Image by Getty Images via Daylife
του Αθανασίου Γκότοβου,καθηγητή Παιδαγωγικής
στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Η σχέση ενός πληθυσμού με την εκπαίδευση –δηλαδή με τον οργανισμό που διαθέτει, διαχειρίζεται και διαχέει τα παραπάνω κοινωνικά αγαθά– μπορεί να εκφραστεί με ποικίλους τρόπους. Η κατανομή των εκπαιδευτικών τίτλων στον πληθυσμό είναι ίσως ο πιο γνωστός και καθιερωμένος τρόπος ανίχνευσης αυτής της σχέσης, αλλά και μέτρο σύγκρισης των εκπαιδευτικών συστημάτων διαφορετικών χωρών ή διαχρονικής σύγκρισης του εκπαιδευτικού συστήματος της ίδιας χώρας. Η σχέση των Ελλήνων με την εκπαίδευση τα τελευταία πενήντα χρόνια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αργή βελτίωση, υπό την έννοια ότι συγκριτικά με το κάθε φορά παρελθόν όλο και περισσότεροι Eλληνες συμμετέχουν στους εκπαιδευτικούς θεσμούς. Oμως ταυτόχρονα λειτουργούν συγκεκριμένοι παράγοντες αναστολής μιας διευρυμένης συμμετοχής των πολιτών στην εκπαίδευση και περιορισμού τους στις χαμηλές και μεσαίες εκπαιδευτικές βαθμίδες, κρατώντας το ποσοστό των Ελλήνων με ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση ακόμη χαμηλό σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά και διεθνή μέτρα.
Αν ήθελε να ερμηνεύσει κανείς αυτήν την πορεία αργής βελτίωσης των δεικτών εκπαίδευσης τα τελευταία πενήντα χρόνια, θα έπρεπε να πάρει υπόψη παράγοντες όπως:
α) Tην ελληνική οικονομία, όπως αυτή διαμορφώνεται μετά τη λήξη του εμφυλίου.
β) Tην εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση (αστικοποίηση) στις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.
γ) Tον έντονα επιλεκτικό χαρακτήρα του σχολείου σε όλη αυτήν την περίοδο και μέχρι σήμερα.
δ) Tον υλοκεντρικό και φρονηματιστικό προσανατολισμό του σχολείου
ε) Tη θέση της γυναίκας στην κοινωνία και την εκπαίδευση καθώς επίσης και τις αντιλήψεις που την συνοδεύουν.
στ) η δημιουργία ενός παράλληλου συστήματος άτυπης εκπαίδευσης (φροντιστήρια, οικοδιδασκαλία) με τις οικονομικές του συνιστώσες, και
ζ) Tη συνεχιζόμενη αποξένωση ορισμένων οικονομικά ευάλωτων κοινωνικών ομάδων από τους εκπαιδευτικούς θεσμούς.
Ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσεται η ελληνική οικονομία στη δεκαετία του ’50, αλλά και αργότερα, δεν δημιουργεί εκείνες τις πιέσεις προς το εκπαιδευτικό σύστημα και τα συναφή κίνητρα για τον πληθυσμό ώστε να συμμετάσχει με διευρυμένο τρόπο στην εκπαίδευση. Ούτε ο ιδιωτικός τομέας ούτε ο δημόσιος ενθαρρύνουν τέτοια επίπεδα εξειδίκευσης ή γενικής παιδείας που θα έδιναν ώθηση στη ζήτηση εκπαίδευσης.
Η μετακίνηση του πληθυσμού στα αστικά κέντρα και η μετανάστευση εξασθενίζουν τις εκπαιδευτικές δομές της περιφέρειας, όπου η διαρροή από την πρωτοβάθμια προς τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι πολύ υψηλή. Ούτως ή άλλως, για μεγάλο διάστημα, η μετάβαση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ελέγχεται, αντί να ενθαρρύνεται.
Η αποξένωση του σχολείου –ιδιαίτερα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης– από την πραγματικότητα και τα αιτήματά της, και η κατά κάποιον τρόπο αυτόματη σύνδεση των σχολικών τίτλων με τα επαγγέλματα του κρατικού τομέα, σε συνδυασμό με την παραδοχή ότι μόνον η τεχνική εκπαίδευση πρέπει να είναι «γειωμένη» στην πραγματικότητα, ενώ η γενική μπορεί να είναι απαλλαγμένη από την υποχρέωση αυτή, δεν ενίσχυσαν το προφίλ μιας κοινωνικά λειτουργικής εκπαίδευσης.
Η καθυστερημένη είσοδος των γυναικών στο εκπαιδευτικό προσκήνιο δημιούργησε αποκλεισμούς, κάτι που φαίνεται καθαρά και από τη σημερινή σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας. Η ασύμμετρη σχέση ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση ανώτατης εκπαίδευσης και ο τεχνητός περιορισμός της πρόσβασης αποφοίτων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην τριτοβάθμια, δημιούργησε και μια πρόσθετη «εκπαιδευτική αγορά», τα φροντιστήρια, αποδυναμώνοντας κατ’ ουσίαν το κεκτημένο της εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού.
Τέλος, οι σημαντικές προσπάθειες της πολιτείας να καταπολεμηθεί η εκπαιδευτική περιθωριοποίηση ομάδων του πληθυσμού που ζουν σε συνθήκες φτώχειας, ενώ απέδωσαν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, παραμένουν ατελέσφορες στη μεταγυμνασιακή.
Θα ήταν περιττό να προσθέσει κανείς ότι και για εθνικούς λόγους η περαιτέρω βελτίωση της σχέσης των Ελλήνων με την εκπαίδευση πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα της πολιτείας. Τα ελληνικά συμφέροντα στο νέο διεθνές περιβάλλον υπηρετούνται καλύτερα με ένα υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης της νέας γενιάς.
ΠΗΓΗ: εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25-7-2004
Αν ήθελε να ερμηνεύσει κανείς αυτήν την πορεία αργής βελτίωσης των δεικτών εκπαίδευσης τα τελευταία πενήντα χρόνια, θα έπρεπε να πάρει υπόψη παράγοντες όπως:
α) Tην ελληνική οικονομία, όπως αυτή διαμορφώνεται μετά τη λήξη του εμφυλίου.
β) Tην εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση (αστικοποίηση) στις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.
γ) Tον έντονα επιλεκτικό χαρακτήρα του σχολείου σε όλη αυτήν την περίοδο και μέχρι σήμερα.
δ) Tον υλοκεντρικό και φρονηματιστικό προσανατολισμό του σχολείου
ε) Tη θέση της γυναίκας στην κοινωνία και την εκπαίδευση καθώς επίσης και τις αντιλήψεις που την συνοδεύουν.
στ) η δημιουργία ενός παράλληλου συστήματος άτυπης εκπαίδευσης (φροντιστήρια, οικοδιδασκαλία) με τις οικονομικές του συνιστώσες, και
ζ) Tη συνεχιζόμενη αποξένωση ορισμένων οικονομικά ευάλωτων κοινωνικών ομάδων από τους εκπαιδευτικούς θεσμούς.
Ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσεται η ελληνική οικονομία στη δεκαετία του ’50, αλλά και αργότερα, δεν δημιουργεί εκείνες τις πιέσεις προς το εκπαιδευτικό σύστημα και τα συναφή κίνητρα για τον πληθυσμό ώστε να συμμετάσχει με διευρυμένο τρόπο στην εκπαίδευση. Ούτε ο ιδιωτικός τομέας ούτε ο δημόσιος ενθαρρύνουν τέτοια επίπεδα εξειδίκευσης ή γενικής παιδείας που θα έδιναν ώθηση στη ζήτηση εκπαίδευσης.
Η μετακίνηση του πληθυσμού στα αστικά κέντρα και η μετανάστευση εξασθενίζουν τις εκπαιδευτικές δομές της περιφέρειας, όπου η διαρροή από την πρωτοβάθμια προς τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι πολύ υψηλή. Ούτως ή άλλως, για μεγάλο διάστημα, η μετάβαση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ελέγχεται, αντί να ενθαρρύνεται.
Η αποξένωση του σχολείου –ιδιαίτερα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης– από την πραγματικότητα και τα αιτήματά της, και η κατά κάποιον τρόπο αυτόματη σύνδεση των σχολικών τίτλων με τα επαγγέλματα του κρατικού τομέα, σε συνδυασμό με την παραδοχή ότι μόνον η τεχνική εκπαίδευση πρέπει να είναι «γειωμένη» στην πραγματικότητα, ενώ η γενική μπορεί να είναι απαλλαγμένη από την υποχρέωση αυτή, δεν ενίσχυσαν το προφίλ μιας κοινωνικά λειτουργικής εκπαίδευσης.
Η καθυστερημένη είσοδος των γυναικών στο εκπαιδευτικό προσκήνιο δημιούργησε αποκλεισμούς, κάτι που φαίνεται καθαρά και από τη σημερινή σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας. Η ασύμμετρη σχέση ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση ανώτατης εκπαίδευσης και ο τεχνητός περιορισμός της πρόσβασης αποφοίτων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην τριτοβάθμια, δημιούργησε και μια πρόσθετη «εκπαιδευτική αγορά», τα φροντιστήρια, αποδυναμώνοντας κατ’ ουσίαν το κεκτημένο της εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού.
Τέλος, οι σημαντικές προσπάθειες της πολιτείας να καταπολεμηθεί η εκπαιδευτική περιθωριοποίηση ομάδων του πληθυσμού που ζουν σε συνθήκες φτώχειας, ενώ απέδωσαν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, παραμένουν ατελέσφορες στη μεταγυμνασιακή.
Θα ήταν περιττό να προσθέσει κανείς ότι και για εθνικούς λόγους η περαιτέρω βελτίωση της σχέσης των Ελλήνων με την εκπαίδευση πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα της πολιτείας. Τα ελληνικά συμφέροντα στο νέο διεθνές περιβάλλον υπηρετούνται καλύτερα με ένα υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης της νέας γενιάς.
ΠΗΓΗ: εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25-7-2004