του
Γεράσιμου Βώκου, καθηγητή Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Πολλές φορές παρασυρόμαστε στην αλλαγή μόνο και μόνο γιατί η ομοιομορφία μάς προκαλεί ανία
1. Ο Φραγκίσκος Γκρενάιγ (Francois de Grenaille) είναι σχεδόν εντελώς άγνωστο όνομα, όχι μόνο στο ευρύ κοινό αλλά και στους περισσότερους από τους ειδικούς που ασχολούνται με τη λογοτεχνία και την ιστορία των ιδεών στον 17ο αιώνα. Ωστόσο ο Γκρενάιγ είναι ένας από τους πιο παραγωγικούς συγγραφείς του πρώτου μισού του αιώνα: μέσα σε έξι χρόνια, από το 1639 ως το 1645 και από τα είκοσι τρία ως τα είκοσι εννέα του χρόνια, δημοσίευσε τριάντα τόμους (!) που αναφέρονται σε όλα τα είδη της λογοτεχνίας (ποίηση, πρόζα, θέατρο) αλλά και μια σειρά πραγματείες που αφορούν κυρίως θέματα ιστορίας, ήθους και κοινωνικής συμπεριφοράς - όπως θα τα ονομάζαμε σήμερα. Το κοινό και η κριτική της εποχής επεφύλαξαν διαφορετική υποδοχή στην πληθωρική παραγωγή του συγγραφέα. Για τους κριτικούς θεωρούνταν μέτριος και επιφανειακός γραφιάς, ο οποίος «γράφει μόνο για να γράφει». Το κοινό όμως απολαμβάνει τα βιβλία, όπως το επιβεβαιώνουν οι αλλεπάλληλες εκδόσεις των περισσοτέρων έργων του Γκρενάιγ, παρ' όλο που η επιτυχία δεν είναι σταθερή: άλλες φορές ο συγγραφέας βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, συζητιέται στην Αυλή και στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας, απολαμβάνοντας την αίγλη της επιτυχίας, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που ένα καινούργιο έργο του χάνεται στη γενική αδιαφορία και στη σιωπή.
Οι απότομες και ανεξήγητες αυτές διακυμάνσεις εκνευρίζουν και προβληματίζουν έντονα τον νεαρό συγγραφέα. Αλλά τα προσωπικά ερωτήματα που τον απασχολούν δεν θα αργήσουν να αποκτήσουν γενικότερο ενδιαφέρον: σε τι οφείλεται η επιτυχία και γιατί, τις περισσότερες φορές, δεν είναι σταθερή; Πού οφείλεται η αστάθειά της; Πώς συμβαίνει οι άνθρωποι που δίνουν τον τόνο στην κοινωνία, σήμερα να λατρεύουν το πράσινο χρώμα, ενώ, μόλις χθες, ορκίζονταν στο κόκκινο; Πώς εξηγούνται αυτές οι απότομες μεταβολές; Εχουν νόημα και αν ναι, ποιο είναι το νόημά τους; Πριν από όλα, όμως, πώς μπορεί να ονομάσει κανείς αυτήν την ευμετάβλητη και ανεξήγητη δύναμη, η οποία σε απειροελάχιστο και απροσδιόριστο χρόνο μπορεί να δώσει νέα κατεύθυνση στη ζωή της κοινωνίας; Γιατί οι απότομες μεταβολές που εντυπωσιάζουν και προβληματίζουν τον Γκρενάιγ παρασύρουν, όπως το παρατηρεί ο ίδιος, όλες τις όψεις της ζωής, ακόμη και τις σοβαρότερες, ακόμη και εκείνες που κανονικά θα έπρεπε να στέκονται ακλόνητες και απρόσβλητες στον χρόνο. «Ετσι παρατηρούμε ότι οι κινήσεις της καρδιάς του ανθρώπου είναι ακατανόητες στους ανθρώπους, γιατί μόλις στην καρδιά κυριαρχήσει μια επιθυμία, ξαφνικά μια άλλη παίρνει τη θέση της: νομίζουμε ότι αγαπάει και τη βλέπουμε να παρασύρεται στο μίσος». Και όμως, υπάρχουν ή θα έπρεπε να υπάρχουν «πράγματα στα οποία η επινόηση δεν παίζει κανένα ρόλο. Υπάρχουν μάλιστα άλλα στα οποία είναι εγκληματική. Είναι επιτρεπτό, πράγματι, να επινοούμε καινούργια ρούχα, αλλά όχι καινούργιους νόμους. Η φύση της Θρησκείας δεν μπορεί να αλλάζει, όπως αλλάζει η φύση των φιλοφρονήσεων». Παρ' όλα αυτά, συνεχίζει ο Γκρενάιγ, «στις μέρες μας παρατηρούμε μια καινούργια τάση που ισχυρίζεται ότι δεν πρέπει να πιστεύουμε σε τίποτε», σε αντίθεση με ό,τι ίσχυε πριν από λίγο καιρό, σύμφωνα με το οποίο έπρεπε η πίστη μας στη θρησκεία να είναι τυφλή. Από τα σοβαρά ο συγγραφέας περνάει στα ευτράπελα και σημειώνει, όπως το «παρατηρεί ένας από τους ιστορικούς μας ότι όλες οι Κυρίες της Γαλλίας κούρεψαν τα μαλλιά τους για να μιμηθούν μια φαλακρή βασίλισσα, και ήταν τόσο κακόγουστο τότε να μην έχεις μαλλιά όσο καλόγουστο είναι σήμερα να τρέφεις πλούσια κόμη».
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Γκρενάιγ, πρώτη φορά στην ιστορία, προσπαθεί να καταλάβει τη λειτουργία αυτής της παράξενης δύναμης που φέρνει τις απότομες αλλαγές, αρνούμενος να καταφύγει στην καθιερωμένη λύση που την αποδίδει στις ιδιοτροπίες της ανθρώπινης συμπεριφοράς: «Το καπρίτσιο δεν μπορεί να θεωρηθεί η μόνη πηγή των νεωτερισμών. Θεωρώ ότι η αηδία και η περιέργεια, η τσιγκουνιά και η σπατάλη αποτελούν εξίσου πηγές τους. Είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς ότι πολλές φορές παρασυρόμαστε στην αλλαγή μόνο και μόνο γιατί η ομοιομορφία μάς προκαλεί ανία. Μοιάζουμε με εκείνους που, έχοντας συγκεντρώσει την προσοχή τους σε μια επίπονη και εκτεταμένη εργασία, ανανεώνουν κατά κάποιον τρόπο το βλέμμα τους, με μια ευχάριστη διαφοροποίηση των χρωμάτων. Ετσι, συναντώντας την πικρία σε όλα τα πράγματα που μας απασχολούν στη ζωή, εγκαταλείπουμε τα μεν για τα δε, όχι για να αλλάξουμε κατάσταση, αλλά για να αλλάξουμε αντικείμενο βασάνων».
Ολες οι προηγούμενες απορίες, όλες οι προηγούμενες παρατηρήσεις θα βρουν τη συστηματική τους πραγμάτευση σε ένα παράξενο δοκίμιο με έναν ασυνήθιστο και μακρόσυρτο τίτλο: Η μόδα ή ο χαρακτήρας της θρησκείας, της ζωής, της συζήτησης, της μοναξιάς, των φιλοφρονήσεων, των ενδυμάτων και του ύφους του καιρού μας, που ο Γκρενάιγ δημοσιεύει το 1642. Αλλά για το ρηξικέλευθο αυτό δοκίμιο θα γίνει λόγος την επόμενη φορά.
2. Οπως το είδαμε την προηγούμενη φορά, στην προσπάθειά του να εξηγήσει την ευμετάβλητη και ανεξήγητη δύναμη, η οποία σε απειροελάχιστο και κυρίως απροσδιόριστο χρόνο μπορεί να δώσει νέα τροπή στη ζωή της κοινωνίας, ο Φραγκίσκος Γκρενάιγ δημοσιεύει το 1642 ένα παράξενο δοκίμιο με τον ασυνήθιστο τίτλο Η Μόδα ή ο χαρακτήρας της Θρησκείας, της Ζωής, της Συζήτησης, της Μοναξιάς, των Φιλοφρονήσεων, των Ενδυμάτων και του Υφους του καιρού μας. Η λέξη Μόδα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να ονομάσει την άγνωστη δύναμη δεν συνιστά ακριβώς νεολογισμό, μια και η λέξη κυκλοφορούσε ήδη στη γαλλική γλώσσα: το περιεχόμενο όμως που της δίνει ο Γκρενάιγ είναι καινούργιο και αξίζει ίσως να μας απασχολήσει σήμερα, που δεν αποτελεί πια πρόβλημα για κανέναν.
Ενα από τα κεντρικά προβλήματα που απασχολούν τους θεολόγους, τους μοραλιστές και τους φιλοσόφους τον 17ο αιώνα είναι ο κόσμος στον οποίο ζούμε. Πρόκειται για τόπο απωλείας; Τόπο χαράς; Τόπο δυστυχίας; Ο Γκρενάιγ, πιστός καθολικός, γνωρίζει καλά τον Αυγουστίνο, αναγκαστικό σημείο θεολογικής και φιλοσοφικής αναφοράς της εποχής. Δεν συμφωνεί όμως απολύτως μαζί του, γιατί κρίνει ότι ο κόσμος δεν είναι μόνο σκοτάδι, αλλά και φως. Μία από τις σκιές του κόσμου, ίσως η σημαντικότερη, σκιά που μας τρομάζει και μας ταράζει, είναι ακριβώς η μόδα. Στον δρόμο που ανοίγει η προηγούμενη προοπτική, ο Γκρενάιγ κάνει ένα τολμηρό και προφανώς ανορθόδοξο βήμα, το οποίο εξηγεί, κατά πάσα πιθανότητα, την κατακραυγή που ξεσήκωσε το βιβλίο του. Οπως ο Θεός είναι «ο πρώτος Δημιουργός των πραγμάτων», έτσι και «η Μόδα είναι η πρώτη μετασχηματιστική Αρχή του κόσμου». Ή, με ακόμη σαφέστερα λόγια, η Μόδα είναι η αντίθεση του Θεού, γιατί «όπως ο Θεός είναι η Αιωνιότητα, έτσι η Μόδα είναι ο Χρόνος, που αλλάζει τα πάντα». Πράγματι, «πότε τη βλέπουμε να κυριαρχεί, πότε να αφανίζεται. Μπορεί η καταστροφή της να ακολουθήσει αμέσως την καθιέρωσή της. Και παρ' όλο που οι μόδες αλλάζουν πάντα, υπάρχουν πάντα μόδες. Διότι η μόδα είναι συνυφασμένη με την ανήσυχη ζωή της καρδιάς και του σώματος και με τις αναπόφευκτες διακυμάνσεις που ταράζουν τους ανθρώπους. Υπάρχουν μόδες για όλα: για την ηρεμία και για τη συγκίνηση, για το βάδισμα και για τη στάση».
Προσεκτικός και ευαίσθητος χρήστης της γλώσσας, ο συγγραφέας επιμένει στη χρήση του θηλυκού γένους για τη μόδα, το οποίο στην εποχή του είναι εξαιρετικά σπάνιο και ασυνήθιστο. «Αν χρησιμοποιώ το όνομα σε θηλυκό γένος, το κάνω γιατί η μόδα είναι ασθένεια των γυναικών, ενώ αποτελεί απλό πάθος για τους άνδρες. Ενώ οι άνδρες εκτιμούν αυτό που είναι στη μόδα, οι γυναίκες το λατρεύουν. Πράγμα που έκανε ένα φιλόσοφο να πει ότι, ενώ εμείς αγαπάμε τη μόδα κατά συμβεβηκός, οι γυναίκες την αγαπούν κατ' ουσίαν». Στην ίδια γλωσσική προοπτική, ο Γκρενάιγ καταγράφει το επίθετο που προκύπτει από το ουσιαστικό: «Οπως το επίθετο που παράγεται από τον "κόσμο" είναι κοσμικός, έτσι και το επίθετο που παράγεται από τη "μόδα" είναι μοντέρνος». Στην προκειμένη περίπτωση ο συγγραφέας καινοτομεί και το ξέρει. Ενώ η λέξη μοντέρνος έχει ήδη καθιερωθεί στα Γράμματα και τις Επιστήμες για να δηλώσει τους Σύγχρονους σε αντιπαράθεση με τους Αρχαίους, για τον Γκρενάιγ μοντέρνος είναι αυτός που ακολουθεί τη μόδα. «Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούμε να ονομάσουμε Μοντέρνο που να μην έχει απαλλαγεί, κατά κάποιον τρόπο, από τη συνήθεια και το οποίο, ξεκινώντας από το καπρίτσιο ή την επινοητικότητα κάποιου, να μην περάσει σχεδόν αμέσως στην εμπειρία όλου του κόσμου».
Ωστόσο, παρά την παντοδυναμία της, η μόδα δεν μπορεί να ξεφύγει από τις αξιολογικές κρίσεις, οι οποίες, στην περίπτωση του Γκρενάιγ, είναι ηθικής τάξεως: «Η Μόδα είναι καλή ή κακή, αναλόγως με την ποιότητα των προσώπων που την ακολουθούν (...) Οι καθωσπρέπει άνθρωποι μπορούν να καθαγιάσουν τα πιο αδιάφορα πράγματα του κόσμου». Υπάρχουν όμως και οι άλλοι, η μεγάλη πλειοψηφία. «Πράγματι, δεν μπορούμε να συναναστραφούμε πολλές κυρίες χωρίς να μας κουράσουν αφόρητα, μιλώντας συνεχώς για τις κομμώσεις της μόδας, τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια της μόδας, τα φορέματα της μόδας. Η ασθένεια αυτή έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις στο πνεύμα της κοκέτας, ώστε το διαμάντι είναι λιγότερο πολύτιμο από την πέτρα όταν δεν είναι της μόδας. (...) Αλλά και οι κοσμικοί δεν είναι λιγότερο θηλυπρεπείς όταν επαινούν συνεχώς τα καπέλα της μόδας, τα πρόσωπα της μόδας, τα μουστάκια της μόδας, τα πουκάμισα της μόδας, τις κάλτσες της μόδας, τις μπότες της μόδας, τα υφάσματα της μόδας και, αντί να κρίνουν έναν καθωσπρέπει άνθρωπο από τις πράξεις του, τον κρίνουν από τα ρούχα του».
Αλλά έτσι είναι ο κόσμος, όπως το διαπιστώνει μελαγχολικά ο πρωτοπόρος Γκρενάιγ: «μόνο το καινούργιο αρέσει στα μάτια. Το déjà vu κουράζει».
ΠΗΓΗ: Τα παραπάνω κείμενα δημοσιεύτηκαν στην εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, στα φύλλα της 26/11 & 10/12 2009