Παρασκευή 28 Αυγούστου 2009

reBlog from spoudasterion.pblogs.gr: Ludus Literarius

LONDON, ENGLAND - MAY 06:  Victor Valdes of Ba...

I found this fascinating quote today:

του Γιώργη Γιατρομανωλάκη

«Φίλους αλλάζεις, και μάλιστα εύκολα. Φύλο αλλάζεις. Δύσκολα, αλλά με λίγη θέληση γίνεται. Πατρίδα, θρησκεία, κόμμα, όλα τα αλλάζεις. Γυναίκα αλλάζεις. Πανεύκολο. Ομάδα δεν αλλάζεις , όπως δεν αλλάζεις τη μάνα σου. Ο,τι και να ΄ναι: στρίγκλα, μητριά, χαμένη και πουλημένη. Η Ομάδα είναι η μήτρα που σε ξεπετά κάθε Σαββατοκύριακο, σε τρέφει, σε πληγώνει και σε πωρώνει». spoudasterion.pblogs.gr, Ludus Literarius, Aug 2009

You should read the whole article.

Ο πολιτισμός κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου

The World According to Homer

Πολιτισμός
Τα μεσοπολεμικά χρόνια είναι μια περίοδος που την επισκίασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και που χαρακτηρίστηκε από μεταβολές και ανακατατάξεις οι οποίες εξέβαλαν με ιδιαίτερα γόνιμο τρόπο στον τομέα του πολιτισμού. Νέα ήθη, νέα καλλιτεχνικά ρεύματα, και καινούργιες, διαφορετικές οπτικές με τις οποίες βλέπει ο άνθρωπος τον εαυτό του κάνει την εμφάνισή τους.

Στον ελληνικό χώρο η Μικρασιατική Καταστροφή αποτέλεσε το κορυφαίο γεγονός που μετασχημάτισε δραματικά το γεωγραφικό, πληθυσμιακό και ιδεολογικό χάρτη. Η τραγωδία πολλών χιλιάδων ανθρώπων, που ακολούθησαν το δρόμο της προσφυγιάς, επαναπροσδιόρισε τις συνθήκες ζωής τους αλλά και τον τρόπο με τον οποίο προσέλαβαν την πραγματικότητα οι ίδιοι και όσοι τους υποδέχτηκαν.
Τα αστικά κέντρα έγιναν πυρήνας συγκέντρωσης πολλών πληθυσμιακών στρωμάτων με διαφορετικές καταβολές. Οι πολιτισμικές εκφράσεις που παράχθηκαν, χαρακτηρίστηκαν, λοιπόν, από τους χρωματισμούς όλων αυτών των φωνών που συγκρότησαν τον αστικό κυρίως κόσμο. Oι άμεσες ανάγκες των ανθρώπων αλλά και οι επιταγές μιας νέας πολεοδομικής αντίληψης κατέστησαν το αστικό τοπίο αντικείμενο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος. Η πόλη έγινε ένας κόμβος επικοινωνίας μέσα από τον οποίον διαχέονταν τα μηνύματα της νεοτερικότητας σε όλη την ελληνική κοινωνία.
Νέα καλλιτεχνικά ρεύματα που άνθιζαν στον ευρωπαϊκό χώρο απέκτησαν σημαντική απήχηση στην Ελλάδα και αναπροσανατόλισαν τις αναζητήσεις καλλιτεχνών και λογοτεχνών, ενώ ο λόγος της κριτικής κλήθηκε να συνδιαλλαγεί με τα νέα ιδιώματα που διαμορφώνονταν.
Τα δισεπίλυτα προβλήματα της εκπαίδευσης οξύνθηκαν ακόμη περισσότερο με τη ραγδαία αύξηση των μαθητών αλλά και τα υψηλά ποσοστά του αναλφαβητισμού που παρατηρούνταν. Η πολιτεία προσπάθησε να δώσει ορισμένες λύσεις θέτοντας σε εφαρμογή την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
Η ελληνική κοινωνία, μετά το μικρασιατικό τραύμα, άρχισε να ανιχνεύει τους δρόμους μέσα από τους οποίους προσδιορίστηκε η ταυτότητά της. Eπισημαίνεται ένας συνεχής προβληματισμός για τον ορισμό της “ελληνικότητας” στην καλλιτεχνική δημιουργία, τον θεωρητικό λόγο και τη λαογραφική έρευνα.

Ελληνική κοινωνία και νεοτερικότητα κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 διαμορφώθηκε ένα κλίμα πολιτικής αναταραχής και οικονομικών και κοινωνικών ανακατατάξεων. Η κινητικότητα αυτή ευνόησε
την εισροή μηνυμάτων και ιδεών, που η αποδοχή τους οριοθετήθηκε από το βαθμό εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας. Νέα ήθη αλλά και νέα καλλιτεχνικά ρεύματα, που κυριαρχούσαν στη δυτική Ευρώπη, κατέκλυσαν τον ελληνικό αστικό, κυρίως, χώρο και οι μεταβολές που προέκυψαν εκδηλώθηκαν σε τομείς όπως η ψυχαγωγία, η μόδα, η άθληση.
Εμφανίστηκε το ραδιόφωνο, επικράτησε ο κινηματογράφος, εντάθηκαν οι αθλητικές δραστηριότητες, άλλαξε η εμφάνιση των γυναικών. Η νεοτερικότητα, που επικεντρώθηκε στην έννοια του ατόμου ως αυτόνομης φυσικής αξίας, προσδιόρισε ένα νέο τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους και τα πράγματα.
Στον καλλιτεχνικό χώρο η “ακαδημαϊκή” ζωγραφική έδωσε σταδιακά τη θέση της σε καλλιτέχνες που έρχονταν σε επαφή με τις νέες τάσεις. Οι καλλιτέχνες αυτοί επηρεάστηκαν από τα κινήματα του κυβισμού, του υπερρεαλισμού και του εξπρεσιονισμού, κινήματα που όριζαν με διαφορετικό τρόπο το καθένα τη θέση του ατόμου μέσα στον κόσμο. Στο λόγο περί αισθητικής της εποχής όσο και στην καλλιτεχνική δημιουργία, η προσπάθεια αυτή συνδέθηκε και με μια άλλη τάση, την αναζήτηση και τον προσδιορισμό της ελληνικότητας, που σε πολλούς καλλιτέχνες του Μεσοπολέμου εντοπίστηκε σε μια προσπάθεια επιστροφής στις πηγές και ρίζες του Ελληνισμού.
Το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου προσπάθησε να επιβάλει με τη λογοκρισία του ένα συνολικό έλεγχο στην πνευματική ζωή που, ωστόσο, δεν επηρέασε καθοριστικά την καλλιτεχνική δημιουργία. Στον ιδεολογικό τομέα υιοθέτησε την έννοια της ελληνικότητας και
το κλίμα επιστροφής στην παράδοση συνδέοντάς τα μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο με την εθνικιστική στροφή του καθεστώτος.

Πολιτισμικές εκφράσεις στο Μεσοπόλεμο, 1923-1940

Η ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου, μετά την αποτυχημένη μικρασιατική εκστρατεία και στο πλαίσιο της πολιτικής και κοινωνικής κρίσης που την ακολούθησε, βρισκόταν σε συνεχή μεταβολή. Υπήρχε μια αδιάκοπη ροή ιδεών και νοοτροπιών, ενώ η πόλη έγινε ένας κόμβος επικοινωνίας πληθυσμιακών στρωμάτων, που προέρχονταν από διαφορετικά κοινωνικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα. Αυτή η κινητικότητα εξέβαλλε, ανάλογα με τον χώρο που την υποδεχόταν, σε διαφορετικές πολιτισμικές εκφράσεις. Κάποιες από αυτές σχετίζονταν με τη λογοτεχνική παραγωγή, ποίηση και πεζογραφία, που κατά τη δεκαετία του ’20 πέρασε ένα στάδιο έντονης κρίσης. Ένα καινούργιο ανανεωτικό πνεύμα εμφανίστηκε, ωστόσο, με τη δράση και την παραγωγή της γενιάς του ’30. Με την έκφραση “γενιά του ’30”, στο ευρύτερό της νόημα, εννοούμε όσους νέους λογοτέχνες και ποιητές ωρίμασαν ανάμεσα στα 1930 και τα 1940. Πρόκειται για μια ομάδα ανθρώπων του πνεύματος που είχαν τη διάθεση να έρθουν σε ρήξη με το παρελθόν ή τουλάχιστον να διαφοροποιηθούν από αυτό. Η γενιά του ’30 συνδιαλεγόταν με άλλες κατευθύνσεις και καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής και έκανε την είσοδό της στο προσκήνιο της ελληνικής πολιτισμικής δραστηριότητας ως πρωτοποριακό κίνημα, καλλιεργώντας και τον προβληματισμό για την έννοια της ελληνικής ταυτότητας. Στα πλαίσια αυτού του προβληματισμού αναπτύχθηκε ένας λόγος για κάποιες εκδηλώσεις άλλων πολιτισμικών χώρων. Πρόκειται για το ενδιαφέρον σ’ αυτό που ονομάστηκε πρωτόγονη ή λαϊκή έκφραση και την οποία αναζήτησαν στο έργο “ναΐφ” (αυτοδίδακτων, απλοϊκών) ή λαϊκών καλλιτεχνών όπως ο Μακρυγιάννης, ο Θεόφιλος, οι καραγκιοζοπαίχτες ή οι λαϊκοί τεχνίτες και τα τοπικά εργαστήρια. Παράλληλα, νέα καλλιτεχνικά δημιουργήματα, όπως το θέατρο σκιών και το ρεμπέτικο τραγούδι, παράγονταν και απευθύνονταν κυρίως σε λαϊκά και περιθωριακά στρώματα, βρίσκονταν σε στενή συνάρτηση μεταξύ τους και συνδιαλέγονταν στο πλαίσιο του κοινωνικού χώρου απ’ όπου προέρχονταν και όπου απέληγαν.

Πεζογραφία
Στην περίοδο του Μεσοπολέμου και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’30 η πεζογραφική παραγωγή κατέδειξε τη πρόθεση των δημιουργών της να ανταποκριθούν, ο καθένας με τον τρόπο του, στο γενικό αίτημα για ανανέωση. Οι πολλαπλές κατευθύνσεις που αναδείχθηκαν συνδέθηκαν με την προσωπική εξέλιξη, τα βιώματα, αλλά και την υποδοχή των επιδράσεων των λογοτεχνικών ρευμάτων του εξωτερικού.
Από το σύνολο των συγγραφέων που πρωτοδημοσίευσαν κείμενά τους αυτή την περίοδο κάποιοι αξιοποίησαν τις προσωπικές τους μνήμες από το βίαιο ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Το έργο τους, έχει δυναμική μαρτυρίας και το χαρακτηρίζει ωμός ρεαλισμός. Πρόκειται για τους Στράτη Μυριβήλη, Ηλία Βενέζη, Φώτη Κόντογλου και Στρατή Δούκα, που η κοινή τους καταγωγή, το βορειοανατολικό Αιγαίο, έδωσε και το όνομα “αιολική σχολή” στην τάση που εκπροσώπησαν.
Περισσότερο στο μέλλον, παρά στο παρελθόν, προσέβλεπαν οι συγγραφείς που στοιχίζονταν γύρω από τη “σχολή του αστικού ρεαλισμού”. Η υπόθεση των μυθιστορημάτων τους εκτυλισσόταν στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον και συχνά σχολίαζε τις πρόσφατες αλλαγές στην ελληνική κοινωνία. Μερικοί από τους συγγραφείς αυτούς είναι ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Κοσμάς Πολίτης, o Πέτρος Χάρης, ο Θράσος Καστανάκης και ο Μ. Καραγάτσης. Στην ίδια περίοδο εξέδωσε τα παιδικά της μυθιστορήματα η Πηνελόπη Δέλτα.
Μια άλλη ομάδα συγγραφέων που το έργο τους χαρακτηρίζουν στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού, αποτελείται από τους Έλλη Αλεξίου, Θέμο Κορνάρο, Μενέλαο Λουντέμη, Γιώργο Ζάρκο και Γιώργο Δενδρινό. Σ’ αυτή την ομάδα θα μπορούσε ακόμα να τοποθετηθεί η Λιλίκα Νάκου και η Τατιάνα Σταύρου. Πρόκειται για συγγραφείς που εντάχθηκαν στο αριστερό κίνημα και υπέστησαν ταλαιπωρίες και διώξεις. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους συγγραφείς και την προηγούμενη ομάδα, βρίσκονται οι Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος και Γιάννης Σφακιανάκης, που θεωρείται ότι εξέφρασαν πιο καθαρά τη μεταβατική περίοδο της νεοελληνικής κοινωνίας, τη μετάβαση από ένα μίζερο χωριό σε μια μίζερη πόλη.
Τέλος, οι “μοντερνιστές” είναι συγγραφείς που αδιαφόρησαν για την ακριβή αναπαράσταση της πραγματικότητας και υιοθέτησαν έναν καινούργιο και πιο ριζοσπαστικό τρόπο γραφής. Το γεωγραφικό κέντρο αυτής της ομάδας ήταν η Θεσσαλονίκη και κυριότερα μέλη της, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ο Γιώργος Δέλιος και ο Στέλιος Ξεφλούδας. Στενή συγγένεια συνδέει αυτή την ομάδα με το Γιάννη Σκαρίμπα και το Γιάννη Μπεράτη, ενώ και η Μέλπω Αξιώτη βρίσκεται στο ίδιο περίπου κλίμα, καθώς προσπάθησε να συγκροτήσει τη σύγχρονη εμπειρία μέσα από τη γλώσσα και τις αντιλήψεις της προφορικής παράδοσης.

Ποιητές του Μεσοπολέμου

Το ποιητικό κλίμα της δεκαετίας 1920-1930 χαρακτηρίζεται από μια διάθεση διάχυτης ηττοπάθειας. Ποιητές όπως ο Μήτσος Παπανικολάου, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, η Μαρία Πολυδούρη και κυρίως ο Κώστας Καρυωτάκης εξέφρασαν με τους στίχους τους μια κατάσταση πνιγηρού αδιεξόδου. Η κρίση αυτή, που συνδέθηκε με το παρελθόν του αθηναϊκού ρομαντισμού, επανήλθε στο προσκήνιο με τη βοήθεια του συμβολισμού και επιτάθηκε ακόμη περισσότερο μέσα στο πλαίσιο της πολιτικής και κοινωνικής κρίσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ποιητής που θεωρείται ότι συμπυκνώνει ευκρινέστερα το δράμα της γενιάς του, ο Κώστας Καρυωτάκης, τελείωσε το έργο του με μια σφαίρα· αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα το 1928.
Η νέα ποιητική δημιουργία, που έκανε την εμφάνισή της στο κατώφλι της δεκαετίας του ’30 προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την κληρονομιά του ύστερου συμβολισμού και του καρυωτακισμού της προηγούμενης περιόδου. Παράλληλα, όμως, η καβαφική ποίηση κέρδιζε ολοένα και περισσότερο έδαφος στην κλίμακα των επιδράσεων, ενώ μεγάλες μορφές, όπως ο Κωστής Παλαμάς, εξακολουθούσαν να συγκινούν με την παραγωγή τους. Ποιητές σαν τους Νίκο Καζαντζάκη, Άγγελο Σικελιανό και Κώστα Βάρναλη βρήκαν μεγάλη απήχηση. Ο Γιώργος Σεφέρης έκανε την εμφάνισή του αυτή την περίοδο με τη συλλογή Στροφή (1931), που για πολλούς θεωρήθηκε η στροφή στην ελληνική ποιητική δημιουργία. Αξιοποιώντας κατακτήσεις του συμβολισμού αλλά και επιδράσεις από τον T.S. Eliot, ο Σεφέρης διατύπωσε μια νέα ποιητική γλώσσα, που ωρίμασε κατά την μεταπολεμική περίοδο. Ένας άλλος σημαντικός δημιουργός είναι ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, ο οποίος έκανε την εμφάνισή του με την ποιητική συλλογή Tρακτέρ (1934). Ο Ρίτσος, ο οποίος σε όλη του τη ζωή υπήρξε μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ) ακολούθησε τα χνάρια του Βάρναλη και του Καρυωτάκη, αλλά και την κληρονομιά του Κωστή Παλαμά. Το Μάιο του 1936, μετά τη βίαιη καταστολή των εργατικών συλλαλητηρίων στη Θεσσαλονίκη, έγραψε τον Επιτάφιο για να εκφράσει τον πόνο και τη διαμαρτυρία ενός ολόκληρου λαού. Άλλοι πρωτοεμφανιζόμενοι, όπως ο Τάκης Παπατσώνης, ο Νικόλαος Κάλας, ο Γιώργος Σαραντάρης, ο Γιώργος Βαφόπουλος, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, και λίγο αργότερα ο Νίκος Καββαδίας, ο Αντρέας Εμπειρίκος, ο Νίκος Εγγονόπουλος και ο Οδυσσέας Ελύτης οδηγήθηκαν βαθμιαία σε νέες αναζητήσεις και αναπροσανατόλισαν τα σημεία του ελληνικού ποιητικού ορίζοντα. Η επικράτηση του ελεύθερου στίχου, χαρακτηριστικού της ανανέωσης αυτής, οριστικοποιήθηκε στο μεταγενέστερο έργο των περισσοτέρων και συμπληρώθηκε από τη γόνιμη αποδοχή των διδαγμάτων τόσο της ελληνικής ποιητικής παράδοσης όσο και της ευρωπαϊκής καλλιτεχνικής παραγωγής.

Περιοδικά τέχνης και αισθητικής και λαϊκά αναγνώσματα
Καθώς η λογοτεχνική και η καλλιτεχνική κίνηση κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου μεγάλωνε, παρουσιάστηκαν ορισμένα περιοδικά που ανέλαβαν να κάνουν γνωστή στο ελληνικό κοινό την ευρωπαϊκή λογοτεχνική και καλλιτεχνική παραγωγή. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι η Νέα Εστία (1927), τα Νεοελληνικά γράμματα, τα Νέα γράμματα (1935-1945), η Πνευματική ζωή, οι Πρωτοπόροι (1930), οι Νέοι Πρωτοπόροι (1931), οι Μακεδονικές Ημέρες (1932), που κυκλοφόρησαν στη Θεσσαλονίκη, και το Νέον Κράτος που εμφανίστηκε μετά την εγκαθίδρυση του μεταξικού καθεστώτος. Το περιεχόμενο αυτών των εντύπων ήταν κυρίως λογοτεχνικό, ενώ περισσότερο καλλιτεχνικά θέματα πραγματευόταν το περιοδικό Το 3ο Μάτι (1935-36). Σ’ αυτά περιλαμβάνονταν πολλές μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών, κριτικές και κείμενα τέχνης, ενώ προβάλλονταν και πολλοί πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς. Εκτός από τις εφημερίδες, τα περιοδικά και τα λογοτεχνικά έργα, ελληνικά και ξένα, πολύ δημοφιλή εξακολούθησαν να είναι τα λαϊκά αναγνώσματα -κυρίως ληστρικά, κατά τη δεκαετία του ’20- αστυνομικά και ιστορίες φρίκης.

Η δράση του Εκπαιδευτικού Ομίλου

Ήδη από την πρώτη δεκαετία του αιώνα, μεγάλες προσωπικότητες συγκεντρώθηκαν γύρω από ένα ιστορικό σωματείο, τον Εκπαιδευτικό Όμιλο, που ιδρύθηκε το 1910 και δραστηριοποιήθηκε στους αγώνες για την επικράτηση του δημοτικισμού. Οι τρεις προσωπικότητες, που για πολλά χρόνια υπήρξαν οι ηγετικές φυσιογνωμίες του, ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ο Δημήτρης Γληνός και ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, σύνδεσαν το όνομά τους με τη γλωσσική και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Οι γενικότερες όμως εξελίξεις στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου λειτούργησαν καταλυτικά στο πεδίο αυτό. Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης αποχώρησε σιωπηρά το 1921. Τα “Μαρασλειακά”, η δυσάρεστη δηλαδή έκβαση και η τελική ακύρωση των προσπαθειών για την εποικοδομητική λειτουργία του Μαράσλειου Διδασκαλείου (1923) και της Παιδαγωγικής Ακαδημίας (1924), με διευθυντή τον Αλέξανδρο Δελμούζο και το Δημήτρη Γληνό αντίστοιχα, ενέτεινε το αρνητικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί από τις αποτυχημένες απόπειρες στην εκπαίδευση. Η συνολικότερη κρίση, που απέρρεε από τις ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των μελών του εκπαιδευτικού ομίλου, οδήγησε στη διάσπαση του 1927. Η διαφωνία επικεντρώθηκε στη σχέση σχολείου-κοινωνίας και αντανακλούσε τις ευρύτερες ιδεολογικές ζυμώσεις στην ελληνική κοινωνία της εποχής. Το 1929, ο Αλέξανδρος Δελμούζος επιλέχθηκε στην έδρα της Παιδαγωγικής στη Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης και διηύθυνε το Πειραματικό σχολείο του εκεί Πανεπιστημίου.
Απολύθηκε το 1935 και επανήλθε αργότερα για να υποβάλει την παραίτησή του επί Μεταξά. Ο Δημήτρης Γληνός ενέτεινε την πνευματική και πολιτική του δράση, υπέστη όμως διώξεις στα τέλη της περιόδου του Μεσοπολέμου.
ΠΗΓΗ:http://www.komvos.edu.gr/fryktories/modules/book/ch1.pdf
Reblog this post [with Zemanta]

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2009

Γ.Βιζυηνός

Books_0459

της Αφροδίτης Αθανασοπούλου

Η παρουσίαση του "άλλου εαυτού" στο αυτοβιογραφικό διήγημα.
Παράλλαξη και αποσιώπηση στο Αμάρτημα της μητρός μου του Γ.Βιζυηνού







Γ.ΒΙΖΥΗΝΟΣ


Reblog this post [with Zemanta]

Τρίτη 25 Αυγούστου 2009

reBlog from spoudasterion.pblogs.gr: Ludus Literarius

I found this fascinating quote today:



Από την αδιαφορία και τη σιωπή, όσον αφορά το περιβάλλον, η χώρα μας έχει περάσει σε ένα επίπεδο γενικευμένης φλυαρίας. Η σημασία του υπογραμμίζεται παντού: σε λόγους πολιτικών και σε εκδηλώσεις κοινωνικές, στις τηλεοπτικές εκπομπές και σε δημοσιεύματα των εφημερίδων. Μεγάλες εταιρίες, τράπεζες και οργανισμοί ανακηρύσσονται υπέρμαχοι του περιβάλλοντος, ενώ τα δεινά που μας επιφυλάσσει το μέλλον περιγράφονται από όλους με μελανά χρώματα. Δεν αμφισβητείται ότι το καινοφανές αυτό ενδιαφέρον δημιουργεί κάποιες νέες προοπτικές. Όπως όμως παρατήρησε από παλιά ο Θουκυδίδης, οι Έλληνες είμαστε «θεατές των λόγων και ακροατές των έργων». Η πικρή αυτή διαπίστωση δεν εξαιρεί τα προβλήματα του περιβάλλοντος και κάνει τον δρόμο δύσβατο και μακρύ.spoudasterion.pblogs.gr, Ludus Literarius, Dec 2006



You should read the whole article.

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2009

reBlog from spoudasterion.pblogs.gr: Ludus Literarius

Yannis RitsosImage by Egui_ via Flickr

I found this fascinating quote today:


Γιάννης Ρίτσος


Ο ποιητής της τελευταίας προ Ανθρώπου εκατονταετίαςspoudasterion.pblogs.gr, Ludus Literarius, Oct 1999

You should read the whole article.

Reblog this post [with Zemanta]

Ιερές μορφές της λογοτεχνίας

kafka 2Image by dev null via Flickr

Του ΖΑΝ ΣΤΑΡΟΜΠΙΝΣΚΙ
Χρειάζεται να θέσουμε εδώ ένα πρόβλημα επίδρασης; Ο Kafka αναμφίβολα είχε διαβάσει τον Dostoevsky, όπως είχε διαβάσει και τον Κίρκεγκορ. Και αν θα 'πρεπε να αναζητήσουμε μια πνευματική καταγωγή για τη «Δίκη», θα 'πρεπε να αναφέρουμε ταυτόχρονα το «Φόβος και τρόμος» και το «Εγκλημα και τιμωρία». Αλλά το έργο τού Κάφκα διεκδικεί την ανεξαρτησία του. Μπορεί να υπάρχει συγγένεια, αλλά δεν υπάρχει μίμηση. Τίποτε δεν είναι τόσο εκνευριστικό όσο εκείνη η κριτική που επικαλείται τις πηγές μόνο και μόνο για να απαλλαγεί από μιαν υπερβολικά επιβλητική πρωτοτυπία.
Ο Κάφκα και ο Ντοστογιέφσκι είναι συγγραφείς που οικοδομούν (ή καταστρέφουν) τον κόσμο μέσα από το προσωπικό βάσανο της ζωής τους. Αυτό το βάσανο συγκροτεί το πεπρωμένο τους. Δεν αρνήθηκαν τίποτε απ' αυτό, δεν θέλησαν να απωθήσουν τίποτε απ' αυτό.
Υπήρξαν πλήρεις πεπρωμένου. Σε όλη τη ζωή τους αντιμετώπιζαν δυσκολίες με κάποιο πράγμα (ή με κάποιον) και δεν ήσαν από εκείνους που θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν την πάλη με τη θέλησή τους. Μαχητές, όχι από τους επιδέξιους, αλλά από τους πεισματάρηδες. Που τους έλειπε πάντοτε κάτι: τους έλειπαν αποδείξεις, τους έλειπε πραγματικότητα, τους έλειπε Θεός. Που αναζητούσαν ένα στήριγμα για να παλέψουν και το αναζητούσαν ακόμη και στον αντίπαλό τους, που ήταν άλλοτε ο Θεός και άλλοτε η Αμαρτία. Στην ελληνική τραγωδία, ο άνθρωπος στον οποίο ξεσπάει με μανία η εκδίκηση των Θεών, αυτός που βρίσκεται «πιασμένος στα δίχτυα της μοίρας», είναι το αντικείμενο μιας μοναδικής λατρείας από μέρους όσων τον προσεγγίζουν. Οι Θεοί τον έχουν πλήξει και η οργή τους δρα ως εύνοιά του, προκαλεί το συγκλονισμό. Το θύμα γίνεται ιερό πρόσωπο. Ο Κάφκα και ο Ντοστογιέφσκι είναι στον απόλυτο βαθμό οι ιερές μορφές της σύγχρονης λογοτεχνίας.

* Η ομοιότητα ανάμεσά τους αρχίζει με αφετηρία το γεγονός ότι δεν μπορούν να δεχτούν έναν κοινό παρονομαστή. Η αληθινή ομοιότητά τους βρίσκεται στο μοναχικό θάρρος που τους καθιστά μοναδικούς, τον καθένα με το δικό του τρόπο. Δεν πρέπει επομένως να περιμένουμε επιφανειακές συμπτώσεις. Οι αναλογίες σε βαθύτερο επίπεδο δεν θα είναι άμεσες, αλλά μετατεθειμένες, όπως από μια τονικότητα σε μιαν άλλη πολύ απομακρυσμένη. Ταυτόσημα σύμβολα δεν θα εμφανιστούν με το ίδιο φως. Θα είναι τροποποιημένα από έναν ανεξάλειπτο συντελεστή προσωπικής πρωτοτυπίας. Αλλά αν εξετάζαμε με αρκετή προσοχή τη συγγένεια που συνδέει τα κύρια κατευθυντήρια θέματα του έργου τού Κάφκα και του μυθιστορηματικού σύμπαντος του Ντοστογιέφσκι, θα βρίσκαμε μοναδικές αποδείξεις υπέρ της οικουμενικότητας και της πανταχού παρουσίας των «αρχετύπων» της φαντασίας.

Θα διακρίναμε, στο επίπεδο της πιο μεγάλης μοναξιάς, μια δεκτικότητα ανοιχτή στην επίδραση των πνευματικών συνθηκών μιας εποχής ή μιας κατάστασης του πολιτισμού. Και αυτή η μεγάλη ευαισθησία απέναντι στο «συλλογικό ασυνείδητο» θα είναι ίσως τόσο πιο αξιοσημείωτη όσο θα έρχεται να αναπληρώνει την επικοινωνία που διακόπηκε στην επιφάνεια από μια συνείδηση που αναδιπλώνεται στη μοναξιά της.

* Δεν λείπουν, ωστόσο, και οι διαφορές και πρώτα απ' όλα, στην ίδια τη ζωή τους. Το κάτεργο, τα τυχερά παιχνίδια, ο γάμος: έχουμε εδώ ένα σύνολο εμπειριών και παθών, που ο Κάφκα δεν γνώρισε καθόλου, ένα σύνολο κινδύνων που δεν διέτρεξε. Παρέμεινε μακριά απ' αυτά. Το δικό του μερίδιο δοκιμασίας φαίνεται να υπήρξε μικρότερο. Αντί για το «σπίτι των πεθαμένων», αυτός δεν σύχναζε παρά στα μεγάλα κτίρια της διοίκησης. Αλλά αυτά τα κτίρια υπήρξαν γι' αυτόν το εξασθενημένο ισοδύναμο ενός «σπιτιού των πεθαμένων». Τα ένιωθε σαν κάτεργο. Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα. Βλέπω τον Κάφκα παντού λιγότερο δεσμευμένο, λιγότερο στραμμένο προς τα πράγματα, λιγότερο βασανισμένο από την υλική αναγκαιότητα, αλλά υπερβολικά ευάλωτο και πληγωμένο σχεδόν από τα ίδια τραύματα με εκείνα του Ντοστογιέφσκι, στις πιο διαφορετικές καταστάσεις.

Αυτό που τους έφερνε κοντά πάνω απ' όλα είναι το πλήγμα της αρρώστιας, είναι το φυσικό κακό, που προσπάθησαν και ο ένας και ο άλλος να το νικήσουν μετατοπίζοντάς το στο επίπεδο της έκφρασης. Μπορούμε να δεχθούμε ότι η αρρώστια υπήρξε γι' αυτούς ένας παράγοντας ευαισθητοποίησης, που κατέστρεψε ορισμένες άμυνες ή ορισμένες αντιστάσεις, οι οποίες προφυλάσσουν το «φυσιολογικό» άνθρωπο από την υπερβολική αγωνία.

Αυτό που τους έφερνε κοντά επίσης είναι η σύγκρουση με τον πατέρα, με την οποία συνδέεται το κύριο βάσανο των χρόνων της νεότητάς τους και πάνω στο οποίο έρχεται να προστεθεί η δραματική σχέση με μιαν άλλη πατρική μορφή, εκείνη του Θεού.

* Στις απαρχές των δύο έργων τους υπάρχει μια κατάσταση εξορίας. Ο Κάφκα ανήκει σε έναν εξόριστο λαό, αλλά στο εσωτερικό της εξορίας του Ισραήλ είναι γι' ακόμη μια φορά εξόριστος. Η εξορία του Κάφκα είναι διπλή εξορία, είναι μια εξορία μέσα στην εξορία. Ο συμβολισμός του Κάφκα δεν είναι ένα λογοτεχνικό μέσο, αλλά είναι μια μορφή εξορίας. Για τον Ντοστογιέφσκι, ο ρωσικός λαός είναι ένας εξόριστος Μεσσίας, διαχωρισμένος ακόμα από τον εαυτό του εξαιτίας της αμαρτίας και διαχωρισμένος από το δυτικό κόσμο εξαιτίας ενός «ευρωπαϊκού πνεύματος» που δεν αναγνωρίζει πλέον τις μεταμορφωμένες θρησκευτικές αξίες. Εκτοπισμένος στο κάτεργο ο Ντοστογιέφσκι, υπήρξε επομένως και ο ίδιος ένας εξόριστος στους κόλπους ενός εξόριστου λαού.

* Για ένα μέρος του κοινού ο Κάφκα και ο Ντοστογιέφσκι μοιάζουν χάρη στην ταυτόσημη δυσθυμία που επιβάλλουν στον αναγνώστη τους. Οι έντιμοι άνθρωποι, αλαφιασμένοι, δεν έχουν πάψει να κραυγάζουν για το νοσηρό και να αποδίδουν στην «παθολογική διαστροφή» τα ανησυχητικά στοιχεία, των οποίων θα έπρεπε μάλλον να αμφισβητήσουμε την αλήθεια παρά να χάσουμε την ηρεμία του πνεύματός μας. Πώς επέρχεται αυτή η δυσθυμία; Σε ένα σύμπαν που φαίνεται να προσφέρει όλες τις εγγυήσεις ομοιότητας με το δικό μας, τα οικεία στοιχεία παύουν να εμφανίζουν καθησυχαστικά σημεία αναφοράς, δεν μας προστατεύουν πλέον, δεν μπορούμε πλέον να βασιζόμαστε σε αυτά. Στον κόσμο του Κάφκα και του Ντοστογιέφσκι η πιο μηχανική χειρονομία παράγει απρόβλεπτες συνέπειες, ενώ όλη η συνήθης ασφάλειά μας θεμελιώνεται στην υπόθεση ορισμένου αριθμού απλών ενεργειών, των οποίων πιστεύουμε ότι ελέγχουμε τις συνέπειες.

* Αυτή η δυσθυμία, στις έσχατες απηχήσεις της, δεν θέτει υπό αμφισβήτηση μόνον τη δομή της καθημερινής πραγματικότητας, αλλά και παροξύνει μέσα μας τα ερωτήματα που αγγίζουν το νόημα της ύπαρξης: το ερώτημα για την απουσία του Θεού, το ερώτημα για τη δικαιοσύνη. Η αναμενόμενη απάντηση, μέσα από την αφηγηματική εμπειρία, παραμένει σε εκκρεμότητα, τυλίγεται σε σιωπή, ενώ το ερώτημα βαραίνει και επιμένει με όλο του το βάρος. Αυτή η εκκρεμότητα καθορίζει την εσωτερική ένταση της αφήγησης. Σε αυτούς τους δύο μυθιστοριογράφους, που αποφεύγουν να γίνουν θεωρητικοί φιλόσοφοι, το μεταφυσικό πρόβλημα δεν έρχεται να προστεθεί στην αφήγηση, δεν χρησιμεύει για να φωτίσει την αφήγηση ούτε και η αφήγηση προορίζεται να φωτίσει το πρόβλημα. Αντιθέτως, βαθιά αναμεμιγμένα και περιπλεγμένα με έναν τρόπο πυκνό και θλιβερό, το αφηγηματικό υλικό και το πνευματικό νόημα της αφήγησης δέχονται το ένα από το άλλο ένα συμπλήρωμα αδιαφάνειας, που αντιστέκεται σε κάθε προσπάθεια συστηματικής ερμηνείας ή ορθολογικής μετάφρασης.

Βρισκόμαστε μπροστά σε συγκεκριμένα γεγονότα και προαισθανόμαστε ότι αυτά τα γεγονότα θέλουν να πουν περισσότερα από όσα φαίνεται να λένε. Είναι δύσκολο να γνωρίσουμε περισσότερα. Αδιαπέραστο, αλλά μυστικά υπαινικτικό, το ακατέργαστο γεγονός δεν μας επιτρέπει να το διαβάσουμε ούτε σαν ένα διαφανές σημείο ούτε σαν ένα αδρανές αντικειμενικό δεδομένο. Το σύμβολο είναι προφανές, αλλά είναι υπερβολικά υλικό για να είναι μόνο σύμβολο. Ο ρεαλισμός είναι έκδηλος, αλλά διαπερνιέται από πάρα πολλούς πνευματικούς υπαινιγμούς για να είναι μόνο ρεαλισμός.

* Από τα πρόσωπα του Ντοστογιέφσκι δεν υπάρχει σχεδόν κανένα που να μην προσπαθεί να φωτίσει τα αινίγματά του. Ολοι τους βιάζονται να τα διατυπώσουν και να τα εξηγήσουν στους εαυτούς τους. Στους μονολόγους ή στους διαλόγους τους αναζητούν πυρετωδώς τη συνδρομή του λόγου και της λογικής. Θέλουν να ρυθμίσουν τη ζωή τους με βάση κάποια «μεγάλη ιδέα». Τους βρίσκουμε να ασχολούνται με τα πιο ποικίλα θέματα: μεταφυσική, ηθική, θεολογία, κοινωνιολογία, ιστορία... Κατατρύχονται σχεδόν όλοι τους από τα προβλήματα της εποχής τους, στα οποία αναζητούν λύσεις με όλες τους τις δυνάμεις.

Τίποτε το παρόμοιο δεν υπάρχει στον Κάφκα. Η διανοητικότητα είναι μια διάσταση που λείπει εξ ολοκλήρου από το μυθιστορηματικό του σύμπαν. Μια «γνώση του εαυτού» είναι εδώ στην κυριολεξία αδιανόητη. Ποτέ δεν φτάνει κανείς να αμφισβητήσει τον εαυτό του με έναν τρόπο που θα επιτρέπει να ελπίζουμε σε κάποια αποφασιστική υπέρβαση. Αν είναι βέβαιο ότι ο Κάφκα προσπαθεί να γνωρίσει τον εαυτό του μέσα από τους ήρωές του, αυτοί οι τελευταίοι, αντιθέτως, δεν έχουν ποτέ τη δύναμη να αναρωτηθούν ουσιαστικά για τους εαυτούς τους. Αυτοί κατοικούν σε έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει ποτέ καμία εσωτερική δυνατότητα. Αυτοί βασίζονται στη μεταβολή των περιστάσεων και όχι στο δικό τους μετασχηματισμό. Δεν σκέφτονται να αλλάξουν τους εαυτούς τους. Αρκούνται στο να ελπίζουν συγκεχυμένα ότι «αυτό θα αλλάξει». Κανείς δεν μπορεί εδώ να ανατρέψει το μέλλον του, κανείς δεν μπορεί να σκέφτεται μια αποτελεσματική πρόοδο ή μιαν ηθική μεταστροφή. Αυτή θα μπορούσε να παραχθεί μόνον αν η συνείδηση κατόρθωνε να αναπαραστήσει τις δυνατότητές της. Απαιτείται η ενεργοποίηση μιας απεριόριστης ελευθερίας. Ομως, δεν είναι αυτή ακριβώς η κατάσταση των προσώπων του Κάφκα, τα οποία βρίσκονται πάντα σε μια κατάσταση περιορισμένης ελευθερίας. Ο ήρωας του Κάφκα δεν μπορεί να προσδοκά τίποτε από τον ηθικό στοχασμό για τον εαυτό του. Για τα πρόσωπα του Ντοστογιέφσκι, αντιθέτως, τα θεμελιώδη γεγονότα παράγονται μέσα από τις ανατροπές της συνείδησης...
ΠΗΓΗ:Ε-ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 14-6-2002


Reblog this post [with Zemanta]

Κυριακή 23 Αυγούστου 2009

reBlog from spoudasterion.pblogs.gr: Ludus Literarius

Konstantinos KavafisImage via Wikipedia

του Μανόλη Λαμπρίδη


Γλώσσα και Ποίηση στον Καβάφη


Reblog this post [with Zemanta]

reBlog from spoudasterion.pblogs.gr: Ludus Literarius

I found this fascinating quote today:


"Τα ομηρικά έπη αποσκοπούν στη μαγεία των αισθήσεων ενώ η Βίβλος καλλιεργεί την αίσθηση του βάθους"spoudasterion.pblogs.gr, Ludus Literarius, Dec 2006



You should read the whole article.

Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

Βίλχεμ Ράιχ, Άκου Ανθρωπάκο

Αναλογίστηκες ποτέ σου, ανθρωπάκο, πως είναι να' σαι αετός και η φωλιά σου να 'ναι γεμάτη αυγά κότας;... ... ...


Διαβάστε το στο: www.spoudasterion.pblogs.gr

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2009

Ο Χάντινγκτον και τα «χαντάκια» του

του Παναγιώτη Νούτσου, καθηγητή Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Ο Samuel Ηuntington, ως παράδειγμα σκέψης που επηρέασε την εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών, προφανώς είναι ό,τι προηγήθηκε του θορυβωδώς δημοσιευμένου βιβλίου του Η σύγκρουση των πολιτισμών (1996) και ό,τι το ακολούθησε. Ετσι θα μπορούσε κανείς να σταθεί στον αναδυόμενο αστέρα της αμερικανικής δημοσιολογίας, ήδη από το 1968, με μικρότερα δημοσιεύματα για την «ordre international» και τη βία σε συνθήκες «ολοκληρωτικού πολέμου» που πιθανολογεί ακόμη και το βιολογικό «μεγαθάνατον». Οσο όμως ο Ηuntington όδευε προς τη σκιαγράφηση των όρων «σύγκρουσης των πολιτισμών», με επίσης μικρότερα δημοσιεύματα που προετοίμαζαν την πολυσέλιδη μονογραφία του που γνώρισε αρκετές επανεκδόσεις, τόσο οι αντιλήψεις του αντιμετωπίστηκαν από τη «γεω-ιστορική» στροφή της κοινωνικής ανθρωπολογίας, με μονάδα αναφοράς τα εθνικά ως «πολιτιστικά σύνολα» (στο περιοδικό που επόπτευε ο Ι. Wallerstein Review ήδη από το 1994 ο Η.R. Αlker αποτίμησε σ΄ αυτό το θεωρητικό συγκείμενο τη θεώρηση των «πολιτισμών» του Ηuntington).

Εναν χρόνο νωρίτερα, το 1993, εμφανίστηκε σειρά αντεγκλήσεων στο περιοδικό Foreign Αffairs, με την προσφυγή στο σύνδρομο «kincountry» και με περισσή «ανατολικοφοβία» στον τρόπο ανάδυσης ενός «universal civilisation». Στο φωτογραφικό συμπλήρωμα των κειμένων πέρασε και ιπτάμενος Αγιατολάχ χωρίς χαλί και σε μαύρο χάλι! Ως προς τον πυρήνα των αντιλήψεων του Ηuntington αυτό που υπογραμμίζεται είναι, ως συνέπεια των πανοραμικών κατοπτεύσεων του «μεταψυχροπολεμικού κόσμου», ότι ο «πολιτισμός» εκτιμάται ταυτόχρονα ως «διαχωριστική γραμμή» και ως «ενοποιητική δύναμη». Δηλαδή προβάλλεται ως οργανωτικό στοιχείο της συμπαγούς διαφοράς με ζύμη τη θρησκεία που συνιστά την «εκδίκηση του θεού» μετά το «τέλος των ιδεολογιών». Μ΄ αυτόν τον τρόπο συντίθεται η «διεθνής τάξη βασισμένη στους πολιτισμούς». Με δεδομένη την αντίληψη του Ηuntington την «πρωτοκαθεδρία» των Ηνωμένων Πολιτειών, που συμπυκνώνουν τον «μοναδικό» πολιτισμό που τον υπερασπίζονται «απέναντι στις μη δυτικές κοινωνίες», ποιος θα «πρέπει» να εκλαμβάνεται ως Ευρωπαίος, δηλαδή ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, του ΝΑΤΟ και των ομόλογων οργανισμών; Για τον «χειρούργο» των διεθνών σχέσεων, που διέθετε ερείσματα και εκτός αυτού του πεδίου αναφοράς, δηλαδή στους λογής ομφαλοσκόπους της «Ανατολής», η Δύση τελειώνει με τα όρια του «δυτικού Χριστιανισμού» και συνεπώς «εκεί που αρχίζει το Ισλάμ και η Ορθοδοξία».

Εκείνο που συντελέστηκε μ΄ αυτή τη δέσμη των θεωρήσεων ήταν η μετακίνηση από τον «βιολογισμό» της ιστορίας προς τον πολιτιστικό ρατσισμό, με την ίδια ακριβώς λειτουργία να κατευθύνεται στο σύνολο του πλανήτη. Αν δηλαδή ο ρατσισμός ως σχέση ανισότιμων μερών της ίδιας κοινωνίας μετατρέπει την «ετερότητα» σε εχθρότητα, με την εμπέδωση «προκαταλήψεων» και «ξενοφοβίας», με τον ίδιο τρόπο ο «πολιτισμός» ανάγεται σε χαντάκι που ξεχωρίζει και δεν ενώνει.

Ο άνωθεν κατευθυνόμενος ρατσισμός έχει υποστεί, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, μετά τη γενικευμένη αντίθεση προς τις ναζιστικές θηριωδίες και παρά τις θνησιγενείς απόπειρες αποενοχοποίησης και απώθησης του «Ολοκαυτώματος», μια ορισμένη μεταλλαγή. Δηλαδή έθεσε σε δεύτερη μοίρα τη «φυλή» για να προτάξει τις πολιτιστικές διαφορές των εθνικών ή εθνοτικών ομάδων που από ιστορικό δημιούργημα αντιμετωπίζονται σαν η δεύτερη «φύση» τους. Διαφορές έτσι γλωσσών, εθίμων και ιδίως θρησκειών αποτέλεσαν το εφαλτήριο εκρατσισμού του «δικαιώματος στη διαφορά».

Αυτή ακριβώς η αξίωση, την οποία ο Ηuntington είδε από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών, ως της μόνης «Υπερδύναμης» στη «μεταδιπολική εποχή», είχε λοιπόν και την άλλη όψη του ίδιου όμως νομίσματος. Οι μηχανισμοί μετασχηματισμού της «διαφορετικότητας» σε «εχθρότητα», που κάποτε ονομάστηκαν θιασώτες του «cultural absolutism», κυκλοφορούν τις ιδέες-δυνάμεις για τα «χρωμοσώματα» και τα «αρχέτυπα» του πολιτισμού που «αυθεντικά» οι ίδιοι διαχειρίζονται. Ετσι στα ίχνη του Ηuntington μεταβολίζουν το «δικαίωμα στη διαφορά» σε «περιχαράκωση στη διαφορά».

ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 3 Αυγούστου 2008

Reblog this post [with Zemanta]

reBlog from spoudasterion.pblogs.gr: Ludus Literarius

I found this fascinating quote today:



Έ­να α­πό τα παραγγέλ­μα­τα των Πυ­θα­γο­ρεί­ων α­πα­γό­ρευε να τρυ­πούν ί­χνη α­πό πα­τη­μα­σιές αν­θρώ­πων με καρ­φί ή με μα­χαί­ρι (Fragmenta Philosophorum Graecorum, Mullach, I, 510). Έ­να άλ­λο ζη­τού­σε να σβή­νουν τ' α­πο­τυ­πώ­μα­τα που ά­φη­νε η χύ­τρα στη στά­χτη, ό­ταν τη σή­κω­ναν α­πό την ε­στί­α. Κι έ­να τρί­το συ­νι­στού­σε, ό­ταν κά­ποιος ση­κω­νό­ταν α­πό το κρε­βά­τι, ν' α­πα­λεί­φει α­πό το στρώ­μα τ' α­πο­τυ­πώ­μα­τα του σώ­μα­τός του.spoudasterion.pblogs.gr, Ludus Literarius



You should read the whole article.



Reblog this post [with Zemanta]

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2009

Ο άνθρωπος παρών στο κοσμικό παιχνίδι ( Από το βιβλίο του Γ. Γραμματικάκη, Η κόμη της Βερενίκης)

Ο μηχανισμός της εξελίξεως

Η ΠΟΡΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΟΛΥΠΛΟΚΟ ΜΟΡΙΟ που έχει την ικανότητα να αναπαράγεται, στον πολυπλοκότερο επί της Γης οργανισμό, τον άνθρωπο, είναι πορεία μακρά. Διαρκεί κοντά στα τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια. Σφραγίζει, συνεπώς, ένα μεγάλο μέρος -που πλησιάζει το ενενήντα τοις εκατό!- της ηλικίας του πλανήτη μας, αλλά και ικανό ποσοστό της ηλικίας του ίδιου του Σύμπαντος.


Τους δύσβατους δρόμους και τις στενές ατραπούς αυτής της πορείας, πέρα από τους ωραίους μύθους ή τη θρησκευτική πίστη, μπορεί κανείς να ακολουθήσει μόνον με τη Θεωρία της Εξελίξεως. Τα ευρήματα οργανισμών
σε απολιθώματα δεν αφήνουν περί αυτού πολλές αμφιβολίες: Με την πάροδο του χρόνου, οι ζωικοί οργανισμοί εξελίσσονται σε πολυπλοκότητα.
Επιπρόσθετα, τα μέλη κάθε είδους δείχνουν ουσιώδεις, κάποτε, παρεκκλίσεις από έναν αρχικό πρόγονο. Στηριζόμενος σε πολλά παρόμοια στοιχεία, ο Charles Darwin δημοσιεύει, στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, τη μνημειώδη «Καταγωγή των ειδών», βιβλίο από τα σημαντικότερα της ανθρώπινης ιστορίας. Η Δαρβινική Θεωρία της Εξελίξεως έχει έκτοτε εμπλουτισθεί ή και αναθεωρηθεί σε πολλά σημεία της. Η βασική της ωστόσο αντίληψη, παραμένει επιστημονικά αναντίρρητη: Τον μηχανισμό της εξελίξεως κινεί η φυσική επιλογή. Μόνον εκείνες οι παραλλαγές των βιολογικών ειδών που είναι ικανές να αντιμετωπίσουν ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον προώρισται να επιβιώσουν. Από απόγονο μάλιστα σε απόγονο, τα «χρήσιμα» για την επιβίωση τους χαρακτηρι-στικά ενισχύονται. Με τα λόγια του ίδιου του Δαρβίνου: «Η φυσική επιλογή εξετάζει προσεκτικά κάθε μέρα και κάθε ώρα τον κόσμο, τις πιο μικρές μεταβολές του, απορρίπτοντας όσες είναι κακές, κρατώντας και αθροίζοντας τις καλές, δουλεύοντας σιωπηλά και ανεπαίσθητα». Καθώς, έτσι, ο μύθος του αμετάβλητου των ζώντων οργανισμών καταρρέει, δεν είναι περίεργη η σφοδρή αντίθεση που εκδηλώθηκε, και όχι μόνο από θρησκευτικό φανατισμό, προς τη Δαρβινική Θεωρία. Το ανθρώπινο πνεύμα αρέσκεται στο δόγμα ή στην επανάπαυση. Η εκθρόνιση της Γης ως Κέντρου του Ηλιακού συστήματος από τον Κοπέρνικο, όπως και η ιδέα της συνεχούς ροής των πάντων του Ηράκλειτου, αντιβαίνουν στην Αριστοτελική λογική ότι τα γήινα δεν αλλάζουν, και αντιμετωπίσθηκαν με παρόμοια εχθρότητα.
Είδαμε, ωστόσο, ότι οι μυριάδες παραλλαγές των ζωικών ειδών έχουν τη ρίζα τους στον γενετικό κώδικα. Πράγματι, ένα «λάθος» στη διαδικασία αντιγραφής του DNA ―σ' ένα μόνο ίσως μόριο από τα εκατομμύρια που το αποτελούν― οδηγεί σε αλλοίωση των εντολών που συνιστούν τον κώδικα αυτόν. Είναι οι τυχαίες, απ' ό,τι φαίνεται, μεταλλαγές του γενετικού κώδικα, και όχι η πιστότητα στην κληρονομική του μεταβίβαση, που δημιουργούν την ποικιλία στα χαρακτηριστικά κάθε είδους· είτε αυτά είναι το χρώμα των ματιών είτε το ύψος, ακόμη όμως και οι διανοητικές ικανότητες. Η σύνθεση της Θεωρίας της Εξελίξεως με τη Μοριακή Βιολογία και τη Γενετική ―σύνθεση που συχνά αποκαλείται «νεοδαρβινισμός»― αποτελεί δραστήριο πεδίο της σύγχρονης επιστήμης. Για τον πρόσθετο λόγο ότι η πλήρης κατανόηση των βιολογικών δομών της κληρονομικότητας θα οδηγήσει και στην ανθρώπινη επ' αυτών επέμβαση, για το καλό ή το κακό.
Το ότι ο άνθρωπος βρίσκεται εγγύτατα στο σημείο να επέμβει ο ίδιος ―και όχι μόνο η τύχη ή η αναγκαιότητα― στα γονίδια που καθοδηγούν τα κληρονομούμενα χαρακτηριστικά του χαρακτηρίζει, περισσότερο ίσως από οτιδήποτε άλλο, την απίστευτη εξέλιξη του. Είναι κατανοητό, λοιπόν, ως συνέπεια θρησκευτικών επιρροών, αλλά και ματαιοδοξίας βαθύτατης, να θίγεται από την κυριαρχούσα άποψη της επιστήμης, που αποδίδει στο ανθρώπινο είδος κοινές καταβολές με κοινωνίες πιθήκων. Τούτο, ωστόσο, και όσο εμπιστεύεται κανείς τις ενδείξεις από τα απολιθώματα και τις σύγχρονες μελέτες συμπεριφοράς, αποτελεί γεγονός μάλλον αναμφισβήτητο. Από όλα τα ζωικά είδη που διαβιούν στις θάλασσες και τις στεριές του πλανήτη μας, ο χιμπατζής και ο γορίλας είναι οι πλησιέστεροι συγγενείς μας. Πρόσφατες μάλιστα έρευνες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι διαθέτουν κοινά με μας το ενενήντα εννιά τοις εκατό των γονιδίων.
Τούτο δεν σημαίνει, όπως είναι η διαδεδομένη πλάνη, ότι ο άνθρωπος κατάγεται από τον πίθηκο. Αλλά ότι και ο άνθρωπος και ο πίθηκος έχουν έναν κοινό πρόγονο, δυσδιάκριτο εξαιτίας των πολλών αλλαγών που έχουν επισυμβεί στο περιβάλλον και στον γενετικό κώδικα. Ο δυσδιάκριτος αυτός πρόγονος εντοπίζεται στα πρωτεύοντα θηλαστικά ―κατηγορία
θηλαστικών ζώων, στην οποία κατατάσσεται και ο άνθρωπος― που αναπτύχθηκαν κυρίως μετά την εξαφάνιση των δεινοσαύρων. Αυτοί οι «πρωτοπίθηκοι» υποχρεώθηκαν, πιθανόν από την ανάγκη για αναζήτηση τροφής, να αποικήσουν τα δέντρα και να προσαρμοσθούν στο καινούργιο αυτό περιβάλλον. Η διαβίωση των πρωτοπιθήκων στα δέντρα, που διαρκεί δεκάδες εκατομμύρια χρόνια, τους εξόπλισε με ικανή όραση, ευκινησία και δεξιότητα στα χέρια. Χαρακτηριστικά προερχόμενα από αργές γενετικές αλλαγές, απαραίτητα όμως για την επιβίωση στις ιδιαίτερες απαιτήσεις του νέου πεδίου δραστηριότητας και κατοικίας.
Ασφαλώς, μερικά από τα είδη των πρωτοπιθήκων θα εξέλιπαν, επειδή οι γενετικές αλλαγές δεν ευνοούσαν τη φυσική τους επιλογή. Τα διαρκώς βελτιούμενα όμως είδη, που επεκράτησαν, αυξάνουν τον πληθυσμό τους με γρήγορο ρυθμό- και τούτο είναι επόμενο να οδηγήσει σε μια νέα πάλι έλλειψη τροφής. Κάποια είδη, συνεπώς, που προσεγγίζουν κατά πολύ τον σημερινό πίθηκο, αναγκάζονται, πριν από 30 εκατομμύρια χρόνια, να επανέλθουν στο έδαφος και να αναζητήσουν τροφή και στέγη σε κοντινές στα δάση περιοχές. Oι μακρινοί αυτοί πρόγονοι του ανθρώπου, σ' έναν συνεχή ανταγωνισμό με όμοια ή ανόμοια δημιουργήματα της εξελίξεως, αναπτύσσουν συνεχώς τον εγκέφαλό τους και κατακτούν τις πρώτες υποτυπώδεις τεχνικές δεξιότητες. Η βιολογική οδός που θα οδηγήσει στα είδη των πιθήκων που απαντώνται σήμερα στον πλανήτη -και αργότερα στο ανθρώπινο είδος- διανύεται στο εξής χωρίς μεγάλα εμπόδια.
Το ποιος, ωστόσο, πού και πότε μπορεί να διεκδικήσει τον τίτλο του πρώτου «πραγματικού» ανθρώπου, παραμένει ένα ζήτημα με μεγάλη ασάφεια. Εν πολλοίς, είναι ασφαλώς θέμα ορισμού. Τα ευρήματα άλλωστε των ανθρωπολόγων, περιορισμένα μέχρι στιγμής και διάσπαρτα, αφήνουν περιθώρια για έντονες αμφισβητήσεις. Κρανία που προσομοιάζουν με τα ανθρώπινα ανευρέθηκαν σε πολλά σημεία της γης ―την Ιάβα, τη Γαλλία, την Αφρική― και αποδίδονται στον Homo erectus, ανθρωποειδές με μεγάλη ικανότητα στα χέρια και με όρθιο βάδισμα. Ο Homo erectus πρέπει να έζησε πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια. Ακόμη παλαιότερα ευρήματα στους τροπικούς της Αφρικής, που έχουν ηλικία δύο ή και περισσότερα εκατομμύρια χρόνια, ανήκουν στον Αυστραλοπίθηκο,μικρόσωμο ον με χαρακτηριστικά ενδιάμεσα μεταξύ του πιθήκου και του ανθρώπου.
Κοντινοί πρόγονοι του σημερινού ανθρώπου, πάντως, θεωρούνται οι παραλλαγές που έζησαν πριν από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Τούτο δεν θίγει πολύ τον εγωισμό μας. Διότι οι άνθρωποι αυτοί, με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο τον άνθρωπο του Νεάντερνταλ, ήδη χρησιμοποιούν πέτρινα εργαλεία και έχουν επαρκή ανάπτυξη του εγκεφάλου. Έτσι δικαιολογείται η προσωνυμία του σοφού ανθρώπου ―Homo sapiens― με την οποία αυτοπροσαγόρευσε ο σημερινός άνθρωπος το είδος του.
Η ασάφεια της ιστορίας μας ως είδους δεν πρέπει, πάντως, να εκπλήσσει τον αναγνώστη. Περισσότερο από το ενενήντα εννιά τοις εκατό αυτής της ιστορίας έχει ως μόνες της πηγές ευρήματα παλαιοντολογικά.

ΠΗΓΗ
: Γιώργος Γραμματικάκης, Η κόμη της Βερενίκης, 17η έκδοση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999
Reblog this post [with Zemanta]

Η άνοδος της ασημαντότητας

Κορνήλιος Καστοριάδης

Τίθεται το ερώτημα αν μπορούν ακόμα οι δυτικές κοινωνίες να κατασκευάσουν το είδος εκείνο ατόμου πού είναι απαραίτητο για τη συνέχιση της λειτουργίας τους.

Το πρώτο και κύριο εργαστήριο κατασκευής σύμμορφων προς την κοινωνία ατόμων είναι ή οικογένεια. Ή κρίση της σύγχρονης οικογένειας δεν έγκειται μόνο ούτε κυρίως στη στατιστική της διάλυση· το βασικό είναι ο θρυμματισμός και ή αποσύνθεση των παραδοσιακών ρόλων –άντρας, γυναίκα, γονείς, παιδιά– και ή συνέπεια τους: ο άμορφος αποπροσανατολισμός των νέων γενεών. 'Όσα είπαμε προηγουμένως για τα κινήματα των τελευταίων είκοσι χρόνων ισχύουν και για αυτόν τον τομέα (αν και, στην περίπτωση της οικογένειας, ή διαδικασία χρονολογείται από πολύ παλιότερα. Έχει αρχίσει, προκειμένου για τις πιο «εξελιγμένες» χώρες, εδώ και τρία τέταρτα του αιώνα). Ή αποσύνθεση των παραδοσιακών ρόλων αντανακλά τη ροπή των ατόμων προς την αυτονομία και περιέχει σπέρματα χειραφέτησης. Έχω όμως επισημάνει από παλιά την αμφισημία των συνεπειών της[1]. Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο περισσότερο δικαιούμαστε ν' αμφιβάλλουμε κατά πόσον ή διαδικασία αυτή οδηγεί στην εκκόλαψη νέων τροπών ζωής και όχι στον αποπροσανατολισμό και την ανομία.

Ένα κοινωνικό σύστημα όπου ο ρόλος της οικογένειας περνά σε δεύτερη μοίρα, ενώ ταυτόχρονα ενισχύεται ο ρόλος άλλων θεσμών ανατροφής και διάπλασης, δεν έχει τίποτα το αδιανόητο. Πολλές αρχαϊκές φυλές, όπως άλλωστε και ή Σπάρτη, διαμόρφωσαν τέτοια συστήματα. Στη Δύση, από μια περίοδο και μετά, τον ρόλο αυτόν τον έπαιξε όλο και περισσότερο από τη μια το εκπαιδευτικό σύστημα και από την άλλη ή περιρρέουσα κουλτούρα – γενική και ειδική (τοπική: χωριό· ή δεμένη με τη δουλειά: εργοστάσιο κ.λπ.).

To δυτικό όμως εκπαιδευτικό σύστημα έχει μπει εδώ και είκοσι χρονιά σε φάση επιταχυνόμενης διάλυσης[2]. Υφίσταται κρίση περιεχομένου: τι μεταδίδεται, και τι πρέπει να μεταδίδεται, και με βάση ποια κριτήρια; Δηλαδή: κρίση των «προγραμμάτων» και κρίση του στόχου προς τον οποίο καταρτίζονται τα προγράμματα. Διέρχεται επίσης κρίση της εκπαιδευτικής σχέσης: ο παραδοσιακός τύπος της αναντίρρητης αυθεντίας έχει γκρεμιστεί, και νέοι τύποι –ο δάσκαλος-συμμαθητής, για παράδειγμα– δεν καταφέρνουν ούτε να διαμορφωθούν, ούτε να αναγνωριστούν ούτε να διαδοθούν. "Όμως όλες αυτές οι διαπιστώσεις θα παρέμεναν αφηρημένες αν δεν τις συσχετίζαμε με την πιο εξόφθαλμη και εκτυφλωτική εκδήλωση της κρίσης του εκπαιδευτικού συστήματος, πού κανείς δεν τολμά καν να την αναφέρει. Ούτε οι μαθητές ούτε οι δάσκαλοι ενδιαφέρονται πια γι' αυτό πού συμβαίνει μέσα στο σχολείο σαν τέτοιο, και οι μετέχοντες δεν επενδύουν πια στην παιδεία ως παιδεία. Για τους εκπαιδευτικούς έχει γίνει αγγαρεία προς το ζην, ενώ για τους μαθητές, για τους οποίους έχει πάψει να είναι το μοναδικό άνοιγμα προς τον εξωοικογενειακό κόσμο, και οι όποιοι δεν έχουν ακόμα την απαιτούμενη ηλικία (ή ψυχική δομή) ώστε να μπορούν να τη δουν ως εργαλειακή επένδυση (ολοένα προβληματικότερης άλλωστε αποδοτικότητας), έχει καταντήσει μια βαρετή υποχρέωση. Με δυο λόγια, το ζητούμενο είναι ή απόκτηση ενός «χαρτιού» πού θα επιτρέπει την άσκηση ενός επαγγέλματος (εφόσον βρει κανείς δουλειά). Θα μας απαντήσουν ότι, στην ουσία, πάντα έτσι ήταν. Ίσως. Άλλα δεν είναι αυτό το ζήτημα. Άλλοτε –έως πρόσφατα– όλες οι διαστάσεις του εκπαιδευτικού συστήματος (και οι αξίες στις όποιες παρέπεμπαν) ήταν αδιαμφισβήτητες· τώρα δεν είναι πια.

Το νεαρό άτομο προέρχεται από μια παραπαίουσα οικογένεια, συχνάζει –ή και όχι– σ' ένα σχολείο πού το βλέπει σαν αγγαρεία, βρίσκεται τέλος μπροστά σε μια κοινωνία, στην οποία όλες οι «αξίες» και οι «νόρμες» έχουν λίγο πολύ αντικατασταθεί από το «βιοτικό επίπεδο», την «οικονομική επιφάνεια», τις ανέσεις και την κατανάλωση. Ούτε θρησκεία, ούτε «πολιτικές» ιδέες, ούτε κοινωνική αλληλεγγύη με κάποια τοπική ή εργασιακή κοινότητα, με κάποιους «ταξικούς συντρόφους». Αν δεν περιθωριοποιηθεί (ναρκωτικά, εγκληματικότητα, «χαρακτηρολογική» αστάθεια), του μένει ή βασιλική οδός της ιδιώτευσης, πού μπορεί αν θέλει να την εμπλουτίσει με μια ή περισσότερες προσωπικές μανίες. Ζούμε στην κοινωνία των λόμπι και των χόμπι.

Το κλασικό εκπαιδευτικό σύστημα τρεφόταν, «εκ των άνω», με τη ζωντανή κουλτούρα της εποχής του. Το ίδιο ισχύει για το σημερινό – προς μεγάλη του δυστυχία. Ή σημερινή κουλτούρα γίνεται ολοένα περισσότερο ένα μείγμα «μοντερνιστικής» απάτης και μουσειακότητας.[3] Πάει καιρός πια πού ο «μοντερνισμός», αραχνιασμένος, καλλιεργείται σαν αυτοσκοπός και εδράζεται συχνά σε απλές πλαστογραφίες πού γίνονται αποδεκτές μόνο και μόνο χάρη στον νεοαναλφαβητισμό του κοινού (τέτοια είναι, για παράδειγμα, ή περίπτωση του θαυμασμού πού εκφράζει εδώ και μερικά χρόνια το «καλλιεργημένο» παριζιάνικο κοινό για σκηνοθεσίες πού επαναλαμβάνουν, σε αραιότερες δόσεις, τις επινοήσεις του 1920). Ή κουλτούρα του παρελθόντος δεν είναι πια ζωντανή μέσα στην παράδοση αλλά αντικείμενο μουσειακής γνώσης, κοσμικής και τουριστικής περιέργειας, πού ρυθμίζεται από τις μόδες. Σ' αυτό το πεδίο επιβάλλεται παρά την κοινοτοπία του o χαρακτηρισμός «αλεξανδρινισμός» (και μάλιστα αρχίζει να γίνεται προσβλητικός για τους Αλεξανδρινούς)· ακόμα περισσότερο δε, δεδομένου ότι, στον ίδιο τον τομέα του στοχασμού, ή ιστορία, ο σχολιασμός και ή ερμηνεία αντικαθιστούν προοδευτικά τη δημιουργική σκέψη.

Σημειώσεις

1. «Ή κρίση της σύγχρονης κοινωνίας» (1965), στο Σύγχρονος καπιταλισμός και επανάσταση, δ.π. σσ. 363-379.

2. «Ή σπουδάζουσα νεολαία» (1963), αυτ. σ. 334-350.

3. «Κοινωνικός μετασχηματισμός και πολιτιστική δημιουργία», Sociologie et Societes, Μόντρεαλ, 1979- τώρα στο Περιεχόμενο του σοσιαλισμού, έκδ. 'Ύψιλον. Βλ. επίσης, σήμερα, «Ή εποχή του γενικευμένου κομφορμισμού», στο Τα Σταυροδρόμια του Λαβυρίνθου, ΙΙΙ: Ό θρυμματισμένος κόσμος, έκδ. 'Ύψιλον.

Απόσπασμα από την «Άνοδο της ασημαντότητας», εκδόσεις Ύψιλον/Βιβλία, σελ.22-25.

ΠΗΓΗ: περ. ΑΡΔΗΝ, τ. 46, 2004

Αθήνα και Ιερουσαλήμ

του Δ. Τζιόβα,

καθηγητή Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ της Αγγλίας

Σε προηγούμενη επιφυλλίδα μου (12 Νοεμβρίου 2006) μίλησα για την αντίθεση της ομηρικής και της βιβλικής τεχνοτροπίας, όπως αναλύεται από τον Εριχ Αουερμπαχ στο κλασικό του βιβλίο Μίμησις. Σήμερα θα μιλήσω για την πολιτική διάσταση της αντίθεσης Αθήνας και Ιερουσαλήμ όπως παρουσιάζεται στο άρθρο του Boris Dewiel «Athens versus Jerusalem: Α source of left-right conflict in the history of ideas» (2004). Ο Dewiel βλέπει μια βαθιά διαχρονική κοσμοθεωρητική διάσταση μεταξύ Αθήνας και Ιερουσαλήμ, υποστηρίζοντας ότι η σημερινή διάκριση Δεξιάς και Αριστεράς μπορεί να αναχθεί σε αυτή την αρχαϊκή κοσμοθεωρητική σύγκρουση.



Διαβάστε το στο:www.spoudasterion.pblogs.gr

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2009

Μόδα και συμπεριφορές - Η μόδα και η τυραννία του μοντέρνου

του Γεράσιμου Βώκου, καθηγητή Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Πολλές φορές παρασυρόμαστε στην αλλαγή μόνο και μόνο γιατί η ομοιομορφία μάς προκαλεί ανία

1. Ο Φραγκίσκος Γκρενάιγ (Francois de Grenaille) είναι σχεδόν εντελώς άγνωστο όνομα, όχι μόνο στο ευρύ κοινό αλλά και στους περισσότερους από τους ειδικούς που ασχολούνται με τη λογοτεχνία και την ιστορία των ιδεών στον 17ο αιώνα. Ωστόσο ο Γκρενάιγ είναι ένας από τους πιο παραγωγικούς συγγραφείς του πρώτου μισού του αιώνα: μέσα σε έξι χρόνια, από το 1639 ως το 1645 και από τα είκοσι τρία ως τα είκοσι εννέα του χρόνια, δημοσίευσε τριάντα τόμους (!) που αναφέρονται σε όλα τα είδη της λογοτεχνίας (ποίηση, πρόζα, θέατρο) αλλά και μια σειρά πραγματείες που αφορούν κυρίως θέματα ιστορίας, ήθους και κοινωνικής συμπεριφοράς - όπως θα τα ονομάζαμε σήμερα. Το κοινό και η κριτική της εποχής επεφύλαξαν διαφορετική υποδοχή στην πληθωρική παραγωγή του συγγραφέα. Για τους κριτικούς θεωρούνταν μέτριος και επιφανειακός γραφιάς, ο οποίος «γράφει μόνο για να γράφει». Το κοινό όμως απολαμβάνει τα βιβλία, όπως το επιβεβαιώνουν οι αλλεπάλληλες εκδόσεις των περισσοτέρων έργων του Γκρενάιγ, παρ' όλο που η επιτυχία δεν είναι σταθερή: άλλες φορές ο συγγραφέας βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, συζητιέται στην Αυλή και στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας, απολαμβάνοντας την αίγλη της επιτυχίας, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που ένα καινούργιο έργο του χάνεται στη γενική αδιαφορία και στη σιωπή.

Οι απότομες και ανεξήγητες αυτές διακυμάνσεις εκνευρίζουν και προβληματίζουν έντονα τον νεαρό συγγραφέα. Αλλά τα προσωπικά ερωτήματα που τον απασχολούν δεν θα αργήσουν να αποκτήσουν γενικότερο ενδιαφέρον: σε τι οφείλεται η επιτυχία και γιατί, τις περισσότερες φορές, δεν είναι σταθερή; Πού οφείλεται η αστάθειά της; Πώς συμβαίνει οι άνθρωποι που δίνουν τον τόνο στην κοινωνία, σήμερα να λατρεύουν το πράσινο χρώμα, ενώ, μόλις χθες, ορκίζονταν στο κόκκινο; Πώς εξηγούνται αυτές οι απότομες μεταβολές; Εχουν νόημα και αν ναι, ποιο είναι το νόημά τους; Πριν από όλα, όμως, πώς μπορεί να ονομάσει κανείς αυτήν την ευμετάβλητη και ανεξήγητη δύναμη, η οποία σε απειροελάχιστο και απροσδιόριστο χρόνο μπορεί να δώσει νέα κατεύθυνση στη ζωή της κοινωνίας; Γιατί οι απότομες μεταβολές που εντυπωσιάζουν και προβληματίζουν τον Γκρενάιγ παρασύρουν, όπως το παρατηρεί ο ίδιος, όλες τις όψεις της ζωής, ακόμη και τις σοβαρότερες, ακόμη και εκείνες που κανονικά θα έπρεπε να στέκονται ακλόνητες και απρόσβλητες στον χρόνο. «Ετσι παρατηρούμε ότι οι κινήσεις της καρδιάς του ανθρώπου είναι ακατανόητες στους ανθρώπους, γιατί μόλις στην καρδιά κυριαρχήσει μια επιθυμία, ξαφνικά μια άλλη παίρνει τη θέση της: νομίζουμε ότι αγαπάει και τη βλέπουμε να παρασύρεται στο μίσος». Και όμως, υπάρχουν ή θα έπρεπε να υπάρχουν «πράγματα στα οποία η επινόηση δεν παίζει κανένα ρόλο. Υπάρχουν μάλιστα άλλα στα οποία είναι εγκληματική. Είναι επιτρεπτό, πράγματι, να επινοούμε καινούργια ρούχα, αλλά όχι καινούργιους νόμους. Η φύση της Θρησκείας δεν μπορεί να αλλάζει, όπως αλλάζει η φύση των φιλοφρονήσεων». Παρ' όλα αυτά, συνεχίζει ο Γκρενάιγ, «στις μέρες μας παρατηρούμε μια καινούργια τάση που ισχυρίζεται ότι δεν πρέπει να πιστεύουμε σε τίποτε», σε αντίθεση με ό,τι ίσχυε πριν από λίγο καιρό, σύμφωνα με το οποίο έπρεπε η πίστη μας στη θρησκεία να είναι τυφλή. Από τα σοβαρά ο συγγραφέας περνάει στα ευτράπελα και σημειώνει, όπως το «παρατηρεί ένας από τους ιστορικούς μας ότι όλες οι Κυρίες της Γαλλίας κούρεψαν τα μαλλιά τους για να μιμηθούν μια φαλακρή βασίλισσα, και ήταν τόσο κακόγουστο τότε να μην έχεις μαλλιά όσο καλόγουστο είναι σήμερα να τρέφεις πλούσια κόμη».

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Γκρενάιγ, πρώτη φορά στην ιστορία, προσπαθεί να καταλάβει τη λειτουργία αυτής της παράξενης δύναμης που φέρνει τις απότομες αλλαγές, αρνούμενος να καταφύγει στην καθιερωμένη λύση που την αποδίδει στις ιδιοτροπίες της ανθρώπινης συμπεριφοράς: «Το καπρίτσιο δεν μπορεί να θεωρηθεί η μόνη πηγή των νεωτερισμών. Θεωρώ ότι η αηδία και η περιέργεια, η τσιγκουνιά και η σπατάλη αποτελούν εξίσου πηγές τους. Είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς ότι πολλές φορές παρασυρόμαστε στην αλλαγή μόνο και μόνο γιατί η ομοιομορφία μάς προκαλεί ανία. Μοιάζουμε με εκείνους που, έχοντας συγκεντρώσει την προσοχή τους σε μια επίπονη και εκτεταμένη εργασία, ανανεώνουν κατά κάποιον τρόπο το βλέμμα τους, με μια ευχάριστη διαφοροποίηση των χρωμάτων. Ετσι, συναντώντας την πικρία σε όλα τα πράγματα που μας απασχολούν στη ζωή, εγκαταλείπουμε τα μεν για τα δε, όχι για να αλλάξουμε κατάσταση, αλλά για να αλλάξουμε αντικείμενο βασάνων».

Ολες οι προηγούμενες απορίες, όλες οι προηγούμενες παρατηρήσεις θα βρουν τη συστηματική τους πραγμάτευση σε ένα παράξενο δοκίμιο με έναν ασυνήθιστο και μακρόσυρτο τίτλο: Η μόδα ή ο χαρακτήρας της θρησκείας, της ζωής, της συζήτησης, της μοναξιάς, των φιλοφρονήσεων, των ενδυμάτων και του ύφους του καιρού μας, που ο Γκρενάιγ δημοσιεύει το 1642. Αλλά για το ρηξικέλευθο αυτό δοκίμιο θα γίνει λόγος την επόμενη φορά.

2. Οπως το είδαμε την προηγούμενη φορά, στην προσπάθειά του να εξηγήσει την ευμετάβλητη και ανεξήγητη δύναμη, η οποία σε απειροελάχιστο και κυρίως απροσδιόριστο χρόνο μπορεί να δώσει νέα τροπή στη ζωή της κοινωνίας, ο Φραγκίσκος Γκρενάιγ δημοσιεύει το 1642 ένα παράξενο δοκίμιο με τον ασυνήθιστο τίτλο Η Μόδα ή ο χαρακτήρας της Θρησκείας, της Ζωής, της Συζήτησης, της Μοναξιάς, των Φιλοφρονήσεων, των Ενδυμάτων και του Υφους του καιρού μας. Η λέξη Μόδα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να ονομάσει την άγνωστη δύναμη δεν συνιστά ακριβώς νεολογισμό, μια και η λέξη κυκλοφορούσε ήδη στη γαλλική γλώσσα: το περιεχόμενο όμως που της δίνει ο Γκρενάιγ είναι καινούργιο και αξίζει ίσως να μας απασχολήσει σήμερα, που δεν αποτελεί πια πρόβλημα για κανέναν.

Ενα από τα κεντρικά προβλήματα που απασχολούν τους θεολόγους, τους μοραλιστές και τους φιλοσόφους τον 17ο αιώνα είναι ο κόσμος στον οποίο ζούμε. Πρόκειται για τόπο απωλείας; Τόπο χαράς; Τόπο δυστυχίας; Ο Γκρενάιγ, πιστός καθολικός, γνωρίζει καλά τον Αυγουστίνο, αναγκαστικό σημείο θεολογικής και φιλοσοφικής αναφοράς της εποχής. Δεν συμφωνεί όμως απολύτως μαζί του, γιατί κρίνει ότι ο κόσμος δεν είναι μόνο σκοτάδι, αλλά και φως. Μία από τις σκιές του κόσμου, ίσως η σημαντικότερη, σκιά που μας τρομάζει και μας ταράζει, είναι ακριβώς η μόδα. Στον δρόμο που ανοίγει η προηγούμενη προοπτική, ο Γκρενάιγ κάνει ένα τολμηρό και προφανώς ανορθόδοξο βήμα, το οποίο εξηγεί, κατά πάσα πιθανότητα, την κατακραυγή που ξεσήκωσε το βιβλίο του. Οπως ο Θεός είναι «ο πρώτος Δημιουργός των πραγμάτων», έτσι και «η Μόδα είναι η πρώτη μετασχηματιστική Αρχή του κόσμου». Ή, με ακόμη σαφέστερα λόγια, η Μόδα είναι η αντίθεση του Θεού, γιατί «όπως ο Θεός είναι η Αιωνιότητα, έτσι η Μόδα είναι ο Χρόνος, που αλλάζει τα πάντα». Πράγματι, «πότε τη βλέπουμε να κυριαρχεί, πότε να αφανίζεται. Μπορεί η καταστροφή της να ακολουθήσει αμέσως την καθιέρωσή της. Και παρ' όλο που οι μόδες αλλάζουν πάντα, υπάρχουν πάντα μόδες. Διότι η μόδα είναι συνυφασμένη με την ανήσυχη ζωή της καρδιάς και του σώματος και με τις αναπόφευκτες διακυμάνσεις που ταράζουν τους ανθρώπους. Υπάρχουν μόδες για όλα: για την ηρεμία και για τη συγκίνηση, για το βάδισμα και για τη στάση».

Προσεκτικός και ευαίσθητος χρήστης της γλώσσας, ο συγγραφέας επιμένει στη χρήση του θηλυκού γένους για τη μόδα, το οποίο στην εποχή του είναι εξαιρετικά σπάνιο και ασυνήθιστο. «Αν χρησιμοποιώ το όνομα σε θηλυκό γένος, το κάνω γιατί η μόδα είναι ασθένεια των γυναικών, ενώ αποτελεί απλό πάθος για τους άνδρες. Ενώ οι άνδρες εκτιμούν αυτό που είναι στη μόδα, οι γυναίκες το λατρεύουν. Πράγμα που έκανε ένα φιλόσοφο να πει ότι, ενώ εμείς αγαπάμε τη μόδα κατά συμβεβηκός, οι γυναίκες την αγαπούν κατ' ουσίαν». Στην ίδια γλωσσική προοπτική, ο Γκρενάιγ καταγράφει το επίθετο που προκύπτει από το ουσιαστικό: «Οπως το επίθετο που παράγεται από τον "κόσμο" είναι κοσμικός, έτσι και το επίθετο που παράγεται από τη "μόδα" είναι μοντέρνος». Στην προκειμένη περίπτωση ο συγγραφέας καινοτομεί και το ξέρει. Ενώ η λέξη μοντέρνος έχει ήδη καθιερωθεί στα Γράμματα και τις Επιστήμες για να δηλώσει τους Σύγχρονους σε αντιπαράθεση με τους Αρχαίους, για τον Γκρενάιγ μοντέρνος είναι αυτός που ακολουθεί τη μόδα. «Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούμε να ονομάσουμε Μοντέρνο που να μην έχει απαλλαγεί, κατά κάποιον τρόπο, από τη συνήθεια και το οποίο, ξεκινώντας από το καπρίτσιο ή την επινοητικότητα κάποιου, να μην περάσει σχεδόν αμέσως στην εμπειρία όλου του κόσμου».

Ωστόσο, παρά την παντοδυναμία της, η μόδα δεν μπορεί να ξεφύγει από τις αξιολογικές κρίσεις, οι οποίες, στην περίπτωση του Γκρενάιγ, είναι ηθικής τάξεως: «Η Μόδα είναι καλή ή κακή, αναλόγως με την ποιότητα των προσώπων που την ακολουθούν (...) Οι καθωσπρέπει άνθρωποι μπορούν να καθαγιάσουν τα πιο αδιάφορα πράγματα του κόσμου». Υπάρχουν όμως και οι άλλοι, η μεγάλη πλειοψηφία. «Πράγματι, δεν μπορούμε να συναναστραφούμε πολλές κυρίες χωρίς να μας κουράσουν αφόρητα, μιλώντας συνεχώς για τις κομμώσεις της μόδας, τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια της μόδας, τα φορέματα της μόδας. Η ασθένεια αυτή έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις στο πνεύμα της κοκέτας, ώστε το διαμάντι είναι λιγότερο πολύτιμο από την πέτρα όταν δεν είναι της μόδας. (...) Αλλά και οι κοσμικοί δεν είναι λιγότερο θηλυπρεπείς όταν επαινούν συνεχώς τα καπέλα της μόδας, τα πρόσωπα της μόδας, τα μουστάκια της μόδας, τα πουκάμισα της μόδας, τις κάλτσες της μόδας, τις μπότες της μόδας, τα υφάσματα της μόδας και, αντί να κρίνουν έναν καθωσπρέπει άνθρωπο από τις πράξεις του, τον κρίνουν από τα ρούχα του».

Αλλά έτσι είναι ο κόσμος, όπως το διαπιστώνει μελαγχολικά ο πρωτοπόρος Γκρενάιγ: «μόνο το καινούργιο αρέσει στα μάτια. Το déjà vu κουράζει».

ΠΗΓΗ: Τα παραπάνω κείμενα δημοσιεύτηκαν στην εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, στα φύλλα της 26/11 & 10/12 2009

Τρίτη 18 Αυγούστου 2009

Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ 1880: ΒΙΖΥΗΝΟΣ - ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ - ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ

Mε τον όρο ηθογραφία εννοούμε γενικά την αναπαράσταση, περιγραφή και απόδοση των ηθών, των εθίμων, της ιδεολογίας και της ψυχοσύνθεσης ενός λαού, όπως αυτά διαμορφώνονται υπό την επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος και των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Η αναπαράσταση αυτή, που επιχειρείται ειδικότερα στη λογοτεχνία, τη ζωγραφική και τη γλυπτική, προϋποθέτει μια περισσότερο ή λιγότερο ρεαλιστική αντίληψη για την τέχνη, αφού στηρίζεται στην παρατήρηση και στοχεύει στην αντικειμενική απεικόνιση. Ειδικότερα, ως όρος της Ιστορίας της λογοτεχνίας η ηθογραφία δηλώνει την τάση της πεζογραφίας να αντλεί τα θέματά της από κοινωνίες της υπαίθρου κι από την κοινωνία και το περιβάλλον της αστικής γειτονιάς. Η τάση αυτή διαμορφώθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και επομένως εντάσσεται στο ρεύμα του ρεαλισμού και αργότερα του νατουραλισμού, χωρίς να λείπουν -από την ελληνική ιδίως ηθογραφία- τα λυρικά και ποιητικά στοιχεία.
... ... ...

Διαβάστε το στο:www.spoudasterion.pblogs.gr

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2009

Σημειώσεις για τη μοντέρνα ποίηση και τον Ελύτη

της Νένας Κοκκινάκη

Διαβάστε το στο: www.spoudasterion.pblogs.gr

Στρ.Παρασκευαϊδης, Οι κύβοι των αρχαίων Ελλήνων και πώς επαίζοντο



Διαβάστε το στο: www.spoudasterion.pblogs.gr

Η δύναμη της δεισιδαιμονίας

του Γεράσιμου Βώκου,

καθηγητή φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης


H δεισιδαιμονία συνδέεται με την ανάγκη να ξορκιστούν οι απειλές που πηγάζουν είτε από τη φύση είτε από την κοινωνία


Στη Θεολογικο-πολιτική Πραγματεία, έργο του οποίου η ανάγνωση θα ήταν χωρίς αμφιβολία πολύ χρήσιμη στις μέρες μας, ο Σπινόζα δίνει ιδιαίτερο βάρος στη δεισιδαιμονία. H απορία του φιλοσόφου, πολύ απλή στη διατύπωσή της, οργανώνει κατά πάσα πιθανότητα το σύνολο του έργου: γιατί άραγε οι άνθρωποι πολεμούν για τη σκλαβιά τους σαν να επρόκειτο για τη σωτηρία τους; Ένα από τα στοιχεία της πολύπλοκης απάντησης πρέπει να βρίσκεται ακριβώς σ' αυτό που συνηθίζουμε να ονομάζουμε δεισιδαιμονία.

Το πρώτο πράγμα που παρατηρεί ο Σπινόζα είναι πως η δεισιδαιμονία αποτελεί αυθόρμητο παράγωγο, κάτι σαν γέννημα θρέμμα, του ανθρώπινου ψυχισμού. Παραμερίζονται έτσι εκ προοιμίου όλες οι αντιλήψεις, προηγούμενες αλλά κυρίως μεταγενέστερες, που θέλουν τη δεισιδαιμονία αποτέλεσμα του πολυμήχανου δόλου χάρη στον οποίο οι εξουσίες πετυχαίνουν τη χειραγώγηση του λαού. H δεισιδαιμονία συνδέεται μάλλον με την αβεβαιότητα και τον φόβο, καθώς και με την ανάγκη να ξορκιστούν οι απειλές που πηγάζουν είτε από τη φύση είτε από την κοινωνία. Προφανώς, αν οι άνθρωποι μπορούσαν να τακτοποιήσουν τα πράγματα σύμφωνα με τα σχέδιά τους ή είχαν πάντα την τύχη με το μέρος τους, δεν θα ήταν αιχμάλωτοι της δεισιδαιμονίας. Καθώς όμως αυτό δυστυχώς δεν συμβαίνει, βρισκόμαστε όλοι, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, παγιδευμένοι στον ιστό της φαντασίας, η οποία κινεί τα νήματα της δεισιδαιμονίας. Βεβαίως, όταν τα πράγματα που μας ενδιαφέρουν πάνε καλά, δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να γίνει ο καθένας όχι μόνο ένθερμος οπαδός, αλλά ακόμη και αυτόκλητος μαχητής στις τάξεις του ορθολογισμού. Αντίθετα, όταν ο ορίζοντας της αντιξοότητας κάνει αισθητή την παρουσία του, δεν είναι καθόλου εύκολο να αντισταθεί κανείς ακόμη και στους πιο παράλογους υπαινιγμούς, τους οποίους θεωρεί σημάδια που η πραγματικότητα, σε ένα είδος ιδιωτικής σχέσης με τον ενδιαφερόμενο, απευθύνει αποκλειστικά στον ίδιο.

Στην προηγούμενη προοπτική, η δεισιδαιμονία, παράγωγο της φαντασίας, θα μπορούσε να θεωρηθεί κάτι σαν μορφή γνώσης, η οποία στηρίζεται στην επικίνδυνη αξίωση που οδηγεί κάποιον να πιστέψει ότι έχει την ισχύ να ανατρέψει τον ρου των πραγμάτων, είτε με τη δύναμη της επιθυμίας του είτε με τη βοήθεια μιας ανώτερης δύναμης. Αυτή η μορφή γνώσης είναι για τον Σπινόζα εξ ορισμού ακρωτηριασμένη, γιατί δημιουργείται από σπαράγματα ιδεών, από εντυπώσεις της στιγμής, από συγκεχυμένες και παρορμητικές ενοράσεις, που εξαρτώνται, όλες, από τα πάθη που κυριαρχούν την περίοδο της δυσκολίας. Αυτή η μορφή γνώσης, που έχει τη δική της τάξη και τη δική της συνοχή, μπορεί να παραμερίσει, για λιγότερο ή περισσότερο χρόνο - ενίοτε μάλιστα για πάντα - την τάξη και τη συνοχή του λόγου, του οποίου η κυριαρχία μόνο εξασφαλισμένη δεν μπορεί να θεωρηθεί.

H δεισιδαιμονία, πράγματι, διαθέτει πολύ ισχυρά χαρτιά. Το σημαντικότερο απ' αυτά είναι ίσως ο ραγδαίος ρυθμός με τον οποίο δημιουργεί τον κόσμο της, μια και ο τελευταίος πρέπει πάση θυσία να εξηγήσει, να κατευνάσει, να εξουδετερώσει το άγνωστο που μας απειλεί. Το κέρδος είναι διπλό: όχι μόνο η δεισιδαιμονία είναι το σωσίβιο που προσφέρεται για την πρώτη, εύθραυστη όσο και αναγκαία προσπάθεια να εξασφαλιστούμε από τις αντιξοότητες· αλλά, επιπλέον, απονευρώνει τα δικά μας πάθη, όταν δεν τα αφανίζει τελείως στη βουή του κόσμου - τα δικά μας, γιατί τα πάθη των άλλων, οι οποίοι φταίνε για όλα όσα μας βασανίζουν, είναι στη θέση τους, απειλώντας μονίμως με την καταστροφική τους δράση την άσπιλη αθωότητά μας.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, καταλαβαίνει κανείς εύκολα πόσο μεγάλη είναι η δύναμη της δεισιδαιμονίας και πόσο λάθος θα ήταν η υποτίμηση ή, ακόμη χειρότερα, η περιφρόνησή της. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί μπορεί να μοιάζουν ανεπεξέργαστες, χοντροκομμένες, ίσως και βάναυσες. Δεν παύουν να είναι αποτελεσματικές, στο μέτρο που επιτρέπουν στους ανθρώπους να εξηγήσουν, έστω πρόχειρα, έστω βεβιασμένα, το απειλητικό πρόσωπο του κόσμου. Το γεγονός ότι η δεισιδαιμονία προσθέτει στον φόβο την πλάνη, συναιρώντας τα αποτελέσματά τους, δεν αναιρεί τον σκληρό πυρήνα της αλήθειας που κρύβει στο εσωτερικό της. Γιατί ο πυρήνας αυτός συγκροτείται από την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια της ζωής των ανθρώπων, οι οποίες, ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες, μπορεί να ενταθούν και να πάρουν μορφές τέτοιες που μόνο ένα είδος σχεδόν παραληρηματικής σχέσης με την πραγματικότητα είναι ικανό κάπως να κατευνάσει και ίσως να καταπραΰνει. Αυτή η παραληρηματική σχέση με την πραγματικότητα τροφοδοτεί συνεχώς τη φαντασία με φρέσκο υλικό και η φαντασία, με τη σειρά της, το κατανέμει επεξεργασμένο στην ασύλληπτη ευρηματικότητα της δεισιδαιμονίας. Δημιουργείται έτσι ένας κύκλος από εναλλασσόμενες εικόνες, υβρίδια φαντασίας και πραγματικότητας, οι οποίες είναι περισσότερο γνωστές με το όνομα «δελτία ειδήσεων», όπου, εντελώς πρόσφατα, περίοπτη θέση κατέχει το θαύμα. Αλλά για αυτό θα επιχειρήσω να κάνω λόγο την επόμενη φορά.

ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 20 Μαρτίου 2005


Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

Εμφύλια σύγκρουση πολιτισμών

του Νάσου Βαγενά,
καθηγητή της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η αντιπαράθεση μεταξύ Εκκλησίας και εκσυγχρονιστών έχει μεγάλη προϊστορία



Διαβάστε το στο:www.spoudasterion.pblogs.gr

Σάββατο 15 Αυγούστου 2009

ΛΟΥΚΑΣ ΑΞΕΛΟΣ: ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ, ∆ΙΕΘΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

∆ηµοσιευµένο στον συλλογικό τόµο Τοµ Ναιρν, Μισέλ Λεβύ, Ευγένιος Καµένκα, Λουκάς Αξελός, Θανάσης Καλόµαλος, Εθνικισµός, ο Σύγχρονος Ιανός. Πατριωτισµός, ∆ιεθνισµός και Εθνικό Ζήτηµα, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1998.


ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Το παρόν κείµενο, γραµµένο και δηµοσιευµένο πριν αρκετά χρόνια, εντάσσεται σε µια προβληµατική που από την περίοδο της δικτατορίας µε βάση την άποψη ότι το «Εθνικό Ζήτηµα στο επίπεδο της θεωρίας αντιπροσωπεύει – κατ’ εξοχήν – την µεγάλη ιστορική αποτυχία του µαρξισµού», επικεντρώνει το ενδιαφέρον της γύρω από τα ζητήµατα της αυτοδιάθεσης, του αυτοκαθορισµού και της αυτοδιαχείρισης, προτάσσοντας στον χώρο της πολιτικής το Κυπριακό Ζήτηµα, ως κατεξοχήν πεδίον αναµέτρησης γύρω από τα θεµελιώδη αυτά ζητήµατα, έννοιες και αξίες. Η ανάδειξη των ζητηµάτων στα οποία επικεντρώνεται η παρούσα µελέτη σε κυρίαρχα και για τον 21ο αιώνα, η πλήρης καταπάτηση των αρχών της αυτοδιάθεσης, αυτοκαθορισµού και αυτοδιαχείρισης στην αιµατοβαµµένη Παλαιστίνη από το Ισραήλ, η αµετακίνητα ρατσιστική, αντιδηµοκρατική και επεκτατική συµπεριφορά του τουρκικού κυρίαρχου συγκροτήµατος εξουσίας απέναντι στα έθνη και τους λαούς της Μικράς Ασίας και τα κράτη της περιοχής και η επιστροφή µε διαφορετικό περιτύλιγµα του φρανκενσταϊνικής έµπνευσης σχεδίου Ανάν στην Κύπρο, επιβεβαιώνουν – κατά την γνώµη µου – τις διαπιστώσεις που αναλύονται στο κείµενο αυτό, το οποίο, διαδικτυακά πλέον, θέτω σε κυκλοφορία, ελπίζοντας στην καθυστερηµένη – έστω – έναρξη του διαλόγου εκείνου που ποτέ δεν έγινε στους κόλπους της Αριστεράς µε ουσιαστικούς και επιστηµονικά αποδεκτούς όρους.
Ο Συγγραφέας


I. Ο ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΕΠΕΚΤΑΤΙΣΜΟΣ ΩΣ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ

Το Κυπριακό έτσι όπως µέσα από την επιµήκυνση του ιστορικού χρόνου µπορούµε σήµερα να το δούµε, θέτει ευθέως το πρόβληµα των σχέσεων ανάµεσα στον ελληνικό λαό και τους λαούς της Τουρκίας και τα πραγµατικά διλήµµατα που τίθενται στους πολίτες και τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάµεις σε Κύπρο, Ελλάδα και Τουρκία. Θέτει δηλαδή επί τάπητος, χωρίς αναγκαστικά να τα εµπεριέχει ως όλον, τα µεγάλα ζητήµατα που µας απασχολούν στο λυκόφως του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα µάλιστα µετά την κατάρρευση του ολοκληρωτισµού στην Ανατολική Ευρώπη. Όλες οι µαγικές λέξεις ελευθερία, πατριωτισµός, διεθνισµός, εθνικισµός, κρατισµός, ρατσισµός, ισότητα, δηµοκρατία, διαφορά, αυτοδιάθεση, συνωστίζονται στην Πράσινη Γραµµή— εκεί που σταµατάνε τα ψέµατα και ανεµίζουν τουρκικές σηµαίες. ∆εν γνωρίζω αν θα βρισκότανε κανείς να αµφισβητήσει σοβαρά το γεγονός ότι οι σχέσεις ανάµεσα στους δυο λαούς (ελληνικό-τουρκικό), είναι ιδιαίτερα άσχηµες. Σε γκάλοπ που δηµοσίευσε το 1986 το τουρκικό περιοδικό «Nokta», το 95% των Τούρκων θεωρούν τους Έλληνες ως µη άξιους εµπιστοσύνης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό κατεβαίνει για τους Έλληνες στο 73%. Ποιο αλήθεια µπορεί να είναι το πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό βάρος αυτού του 5% των Τούρκων που δεν διάκεινται εχθρικά απέναντι µας; Η γλώσσα των αριθµών — όσο κι αν αµφισβητηθεί — είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική και γίνεται ακόµα πιο πολύ όταν, µελετώντας τις θέσεις και την πρακτική των τουρκικών πολιτικών σχηµατισµών, διαπιστώσουµε ότι η νοοτροπία αυτή διαπερνά όχι µόνο τα κυβερνητικά, αλλά και τα αριστερά κόµµατα της αντιπολίτευσης, που — υποτίθεται — εµπνέονται από διεθνιστικά ιδεώδη. Είναι φανερό ότι οι ευθύνες δεν έχουν συνολικά έναν αποδέκτη. Και εννοούµε, σαφέστατα, και τις ευθύνες της ελληνικής πλευράς που όµως — οφείλουµε να το παραδεχθούµε — είναι άλλης τάξης από τις ευθύνες του συνόλου, σχεδόν, του τουρκικού πολιτικού κόσµου, που έχει πέσει στην παγίδα του µεγαλοτουρκικού σωβινισµού. Ίσως κάποιοι ισχυριστούν ότι αυτό είναι κάτι το συγκυριακό που δεν εντάσσεται στις ιδιαίτερες συνθήκες χρόνιας αναγκαστικής συµβίωσης ανάµεσα στους Έλληνες και Τούρκους. Η πραγµατικότητα όµως τους διαψεύδει αποδεικνύοντας ότι ο αντιξενισµός, ο ρατσισµός και η πολιτική φυσικής εξόντωσης ή βίαιου εξισλαµισµού έχει πολύ βαθιές ιστορικές ρίζες. Εύστοχα είναι τα ζητήµατα που θέτει ο Πέρσης ιστορικός Εναγιοταλά Ρεζά όταν διερωτάται: «Στη χώρα που γεννήθηκε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, δεν υπήρχαν κάτοικοι, δεν υπήρχε πληθυσµός σ’ αυτή τη χώρα; Αν δεχθούµε ότι το Βυζάντιο είχε τον πληθυσµό του, τότε γεννάται ένα άλλο ερώτηµα. Τι απέγινε ο λαός ο οποίος πριν από χίλια εξακόσια χρόνια ίδρυσε ένα από τα µεγαλύτερα κράτη της παγκόσµιας ιστορίας; Ποιος ήταν αυτός ο λαός; Ποια ήταν η γλώσσα του και ποιος ο πολιτισµός του; Μήπως οι επιγραφές αυτής και παλαιότερων εποχών ψεύδονται; Μπορεί κανείς ν’ αγνοήσει τις επιγραφές σε ελληνική γραφή που συνεχίζουν να υπάρχουν µέχρι σήµερα ως αδιάψευστες αποδείξεις του παρελθόντος της Μικράς Ασίας παρά τις αλλεπάλληλες καταστροφές τους από τους αναρίθµητους εχθρούς και εισβολείς; Τέλος, πού πήγαν αυτοί οι άνθρωποι αυτός ο λαός που δηµιούργησε ένα τόσο λαµπρό πολιτισµό;», για να απαντήσει στη συνέχεια µέσα από µια σύντοµη ιστορική περιδιάβαση που φτάνει ως τις µέρες µας: «Αφού νίκησαν τους Βυζαντινούς, αυτές οι φυλές κατέστρεψαν το λαµπρό πολιτισµό των τελευταίων και υιοθέτησαν µια πολιτική αφοµοίωσης των Ελλήνων κατοίκων της χώρας. Αυτή η πολιτική διατηρήθηκε µέχρι τον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο και µετά απ’ αυτόν και µπορούµε µέχρι σήµερα να διαπιστώσουµε την έχθρα και το µίσος των παντουρκιστών όχι µόνο κατά του ελληνικού πολιτισµού αλλά και κατά του ίδιου του ελληνικού λαού. Το δεύτερο έθνος που οι παντουρκιστές αποπειράθηκαν να εξοντώσουν ήταν οι Αρµένιοι. Η βίαιη σφαγή Αρµενίων, γυναικών, παιδιών και ανδρών και η εξόντωση του αρµενικού πληθυσµού του Καρς και του Αρνταχάν και του πληθυσµού της Μεγάλης Αρµενίας δεν έχει λησµονηθεί. Όπως φαίνεται, οι παντουρκιστές δεν είχαν την υποµονή να λύσουν µε άλλο τρόπο τους λογαριασµούς τους µε τα έθνη µε υψηλό πολιτισµό και µε βαθιές ιστορικές ρίζες και δεν την έχουν ούτε µέχρι σήµερα. Το τρίτο έθνος που καταπιέζεται και βρίσκεται στα πρόθυρα της εκµηδένισης εξαιτίας της σωβινιστικής πολιτικής των παντουρκιστών είναι οι Κούρδοι µε έναν πληθυσµό 12-14 εκατοµµυρίων στην Ανατολική Τουρκία»1. Οι πυκνές αυτές συνοψίσεις στοιχειοθετούνται από άπειρες ψηφίδες κτηνώδους πρακτικής, την οποία παραγνωρίζουν όχι µόνο οι έχοντες συµφέρον Τούρκοι και οι οµογάλακτοι τους, αλλά και πολλοί άλλοι που διατείνονται ότι µιλούν στο όνοµα της δηµοκρατίας, της ελευθερίας, των ανθρωπίνων δικαιωµάτων ή του σοσιαλισµού. Γι’ αυτούς τους τελευταίους και το πώς βλέπουν και αντιµετωπίζουν την εξέλιξη των πραγµάτων στην Τουρκία, ταιριάζει ίσως η παρατήρηση της Ρόζας Λούξεµπουργκ ότι: «η όλη πραγµατική εξέλιξη στην Τουρκία, η οποία οδηγεί σε επαναστάσεις και σε αποσύνθεση, δεν είναι γι’ αυτούς τίποτε άλλο από ένα αντιπαθητικό, ενοχλητικό γεγονός, που κατά συνέπεια πρέπει απλά να απορριφθεί. Οι ανθρωποσφαγές στηλιτεύονται σαν ψέµα, οι επαναστάσεις χαρακτηρίζονται σαν λαός χωρίς αξία και η επανάσταση σαν θεατρική παράσταση»2. Είναι πασίγνωστο ότι το 1925 το Τουρκικό Κοµµουνιστικό Κόµµα όχι µόνο αντιτάχθηκε στην ηρωική εξέγερση των Κούρδων, αλλά ταυτίστηκε µε τους κεµαλικούς, στέλνοντας συγχαρητήριο τηλεγράφηµα στον Τούρκο πρωθυπουργό Ισµέτ Πασά. Την ίδια περίοδο στο περιοδικό του «Aydilik» δηµοσιεύονταν αρκετά κείµενα που υποστήριζαν τους κεµαλικούς και καταδίκαζαν την «αντεπαναστατική κουρδική εξέγερση». Όπως το ίδιο γνωστό είναι ότι το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόµµα και η Εργατική Συνοµοσπονδία DISK πρωτοστάτησαν το 1974 στη διεξαγωγή µαζικών εράνων για την ενίσχυση των πολεµικών αναγκών της επιχείρησης Αττίλα που διηύθυνε ο σοσιαλδηµοκράτης Μπουλέντ Ετσεβίτ3. Τέλος εύγλωττη είναι η στάση της τουρκοκυπριακής αριστεράς κατά την ανακήρυξη του κατοχικού κράτους στις 15 Νοεµβρίου 1983, όπως χαρακτηριστικά την περιγράφει την επόµενη ηµέρα στο περιοδικό «Σοζ» ο Αχµέτ Ονάν: «Οι βουλευτές της αντιπολίτευσης σήκωσαν όσο πιο ψηλά µπορούσαν τα χέρια τους, έστω κι αν τα πρόσωπα τους δεν ήταν χαµογελαστά. Στο παρελθόν µας είχαν χαρακτηρίσει οπαδούς της διχοτόµησης. Τώρα, όµως, τα χέρια τους ήταν ψηλά. Εφόσον ήταν τόσο πιστοί στις αρχές τους σαν σοσιαλιστές, γιατί δεν εγκατέλειψαν τη Βουλή;». ∆εν πρόκειται για συµπτώσεις ή επιµέρους περιστατικά, αλλά για στερεότυπη συµπεριφορά απέναντι σε ό,τι δεν είναι τουρκικό— απέναντι σε όλους τους ιστορικούς λαούς της Μικρας Ασίας, είτε Έλληνες, είτε Αρµένιοι, είτε Λαζοί, είτε Τσερκέζοι, είτε Γεωργιανοί, είτε Σύριοι, είτε Κούρδοι λέγονται αυτοί. Και δεν αποτελεί πια σύµπτωση το γεγονός ότι ελάχιστες φωνές διαµαρτυρίας είχαν κατά καιρούς σηκωθεί από όλους εκείνους που θεωρητικά πρεσβεύουν τον περί αντιθέτου λόγο. Ας δούµε ένα ενδεικτικό γραπτό παράδειγµα, που δεν προέρχεται από το χώρο της πολιτικής, αλλά από το χώρο της επιστήµης. Γράφει λοιπόν ο Τσαγλάρ Κεϊντέρ στο έργο του Τουρκία: ∆ικτατορία και δηµοκρατία και συγκεκριµένα στο κεφάλαιο «Η ίδρυση της ∆ηµοκρατίας» ότι: «Οι Αρµένιοι που αριθµούσαν 1,2 εκατ. το 1896, περιορίστηκαν σε λιγότερο από 100.000 το 1927, εξαιτίας της µετανάστευσης και των εχθροτήτων στη διάρκεια του πολέµου. Η πρωταρχική αιτία του µαρασµού αυτού ήταν η εξαναγκαστική πορεία του 1915, όταν οι Αρµένιοι αποµακρύνθηκαν από στρατηγικές περιοχές ειδικότερα στη Ν.Α. Ανατολία»4. ∆εν πρόκειται για κείµενο ανθρώπου στον οποίο θα µπορούσαµε να χρεώσουµε φανερή σχέση εξάρτησης από το τουρκικό κράτος ή τους ποικίλους παντουρανιστικούς κύκλους, αλλά για τις απόψεις ενός αριστερού Τούρκου επιστήµονα που γνωρίζει µεθοδικά να αναπτύξει το θέµα του. Τι κρύβει λοιπόν πίσω του το παραπάνω απόσπασµα; Τίποτα περισσότερο από τον λανθάνοντα σωβινισµό της τουρκικής αριστεράς, ακόµα και αυτής που έχει τις πιο προωθηµένες σε επίπεδο επιστηµονικής προσέγγισης απόψεις. Είναι θλιβερό να ξεπερνιέται η γενοκτονία 1.500.000 Αρµενίων µε περίτεχνες και αποπροσανατολιστικές εκφράσεις του τύπου ((περιορίστηκαν... εξαιτίας της µετανάστευσης και των εχθροτήτων» ή ((πρωταρχική αιτία του µαρασµού αυτού...». Το νέο τουρκικό κράτος που θεµελίωσε ο Μουσταφά Κεµάλ ως ιστορική συνέχεια-αναδίπλωση της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, παρά τα εξωτερικά κοσµικά — δυτικής επίδρασης — χαρακτηριστικά του, που τόσο αβαθώς και επιπόλαια επαινέθηκαν και υπερεκτιµήθηκαν από την πλειοψηφία των πολιτικών και επιστηµόνων, τόσο στη ∆ύση όσο και την πρώην Σοβιετική Ένωση και τους δορυφόρους της, παραµένει ένα βαθύτατα ρατσιστικό, παντουρκιστικό-παντουρανιστικό κράτος, που σταθερό του στόχο και σκοπό έχει την πολιτική της φυσικής εκκαθάρισης, του εξισλαµισµού, του εξανδραποδισµού και του ξεριζώµατος για τους εντός της επικρατείας του αλλοεθνείς πληθυσµούς και τη µέγιστη δυνατή εµπέδωση της επιρροής-παρουσίας του σε όλον τον πελώριο ιστορικό-γεωγραφικό χώρο που εγκαταστάθηκαν ή κατάκτησαν τα διάφορα τουρανικά φύλα. Αυτή η µακρόπνοη πολιτική εκτουρκισµού λειτούργησε και λειτουργεί σε όλη την κοινωνική, οικονοµική, πολιτισµική και πολιτική σφαίρα και αποτυπώνεται µε ιδιαίτερη έµφαση στο ίδιο το Τουρκικό Σύνταγµα του 1982. Στο άρθρο 26 που αναφέρεται στην ελευθερία του Τύπου και την ελεύθερη έκφραση γνώµης απαγορεύεται η οποιαδήποτε µορφή δηµοσίευσης στις νοµικά απαγορευµένες γλώσσες, που σύµφωνα µε το άρθρο 3 δεν είναι άλλες από των µειονοτήτων. Και αυτό δεν αφορά µόνο τα τυπογραφικά προϊόντα, αλλά όλες τις µορφές έκφρασης, όπως οι ταινίες, οι δίσκοι, τα σλάιτς, ακόµα και οι χειρόγραφες ανακοινώσεις5. Είναι γνωστό σε όποιον έχει στοιχειωδώς ασχοληθεί µε την τουρκική νοµοθεσία ότι ο ισχύων τουρκικός ποινικός κώδικας βρίθει διατάξεων που απαγορεύουν τη χρήση των λέξεων Κουρδιστάν ή Κούρδος, επισείοντας ποινές φυλάκισης που φτάνουν µέχρι τα δεκαπέντε χρόνια για οποιονδήποτε θα είχε την ατυχή έµπνευση να αναφερθεί δηµόσια στην ύπαρξη Κούρδων στην Τουρκία. Αυτή η κραυγαλέα παραβίαση των στοιχειωδέστερων ανθρωπίνων δικαιωµάτων αποτυπώθηκε κυνικά στον περίφηµο Νόµο 2932 (και αργότερα και στον Νόµο Έκτακτης Ανάγκης 2935/1983). Γι’ αυτόν το νόµο ένα τουρκικό πολιτικό κόµµα, προς τιµήν του, θα πει: «... 12. Ο νόµος αυτός που απαγορεύει στους Κούρδους να µιλούν τη γλώσσα τους έχει βυθίσει στην ντροπή το νοµικό µας σύστηµα... 13. Σε εφαρµογή αυτού του βάρβαρου και παράλογου νόµου έχουν γίνει ανακρίσεις και έχουν επιβληθεί ποινικές κυρώσεις εναντίον πολλών ανθρώπων στην περιοχή, διότι υπερασπίσθηκαν τον εαυτό τους στα δικαστήρια, τραγούδησαν τραγούδια, έγραψαν άρθρα ή έχουν κασέτες στην κουρδική γλώσσα. Πρέπει να τονίσουµε ότι αποτελεί έγκληµα εναντίον της ανθρωπότητας η απαγόρευση χρήσης της µητρικής γλώσσας, η οποία είναι φυσικά αναπόσπαστο µέρος της ανθρώπινης ζωής. Η αναχρονιστική αυτή απαγόρευση θέλει ν’ αγνοεί τον εθνικό διαφορισµό και την ύπαρξη πολιτιστικού πλουραλισµού στη χώρα»6. Κι ας αποτελεί αναµφισβήτητο ιστορικό τόπο το γεγονός ότι ολόκληρη η Ν.Α. Μικρά Ασία κατοικείται από την εποχή του Ξενοφώντα από συµπαγείς µάζες εκατοµµυρίων «Καρδούχων», κι ας αποτελεί κατά κοινή οµολογία η Κωνσταντινούπολη τη µεγαλύτερη κουρδική πόλη, έξω από το ιστορικό Κουρδιστάν. Πώς άραγε µπορεί να χαρακτηριστεί ένα καθεστώς που θεωρεί εχθρό του Συντάγµατος, τον πολίτη του που µιλά και γράφει στη µητρική του γλώσσα και δεν αποτελεί, άραγε, ιστορική οπισθοδρόµηση το γεγονός ότι ο προκάτοχος της σηµερινής Τουρκίας, η Οθωµανική Αυτοκρατορία, αναγνωρίζοντας την πραγµατικότητα της ως πολυεθνικού κράτους επέτρεπε ένα µίνιµουµ, τουλάχιστον, γλωσσικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής ελευθερίας στους µη Τούρκους υπηκόους της; Βάναυσο και αντιδηµοκρατικό στους τουρκικής καταγωγής υπηκόους του, αµείλικτο και ανελέητο σε κάθε µη Τούρκο πολίτη του, ήταν και είναι το σύγχρονο τουρκικό κράτος. Και αυτό δεν αποτελεί καταγγελία των αντιπάλων του, αλλά τραγική διαπίστωση των επανειληµµένων εκθέσεων διεθνών οργανισµών, εξέχουσα θέση µεταξύ των οποίων κατέχουν οι ετήσιες εκθέσεις της οργάνωσης ∆ιεθνής Αµνηστία7. Είναι, λοιπόν, ορατή δια γυµνού οφθαλµού η εθελοτυφλία όλων εκείνων που σε Ελλάδα, Κύπρο, Ευρώπη και Αµερική, µιλούν ανερυθρίαστα για δηµοκρατική Τουρκία, υπερθεµατίζοντας µάλιστα τις τουρκικές πρωτοβουλίες για ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν το τουρκικό κράτος αποτελεί ένα απτό παράδειγµα ρατσιστικού κράτους, χειρότερου — υπό µιαν ορισµένη έννοια — και από αυτό που κυριάρχησε για δεκαετίες στη Νότια Αφρική.

II. Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΚΑΙ ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΥΘΥΝΕΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ ΣΕ ΕΛΛΑ∆Α ΚΑΙ ΚΥΠΡΟ

Κραυγαλέο παράδειγµα της πολιτικής αυτής αποτελεί η κατάσταση που έχει διαµορφωθεί στη σηµερινή Κύπρο µε συρροές πρωτοφανών εγκληµατικών πράξεων που κυριολεκτικά έχουν κονιορτοποιήσει το σύνολο των κανόνων που διέπουν το ∆ιεθνές ∆ίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώµατα. ∆εν θα σταθώ περισσότερο στο σηµείο αυτό, γιατί αναλυτικά έχει κατ’ επανάληψιν εκτεθεί. Θα επιµείνω όµως ότι από µόνο του καθιστά και αναδεικνύει το Κυπριακό σε αποφασιστικό παράγοντα-κριτήριο για να διαγνώσουµε την πραγµατική στάση και ιδεολογία των διάφορων τάξεων, οµάδων και ατόµων, σε Ελλάδα, Κύπρο και Τουρκία, απέναντι σε µείζονος αξίας ζητήµατα όπως η ελευθερία, η αυτοδιάθεση, η δηµοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώµατα, η ισονοµία των πολιτών, η αλληλεγγύη απέναντι στο θύµα και η στάση αρχών απέναντι στον θύτη. Η τουρκική πρακτική έχει πια ανοιχτά καταγγελθεί και είναι πραγµατικά θλιβερή σχεδόν στο σύνολο της, µε κορυφαίο παράγοντα αντίφασης και ασυνέπειας την εµφορουµενη — υποτίθεται — από ιδέες διεθνιστικής αλληλεγγύης τουρκική αριστερά, που δείχνει ότι ξεχνά αυτοµάτως τις αρχές της όταν αυτές αφορούν τα δικαιώµατα των µη τουρκικών πληθυσµών. ∆εν αποτελεί λοιπόν κατ’ εξαίρεση φαινόµενο, αλλά συνειδητή πολιτική επιλογή, το γεγονός της µερικής ή καθ’ ολοκληρίαν συµπτώσεως όλων των τουρκικών και τουρκοκυπριακών πολιτικών σχηµατισµών απέναντι στα κορυφαία ζητήµατα της γενοκτονίας των Αρµενίων και των Ποντίων, της αυτοδιάθεσης των Κούρδων, του διαµελισµού της Κύπρου. Αναµφίβολα θα ήταν εσφαλµένο και το χειρότερο άδικο, να χρεωθεί συλλήβδην συµπάς ο τουρκικός λαός ή ειδικότερα κάποιες περιορισµένης εµβέλειας δηµοκρατικές συνιστώσες του, την κυρίαρχη κουλτούρα και πρακτική της παντουρανιστικής και κεµαλικής ιδεολογίας. Κανείς δεν θα πρέπει να ξεχάσει ή να αποσιωπά περιστατικά, όπως η δολοφονία του εκδότη της τουρκικής συνδικαλιστικής εφηµερίδας της ΠΕΟ Φαζίλ Οντούρ το Μάιο του 1958 από Τούρκους φασίστες ή τη δολοφονία τον Απρίλιο του 1962 των συντακτών της «Τζουµχουριέτ» Αχµέτ Γκιουρκάν και Αϊχµάν Χικµέτ, επειδή µε υποδειγµατική συνέπεια αποκάλυψαν ότι η τοποθέτηση βόµβας σε ένα τζαµί στον ελληνικό τοµέα της Λευκωσίας, δεν ήταν έργο Ελλήνων όπως εσκεµµένα διατυµπάνιζε η τουρκοκυπριακή ηγεσία, αλλά συνειδητή πρόκληση των Τούρκων φασιστών, που επεδίωκαν να διευρύνουν το χάσµα ανάµεσα στις δυο πλευρές. Τελευταίος ιδαλγός µιας άλλης αντίληψης και λογικής υπήρξεν ο αγωνιστής συνδικαλιστής και δηµοσιογράφος Ντερβίς Καβάζογλου, άνθρωπος που µε περισσή παρρησία ξεσκέπασε το ρόλο της κυρίαρχης τουρκοκυπριακής κάστας. ∆ολοφονήθηκε κι αυτός άνανδρα από τις συµµορίες του Ραούφ Ντενκτάς στις αρχές Απριλίου 1965, µέσα στο αυτοκίνητο του µαζί µε το φίλο του και συναγωνιστή του Κώστα Μισιαούλη. Όµως αυτά και ορισµένα ακόµα πραγµατικά περιστατικά που συνεχίζονται µέχρι και τις µέρες µας, δεν ανατρέπουν την κυρίαρχη εικόνα της ολικής ή µερικής ταύτισης όλων σχεδόν των πολιτικών φορέων και σχηµατισµών, αλλά και της συντριπτικής πλειοψηφίας των Τούρκων πολιτών µε το παντουρκιστικό και κεµαλικό ιδεώδες. Πώς αλήθεια αντιµετώπισαν και αντιµετωπίζουν οι Έλληνες (Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριοι) πολιτικοί και πολίτες την απαράδεκτη αυτή κατάσταση και ποια στάση κρατούν απέναντι της; Είναι ήδη αρκετές, φρονώ, οι αναφορές που έχω παραθέσει σε διάφορα κείµενα µου σχετικά µε τη στάση των πολιτικών µας σχηµατισµών, αλλά και του ίδιου του λαού µας, απέναντι στις τουρκικές ενέργειες και προκλήσεις. Εδώ είναι όµως χρήσιµο, να ξαναεπισηµανθούν ορισµένα πράγµατα. Ανεξάρτητα από το ότι η συντριπτική πλειοψηφία του λαού µας, µέχρι τουλάχιστον το 1959, έβλεπε το Κυπριακό ως αλυτρωτικό πρόβληµα που επικεντρωνόταν στον συλλογικό πόθο για «ένωση της Κύπρου µε τη µητέρα Ελλάδα», η στάση ορισµένων πολιτικών σχηµατισµών, κάποιων µειοψηφικών κοινωνικών οµάδων και — κυρίως — των ελληνικών κυβερνήσεων και της ηγεσίας της αριστεράς σε Ελλάδα και Κύπρο ήτανε όχι µόνο αντιφατική αλλά και εξ αντικειµένου αντίθετη µε τα ευρύτερα συµφέροντα του ελληνικού έθνους ως συνόλου. Με εντυπωσιακή ενάργεια, στην ιστορική συνεδρίαση της Βουλής την 25η Φεβρουαρίου 1959, όπου συζητήθηκε η πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση Κ. Καραµανλή, ο αρχηγός των Φιλελευθέρων, Σοφοκλής Βενιζέλος, αποτυπώνει τη συµπεριφορά της συγκεκριµένης ελληνικής κυβερνήσεως: «Ο κ. Υπουργός των Εξωτερικών, ηµπορεί να υπερηφανεύεται εάν χάριν µιας δήθεν διπλωµατικής επιτυχίας εσφαγίασε τα απαράγραπτα δικαιώµατα των Κυπρίων, και δια διεθνούς πράξεως απηµπόλησεν εις το διηνεκές την ένωσιν της Κύπρου µε την Ελλάδα. Εάν φιλοδοξία του ήτο να γίνη ο ενταφιασµός της ιεράς αυτής υποθέσεως το επέτυχεν εις το ακέραιον. Θα µας αντιτάξη ο κ. Υπουργός ότι έναντι των γενοµένων υποχωρήσεων και θυσιών επετύχοµεν την ανεξαρτησίαν της Κύπρου. Μόνον άνθρωποι οι οποίοι έχασαν κάθε έννοιαν πραγµατικότητος ηµπορούν να ισχυρισθούν ότι πρόκειται περί ανεξαρτήτου Κράτους. Μέχρι τίνος εθεωρείτο απαράδεκτος και αυτή ακόµη η ηγγυηµένη ανεξαρτησία, ενώ την στιγµήν αυτήν δι’ επισήµου πράξεως της Ελληνικής Κυβερνήσεως υπεγράψαµεν την αλυσοδεµένην πλέον ανεξαρτησίαν. Ο ισχυρισµός του κ. Υπουργού των Εξωτερικών ότι εάν εγένοντο τοιαύτης εκτάσεως παραχωρήσεις προς τους Τούρκους οφείλεται εις το γεγονός, ότι η Κύπρος απέχει µόνον 40 µίλια από τας τουρκικός οκτάς είναι παιδαριώδης διότι εν τοιαύτη περιπτώσει όλαι αι νήσοι του Αιγαίου αι γειτνιάζουσαι προς την Μ. Ασίαν θα έπρεπε να παραχωρηθούν εις την Τουρκίαν, δοθέντος ότι µερικαί εξ αυτών ευρίσκονται εις απόστασιν κάτω των 2 µιλίων, χωρίς να λάβωµεν υπ’ όψιν, ότι µεταξύ των δυο χωρών υπάρχουν κοινά χερσαία σύνορα. Και ποια ανάγκη επέβαλε προς εξευµενισµόν των Τούρκων να προβώµεν εις εξευτελιστικάς υποχωρήσεις προς δηµιουργίαν ενός αλλοπρόσαλλου καθεστώτος ανεξαρτησίας που µοιραίως θα οδήγηση εις συνεχείς προστριβάς µεταξύ των δυο Κοινοτήτων; ∆εν ήτο επαρκής κατοχύρωσις προς εξασφάλισιν της τουρκικής µειονότητας η παρουσία των Αγγλικών στρατευµάτων; Όταν εδόθη καθεστώς αυτονοµίας εις την ιδιαιτέραν µου πατρίδα µε παρουσίαν στρατευµάτων των προστάτιδων δυνάµεων µετά την επανάστασιν του 1897 δεν υπήρχεν ουδείς περιορισµός εις την Κυβέρνησιν της νήσου και η µόνη εκπροσώπησις της τουρκικής επικυριαρχίας συνίστατο εις µίαν τενεκεδένιαν σηµαίαν που υψούτο σ’ ένα µικρό νησάκι εις την είσοδο του κόλπου της Σούδας. Και δεν επρόκειτο περί ανεξαρτήτου Κράτους το δε ποσοστόν του τουρκικού πληθυσµού εν Κρήτη ήτο µεγαλύτερον από το σηµερινόν ποσοστόν των Τούρκων εν Κύπρω. Εφ’ όσον η Κυβέρνησις ήτο αποφασισµένη να εγκατάλειψη την αυτοδιάθεσιν και να προχώρηση εις το κλείσιµον του ζητήµατος είχε πλείστας ευκαιρίας να αναλάβη τας ευθύνας της και να αποδεχθή τας κατά καιρούς προταθείσας λύσεις Χάρντιγκ-Ράντγκλιφ, κατά πολύ εθνικώς συµφερωτέρας από την υπογραφείσαν σήµερον, δια της οποίας καθιστούµε τους Τούρκους συγκυρίαρχους της νήσου 36 ολόκληρα χρόνια µετά την συνθήκην της Λωζάνης οπότε η ηττηµένη Ελλάδα επέτυχε δήλωσιν της Τουρκίας ότι παραιτείται οιασδήποτε αξιώσεως επί της Κύπρου. Αλλά και αυτό ακόµη το σχέδιο Μακ Μίλλαν ίσως ήταν ολιγώτερον οδυνηρόν από το σηµερινό κατασκεύασµα. Και έρχεται η Κυβέρνησις κατόπιν µιας ολέθριας επί 4 περίπου έτη διαχειρίσεως να µας είπη ότι εις ο σηµείον περιήλθαν τα πράγµατα, δεν ήτο δυνατόν άλλως γενέσθαι. Οµοιάζει τρόπον τινά η Κυβέρνησις προς ιατρόν, όστις λόγω κακής διαγνώσεως και εσφαλµένης θεραπείας του ασθενούς πελάτου, προεκάλεσε γάγγραινα συνεπεία της οποίας ηναγκάσθη να αποκόψη τα άκρα δια να σώση τον κορµόν. Αυτό είναι το τυπικόν παράδειγµα ενώπιον του οποίου ευρισκόµεθα σήµερον. Αντί να θριαµβολογή η Κυβέρνησις θα ηδύνατο να επικαλεσθή µίαν µόνον δικαιολογίαν, ότι προέβη εις µίαν ταπεινωτικήν συνθηκολόγησιν, χάριν της διατηρήσεως της Ελληνοτουρκικής φιλίας. Κύριοι βουλευταί, εκ παραδόσεως ήµην θιασώτης της Ελληνοτουρκικής φιλίας και εφ’ όσον κατείχαν υπευθύνους θέσεις έδωσα δείγµατα της προσπάθειας την οποίαν κατέβαλαν προς περαιτέρω σύσφιγξιν των δεσµών µεταξύ των δύο χωρών. Ελλάς και Τουρκία εις υψηλούς τόνους διεκήρυσσον, ότι βάσις της εξωτερικής των πολιτικής ήτο η φιλία των δύο χωρών, την οποίαν επεσφράγισαν δια της υπογραφής των ο Ελευθ. Βενιζέλος και ο Κεµάλ Ατατούρκ. ∆υστυχώς τα τελευταία γεγονότα λόγω Κύπρου απέδειξαν πόσον σαθρά υπήρξεν η φιλία αυτή τουλάχιστον από της άλλης πλευράς και διερωτώµαι εάν είναι πλέον δυνατή η αναβίωσίς της, εφ’ όσον η Τουρκία τόσον επιµόνως αντετίθετο εις την ιδέαν ότι ήτο δυνατόν η σύµµαχος Ελλάς να καταλάβη την νήσον, εις ην περίπτωσιν εδίδετο κάποτε εις τον Κυπριακόν λαόν η ευκαιρία ασκήσεως του δικαιώµατος της αυτοδιαθέσεως, φιλία δεν είναι δυνατόν να ύπαρξη. Η φιλία αποδεικνύεται ετεροβαρής και ανύπαρκτος εφ’ όσον τόσον µεγάλη δυσπιστία υπάρχει εκ µέρους του ενός συµβαλλοµένου προς τον έτερον... Θα υπήρχε και µια άλλη δικαιολογία, ότι η Κυβέρνησις λόγω των γενικώτερων συµφερόντων του ∆υτικού κόσµου ηναγκάσθη να υποκύψη εις την επιβληθείσαν συνθηκολόγησιν. Αλλ’ εν τοιαύτη περιπτώσει δεν νοµίζετε, κ. Πρόεδρε της Κυβερνήσεως, ότι είχατε υποχρέωσιν να ενηµερώσετε την αντιπολίτευσιν, δοθέντος ότι από του 1938 είχε θεσπισθή, ότι η εξωτερική πολιτική είναι κοινή; Εις την τελευταίαν αυτήν περίπτωσιν αντί να θριαµβολογήτε θα έπρεπεν ευθαρσώς να δηλώσετε, ότι ενώπιον των κρισίµων στιγµών και εν όψει των συνοµιλιών της ∆ύσεως µε την Σοβ. Ένωσιν, ηναγκάσθητε να προβήτε εις θυσίας προς εξασφάλισιν της ενότητας εντός της Ατλαντικής Συµµαχίας. Αλλ’ ασφαλώς δεν πρόκειται περί αυτού και καταπλήσσεται κανείς προ της βροχής των ανταλλασσοµένων συγχαρητηρίων και επαίνων εκ µέρους υπευθύνων και ανεύθυνων παραγόντων. Και όλη αυτή η σκηνοθεσία συντελείται δια να εµφάνιση η Κυβέρνησις νέους θριάµβους προς διατήρησίν της εις την Αρχήν.
Κύριοι βουλευταί, είναι τραγική η περίπτωσις του Κυπριακού Λαού, όστις αποδυθείς εις ένα ηρωικόν αγώνα δια την ελευθερίαν του, βλέπει τας ελπίδας του διαψευδοµένας κατά τον πλέον τραγικόν τρόπον και εξεγείρεται η συνείδησις των αγωνιστών, διότι το χυθέν αίµα και αι θυσίαι επήγαν επί µαταίω, λόγω κακής διαχειρίσεως του όλου ζητήµατος. ∆εν θα ήτο υπερβολή να είπω, ότι ο Κυπριακός Λαός ηγωνίσθη δια να νικήση τελικώς η Τουρκία». Στον ίδιο παρονοµαστή από διαφορετική αφετηρία οδηγείται και η ελληνοκυπριακή — κυρίως — αριστερή πολιτική ηγεσία που από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης της, αντιτάχθηκε µε τον Α ή Β τρόπο στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου8. Πολύ αργότερα η ελληνοκυπριακή αριστερά κάτω από την πίεση των πραγµάτων αλλά περισσότερο των ίδιων της των οπαδών θα αποστεί από τις απαράδεκτες αρχικές της θέσεις και θα υιοθετήσει απόψεις που ταυτίζονται µε την αυτοδιάθεση-ένωση, που ήταν — άλλωστε — οι απόψεις όλων των Ελληνοκυπρίων συµπεριλαµβανοµένων — φυσικά — και των κοµµουνιστών9. Μια πολύ χαρακτηριστική εικόνα των παραπάνω µας δίνει ο Τσαρλς Φόλεϋ: «... σε καµιά από τις κοµµουνιστικές συγκεντρώσεις δεν υπήρχε ίχνος ερυθρού. Οι σύντροφοι κρατούσαν ελληνικές σηµαίες µε σταυρούς πάνω στο κοντάρι, οι επόπτες φορούσαν γαλανόλευκα περιβραχιόνια. Το πλήθος, κυρίως νέοι, φώναζε «Ε-ΝΩ-ΣΙΣ» — ένωση όχι βέβαια µε την Σοβιετική Ένωση αλλά µε τη µοναρχοφασιστική Ελλάδα όπου ο κοµµουνισµός ήταν παράνοµος και οι οπαδοί του σάπιζαν στις φυλακές»10. Η ενωτική πολιτική όµως της ηγεσίας του ΑΚΕΛ, όπως τα γεγονότα στη συνέχεια απέδειξαν δεν ήταν γνήσια αλλά προϊόν ανάγκης. Γι’ αυτό και κατήγγειλε ή απείχε από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1955-59, χρησιµοποιώντας διάφορα προσχήµατα που αδυνατούσαν πια να συγκαλύψουν τον βαθύτατα µεταπρατικό και εξαρτηµένο χαρακτήρα της. Η οργανική ανεπάρκεια της παραδοσιακής αριστεράς να κατανοήσει τον αµφίσηµο χαρακτήρα του εθνικισµού και να µπορέσει περνώντας µέσα από τις συµπληγάδες των ιδιαιτεροτήτων, να διακρίνει ανά περίπτωση τα θετικά ή αρνητικά του στοιχεία, αποτυπώνεται, ανάγλυφα — θα έλεγα —, στο Κυπριακό και ιδιαίτερα στη στάση που κράτησε στη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, αδυνατώντας να ερµηνεύσει επιστηµονικά το φαινόµενο ∆ιγενής. Πώς δηλαδή αυτός που η αριστερά στην Ελλάδα τον θεωρούσε «αρχηγό της προδοτικής οργάνωσης Χ» και λίγο-πολύ όργανο των ξένων, να είναι για τον Ελληνισµό της Κύπρου ο «γέρος», ο µπροστάρης και η ψυχή του αγώνα για την αυτοδιάθεση-ένωση της Κύπρου µε την Ελλάδα. Έτσι λοιπόν από διαφορετικούς δρόµους συντηρητικές κυβερνήσεις και ηγεσίες της αριστεράς, τα δυο φερόµενα «άκρα» της ελληνικής πολιτικής σκηνής, κατέληγαν και καταλήγουν στον ίδιο παρονοµαστή. Την προσπάθεια ένταξης ενός γνήσιου δηµοκρατικού δικαιώµατος για την αυτοδιάθεση της Κύπρου στα ιδιοτελή συµφέροντα της µεταπρατικής τους ιδεολογίας. Το βάθος αυτής της σύγκλισης, όπως τα ίδια τα γεγονότα θα βεβαιώσουν είναι πολύ µεγαλύτερο απ’ όσο µια πρώτη προσέγγιση δείχνει. Οι ρίζες της µεταπρατικής ιδεολογίας είναι πολύ βαθιές και µόνον οι ανιστόρητοι αιφνιδιάζονται όταν σήµερα τις βλέπουν να ξεκινάν από τους νέους ηγέτες της αριστεράς ∆. Χριστόφια και Α. Παπαρηγα για να καταλήξουν στον Γ. Βασιλείου και τον Κ. Μητσοτάκη.

ΙΙΙ. ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ, ∆ΙΕΘΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

Η ανάδειξη του Κυπριακού ως πρωταρχικού εθνικού µας θέµατος παρουσιάζει επιπρόσθετα και µιαν άλλη θεωρητική και πρακτική πτυχή. Ότι θέτει άµεσα στο στόχαστρο όλες τις απόψεις και θεωρίες για τον πατριωτισµό, τον εθνισµό, τον εθνικισµό, το διεθνισµό και το εθνικό πρόβληµα. Είναι ζήτηµα αν και σήµερα ακόµα υπάρχουν οι αναλύσεις εκείνες που χωρίς να κάνουν ιδεολογική χρήση των ιστορικών πεπραγµένων µπορούν έστω και κατά προσέγγιση να ανιχνεύσουν ικανοποιητικά τα προβλήµατα αυτά. Και αν αυτό ισχύει για απόψεις και θεωρίες που έχουν µια κατά βάση εθνιστική οπτική — και άρα βρίσκονται σε µια πορεία θετικού προσδιορισµού τους — η κατάσταση αγγίζει τα όρια του τραγικού για όλες εκείνες τις αντιλήψεις που καθηλώθηκαν στη διεθνιστική αφετηρία που µπορεί να συνοψιστεί στην περίφηµη µαρξική και αναρχική ρήση ότι «οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα»11. Ανήκοντας σε εκείνους από το χώρο της ελληνικής αριστεράς που αφετηριακά πολέµησαν12 ως αβάσιµη επιστηµονικά και ανιστόρητη την παραπάνω άποψη διαπίστωσα µέσα από διαδοχικές προσεγγίσεις ότι το εθνικό ζήτηµα αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα όχι µόνο της δικής µας αριστεράς, αλλά και των πλείστων παλαιών και νέων σχηµάτων που γεννήθηκαν κάτω από την επίδραση µαρξικών ή αναρχικών θεωριών. Είναι τραγική, αλλά και αληθινή συνάµα η διαπίστωση ότι ολόκληρος σχεδόν ο χώρος που εκτείνεται από τους οπαδούς του τριτοδιεθνιστικού σοσιαλισµού µέχρι και τη σοσιαλδηµοκρατία ή τα αναρχικά και τεταρτοδιεθνιστικά άκρα, αδυνατεί να κατανοήσει την πραγµατικότητα ότι η πατριωτική-εθνική συνείδηση ήταν και είναι κάτι απτό, υλικό, που ήταν και είναι πολύ πιο σταθερό και ισχυρό από τη µεταβλητή και ρευστή κοινωνική συνείδηση, πάνω στην οποία στηρίχθηκε µανιχαϊστικά η εσχατολογική αντίληψη για τους προλετάριους που δεν έχουν πατρίδα. Κι ας επιβεβαιώνει η ίδια η ζωή καθηµερινά την αγεφύρωτη αντίθεση ανάµεσα στη θεωρία και την ιστορική πραγµατικότητα. Πραγµατικότητα που πολύ αδρά επικυρώνει το γεγονός ότι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από το σε ποια κοινωνική τάξη ανήκουν, γεννιούνται από συγκεκριµένους και φυλετικά προσδιορισµένους γονείς φορείς µιας ορισµένης γλώσσας, θρησκείας και κουλτούρας, µεγαλώνουν βιώνοντας την καθηµερινότητα σε ένα συγκεκριµένο ιστορικό και γεωγραφικό χώρο ο οποίος αµετάκλητα τους σφραγίζει θετικά και αρνητικά µε προτερήµατα, ελαττώµατα και διάφορα «πιστεύω», και ότι ο χώρος αυτός, που δεν είναι άλλος από την πατρίδα τους στην οποία ζουν, εργάζονται, ερωτεύονται, παντρεύονται και πεθαίνουν, έχει γι’ αυτούς εκείνο το µοναδικό-ανεπανάληπτο στοιχείο που λειτουργεί από ένα σηµείο και πέρα και ως στοιχείο συνειδητής επιλογής, δηλαδή στοιχείο αυτοπροσδιορισµού, αυτοδιάθεσης και ελευθερίας. Και αυτό χωρίς — φυσικά — να γίνεται καµιά υπερ-ιστορική προσέγγιση που θα ήθελε να ταυτίσει το σύγχρονο συγκεντρωτικό κράτος µε το έθνος, και χωρίς — φυσικά — να παραγνωρίζονται τα χρονικά όρια που το φαινόµενο εµφανίζεται ιστορικά, κάνοντας διακριτά τα σηµεία διαφοροποίησης από τις ανεπαρκείς αντιλήψεις που ταυτίζουν το έθνος µε τη φυλή ή που το αντιλαµβάνονται ως αµιγές προϊόν της βιοµηχανικής κοινωνίας. Ο εθνικισµός δεν ταυτίζεται ούτε χρονικά, ούτε περιεχοµενικά µε τον πατριωτισµό. Οι ρίζες του πατριωτισµού είναι πολύ βαθιά χαµένες στο χρόνο. Αλλά και στην πιο πρόσφατη περίοδο όπου ο εθνικισµός και ο πατριωτισµός συνυπάρχουν, ο εθνικισµός αποτελεί εν µέρει ξεχωριστή — ειδική κατηγορία πατριωτισµού, που έχει πολλά κοινά αλλά και πολλά αποκλίνοντα στοιχεία µε τον πατέρα του. Στοιχεία που καθορίζονται εν πολλοίς από τη σύγχρονη ιστορική, κοινωνική, πολιτική, εκπαιδευτική, οικονοµική και πολιτισµική πραγµατικότητα των τριών τελευταίων αιώνων. Αν η βαθιά αγάπη των ανθρώπων για τον τόπο τους είναι στοιχείο φανταστικό ή αρνητικό, αν η συνείδηση ότι το χώµα που σκεπάζει τα κόκαλα των προγόνων τους και αποτελεί διαχρονικό στίγµα της ύπαρξης τους (Αυτό το χώµα είναι δικό τους και δικό µας)13, είναι στοιχείο φανταστικό ή αρνητικό, αν η επίγνωση ότι η κοινή ιστορία τους ως παρελθόν και παρόν καθορίζει — σε µεγάλο βαθµό — και το πεπρωµένο τους ως µέλλον είναι στοιχείο φανταστικό ή αρνητικό, αν η εµµονή τους στα κοινά ήθη και έθιµα είναι στοιχείο φανταστικό ή αρνητικό, αν η διαπίστωση ότι µόνο η µητρική τους γλώσσα µπορεί να δώσει και να εκφράσει ό,τι πιο άθλιο και µεγαλειώδες περικλείει ο ψυχικός τους κόσµος είναι στοιχείο φανταστικό ή αρνητικό, αν η φράση του πολύγνωµου Οδυσσέα «είπε µοι, ει ετεόν γε φίλην ες πατρίδ’ ικάνω»14, δεν είναι εντελώς ίδια µε αυτήν που είπε, λέει και θα πει κάθε πρόσφυγας, ξενιτεµένος ή ξεριζωµένος, κάθε Αρµένιος, Παλαιστίνιος, Κούρδος ή Ελληνοκύπριος µόλις ξαναντικρίσει τη γη των πατέρων του, τότε πραγµατικά έχουµε να κάνουµε µε µια γιγαντιαία υπέρ του πατριωτισµού απάτη, που µας ταλαιπωρεί από τότε που η ανθρωπότητα πέρασε από την προϊστορία στην ιστορία. Αυτή η ουσιαστική λοιπόν ταύτιση των ανθρώπων µε το χώρο στον οποίο ζουν, τον πολιτισµό που από κοινού βιώνουν και συνδιαµορφώνουν, την κοινή παιδεία (...Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ηµετέρας η τους της κοινής φύσεως µετέχοντας)15, αλλά και η συνείδηση και βούληση να τα διεκδικούν ως πυρηνικά στοιχεία της ανθρώπινης (ατοµικής και συλλογικής) ταυτότητας τους, αποτελεί το πλέον υλικό-υλιστικό στοιχείο της υπάρξεως τους και αυτό ακριβώς το στοιχείο προσπάθησαν και προσπαθούν να αναιρέσουν οι σταυροφόροι του «διεθνισµού» ερχόµενοι σε πλήρη διάσταση µε την πραγµατικότητα και την επιστήµη. Επεδίωξαν, µε δυο λόγια, να θέσουν κάτω από µια λογική ιδεολογικής προκατασκευής, αυτό που αποτελούσε στοιχείο άρνησης των προκατασκευών στοιχείο διαφορετικότητας και ελευθερίας, αυτό που αναγκαστικά λόγω της αφετηριακά πλουραλιστικής του βάσης και ποικιλοµορφίας αποτέλεσε το ιστορικό φρένο στα χιτλερικά και σταλινικά ολιστικά πρότυπα. Γι’ αυτό και είναι εύστοχη η διαπίστωση του Tom Nairn ότι: «Η θεωρία του εθνικισµού αντιπροσωπεύει τη µεγάλη ιστορική αποτυχία του µαρξισµού. Μπορεί να είχε και άλλες, και ορισµένες από αυτές να υπήρξαν αντικείµενο διαµάχης σε µεγαλύτερο βαθµό: Οι ανεπάρκειες του µαρξισµού πάνω στον ιµπεριαλισµό, το κράτος, την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και την εξαθλίωση των µαζών είναι ασφαλώς παλαιά πεδία µαχών. Ωστόσο, κανένα από αυτά δεν είναι τόσο σηµαντικό, τόσο θεµελιώδες όσο το πρόβληµα του εθνικισµού, τόσο στη θεωρία όσο και στην πολιτική πρακτική»16. Αυτή τη µεγάλη ιστορική αποτυχία του µαρξισµού εντοπίζει και ο Έρνεστ Γκέλλνερ, όταν µε εξαιρετική γλαφυρότητα και βρετανικό χιούµορ γράφει χαρακτηριστικά: «Ακριβώς όπως οι εξτρεµιστές Σιίτες µουσουλµάνοι διατείνονται πως ο Αρχάγγελος Γαβριήλ έκανε λάθος δίνοντας το Μήνυµα στον Μωάµεθ, ενώ αυτό προοριζόταν για τον Αλί, έτσι και οι µαρξιστές αρέσκονται κατά βάσιν να νοµίζουν πως το πνεύµα της ιστορίας ή η ανθρώπινη συνείδηση έκανε µια τροµερή γκάφα. Το αφυπνιστικό µήνυµα προοριζόταν για τις τάξεις, λόγω όµως κάποιου τροµερού ταχυδροµικού λάθους δόθηκε στα έθνη. Είναι τώρα αναγκαίο οι στρατευµένοι επαναστάτες να πείσουν το λανθασµένο παραλήπτη να παραδώσει το µήνυµα µαζί µε το ζήλο που αυτό γεννά στο δικαιούχο παραλήπτη για τον οποίο προοριζόταν. Η απροθυµία τόσο του δικαιούχου όσο και του σφετεριστή παραλήπτη να εκπληρώσουν αυτή την επιταγή προκαλεί και ερεθίζει πολύ τον ακτιβιστή»17. Όµως «παρ’ όλο που η έκρηξη στην Ανατολική Ευρώπη έθεσε για άλλη µια φορά επί τάπητος το πρόβληµα της αυτοδιάθεσης των λαών, εν τούτοις οι ηγεσίες της αριστεράς, µένοντας αγκυλωµένες στη λογική των παραδοσιακών τους αναλύσεων, ερµήνευσαν τα γεγονότα µε βασικό κριτήριο την πολιτική και οικονοµικοκοινωνική διάσταση, παραγνωρίζοντας για άλλη µια φορά την εθνική-πολιτισµική. Είδαν δηλαδή πάλι τα ζητήµατα από τη µια πλευρά τους. Κι όµως, η έναρξη της οριστικής κρίσης των ανατολικών καθεστώτων ήταν η επιβεβαίωση της µειοψηφικής στην αριστερά άποψη ότι ο αιώνας µας είναι αιώνας κυρίως του εθνισµού και του κρατισµού. Είναι αιώνας, για να θυµηθούµε τα λόγια του Φρειδερίκου Ένγκελς, που δίνει το δικαίωµα στους Πολωνούς εργάτες να είναι πρώτα εθνικιστές και ύστερα διεθνιστές. Γιατί δεν µπορείς να εκφράσεις ουσιαστική διεθνιστική αλληλεγγύη όταν έχεις χάσει ολοκληρωτικά την εθνική σου ευαισθησία, όταν κωφεύεις ή σιωπάς για τα όσα συµβαίνουν σε χιλιάδες αδέλφια σου στην Κύπρο ή στην Αλβανία»18. Αυτά είναι, κατά τη γνώµη µου, τα βασικά στοιχεία βάσει των οποίων µπορεί να γίνει µια αφετηριακή κατ’ αρχήν προσέγγιση του εθνικού φαινοµένου. Γιατί από εκεί και πέρα οι δρόµοι είναι πολύπλοκοι, αµφίδροµοι και σκολιοί. Κανένα, ίσως, άλλο φαινόµενο δεν αποτελεί κυριολεκτικά ζωντανή αντίφαση, όσο αυτό. Και σε κανένα άλλο, οι «δυο» πλευρές των πραγµάτων, το «αφ’ ενός» και το «αφ’ ετέρου», δεν σµίγουν και δεν συγκρούονται µε τους πιο διαφορετικούς και ιδιόµορφους όρους. Πατριωτικός, φιλελεύθερος, δηµοκρατικός, σοσιαλιστικός, εθνικοαπελευθερωτικός, ρατσιστικός, φασιστικός, εθνικοσοσιαλιστικός, ο εθνικισµός, αλλά και το εθνικό φαινόµενο στις ευρύτερες του προεκτάσεις, υφίσταται ως ένα δυναµικό σύνολο υπαρκτών εκδοχών που εξαιρετικά δύσκολα µπορούµε να το καταγράψουµε και ακόµα δυσκολότερα να το αποτιµήσουµε στη βαθύτερη λογική και λειτουργία του. Έκφραση συντηρητική αλλά και ριζοσπαστική, µετριοπαθής αλλά και εξτρεµιστική, εξουσιαστική αλλά και απελευθερωτική, µε πολλές φωτεινές και σκοτεινές πλευρές, αποτελεί ένα από τα στοιχεία κλειδιά που ερµηνεύουν την ανθρώπινη ιστορία από το χρονικό σηµείο που οι έννοιες του κοινού τόπου-εστίας και του κοινού βίουπεπρωµένου, αποτελούν σταθερούς άξονες των ανθρωπίνων κοινωνιών. Αυτό, το αξεδιάλυτο κουβάρι των σχεδιασµών, των λόγων, της πρακτικής και των φαντασιώσεων που συνθέτει την πορεία, τόσο των µοναχικών ατόµων, όσο και των ευρύτερων συνόλων, προσπάθησε να εντάξει σε µιαν αφαιρετική ολιστική οπτική η παραδοσιακή («συντηρητική» και «ανανεωτική») ιδιαίτερα αριστερά, µε αποτέλεσµα να υποβιβάσει αφάνταστα τη θεωρητική έρευνα και να στιγµατισθεί αµετάκλητα ως ιδεολογικός στυλοβάτης της µετατροπής της ΕΣΣ∆ και των δορυφόρων της σε απέραντη φυλακή εθνών και λαών. Για έναν ολόκληρο αιώνα, άπαντα, σχεδόν, τα πλειοψηφικά µαρξιστικά ρεύµατα αντιµετώπισαν µε έναν πρωτοφανή ιδεοληπτικό-αντιεπιστηµονικό τρόπο το εθνικό ζήτηµα θεωρώντας το λίγοπολύ ως ιδιόρρυθµο φαινόµενο παθολογίας της ανθρώπινης ιστορίας, ως µη υπαρκτή αλλά φαντασιακή κατάσταση, ως µη αρτιµελές τέκνο της ανθρώπινης εξέλιξης, που η αντικειµενική πορεία του καλπάζοντας καπιταλισµού και του επερχόµενου κοµµουνισµού, θα πετάξει αργά ή γρήγορα στον Καιάδα της ιστορίας, ως σύγχρονος Σπαρτιάτης. Και είναι αλήθεια ότι µια σειρά επιφανών µαρξιστών, προεξάρχοντος του Β.Ι. Λένιν, προσπάθησαν να αποφύγουν τα άκαµπτα αιτιοκρατικά σχήµατα, επιχειρώντας µια διάκριση ανάµεσα στα καταπιεστικά και καταπιεζόµενα έθνη, ένα διαχωρισµό του «εθνικισµού των καταπιεστών» από τον «εθνικισµό των καταπιεσµένων». Αυτό όµως δεν έγινε στη λογική µιας προσέγγισης µε αυστηρά επιστηµονικά κριτήρια και ανοιχτή, χωρίς προκαταλήψεις, µατιά περί το πρόβληµα, αλλά ως αναγκαστική πολιτική παραδοχή, ως αναγκαίος πολιτικός ελιγµός συµπόρευσης µε αυτόν τον εξ αγχιστείας υπάρχοντα — δυστυχώς — συγγενή, που όµως η ιστορική εξέλιξη — ευτυχώς — αναπότρεπτα θα εξαφανίσει. Μέχρι τότε το εθνικό φαινόµενο και τα έθνη θα έπρεπε να παραµένουν υποµονετικά στο περιθώριο της πάλης των τάξεων, δεχόµενα µε ευγνωµοσύνη, ενίοτε, έναν δευτεραγωνιστικό ρόλο, όταν τα συµφέροντα του προλεταριάτου και της παγκόσµιας επανάστασης θα επέτρεπαν την υπό όρους συνδροµή και των «κατ’ ανάγκην συγγενών» κατά του κυρίως αντιπάλου. Ιδεοληψία-εσχατολογία και κοντόθωρος τακτικισµός. Αυτά είναι τα δυο λαµπρά κοµµουνιστικά επιτεύγµατα ως «στρατηγική σύλληψη» και ως «πρακτική αντιµετώπιση» ενός φαινοµένου που σε µεγάλο βαθµό καθόρισε, καθορίζει και θα καθορίζει το πεπρωµένο της ανθρωπότητας. Κι όµως, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, θα µπορούσε να στηριχθεί και σε µιαν άλλη πλευρά — αναµφίβολα µειοψηφική — της ίδιας όµως της παραδόσεως της19, που κατά τα φαινόµενα αγνοεί. Γιατί, είναι γεγονός, ότι η εναγώνια προσπάθεια κατανόησης της ιστορικής πραγµατικότητας, οδήγησε έναν αυθεντικό διεθνιστή που έφερνε το όνοµα Καρλ Μαρξ να γράψει στις 16 Μαρτίου 1868 στον Φρειδερίκο Ένγκελς ότι: «Ο τρόπος µε τον οποίο οι Άγγλοι µεταχειρίζονται σήµερα στην Ιρλανδία τους πολιτικούς κρατούµενους ή ακόµα και εκείνους που είναι µόνο ύποπτοι ή εκείνους που καταδικάστηκαν µόνο σε φυλάκιση (όπως ο Pigott του Irishman και ο Sullivan των News) ξεπερνά πραγµατικά ό,τι γίνεται στην Ευρώπη εκτός από τη Ρωσία. Τα παλιόσκυλα!», τον Ένγκελς να του απαντά στις 24 Οκτωβρίου 1869, ότι: «Από την ιρλανδική ιστορία φαίνεται τι συµφορά είναι για ένα λαό να έχει υποτάξει έναν άλλο» και τον Μαρξ να του ανταπαντά στις 10 ∆εκεµβρίου 1869 ότι: «Μια βαθύτερη µελέτη µε έπεισε όµως για το αντίθετο. Η αγγλική Working clan δεν θα κάνει ποτέ τίποτα προτού ελευθερωθεί η Ιρλανδία. Από την Ιρλανδία πρέπει να ξεκινήσουµε»20. Τι άλλο από αναίρεση των αφηρηµένων διεθνιστικών γενικοτήτων είναι οι συγκεκριµένες αυτές αναφορές, ενδεικτικές των αξεπέραστων αντιφάσεων του ίδιου του Μαρξ21 που εκών άκων «βυθίζεται και αυτός στον εθνικιστικό βούρκο», υπερασπίζοντας — σωστά — τους Ιρλανδούς πατριώτες, όπως — άλλωστε — και η άλλη µεγάλων διαστάσεων πρωτοδιεθνίτικη φυσιογνωµία ο Μιχαήλ Μπακούνιν έκανε συµµετέχοντας άµεσα στο ιταλικό Risorgimento, το µεγάλο αυτό εθνικό κίνηµα που οδήγησε στην ιταλική ενοποίηση22, τον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα των Πολωνών πατριωτών και των άλλων καταπιεσµένων σλαβικών εθνοτήτων που από την αρχή υπεράσπισε µε την περίφηµη ∆ιακήρυξη προς τους Σλάβους που έγραψε το 1848, δίνοντας έτσι µιαν άµεση απάντηση στις διαφορετικές, ανερµάτιστες προσεγγίσεις των Μαρξ-Ένγκελς. Το έθνος, όπως τυπικά οι περισσότεροι παραδέχονται, είναι µια σύνθετη δυναµική ιστορική κατηγορία. Αυτό σηµαίνει ότι είναι ένα φαινόµενο που γεννιέται, αναπτύσσεται και εξελίσσεται µέσα σ’ ένα συγκεκριµένο χρονικό πλαίσιο, αλλά όχι ενιαία ή γραµµικά, όπως ενδεχόµενα πολλοί φαντάζονται. Η κοινότητα εδάφους, γλώσσας, θρησκείας, οικονοµικής ζωής και ψυχοσύνθεσης, κοινότητα που εκδηλώνεται µέσα από τη διαλεκτική σύνθεση του εθνικού και κοινωνικού βίου, µέσα από την κοινότητα του εθνικού πολιτισµού δεν είναι σε καµιά περίπτωση στοιχεία που σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση λειτουργούν ισόποσα και γραµµικά ή που πάντα αναγκαστικά πρέπει να συνυπάρχουν. Εύστοχα στο σηµείο αυτό, το τόσο κρίσιµο, ήδη από τα τέλη του περασµένου αιώνα ο Ερνέστος Ρενάν στην περίφηµη διάλεξη του στη Σορβόννη το 1882, µε θέµα Τι είναι έθνος;, αποσαφήνιζε ότι ούτε η γεωγραφία, ούτε η φυλή, ούτε η γλώσσα, ούτε η θρησκευτική συγγένεια, ούτε τα συµφέροντα, ούτε οι στρατιωτικές ανάγκες, είναι από µόνα τους ικανά για να προσδιορίσουν την έννοια του έθνους. Η έλλειψη κοινότητας εδάφους δεν εξαφάνισε από το πρόσωπο της γης το εβραϊκό έθνος. Η ύπαρξη τριών διαφορετικών γλωσσών λ.χ. δεν εµπόδισαν τους Ελβετούς να συγκροτηθούν σ’ ένα έθνος. Κι όµως όλοι µας γνωρίζουµε πόσο εξαιρετικά σηµαντικό στοιχείο είναι η γλώσσα. Ούτε ο διαχωρισµός σε καθολικούς και προτεστάντες, παρ’ όλη τη «φιλότιµη» προσπάθεια των Εγγλέζων ιµπεριαλιστών, δηµιούργησαν δυο ιρλανδικά έθνη. Για την Κύπρο λ.χ. πολλοί επικαλούνται το επιχείρηµα της έλλειψης οικονοµικής κοινότητας. Νοµίζω ότι προσεγγίζουν το ζήτηµα στατικά γιατί ναι µεν η οικονοµική κοινότητα είναι βασική προϋπόθεση για να υπάρξει κρατική ολοκλήρωση, αλλά αυτό δεν σηµαίνει ότι η έλλειψη της εξυπονοεί δυο διαφορετικά έθνη. Η Βόρεια και Νότια Ιρλανδία και πολύ περισσότερο οι δυο Κορέες, η Λ.∆. Κίνας και η Ταϊβάν, αλλά και µέχρι πριν λίγα χρόνια η Γερµανία και το Βιετνάµ δεν είχανε αναµεταξύ τους καµιάν οικονοµική κοινότητα ή εν πάση περιπτώσει λόγω διαφορετικών καθεστώτων είχανε µια πολύ περιορισµένη οικονοµική σχέση και συνάφεια. Μήπως αυτό σηµαίνει δυο διαφορετικά έθνη; Βάσει λοιπόν ποιας ηθικής και βάσει ποιου δικαίου, ποιου δηµοκρατικού δικαιώµατος και ποιας λογικής µπορεί µια µειονότητα της τάξης του 18%, που ήταν διασκορπισµένη σε ολόκληρη την Κύπρο, να διεκδικεί την ανακήρυξη της δια πυρός και σιδήρου σε ηγεµονική κοινότητα ενός νέου τουρκοκυπριακού κράτους, την ίδια στιγµή που η τουρκική άρχουσα τάξη αρνείται και αυτή την ύπαρξη πλέον των 15.000.000 Κούρδων, που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσµού στη Ν.Α. Μικρά Ασία. Στο σηµείο αυτό πρέπει να δώσουµε ιδιαίτερη προσοχή. ∆ιότι σκόπιµα η αυτοδιάθεση των λαών έχει εµπλακεί από τον ιµπεριαλισµό µε τα αναπαλλοτρίωτα δικαιώµατα των µειονοτήτων, τις οποίες χρησιµοποιεί ως «στρατηγικές µειονότητες». Το θέµα είναι εξαιρετικά λεπτό και απαιτεί προσεκτική και εις βάθος διερεύνηση. Το δικαίωµα της αυτοδιάθεσης των λαών συνδεδεµένο άµεσα και µε τη βασική δηµοκρατική αρχή της πλειοψηφίας δεν πρέπει να ταυτιστεί µε το επιτήδεια παρουσιαζόµενο ως τέτοιο ή περίπου τέτοιο δικαίωµα των µειονοτήτων, στην εθνική ταυτότητα, τη θρησκεία, τον πολιτισµό και άπαντα τα δηµοκρατικά δικαιώµατα. Η επιλεκτική και χωρίς αρχές χρήση αυθαίρετων κριτηρίων από την πλευρά των µεγάλων δυνάµεων, ανεξάρτητα από το ότι — πολλές φορές — καλύπτονται τυπικά από το γεγονός της «συναίνεσης» ευνουχισµένων κυβερνήσεων, δεν µπορεί παρά να λειτουργεί εις βάρος των λαών και της παγκόσµιας ειρήνης, στο βαθµό που υποδαυλίσει αποσχιστικές τάσεις που καταστρατηγώντας τη βασική δηµοκρατική αρχή της πλειοψηφίας θέτουν ζητήµατα πολυδιάσπασης και κατ’ επέκτασιν οµηρίας ενιαίων εθνικών χώρων. Πώς λοιπόν τολµούν να αυτοχαρακτηρίζονται ως δηµοκρατικές δυνάµεις αυτές που υιοθετούν την εγκυρότητα της ενσωµάτωσης στον «εθνικό κορµό»... ευρωπαϊκών µητροπόλεων, νησιών του Ειρηνικού και του Ατλαντικού, υπερασπίζοντας λ.χ. τα αγγλικά εθνικά συµφέροντα στις Μαλβίνες, την ίδια στιγµή που αρνούνται το δικαίωµα διεκδίκησης της αυτοδιάθεσης σε ένα εδώ και 3.500 χρόνια ελληνικό νησί, που και σήµερα ακόµα µετά την εισβολή η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων του είναι Έλληνες; Είναι περισσότερο πλέον από προφανές ότι µια στοιχειωδώς συνεπής δηµοκρατική προσέγγιση οφείλει να σταθεί αποφασιστικά στο δικαίωµα των λαών για την αυτοδιάθεση τους, δίνοντας στο διεθνισµό το πραγµατικό του περιεχόµενο. Χαρακτηρίζοντας δηλαδή τους Τούρκους κατακτητές της Β. Κύπρου µε το ίδιο όνοµα που ο Καρλ Μαρξ χαρακτήρισε πριν από ενάµιση σχεδόν αιώνα τους Άγγλους κατακτητές της Ιρλανδίας. ∆εν µπορεί να παλεύεις σωστά για τη λευτεριά του λαού σου και την ειρήνη, όταν στερείς το δικαίωµα αυτό από τους άλλους λαούς. Μόνο ένα λαϊκό κίνηµα στην Τουρκία, που, παλεύοντας για την κοινωνική απελευθέρωση, θα γράψει στις σηµαίες του το δικαίωµα της αυτοδιάθεσης µέχρι και τον κρατικό αποχωρισµό για όλους τους καταπιεζόµενους από την Τουρκία λαούς (είτε Κούρδοι, είτε Κύπριοι, είτε Αρµένιοι, είτε Σύριοι είναι αυτοί) µπορεί να απελευθερώσει τον τουρκικό λαό. Γι’ αυτό νοµίζω ότι δεν µπορεί στο όνοµα µιας δήθεν φιλίας των λαών να εξισώνουµε το θύµα µε το θύτη. Η ελληνοτουρκική φιλία θα παραµείνει µακρινό όνειρο ή απάτη στο βαθµό που δεν ταυτίζεται µε την αρχή της αµοιβαιότητας, την άρνηση κάθε µορφής επεκτατισµού, την προσήλωση στους διεθνείς κανόνες δικαίου, το σεβασµό των ατοµικών και ανθρωπίνων δικαιωµάτων και την αναγνώριση του δικαιώµατος της αυτοδιάθεσης στους ιστορικά δικαιούχους. Όσο η τουρκική αριστερά είναι παγιδευµένη στα οράµατα του µεγαλοτουρκικού σωβινισµού, συµπλέοντας έτσι στο ζήτηµα αυτό µε τις επιλογές του κυρίαρχου συγκροτήµατος, που — σε τελευταία ανάλυση — είναι συνεπές προς το παντουρκιστικό του όραµα, άλλο τόσο η πλειοψηφία της ελληνικής αριστεράς είναι εγκλωβισµένη σ’ ένα ψευτοδιεθνιστικό εξαρτηµένο πνεύµα, αντίστοιχο µε το ραγιάδικο yes men πνεύµα της παραδοσιακής ελληνικής δεξιάς. Το κοινό αυτό ιδεολογικό στοιχείο που αποτελεί ένα αντιφατικό αµάλγαµα «εξαρτηµένου πατριωτισµού» και «εξαρτηµένου διεθνισµού», µε κοινούς παρονοµαστές το λαϊκισµό, τον κοσµοπολιτισµό και τη µεταπρατική ιδεολογία, συνοψίζεται πρακτικά ως σήµερα στη θεωρητική και πρακτική αποδοχή της πρωτοκαθεδρίας των διεθνών κέντρων που επίµονα µας προπαγανδίζουν οι ψοφοδεείς επίγονοι των ρωσοαγγλογάλλων. Θα πρέπει λοιπόν κάποτε να γίνει ένα ξεκαθάρισµα ανάµεσα στα εθνικά σύµβολα και την καπηλεία τους από τη µεριά των πατριδοκάπηλων, όπως κάποτε θα πρέπει να γίνει και ένα ξεκαθάρισµα ανάµεσα στο λαθρεµπόριο του διεθνισµού και το διεθνισµό τον ίδιο. Στο βαθµό που η προοπτική του να γίνουν οι άµεσοι παραγωγοί κύριοι των πεπρωµένων τους είναι ακόµη πολύ µακρινός στόχος, το κεφάλαιο, µπορεί όπως έχω τονίσει να µην έχει πατρίδα, αλλά οι υποτελείς τάξεις δυστυχώς έχουν ή ευτυχώς οφείλουν να έχουν. Το ζήτηµα λοιπόν της αυτοδιάθεσης ενός λαού, κανένας «ρεαλισµός», καµιά θεωρία του εφικτού, κανένας Αττίλας δεν µπορεί να ανακόψει. Μόνο η ολοκληρωτική εξόντωση και εξαφάνιση από το ιστορικό προσκήνιο ενός λαού που αγωνίζεται µπορεί να εξαλείψουν το πρόβληµα. Είναι φυσικό ότι στη σηµερινή έντονη κρίση, ιδιαίτερα µετά την κατάρρευση του ολοκληρωτισµού στην Ανατολική Ευρώπη και την ανοιχτή παρέµβαση για κατατεµαχισµό της Γιουγκοσλαβίας και µοιράσµατος της σε σφαίρες επιρροής ερήµην των ιστορικών υποκειµένων, η λύση δεν είναι καθόλου εύκολη. Το δράµα όµως των µικρών λαών, των αδύναµων κρατών, των όποιων µειοψηφιών όπου γης, δεν µπορεί να µας αφήνει αδιάφορους. Από την Ιρλανδία ως το Ναγκόρνο Καραµπάχ και από το Κουρδιστάν ως την Παλαιστίνη το πρόβληµα της µη µετατροπής του ιστορικού υποκειµένου σε αντικείµενο, το πρόβληµα της διατήρησης της ιδιαίτερης ταυτότητας σαν απόλυτο δηµοκρατικό δικαίωµα ταυτισµένο µε την αυτοδιάθεση αποκτά µια σηµασία δραµατική. Το δικαίωµα της διαφορετικότητας, της δηµόσιας διαφωνίας για το νόηµα της ύπαρξης, της αυτοδιάθεσης, δεν είναι πρόβληµα απλά «εθνικό». Είναι πρόβληµα ατοµικό, γενικό, πανανθρώπινο. Πρόβληµα που κατ’ εξοχήν αφορά τουλάχιστον τους πολίτες εκείνους που πιστεύουν ότι ή εθνική και κοινωνική απελευθέρωση δεν είναι ανεξάρτητες από τον πολιτικοπολιτιστικό αυτοκαθορισµό. Μια τέτοια θεώρηση έχει υποχρέωση να επανεξετάσει το σύνολο της οπτικής της και θέτοντας σε δοκιµασία τις ίδιες τις αρχές της να έρθει σε ρήξη µε την ιδεολογία των επικυριάρχων. Αυτό αποτελεί τη λυδία λίθο για τον καθένα, αλλιώς η γνωστή µεσογειακή µας ρητορία εκφυλίζεται µοιραία σε σύγχρονο φτωχοπροδροµισµό, όσα κοινοτικά πιστοποιητικά και αν προσκοµίσουν οι εγχώριοι µεταπράτες-κοσµοπολίτες µικροευρωπαίοι και όσες διακηρύξεις ισότητας και υπεράσπισης µειονοτήτων απαγγείλουν οι ιθαγενείς µικροβιοτέχνες ολοκληρωτικών προτύπων. Γιατί η µοντέρνα εκδοχή του κοσµοπολιτισµού και του προλεταριακού διεθνισµού έχουν έναν κοινό παρονοµαστή. Την άρνηση του δικαιώµατος στη διαφορά, την άρνηση του δικαιώµατος στον αυτοκαθορισµό, την άρνηση της αυτοδιάθεσης. Στόχος τους κοινός το παγκόσµιο απρόσωπο υπερκράτος, η ισοπεδωµένη υπερεθνική ένωση εθνών, κρατών και λαών. Εχθρός τους όλες οι απόψεις και οπτικές που στήριξαν και στηρίζουν την ύπαρξη τους στην κατοχύρωση της ετερογένειας, στην υπεράσπιση του δικαιώµατος στην ξεχωριστή γλωσσική, θρησκευτική, φυλετική και πολιτισµική ταυτότητα. Εχθρός τους η απλή διαπίστωση ότι το οποιοδήποτε «εµείς» δεν υφίσταται παρά µόνο ως άθροιση συγκεκριµένη των ξεχωριστών επιµέρους «εγώ». «Εγώ», που είναι δρων-πάσχον, ιστορικό υποκείµενο/πρόσωπο και όχι απλός γραβατωµένος ή παρφουµαρισµένος αριθµός στην υπηρεσία των πολυεθνικών ή των κοµµάτων «πατέρας». Σε αυτά ακριβώς τα κρίσιµα σηµεία, είναι που θα δοκιµαστεί η αντοχή κάθε νέας απελευθερωτικής απόπειρας που οφείλει να είναι απαλλαγµένη από το βάρος του εξαρτηµένου διεθνισµού και του ετεροκίνητου πατριωτισµού και διατεθειµένη να υπερασπιστεί µέχρι τέλος το δικαίωµα στη διαφωνία, την ελευθερία του άλλου να είναι διαφορετικός και να καθορίζει κατά πώς θέλει τη δική του µοίρα, σεβόµενος, ταυτόχρονα, την άλλη πλευρά. Η ευαισθησία µας ως δηµοκρατών δοκιµάζεται εξίσου και παντού όπου το δικαίωµα της αυτοδιάθεσης καταστρατηγείται. ∆εν µπορεί να εκφράσεις ουσιαστική διεθνιστική αλληλεγγύη όταν έχεις ολοκληρωτικά χάσει την εθνική σου ευαισθησία. Η συµπύκνωση όλων λοιπόν των παραπάνω, και όχι απλά η ιστορική τοποθέτηση ή η εξέταση από τη σκοπιά του «στενού εθνικού συµφέροντος», είναι που δίνει µια καθολική διάσταση στο δικαίωµα της αυτοδιάθεσης, ανάγοντας το σε µείζον πρόβληµα αρχών για όποιον ουσιαστικά θέλει να το αντιµετωπίσει.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Για περ. βλέπε: Εναγιατολά Ρεζά, Ο παντουρκισµός ως θεµέλιο του τουρκικού επεκτατισµού, περ. «Ελληνοαρµενικά», τεύχ. 4, σελ. 18, επ., Αθήνα 1992. Οι υπογραµµίσεις είναι δικές µου.
2. Για περ. βλέπε: Ρόζα Λούξεµπουργκ, Για την πολιτική του «Vorwats» στο Ανατολικό Ζήτηµα, περ. «Λαοί», τεύχ. 1, σελ. 53, Αθήνα 1987.
3. Ενδεικτικό στοιχείο του εκφυλισµού και της σωβινιστικής στάσης των τουρκικών εργατικών οργανώσεων, είναι οι έρανοι που διεξήγαγαν για την ενίσχυση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. «Μάλιστα το όργανο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόµµατος προσπαθούσε να αποδείξει ότι "το σύνολο των εισφορών για τον Κυπριακό αγώνα προερχόταν από τους εργαζόµενους". Η ηγεσία της προοδευτικής εργατικής συνοµοσπονδίας DISK (Devrimci Isçi Sendika Konfederasyonu - Επαναστατικής Συνοµοσπονδίας Εργατικών Συνδικάτων) διέθεσε για τις πολεµικές ανάγκες 3.400.000 λίρες Τουρκίας. Εκτός τούτου διενεργήθηκε έρανος µεταξύ των αριστερών εργατών-µελών της DISK µε αντικείµενο την παραχώρηση ενός ηµεροµισθίου στη στρατιωτική επιχείρηση της Κύπρου. Το ίδιο έπραξε κλπ». Για περ. βλέπε: Νεοκλή Σαρρή, Η άλλη πλευρά, εκδ. «Γραµµή», τόµος Α΄, Αθήνα 1977. Κι ενώ θα περίµενε κανένας την πιο κατηγορηµατική στηλίτευση της στάσης αυτής, αν όχι τουλάχιστον από την τουρκική, οπωσδήποτε όµως από την ελληνική πλευρά, διαπιστώνει παρακολουθώντας τη δραστηριότητα του ΑΚΕΛ και της ΠΕΟ το ακριβώς αντίθετο. Στο «Εργατικό Βήµα», «Εκφραστικό όργανο της ΠΕΟ» της 21ης Φεβρουαρίου 1980 διαβάζουµε στο κύριο άρθρο: «ΠΕΟ-ΝΤΙΣΚ-ΝΤΕΒ-ΙΣ υποστηρίζουν επανέναρξη του ∆ιακοινοτικού ∆ιαλόγου. Απορρίπτεται κάθε µορφή ένωσης ή προσάρτησης, διχοτόµησης ή απόσχισης. Τετράχρονο πρόγραµµα συνεργασίας ΠΕΟ-ΝΤΙΣΚ». Στην τελική κοινή δήλωση των τριών οργανώσεων που αποτελείται από 6 σηµεία, δεν υπάρχει ούτε λέξη για την κατάληψη του µισού νησιού από τους Τούρκους. Πολύ σωστά. Θα ‘τανε κρίµα πραγµατικά τα εκατοµµύρια λίρες που πρόσφερε η DISK στον Μπουλέντ Ετσεβίτ να πάνε χαµένα.
4. Για περ. βλέπε: Τσαγλάρ Κεϊντέρ, Τουρκία: ∆ικτατορία και δηµοκρατία, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1983.
5. Για περ. βλέπε: Βόλφγκανγκ Φόγιερσταϊν, Γεωργιανοί και Λάζοι, περ. «Λαοί», τεύχ. 2, Αθήνα 1988.
6. Για περ. βλέπε: Έκθεση του τουρκικού Λαϊκού Κόµµατος [Σε ποια κατάσταση βρίσκονται οι Κούρδοι], περ. «Εποπτεία», τεύχ. 165, σελ. 23 επ., Αθήνα 1991.
7. Για περ. βλέπε: ∆ιεθνής Αµνηστία, [Η άλλη Τουρκία], έκθεση 11 Νοεµβρίου 1992, εφηµ. «Το Βήµα», 15 Νοεµβρίου 1992.
8. Το 1931 ξέσπασαν τα Οχτωβριανά. «Το Κοµµουνιστικό Κόµµα της Κύπρου απουσίασε από την εξέγερση. Την καταδίκασε. Για τη στάση τους αυτή ο Μπελά Κουν (στο όνοµα της Τρίτης ∆ιεθνούς) είπε: "Ήταν η εξέγερση του 1931 ένα γνήσιο εθνικο-απελευθερωτικό κίνηµα, όπου είχαν αντιπαραταχθεί δυο στρατόπεδα. Από τη µια το στρατόπεδο του λαού (κυρίως των πόλεων) µε τους απλούς κοµµουνιστές κάτω από την ηγεσία των εθνικιστών και της Εκκλησίας. Και από την άλλη, το στρατόπεδο των ιµπεριαλιστών µε σύµµαχο την ηγεσία του Κοµµουνιστικού Κόµµατος". Η στάση του Κ.Κ. Κύπρου απέναντι στην εξέγερση του 1931 ήταν απόρροια της όλης στάσης του απέναντι στο εθνικό ζήτηµα που από την αρχή υπήρξε εχθρική. Το Κ.Κ. Κύπρου αντιτάχθηκε από την αρχή στο ενωτικό κίνηµα». Για περ. βλέπε: Λευτέρης Ρίζας, Κυπριακή τραγωδία: Η διάσταση ανάµεσα στον κοινωνικό αγώνα και στον εθνικό αγώνα, περ. «Μηνιαία Επιθεώρηση», τεύχ. 47, σελ. 53, Αθήνα 1985.
9. Τελευταία επίσηµη καταµέτρηση µπορεί να θεωρηθεί το δηµοψήφισµα για «την ένωσιν της Κύπρου µε την Ελλάδα» που οργανώθηκε µε πρωτοβουλία του Εθναρχικού Συµβουλίου στις 15-22 Ιανουαρίου 1950. Από τους 224.745 Έλληνες Κυπρίους που είχαν δικαίωµα ψήφου οι 215.108, δηλαδή το 95,7% ψήφισαν υπέρ της ένωσης.
10. Για περ. βλέπε: Κύπρος: Ανατοµία της καταστροφής, περ. «Νέοι Στόχοι», τεύχ. 9, σελ. 45, Αθήνα 1975.
11. «Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα. ∆εν µπορείς να τους πάρεις αυτό που δεν έχουν». Για περ. βλέπε: Κ. Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Μανιφέστο του Κοµµουνιστικού Κόµµατος (Κοµµουνιστικό Μανιφέστο), εκδ. «Α. Παπακώστα», σελ. 49, Αθήνα 1965.
12. Τον Ιούνιο του 1977 µε αφορµή την έκδοση ενός βιβλίου για το Κυπριακό Ζήτηµα, σηµείωνα προλογίζοντας: «Η Εθνική ολοκλήρωση, όσο κι αν είναι βασανιστική θα πραγµατοποιηθεί... Αυτή την ακαταµάχητη ιστορική τάση τίποτα δεν µπορεί να την ανακόψει. Η Ταϊβάν, η Νότια Κορέα, η Ανατολική και η ∆υτική Γερµανία, η Κύπρος είναι αναπόσπαστα κοµµάτια του αυτού εθνικού κορµού (Κίνα, Κορέα, Γερµανία, Ελλάδα) και θα ενωθούν αναπόφευκτα και σε ένα ενιαίο κρατικό σύνολο». Η άποψη αυτή επικρίθηκε σφοδρότατα, ιδιαίτερα από τους κοµµουνιστικούς και τους παρεµφερείς ευωνύµους κύκλους, που στήριζαν την επιχειρηµατολογία τους στην αιωνιότητα του Τείχους του Βερολίνου. Για περ. βλέπε: Τρία κείµενα για την Κύπρο, εκδ. «Εκδοτική Οµάδα Εργασία», σελ. 8 επ., Αθήνα 1977.
13. Γιάννης Ρίτσος, Ρωµιοσύνη, στα Ποιήµατα, τόµ. Β΄, εκδ. «Κέδρος», σελ. 65, Αθήνα 1961.
14. «Είπε µου, αν είµαι αληθινά στην ποθητήν πατρίδα», Οδύσσεια, Ν. 328, µτφ. Ιάκωβος Πολυλάς.
15. Ισοκράτης, Πανηγυρικός, ΙΓ΄ 50.
16. Για περ. βλέπε: Tom Nairn, Εθνικισµός: Ο σύγχρονος Ιανός, περ. «Τετράδια», τεύχ. 27, σελ. 49 επ., Αθήνα 1991.
17. Για περ. βλέπε: Ernest Gellner, Έθνη και εθνικισµός, εκδ. «Αλεξάνδρεια», σελ. 227, Αθήνα 1992.
18. Για περ. βλέπε: Λουκάς Αξελός, Ελληνική Αριστερά: Ιστορική παρακµή ή βαθύτατη χρίση;, περ. «Νέα Οικολογία», τεύχ. 65, σελ. 59, Αθήνα 1990.
19. Είναι αλήθεια ότι ελάχιστοι, σηµαντικοί όµως, κοµµουνιστές ηγέτες όπως λ.χ. ο Μάο Τσε Τουνγκ (τα κράτη θέλουν την ανεξαρτησία, τα έθνη την απελευθέρωση, οι λαοί την επανάσταση) και ο Τσε Γκεβάρα, προσέγγισαν το εθνικό-πατριωτικό φαινόµενο από µιαν εν τοις πράγµασιν διαφορετική ριζοσπαστική σκοπιά. Αυτή, που µε όλες τις αντιφάσεις της, θα µπορούσαµε να θεωρήσουµε ότι αποτέλεσε, µιαν ιδιόµορφη, αλλά οργανική προέκταση, βασικών αρχών που χαρακτήριζαν τη δράση των Σουν Γιατ Σεν και Σίµωνος Μπολιβάρ. Ανάλογη, αν και στη θεωρητική σφαίρα, υπήρξε η στάση που κράτησε ο πατέρας του ελληνικού µαρξισµού Γ. Σκληρός, απέναντι στο φαινόµενο Ελευθερίου Βενιζέλου, µε αποτέλεσµα να εξορισθεί δια παντός από την κοµµουνιστική εδέµ ως συνειδητά διαπράξας το προπατορικό αµάρτηµα του εθνικισµού.
20. Για περ. βλέπε: Κ. Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Η Ιρλανδία και το Ιρλανδικό Πρόβληµα, περ. «Λαοί», τεύχ. 2, σελ. 49 επ., Αθήνα 1988.
21. Η σωστή τους άποψη για το Ιρλανδικό Ζήτηµα δεν τους εµπόδισε όµως να αντιµετωπίζουν µε έναν τελείως διαφορετικό και — ίσως — λανθάνοντα ρατσιστικό τρόπο τις σλαβικές εθνότητες αλλά και τους Βρετόνους, Σκώτους ή Βάσκους, γεγονός που αντανακλάται έντονα σε πολλά κείµενα τους, όπου οι βαρύτατα υποτιµητικές φράσεις για τα «άθλια συντρίµµια των πρώην εθνών», «τα µελίσσια εθνοτήτων», τα «έθνη και εθνάκια», τα έθνη που δεν έχουν «ευρωπαϊκή σηµασία», τα «εκ φύσεως αντεπαναστατικά έθνη», «τους αντιδραστικούς λαούς», τους «λαούς χωρίς ιστορία», τα «υπολείµµατα λαών» το «ληστοσυρφετό [Σέρβοι, Βούλγαροι, Έλληνες]» και το «γουρουνολαό [Βουλγάρους]», δίνουν και παίρνουν. Η σκοτεινή αυτή πλευρά, ιδιαίτερα του Ένγκελς, έτεινε και τείνει να αποσιωπάται ή και να δικαιολογείται από το σύνολο, σχεδόν, των επιγόνων. Φωτεινή εξαίρεση αποτέλεσε ο επιφανής Αυστριακός µαρξιστής Όττο Μπάουερ, που στο σηµαντικό έργο του Το Εθνικό Ζήτηµα και η σοσιαλδηµοκρατία, που πρωτοκυκλοφόρησε στη Βιέννη το 1907, ασκεί µιαν αυστηρή κριτική στα ντετερµινιστικά ιδεολογήµατα του Φρειδερίκου Ένγκελς, αναδεικνύοντας µιαν άλλη οπτική εχθρική στον οικουµενικό οµοιοµορφισµό της κοµµουνιστικής εσχατολογίας µε το να προβάλλει την αξία της πολιτιστικής αυτονοµίας, υιοθετώντας τις άκρως ριζοσπαστικές και αιρετικές — τότε —, δικαιωµένες όµως ιστορικά, απόψεις, ότι: «καθήκον της ∆ιεθνούς είναι και πρέπει να είναι όχι η κατάργηση των εθνικών ιδιαιτεροτήτων, αλλά η προώθηση της διεθνούς ενότητας µέσα στην εθνική ποικιλοµορφία της». 22. Για το Risorgimento και τη σηµασία του βλέπε και την εισαγωγή του γράφοντος στο οµότιτλο βιβλίο του Αντόνιο Γκράµσι, Il Risorgimento, εκδ. «Στοχαστής», σελ. 9 επ., Αθήνα 1987.

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails

AddThis

| More