικοί της νεοελληνικής λογοτεχνίας επισημαίνουν ότι η εποχή του Μεσοπολέμου υπήρξε μια εποχή ανανέωσης της ελληνικής ποίησης: καλλιεργήθηκε τότε μια «νέα ευαισθησία». Ειδικά στην Αθήνα υπάρχει μια ομάδα, που ονομάστηκε «αθηναϊκή σχολή του νεορομαντισμού και του νεοσυμβολισμού». Την αποτελούν, κυρίως, οι Ρώμος Φιλύρας (1888-1942), Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944), Κώστας Ουράνης (1890-1953), Κλέων Παράσχος (1896-1964), Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928), Νίκος Χάγερ-Μπουφίδης (1899-1950), Τέλλος Άγρας (1899-1944), Μήτσος Παπανικολάου (1900-1943), Μαρία Πολυδούρη (1902-1930), Μίνως Ζώτος (1905-1932).
Όπως έχει παρατηρηθεί, πραγματοποιείται τότε «μια αλλαγή γλώσσας και κλίματος, που φέρνει τους τελευταίους τούτους ανανεωτές του παραδοσιακού στίχου σε αισθητή αντίθεση με το παλαιό παραδοσιακό πνεύμα. Η τέχνη τους εκφράζει μια γενική κόπωση και απαισιοδοξία, συνδυασμένη με την αίσθηση του ανικανοποίητου και του αδιέξοδου». Αυτά δεν είναι χωρίς ανταπόκριση προς την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Αν υπάρχουν οι νικηφόροι για την Ελλάδα Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913) πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, υπάρχει εντούτοις και η ολέθρια Μικρασιατική Καταστροφή (1922) μετά τον πόλεμο, ένα ιστορικό γεγονός, που σφράγισε κοινωνικά όλη την περίοδο του Μεσοπολέμου. Άλλωστε οι Βαλκανικοί Πόλεμοι είχαν έλθει και σαν ένα διάλειμμα σε μια ιστορική και κοινωνική καχεξία, που εκδηλωνόταν ήδη από τον προηγούμενο αιώνα (ήττα του 1897) και εξακολουθούσε να υφίσταται σε ολόκληρη την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας (1909: κίνημα των αστικών δυνάμεων και άνοδος του Βενιζέλου· 1910: εξέγερση αγροτών στη Θεσσαλία). Αν και αμέτοχος σε συλλογικότερες αγωνίες ο ενδοστρεφής μάλλον και πάντως ευκατάστατος Κώστας Ουράνης, εντούτοις εκφράζει κάτι από τις διαθέσεις της εποχής του, όταν δημοσιεύει το 1912 την ποιητική συλλογή του Spleen, που είναι και η πρωιμότερη της νεορομαντικής «σχολής», και η οποία μάλιστα ευστοχεί με τον τίτλο της ήδη, κατά μίαν ωραία σύμπτωση (που δεν πρέπει να είναι μόνο σύμπτωση), ως προς την προέλευση των τάσεων της σχολής αυτής. Αυτό το Spleen, που εγκαινιάζει τον ελληνικό νεορομαντισμό, είναι πράγματι εύστοχο, γιατί εκφράζει κάτι αμφίσημο η διφυές, που είναι και πραγματικό: η διάθεση του Spleen είναι και ένα φιλολογικό, εισαγόμενο προϊόν (ο Ουράνης, πολυταξιδεμένος και ευρωπαϊκά ενημερωμένος, μεταφέρει από εκεί τον όρο και ό,τι σημαίνει ο όρος), αλλά συγχρόνως και ένα εγχώριο, εθνικό προϊόν. Πέρα από τα μεγάλα γεγονότα, που ορίζουν αυτό το διφυές Spleen με τη διπλή προέλευση (την εσωτερική και την εξωτερική), μπορώ να χρησιμοποιήσω, για να το στηρίξω ακόμα, και μια περιπτωσιολογία σχετιζόμενη με τα πρόσωπα των ίδιων των ποιητών. Αν η φυματίωση, από την οποία προσβλήθηκε και ο Ουράνης (και θεραπεύτηκε, προσωρινά έστω, στο Νταβός), αλλά και άλλοι της γενιάς αυτής (που θεραπεύτηκαν -ή πέθαναν- στη «Σωτηρία»), δεν μπορεί να θεωρηθεί κάτι εισαγόμενο, αλλά ντόπιο, εντούτοις άλλες παθήσεις (ή απλώς πάθη), από τις όποιες δοκιμάστηκαν επίσης μέλη της ίδιας ομάδας, πρέπει να δεχθούμε ότι -τουλάχιστον για την εποχή εκείνη- ήλθαν απ’ έξω· λ.χ. η χρήση ναρκωτικών και άλλα συμπτώματα του δυτικοευρωπαϊκού αισθητισμού, που επηρέασε, καθώς γνωρίζουμε, λογοτέχνες της γενιάς εκείνης.
Οι νεορομαντικοί ποιητές είναι σύγχρονοι του Καβάφη (1862-1932). Και υποστηρίζεται πως αυτοί πρωτοανακάλυψαν τον Αλεξανδρινό ποιητή (προϋπήρξε βέβαια η μεμονωμένη φωνή του Ξενόπουλου, από το 1903). Είχαν, πράγματι, κοινά σημεία. Εν πρώτοις το αντιρητορικό και αντιηρωικό ύφος. Και πιο γενικά το απαισιόδοξο πνεύμα, που τους έφερνε στους αντίποδες του Κωστή Παλαμά (1859-1943), που μεσουρανούσε ως τότε, μέσα στο πλαίσιο της πολιτικής παρουσίας και δράσης των δύο μεγάλων αστών ηγετών: του Χαρίλαου Τρικούπη και του Ελευθέριου Βενιζέλου. Εντούτοις ο ίδιος ο Καβάφης, μιλώντας για τους ποιητές της Αθήνας συλλήβδην (συμπεριελάμβανε και τον Παλαμά και τους νεορομαντικούς), δεν ήθελε να συσχετισθεί μαζί τους· έλεγε, με έκδηλη την κριτική του στάση: «Είναι ρομαντικοί! Ρομαντικοί! Ρομαντικοί!». Κάτι τέτοιο άλλωστε πιστεύεται γενικότερα: «Η Αθήνα υπήρξε ανέκαθεν ρομαντική (...). Ολόκληρη η αθηναϊκή ποιητική σχολή, από το 1830 και πέρα, έκτος από σπάνιες εξαιρέσεις, βρίσκεται μέσα στο κλίμα του ρομαντισμού και συνεχίζει τη ρομαντική παράδοση. Ο ρομαντισμός υποφώσκει λίγο ως πολύ σ’ όλες της τις εκδηλώσεις, μετασχηματισμένος ανάλογα με τις αλλαγές των καιρών και παρουσιασμένος σε διαδοχικά στάδια» (Κώστας Στεργιόπουλος). Αλλά και ο κριτικός αυτός, που θέλει ολόκληρη την Αθήνα ρομαντική, επισημαίνει ωστόσο τους ανάλογους «μετασχηματισμούς», όπως βλέπουμε. Ο ίδιος μιλάει για ρομαντική ακμή (στην πρώτη εμφάνιση του ρομαντισμού), για ρομαντική παρακμή (στην περίοδο του Μεσοπολέμου)· οι νεορομαντικοί «είταν, “χωρίς αστείαν αιδώ”, αυτόχειρες, εραστές της ηδονής και των τεχνητών παραδείσων, άλλοι παραδομένοι στο δαίμονα του άγχους και της φυγής και άλλοι στη διαλυτική γοητεία της αναπόλησης και της μνήμης. Οι παλαιότεροι είχαν διδαχτεί τους ποιητικούς τους τρόπους από τη Γαλλία του Ουγκό καί του Βερανζέρου, από τους μεγαλόστομους γάλλους ρομαντικούς. Οι νεότεροι από τη Γαλλία του Baudelaire και του Verlaine, από τους συμβολιστές και τους “poètes maudits”. Ο αισθητισμός από τη μια, ο γαλλικός κι ο γαλλόφωνος συμβολισμός από την άλλη, ήταν γι’ αυτούς ό,τι χρειαζόταν εκείνη την ώρα». Έτσι κι αλλιώς βρισκόμαστε, πάντα, στο κλίμα του Spleen. Ως μια κορυφαία περίπτωση μπορούμε (η οφείλουμε) να δούμε τον Καρυωτάκη. Η πρώτη συλλογή του επιγράφεται ήδη: Ο πόνος του ανθρώπου και των πραμάτων. Είναι ένα μικρό δεκαεξασέλιδο, που τυπώνεται το 1918. Ο Τέλλος Άγρας (που δεν είναι μόνο μέλος της ποιητικής συντροφιάς, αλλά και ο σημαντικότερος κριτικός που αυτή είχε) χαρακτηρίζει τα ποιήματα της συλλογής «τρυφερά, μουσικά, γνήσια συμβολιστικά». Το 1919 τυπώνεται η δεύτερη συλλογή· τα Νηπενθή. Και ύστερα από δέκα σχεδόν χρόνια (1927) η τρίτη και τελευταία: Ελεγεία και σάτιρες. Είναι το βιβλίο που κυρίως επηρέασε τους νέους ποιητές: «είναι, πραγματικώς, σχεδόν αδύνατο, ποιήματα νεοτέρων του να μην έχουν, από τότε, ζωηρήν ή ισχνή την επίδρασή του», γράφει ο Άγρας, ο οποίος βεβαιώνει επίσης ότι αυτό καταδεικνυόταν και στα χειρόγραφα που έπαιρνε (και δεν τα δημοσίευε, ως ανώριμα), ως υπεύθυνος συντάκτης της Νέας Εστίας.
Ο Άγρας αναζητεί τη βαθύτερη ουσία της ποίησης του Καρυωτάκη. Και κάνει τις εξής διαπιστώσεις: «Αυτό λοιπόν είναι που τον κατατρώγει· η απουσία των ωραίων πραγμάτων, η απουσία των σπάνιων πραγμάτων, η απουσία των μεγάλων πραγμάτων, η απουσία -έστω- των τραγικών. Η μονοτονία και η πεζότης της ζωής. Μ’ άλλους λόγους, είναι ρομαντικός. Εφαντάσθηκε την αλήθεια, την ομορφιά, την καθαυτό πραγματικότητα -έξω από τη ζωή. Πέρα από τη ζωή. Αφηρημένην». Με βάση αυτή τη ρομαντική καταβολή ο Άγρας εξηγεί (κάπως, θα έλεγα, ρομαντικά) την πορεία και την εξέλιξη του Καρυωτάκη προς τη σάτιρα. Μπορούσε, λέει, να πλάσει, απογοητευμένος από τα πραγματικά, την ψευδαίσθησή του: μιαν Εδέμ, ένα Ελντοράντο, μιαν Ουτοπία, τον ελεφάντινο πύργο του· αντ’ αυτού, έγινε ρεαλιστής. Μπορούσε να γίνει, όπως άλλοι ρομαντικοί, μελαγχολικός· αυτός έγινε τραγικός. Μπορούσε να φιλοσοφήσει, να γίνει φιλόσοφος· έγινε σατιρικός· έτσι, αντί να εξιδανικεύσει λ.χ. τη γυναίκα, ο Καρυωτάκης τη σαρκάζει. Ο Άγρας ρωτάει καταλήγοντας και απαντάει: «Ποιο συναίσθημα περιμένει τον άνθρωπο, αν εξακολουθήσει να ζει και δεν συντριβεί, ύστερ’ από την απογοήτευση την πλέον οριστική; Η σάτιρα». (Η σάτιρα αυτή, κατά τον Άγρα, ασκείται εκείνα τα χρόνια από το νέο τόπο του λογοτέχνη, που είναι υπάλληλος. Στο σημείο αυτό ο Άγρας κάνει μια πολύ σημαντική, όπως νομίζω, διαίρεση των περιόδων της νεοελληνικής λογοτεχνίας, με βάση μια τέτοια τυπολογία: σε μια πρώτη περίοδο ο λογοτέχνης είναι ευγενής, ευπατρίδης [επτανησιακή περίοδος]· σε μια δεύτερη [«την αθηναϊκή-κλασική και ρομαντική»] είναι λόγιος· σε μια τρίτη [την «προπολεμική»· εννοεί βέβαια τον πρώτο πόλεμο] δημοσιογράφος· και στην τελευταία [τη μετά τον πόλεμο] ο λογοτέχνης είναι υπάλληλος). Η σάτιρα του Καρυωτάκη, που ολοένα εντεινόμενη γίνεται σαρκασμός, ολοένα επίσης διευρύνεται: βγαίνει από τον περιορισμένο κύκλο ενός προσωπικού δράματος, γίνεται και πολιτική σάτιρα ή σαρκασμός: «“Στο άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο”, “Ο Μιχαλιός”, “Ωδή εις Ανδρέαν Κάλβον”, “Η πεδιάς και το νεκροταφείον”, -ιδού τέσσερα ποιήματα του Καρυωτάκη εμπνευσμένα από την πολιτική». Ο Άγρας, στον οποίον ανήκει η προηγούμενη φράση, δεν αγνοεί διόλου βέβαια τις φιλολογικές επιδράσεις που δέχθηκε ο Καρυωτάκης· μάλιστα δίπλα στον Μπωντλαίρ τοποθετεί, ειδικά ως προς τον Καρυωτάκη, και τον Laforgue. Εντούτοις επιμένει και στο προσωπικό πεπρωμένο του ποιητή, όπως το είχε ορίσει η οικογενειακή παράδοσή του και οι συνθήκες που επικρατούσαν στον τόπο. Αυτά συγκροτούν και την πολλαπλότητα των αιτίων που διαμόρφωσαν την ποιητική προσωπικότητα του Καρυωτάκη, αλλά και τη σάτιρά του. Για πολλούς κριτικούς του η σάτιρά του είναι μάλλον ένας σαρκασμός: χτυπάει ο ποιητής ό,τι θα χτυπούσε κι ένας σατιρικός, όμως όχι προγραμματικά, συστηματικά, αλλά ανάλογα με τις καθαρά υποκειμενικές παρορμήσεις του. Εντούτοις η ολοένα πιο πολύ εξακριβωμένη και ασφαλέστερα τεκμηριωμένη συνδικαλιστική δραστηριότητα του Καρυωτάκη κατά την αμέσως πριν από την αυτοκτονία του εποχή (όπως γνωρίζουμε πλέον, ηγήθηκε της πανελλήνιας ένωσης των δημόσιων υπαλλήλων) επιβάλλει, νομίζω, και κάποια τροποποίηση της ερμηνείας της σάτιράς του και του σαρκασμού του. Ειδικά τον Καρυωτάκη, κατ’ εξαίρεση από τους άλλους νεορομαντικούς, μπορούμε να τον τοποθετήσουμε στο μεταίχμιο του υποκειμενικού νεορομαντισμού και του προγενέστερου κοινωνικού ρομαντισμού (ο ελληνικός ρομαντισμός της πρώτης φάσης, αυτός που τον λένε, ίσως και γι’ αυτό, ρομαντισμό της ακμής, είναι έντονα “κοινωνικοποιημένος”, ενδιαφέρεται για τα κοινωνικά και εθνικά -προπάντων- προβλήματα). Αυτός ο ενδιάμεσος χώρος στη λογοτεχνία, τον οποίο καλύπτει, όπως λέω, ο Καρυωτάκης, πιστεύω πως είναι και ο χώρος, που αντιστοιχεί ακριβέστερα στην εποχή, στην πραγματικότητα της εποχής. Ας το δούμε πάλι λίγο αυτό. Οι δεκαετίες του ’20 και του ’30 είναι γεμάτες αντιφάσεις και αντιθέσεις. Κατακλύζουν την υπανάπτυκτη Ελλάδα 1.500.000 πρόσφυγες, ενώ η μεγάλη ύφεση της ευρωπαϊκής οικονομίας, ήδη στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, θα συντελέσει στην εισροή κεφαλαίων που έμεναν αργά στην Ευρώπη· πρόκειται για κεφάλαια είτε ξένα είτε Ελλήνων που ζουν στις παροικίες του ευρωπαϊκού χώρου. Αλλά τα κεφάλαια αυτά, στο δεδομένο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο, πιο πολύ όξυναν τις αντιθέσεις και την κοινωνική αναταραχή, έστω κι αν έδιναν συγχρόνως, αναπόφευκτα, και μιαν αποφασιστική ώθηση για κάποια βιομηχανική ανάπτυξη. «Μεταξύ του 1924 και του 1928 μεσολάβησαν δέκα πρωθυπουργίες, τρεις γενικές εκλογές και έντεκα στρατιωτικά κινήματα ή τελεσίγραφα. Επιβλήθηκε μια στρατιωτική δικτατορία που κατόπιν την ανέτρεψε ένα στρατιωτικό κίνημα. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας επαύθη μια φορά και παραιτήθηκε δύο». Οι εργάτες, ως τάξη, γίνονται περισσότεροι και περισσότερο ανήσυχοι. Το 1917 έχει ήδη ιδρυθεί το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο θα τεθεί εκτός νόμου το 1929, και μάλιστα από τη φιλελεύθερη κυβέρνηση του Βενιζέλου. Πόσο αδιάφορο μπορούσαν ν’ αφήσουν όλα αυτά τον Καρυωτάκη; Εννοώ: έναν άνθρωπο, που δεν ήταν μόνο ποιητής, αλλά και δραστήριος συνδικαλιστικός παράγοντας; Τα εξωποιητικά κείμενά του είναι εντυπωσιακά πολιτικοποιημένα: κείμενα ενός μαχόμενου συνδικαλιστή, που γνωρίζει και χρησιμοποιεί σ’ αυτά την ανάλογη γλώσσα. Όσο κι αν θέλει, λοιπόν, υπό το κράτος μιας οπωσδήποτε χωρίζουσας αντίληψης για τη γλώσσα της ποίησης - την οποία πάντως συχνά αναιρεί, εισάγοντας στοιχεία από την καθημερινή, ιδιωτική και δημόσια ζωή- να μη συγχέει τη γλώσσα της συνδικαλιστικής και πολιτικής δράσης με τη γλώσσα της ποίησης, δεν ήταν εντούτοις δυνατό να μη λειτουργήσει διόλου ο νόμος της διαπίδυσης, να μην εισδύσει η μια γλώσσα στην άλλη -και προπάντων η πρώτη στη δεύτερη. Το ποίημά του π.χ. για την Αμερική μπορεί και σήμερα (περιέργως μάλιστα σήμερα ακόμα πιο πολύ) να διαβαστεί και να ακουστεί ως ένα καθαρά πολιτικό ποίημα. Από την άλλη βέβαια μεριά ο άνθρωπος αυτός κάνει κάτι που, καταρχήν, δεν θα έκανε ένας πολιτικός: αυτοκτονεί από αηδία. Άσχετο μ’ αυτό το τελευταίο δεν είναι το γεγονός ότι ο γνωστός τότε σοσιαλιστής Γιαννιός είχε επικρίνει όσους επαινούσαν τον Καρυωτάκη για τον ηρωισμό της αυτοχειρίας του. Την ωραιότερη ερμηνεία του θανάτου του Καρυωτάκη, γιατί συνδυάζει έξοχα το ατομικό και το κοινωνικό -και στηρίζει δυνατά τον ισχυρισμό μου για τη θέση μεταιχμίου ανάμεσα στους δύο ρομαντισμούς, που κατέχει ο ποιητής- έδωσε τελικά ο Τέλλος Άγρας, απαντώντας στις αιτιάσεις του Γιαννιού: «...όχι μόνον στην ποίηση, αλλά και σε κάθε εκδήλωση του ανθρώπινου πνεύματος, πώς ημπορεί κανείς να χάσει την υποκειμενικότητά του, εξαφανίζοντάς την μέσα στην αντικειμενικότητα; Ας παραδεχθούμε ότι η ποίηση πρέπει να κάνει τη ζωή αισιόδοξη, ότι το πνεύμα έχει την πρακτικήν ηθική του· ας παραδεχθούμε ότι η αρχαία ελληνική δημιουργία εσκόπευε συνειδητά να κάμει ευτυχισμένο τον άνθρωπο και ότι η σύγχρονη ατμόσφαιρα της ιστορικής εθνικής μας ήττας, της ασφυξίας και της μιζέριας όπου ζούμε, κυκλοφορεί ρεύματα αισιοδοξίας δημιουργικής. Θα μας μείνει όμως πάντοτε ο υποκειμενικός παράγων -οι προσωπικές συνθήκες του ποιητού [...]· Ο Καρυωτάκης δεν ήθελε να είναι ευτυχισμένος: ήθελε να ζει μια ζωή αντάξια του ανθρώπου, μια ζωή προσωπική. Πώς να την ζήσει όμως, όταν ήταν υπάλληλος; δηλαδή άνθρωπος νοικιασμένος από το πρωί ως το βράδυ, άνθρωπος υποχρεωμένος να υποκαταστήσει -για να ζήσει απλώς!- στη συνείδησή του, τη συνείδηση ενός μορίου της “κρατικής μηχανής”; Πώς να ζήσει προσωπικά; [...] Χίλιες φορές βέβαια εμίσησε ένα τέτοιο ψωμί -γιατί δεν πρόκειται, παρά απλώς για το ψωμί- και χίλιες φορές θέλησε να φτύσει, με αηδία και αγανάκτηση, απάνω σε παρόμοια ζωή που εζούσε [...]. Δεν φταίει ο ποιητής, αν αισθάνεται πολύ ζωηρότερα, παρά η ανώνυμη μάζα, την απόσπαση αυτή από τον ίδιον τον εαυτό του, το σκότωμα του εγώ του, τον ατομικό του θάνατο. Τι να γίνει! Οι “Καρυωτάκηδες νέοι”, όπως τους αποκαλεί ο κ. Γιαννιός, δεν ημπορούν να συμβιβασθούν εύκολα μ’ ένα φλερτ ή μ’ ένα κουστούμι...». Ομολογώ πως βρίσκω εδώ -άσχετα, από το πόσο συνειδητοποιούσε κάτι τέτοιο ο ίδιος ο Άγρας- μιαν από τις καλύτερες και αισθαντικότερες προσεγγίσεις της μαρξικής Entfremdung! Αν ο Καρυωτάκης αντιστάθηκε σ’ αυτή την αποξένωση και την αλλοτρίωση με την αυτοκτονία του, είναι επιτέλους αυτό μια αντίσταση, σε αντίθεση με την παθητικότητα του εργαζόμενου εκείνου, που είναι αποξενωμένο και αλλοτριωμένο προϊόν της εργασίας του.
ΠΗΓΗ: περ. Η Λέξη, τεύχος 79-80 , Νοέμ-Δεκ 1988