Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009

Γλωσσική αναρχία και πολιτική

του Δ.Δημητράκου, καθηγητή πολιτικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ζούμε στην Ελλάδα, όπως και αλλού, υπό καθεστώς γλωσσικής αναρχίας. Δεν είναι δυνατόν να αναζητείται η αιτία για αυτό σε μια γενικότερη παρακμή που καταγγέλλουν τα συντηρητικά πνεύματα, συχνά υπό το ένδυμα μιας «προοδευτικού» χρώματος πολιτιστικής απογοήτευσης. Ούτε βρίσκεται η κύρια αιτία για αυτό στην εισαγωγή ξένων όρων στην ελληνική, μια πρακτική που είναι αναπόφευκτη, αν και συχνά καταχρηστική.

Χτυπητά παραδείγματα της τελευταίας είναι η χρήση του όρου «γκάλοπ» για κάθε σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης και όχι εκείνη που αναφέρεται στη μέθοδο και στην εταιρεία που ανήκει στον George Gallup (1901-84), του «νον-πέιπερ» για την ανεπίσημη πολιτική δήλωση και του «ντιμπέιτ» για τη συζήτηση μεταξύ πολιτικών αρχηγών. Και ο λόγος ασφαλώς βρίσκεται στην κυριαρχία μιας πλάνης: ότι ο επείσακτος όρος προσδίδει ιδιότυπο εννοιολογικό κύρος σε κάτι που είναι άλλως κοινότοπο. Αυτή την πλάνη δημιουργεί η πολιτική, κατά κύριο λόγο, και εκεί θα ήθελα να εστιάσω την προσοχή μου σε αυτό που ακολουθεί.

Βέβαια η πολιτική δεν ευθύνεται άμεσα για την έλλειψη γλωσσικής παιδείας που αναπαράγεται μέσα από το σχολείο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση και που είναι η αιτία της ακυρολεξίας, των ασυνταξιών και των σολοικισμών πάσης φύσεως. H πολιτική όμως σχετίζεται άμεσα με τη χρήση εκφράσεων κενών νοήματος και τη χαλαρότητα των εννοιών.

Πολλά έχουν γραφτεί κατά καιρούς κατά της «ξύλινης γλώσσας» ενός ορισμένου είδους πολιτικού λόγου. Ομως η κοινή γλώσσα ήταν επαρκώς εύρωστη για να αντιπαρατεθεί σε αυτήν. Σήμερα η κοινή γλώσσα έχει υπονομευθεί σε σημείο να έχει παραιτηθεί ο μέσος άνθρωπος από την ανάγκη να αποφεύγει ή να κριτικάρει ή απλώς να παρατηρεί γλωσσικά αμαρτήματα. Λίγοι παρατηρούν ότι μια φήμη διαρρέει και δεν «διαρρέεται» από ορισμένους κύκλους ή ότι τα κρασιά μιας περιοχής είναι ερυθρά στη μεγάλη τους πλειονότητα και όχι στη μεγάλη τους «πλειοψηφία», εφόσον τα κρασιά δεν ψηφίζουν. Εχουμε εθισθεί στο να ακούμε τέτοιες εκφράσεις στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, ώστε να μην τις προσέχουμε καν.

Ο George Orwell είχε επισημάνει ήδη από το 1946 την ευθύνη της πολιτικής για τη φθορά της γλώσσας. Πολλά από όσα έγραφε δεν αφορούν την ελληνική γλώσσα στη δική μας εποχή. Σε ένα πράγμα όμως η διάγνωση του άγγλου συγγραφέα ισχύει και για τα καθ' ημάς και αυτό είναι η σύνδεση που διαπιστώνει ανάμεσα στη νοηματική ρευστότητα με την πολιτική. Πότε είναι εσκεμμένα ρευστός ή δυσνόητος ο λόγος μας; Οταν επιδιώκουμε να επιτύχουμε απόκρυψη ή συγκάλυψη σκέψεων, γεγονότων και πράξεων. Οταν δεν έχουμε έλεγχο των γνώσεων που προβάλλουμε. Οταν δεν έχουμε σκεφθεί καλά αυτό που εννοούμε. Αυτό συμβαίνει κατά καιρούς σε όλους γι' αυτό και ο καθένας μας, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, καταφεύγει και στον ασαφή και ρευστό λόγο. Αλλά η πολιτική επαγγελία είναι πολύ πιο πιεστική στην υιοθέτηση αυτής της πρακτικής, διότι πολιτική σημαίνει άσκηση και συγχρόνως δικαιολόγηση της εξουσίας - πράγματα που συχνά δεν συμβιβάζονται. Οπότε η γλωσσική ασάφεια βολεύει. Προσαρμόζεται σε αυτήν τόσο ο πολιτικός όσο και ο ψηφοφόρος. Και η γλωσσική αναρχία μεταβάλλεται σε καθεστώς όσο περισσότερο εθίζονται σε αυτήν οι μετέχοντες στο πολιτικό παιχνίδι.

Σε αυτό συμβάλλει το φαινόμενο της παν-πολιτικοποίησης, και μάλιστα της ενθάρρυνσής της: ο καθένας εγκαλείται να είναι πολιτικοποιημένος. Και πράγματι το «πολιτικό» εισχωρεί παντού. H τάση αυτή να βλέπει κανείς την παρουσία της πολιτικής παντού οδηγεί στην υπαγωγή της γλώσσας στις ανάγκες της πολιτικής και επομένως στη σκόπιμη ρευστότητα των νοημάτων και στην ασάφεια και απώτερα στο καθεστώς της γλωσσικής αναρχίας και της ακυρολεξίας.

Υπάρχει διέξοδος. Μπορεί και πρέπει η ελληνική κοινωνία να αποκτήσει ή να ανακτήσει την ευαισθησία που κάποτε έδειχνε για την ελληνική γλώσσα - μια μοναδικά πλούσια σε λήμματα γλώσσα, αντλώντας από μια μακραίωνη γραπτή και επομένως σύνθετη πολιτιστική παράδοση. Αυτή η παράδοση και αυτός ο πλούτος δεν αφήνονται έρμαιο στα καπρίτσια της γλωσσικής αναρχίας. Χρειάζονται θεσμικές παρεμβάσεις για τη διατήρηση και την κραταίωσή της. Χρειάζεται ίσως να επιτελέσει το χρέος της και η πολιτική, δηλαδή ο ίδιος ο πολιτικός κόσμος, εφόσον η προσοχή του κόσμου είναι συνεχώς στραμμένη στον λόγο του. Χρειάζεται και η πολιτεία να δείξει κάποια μέριμνα. Το 1989 είχε δημιουργήσει το υπουργείο Παιδείας μια Επιτροπή για την Ελληνική Γλώσσα, στην οποία μετείχαν εξέχουσες προσωπικότητες των γραμμάτων. H σύσταση αυτής της Επιτροπής είχε βασιστεί στην ανάγκη παρέμβασης σε όλους τους χώρους μέσα από τους οποίους παράγεται και αναπαράγεται η ζώσα γλώσσα, ώστε να παραμείνει πράγματι ζώσα, αλλά και πράγματι γλώσσα. H προσπάθεια αυτή ατόνησε, διότι υπερίσχυσαν τα «επείγοντα» που κάθε φορά ήταν «σπουδαία». Μήπως πρέπει κάποτε να πάψουμε να αναβάλλουμε για αύριο τα πραγματικά σπουδαία; ΠΗΓΗ:εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 17 Οκτωβρίου 2004
Reblog this post [with Zemanta]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails

AddThis

| More