Image by Kaysse via Flickr
του Θεόδωρου Δ. Παπαγγελή
καθηγητή του Τμήματος Φιλολογίας
στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Πολλοί από αυτούς που διασκέπτονται αυτές τις μέρες στην Κοπεγχάγη για την κλιματική αλλαγή και τα παρεπόμενά της, αρκετοί ακτιβιστές αλλά και μια σημαντική μερίδα ενδιαφερομένων, θα είναι πεπεισμένοι ότι το επαπειλούμενο οικολογικό «ολοκαύτωμα» είναι αδιανόητο έξω από το ιστορικό πλαίσιο της εκβιομηχανισμένης νεoτερικότητας και της θεριεμένης τεχνολογίας μας.
Και στην περίπτωση αυτή είναι προφανώς εύλογο να υποθέτει κανείς ότι όσο πιο παλιά τόσο πιο καλά: πυκνά και ακούρευτα ρουμάνια, αμόλευτες λίμνες, γάργαρες ποταμίσιες ροές, θαλεροί λειμώνες, ακμαία στη νιότη της χλωρίδα και πανίδα, σε χρόνους και καιρούς που δεν ήξεραν τίποτε για ρύπους και εκπομπές και οι συνολικοί φιλοξενούμενοι του πλανήτη μοιάζαν με ακροβολισμένους ερημίτες σε σύγκριση με το σύγχρονο υπερσυγκεντρωμένο ανθρωπομάνι. Και δεν χρειάζεται να πάμε πίσω ως τα άχραντα της πλειστοκαίνου και της παλαιολιθικής. Ο κλασικός Σωκράτης του Πλάτωνα βρίσκει ειδυλλιακή αναψυχή, μεσημβρινή ανάπαυση και χορωδιακή παράσταση από τζιτζίκια στις όχθες τουΙλισσού, όχι και τόσο μακριά από τα φιλοσοφικά και τα άλλα στέκια της αθηναϊκής αγοράς.
Αλλά είναι αυτός ο ίδιος Πλάτων που μας δίνει και την πρώτη μαρτυρία για την αποψίλωση του Υμηττού· και αν πρέπει να πιστέψει κανείς τον πολυταξιδεμένο και τουριστικά πολυμαθή Παυσανία, κάπου πέντε αιώνες αργότερα τα «πράσινα αξιοθέατα» ήταν μειοψηφία μέσα στο ελλαδικό τοπίο. Θα ήταν, ασφαλώς, παρακινδυνευμένο να εντοπίσει κανείς συστηματικό οικολογικό προβληματισμό στα λογοτεχνικά, πραγματολογικά ή τεχνικά κείμενα της ελληνορωμαϊκής Αρχαιότητας, σκέψεις, ωστόσο, και ιδέες σχετικού ενδιαφέροντος κυκλοφορούν στον Αριστοτέλη και τον Θεόφραστο, και είναι ο δεύτερος που χρησιμοποιεί τον όρο «οικείος» για να επισημάνει την ειδική σχέση ενός φυτικού είδους με το περιβάλλον στο οποίο το συγκεκριμένο είδος ευδοκιμεί καλύτερα. Δεν αποκλείεται ο πολυσχιδής φυσιοδίφης Εrnst Ηaeckel, που είχε κλασική παιδεία και που χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο «οικολογία» το 1866, να είχε υπόψη του τα συμφραζόμενα στα οποία ο Θεόφραστος είχε δώσει αυτήν την τεχνική χροιά στη λέξη «οικείος».
Τη σπανιότητα σχετικών πληροφοριών από την Αρχαιότητα την αντισταθμίζουν, πάντως, σύγχρονες ιστορικές μελέτες με οικολογική αιχμή, και τα ευρήματά τους- αποτέλεσμα συνδυαστικής ιστορικής, αρχαιολογικής, γεωλογικής και ανθρωπολογικής διερεύνησης- απέχουν πολύ από το να προβάλλουν μιαν εικόνα αρμονίας ανάμεσα στον ανθρώπινο παράγοντα και το φυσικό περιβάλλον. Ορισμένες φιλοσοφικές και θρησκευτικές αντιλήψεις, όπως αυτές που εκπροσωπούσαν οι Ορφικοί και οι Πυθαγόρειοι, για παράδειγμα, ενθάρρυναν μια σεβαστική στάση απέναντι στη Φύση, και το μοτίβο της ανθρώπινης παρεμβατικότητας ή της τεχνολογικής επινόησης που διασαλεύoυν τη θεόθεν φυσική τάξη των πραγμάτων αντηχεί συχνά, και με σχετλιαστικούς τόνους, στη λογοτεχνία, είναι ωστόσο δύσκολο να πιστέψουμε ότι αυτό το είδος περιβαλλοντικής ευσέβειας επηρέαζε την πρακτική διαχείριση των φυσικών πόρων περισσότερο από ό,τι οι σύγχρονες οργανώσεις και η πράσινη αντιπολίτευση ανέστειλαν ή διαφοροποίησαν την χρησιμοθηρία κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Ειδικότερα για τον ανθρωπογεωγραφικό χώρο της μεσογειακής λεκάνης, οι απτές μαρτυρίες που διαθέτουμε συνθέτουν ένα οικείο σκηνικό αποψίλωσης των δασών, διάβρωσης του εδάφους και γεωργοκτηνοτροφικής υπερεκμετάλλευσης. Η μαζική υλοτόμηση υπαγορευόταν από τις στρατιωτικές, κυρίως, ανάγκες. Οταν, στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, η Αμφίπολη έπεσε στα χέρια των Σπαρτιατών, οι Αθηναίοι βρέθηκαν σε δυσχερή θέση επειδή τα εκτεταμένα δάση της συγκεκριμένης περιοχής παρείχαν άφθονη ξυλεία για ναυπήγηση πολεμικών πλοίων. Αλλά τον τίτλο του οικολογικού ολετήρα διεκδικούν με μεγαλύτερες ίσως αξιώσεις τα ρωμαϊκά στρατεύματα κατοχής στη Γαλατία, που εξαφάνισαν τεράστιες δασικές εκτάσεις προκειμένου να αποφύγουν ενέδρες από τις ντόπιες αντιστασιακές δυνάμεις. Οι αρχαίοι ιστορικοί μιλούν για μετακινήσεις πληθυσμών που οφείλονταν στην προοδευτική ερημοποίηση ολόκληρων περιοχών, ενώ δεν λείπουν πληροφορίες για εντατική θηρευτική δραστηριότητα που οδήγησε στην εξάλειψη ειδών της πανίδας σε συγκεκριμένες γεωγραφικές ζώνες. Μπορεί κανείς να φανταστεί ότι τα αιματηρά «σόου» της αυτοκρατορικής Ρώμης με το τακτικό πρόγραμμα θηριομαχιών υπήρξαν για πολλές δεκαετίες ένας από τους σημαντικότερους λόγους για τους οποίους η βόρεια Αφρική είδε την άγρια πανίδα της να συρρικνώνεται κατά τους ιστορικούς χρόνους.
Πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι ο συνδυασμός πολιτισμικής θεώρησης του φυσικού περιβάλλοντος, διαθέσιμης τεχνολογίας και κοινωνικής οργάνωσης κατά την ελληνορωμαϊκή Αρχαιότητα ήταν τέτοιος που διατάραξε σοβαρά τις ισορροπίες του μεσογειακού οικοσυστήματος και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την παρακμή του κλασικού πολιτισμού, ενώ, τα τελευταία χρόνια, η περιβαλλοντική παράμετρος θεωρείται όλο και πιο σημαντική για την ερμηνεία σημαντικών ιστορικών εξελίξεων, όπως είναι, για παράδειγμα, η οικονομική και πολιτική παρακμή της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής επικράτειας. Αν και υπάρχουν εικασίες και εκτιμήσεις για την αρνητική επίδραση περιόδων όπου σημειώθηκαν αισθητές κλιματικές αλλαγές, αυτό που θεωρείται βέβαιο είναι η ενοχή του ανθρωπογενούς παράγοντα σε αλλεπάλληλους κύκλους οικολογικών κρίσεων.
Είναι πολύ πιθανό ότι η εμφατική ανάγνωση της Ιστορίας από αυτή τη σκοπιά αποτελεί παραπροϊόν της σημερινής οικολογικής συνειδητοποίησης, η οποία κάποτε τείνει να εμφανίζεται με χαρακτηριστικά «φονταμενταλιστικής» βεβαιότητας. Ανεξάρτητα από αυτό, όμως, το αφήγημα της ανθρώπινης «κερδοσκοπίας» και αλαζονείας απέναντι στη διαθεσιμότητα του φυσικού περιβάλλοντος, στη διαχρονική του διάσταση είναι χρήσιμος γνώμονας για όλους τους ενδιαφερομένους και, πρώτα από όλους, για τους διασκεπτομένους της Κοπεγχάγης.ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 13-12-2009