Μιλά η κοινή λογική: η εξοικείωση με τους υπολογιστές είναι πια απαραίτητη. Δεν θα θέλαμε βέβαια τα παιδιά μας να είναι οι ψηφιακοί αναλφάβητοι τού αύριο. Υπολογιστές στα σχολεία, λοιπόν· όσο πιο γρήγορα τόσο πιο καλά. Ολόκληρος ο δυτικός κόσμος σπεύδει να αναδιαμορφώσει τα εκπαιδευτικά προγράμματα όλων των βαθμίδων ώστε να συμπεριλάβει σε αυτά τους υπολογιστές, είτε ως αντικείμενο είτε ως εργαλείο διδασκαλίας. Και όμως, στις ΗΠΑ, όπου σπάνια πια συναντά κάποιος σχολείο χωρίς υπολογιστή και Internet, έχουν αρχίσει να εκφράζονται οι πρώτες αντιρρήσεις
ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ από εμάς, είτε έχουμε εξοικείωση με τους υπολογιστές είτε ακόμη περισσότερο το θαυμαστό εργαλείο της νέας εποχής μάς γεμίζει με αμηχανία και ίσως λίγο φόβο, δεν μπορεί παρά να νιώθουμε δέος απέναντι στην ευκολία με την οποία τα μικρά παιδιά, ακόμη και προσχολικής ηλικίας, συμφιλιώνονται με τη φωτεινή οθόνη, το ποντίκι και το πληκτρολόγιο. Λίγα λεπτά της ώρας αρκούν, συνήθως, και το παιδί κινεί τον δείκτη πάνω στην οθόνη με αυτοπεποίθηση, ανοίγει μενού, κάνει κλικ σε ζωγραφιστά, εικονικά κουμπιά στην οθόνη, ζωγραφίζει, παίζει. Τα παιδιά δεν έχουν προκαταλήψεις απέναντι στον υπολογιστή ούτε γνωρίζουν τι είναι τεχνοφοβία, ενώ συντονίζονται πολύ πιο εύκολα, σε σύγκριση με τους ενηλίκους, με αυτά που δείχνει να ζητά το μηχάνημα από αυτά.
Αναγνωρίζοντας έμπρακτα το γεγονός ότι οι υπολογιστές δεν πρόκειται να φύγουν από δίπλα μας πολύ σύντομα, το αντίθετο μάλιστα, οι περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου έχουν προσθέσει μαθήματα πληροφορικής στα εκπαιδευτικά προγράμματα. Σε κάποιες χώρες τα πράγματα έχουν προχωρήσει ακόμη περισσότερο· εκτός των μαθημάτων για την εκμάθηση του υπολογιστή, ο υπολογιστής χρησιμοποιείται ως βοηθητικό εργαλείο και για τα υπόλοιπα μαθήματα. Τα όμορφα γραφικά, τα χρώματα, η μουσική, τα ηχητικά εφέ, όλα αυτά κεντρίζουν το ενδιαφέρον του παιδιού και επιτυγχάνουν αυτό που λίγοι μόνο δάσκαλοι κατάφερναν παλαιότερα: να διατηρήσουν αμείωτη την προσοχή του για περισσότερο από λίγη ώρα, καθώς μαθαίνει παίζοντας. Τα αποτελέσματα είναι μάλιστα πιο εντυπωσιακά στα πολύ μικρά παιδιά στο νηπιαγωγείο ή στα πρώτα χρόνια του δημοτικού.
Είναι όμως τα πράγματα τόσο ρόδινα; Οχι, απαντά η Jane Healy, συγγραφέας του βιβλίου Failure to connect: How computers affect our children's minds for better and worse (Αδυναμία σύνδεσης: Πώς επηρεάζουν οι υπολογιστές το μυαλό των παιδιών μας θέλουμε, δεν θέλουμε), το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα στις ΗΠΑ και ήδη προκαλεί μεγάλες συζητήσεις. Στην Αμερική οι υπολογιστές έχουν ενσωματωθεί στην εκπαιδευτική διαδικασία εδώ και αρκετά χρόνια, ήδη από τα νηπιαγωγεία, και πια υπάρχει η συσσωρευμένη πείρα ώστε να μπορούν να βγουν μερικά πρώτα συμπεράσματα. Και η Healy το αποτολμά.
Η Jane Healy είναι εκπαιδευτικός με δεκαετίες εμπειρίας και οι απόψεις της στηρίζονται σε εξαντλητική μελέτη και αξιολόγηση στοιχείων από ανεξάρτητες έρευνες και προσωπικές παρατηρήσεις. Η εικόνα που ζωγραφίζει με το βιβλίο της δεν συμβαδίζει καθόλου με τις τρέχουσες απόψεις, είναι μάλιστα αρκετά δυσοίωνη, ώστε να ξυπνήσει από τον εφησυχασμό τους όλους εκείνους που θεωρούν ότι ένας υπολογιστής εξοπλισμένος με τα κατάλληλα εκπαιδευτικά - ψυχαγωγικά προγράμματα είναι ό,τι καλύτερο μπορούμε να προσφέρουμε στα παιδιά μας σήμερα, για να τα προετοιμάσουμε για το μέλλον και να τα απομακρύνουμε από την τηλεόραση.
Δεν είναι έτσι, λέει η Healy· όχι μόνο δεν υπάρχουν στοιχεία που να τεκμηριώνουν την άποψη ότι οι υπολογιστές αυξάνουν τη μαθησιακή ικανότητα των μικρών παιδιών, αλλά υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστέψουμε ότι η υπερβολική ενασχόληση του παιδιού με το μηχάνημα μπορεί στην πραγματικότητα να ανακόψει τη φυσιολογική ανάπτυξη του μυαλού του. «Κάποια από τα πιο δημοφιλή (στις ΗΠΑ) εκπαιδευτικά προγράμματα υπολογιστή ενδέχεται ακόμη και να βλάπτουν τη δημιουργικότητα, την ικανότητα συγκέντρωσης και την ικανότητα δραστηριοποίησης». Παράλληλα, εξωυπολογιστικές δραστηριότητες που έχει αποδειχθεί ότι βοηθούν, όπως η μουσική, η χειροτεχνία και η ζωγραφική με κανονικά κραγιόνια και μπογιές, περνούν σε δεύτερη μοίρα ή σταματούν εντελώς.
Και όμως, τα λόγια της Healy δεν είναι νεο-λουδιτική φλυαρία, γράφει ο Andrew Leonard παρουσιάζοντας το βιβλίο από τις σελίδες του δικτυακού περιοδικού «Salon». Τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται είναι πολύ ανησυχητικά. Οι πιο πρόσφατες μελέτες στον τομέα της νευροφυσιολογίας, στις οποίες παραπέμπει, έχουν δείξει ότι η δομή του ανθρώπινου εγκεφάλου αμέσως μετά τη γέννηση και κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής είναι εξαιρετικά εύπλαστη. Τα παιδιά μαθαίνουν για τον κόσμο με τη βοήθεια του σώματός τους: αγγίζοντας, ψηλαφώντας, σπάζοντας, σκουντουφλώντας. Ο,τι μαθαίνουν χαράσσεται ανεξίτηλα στον εγκέφαλο ως νέες συνάψεις μεταξύ νευρώνων. Το να υποκαταστήσουμε αυτή τη φυσική αλληλεπίδραση, με το ποντίκι και τον δισδιάστατο κόσμο που προσφέρει ο υπολογιστής, είναι κάτι που μπορεί να βλάψει ανεπανόρθωτα την ίδια την ανάπτυξη του εγκεφάλου, επισημαίνει η Healy.
Βέβαια, τέτοιος κίνδυνος υπάρχει μόνο για παιδιά πολύ μικρής ηλικίας και μόνο αν γίνεται κατάχρηση του υπολογιστή. Παρ' όλα αυτά δεν υπάρχει κανένας λόγος να φέρνουμε τα παιδιά μας σε επαφή με τους υπολογιστές πριν από την ηλικία των 10 -11 ετών. Η άποψη, γράφει η Healy, ότι η εξοικείωση (έστω, όχι κατάχρηση) σε πολύ μικρή ηλικία μπορεί να τα βοηθήσει αργότερα είναι λανθασμένη. Στην πραγματικότητα φαίνεται να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Παιδιά που είχαν πάρε-δώσε με υπολογιστές από την ηλικία των τεσσάρων-πέντε ετών αντιμετώπιζαν πιο μεγάλες δυσκολίες να προσαρμοστούν στις εξελίξεις της τεχνολογίας φθάνοντας στην ηλικία των 10-12, από τα παιδιά που μόλις τότε πρωτοέρχονταν σε επαφή.
Οι απόψεις της Healy μπορεί να μοιάζουν παραφωνία στην υπεραισιόδοξη «τεχνοφιλική» εποχή μας, ωστόσο η συγγραφέας δεν είναι μόνη. Ενας από τους σημαντικότερους πολέμιους της χρήσης υπολογιστών σε οποιαδήποτε βαθμίδα της εκπαίδευσης είναι ο Clifford Stoll, ένας αστρονόμος και συγγραφέας για τον οποίο μπορεί κάποιος να πει πολλά αλλά όχι ότι έχει άγνοια περί υπολογιστών.
Ο Stoll έγινε διάσημος με το βιβλίο του Coockoo's Egg (Το Αβγό του Κούκου), όπου περιγράφει με λεπτομέρειες πώς κατάφερε στα μέσα της δεκαετίας του '80 να εντοπίσει έναν χάκερ που έμπαινε στο υπολογιστικό του δίκτυο, γράφοντας ο ίδιος και ενεργοποιώντας ειδικά προγράμματα παρακολούθησης και προειδοποίησης, και συνδυάζοντας δημιουργικά τα μικρά ίχνη που άφηνε ο χάκερ στο πέρασμά του.
«Οι ικανότητες που χρειάζομαι στη δουλειά μου ως αστρονόμος», έλεγε ο Stoll στις αρχές Αυγούστου σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Dallas Morning News», «είναι πράγματα όπως το να γνωρίζω μαθηματικά, να καταλαβαίνω φυσική, να μπορώ να χειριστώ ένα τηλεσκόπιο, να γράψω μια εργασία, να διαβάζω αναλυτικά και να κατανοώ αυτά που έχει γράψει κάποιος άλλος. Να μπορώ να εντοπίζω κενά σε μια επιχειρηματολογία και να μπορώ να σταθώ ενώπιον ακροατηρίου για να παρουσιάσω τις ιδέες μου. Ολα αυτά είναι πολύ χρήσιμα πράγματα και κανένα από αυτά δεν το έμαθα χρησιμοποιώντας υπολογιστή. Στην πραγματικότητα, όσο περισσότερη ώρα είμαι μπροστά στον υπολογιστή τόσο περισσότερο αμβλύνω τις ικανότητες αυτές». Και συνεχίζει: «Επιφανειακά, όλα αυτά τα υπέροχα διδακτικά μηχανήματα σε μαθαίνουν ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, φυσική, θετικές επιστήμες, ιστορία· όμως η πραγματικότητα είναι ότι διδάσκουν δεδομένα, όχι ικανότητες».
Μα καλά, θα αναρωτηθούν πολλοί, κάνουν τόσο κακό οι υπολογιστές; Δηλαδή, τι; Να αφήσουμε το παιδί να βλέπει τηλεόραση;
Κι όμως, δεν είναι απαραίτητα χειρότερη η τηλεόραση, γράφει η Healy. Εκτός των ενοχλήσεων στα μάτια και στα χέρια που μπορεί να προκαλέσει η παρατεταμένη παραμονή μπροστά σε υπολογιστή, τα «οπτικά εφέ» στα περισσότερα εκπαιδευτικά προγράμματα ίσως αποδειχθούν περισσότερο αποβλακωτικά ακόμη και από την τηλεόραση.«Με τον υπολογιστή, η προσοχή εστιάζεται εύκολα σε ανάξιο για τόση προσοχή υλικό».
Το δίλημμα δεν θα έπρεπε να τίθεται μεταξύ τηλεόρασης και υπολογιστή. Ο Stoll είναι εξίσου επιφυλακτικός και με τα δύο. Είναι πατέρας δύο παιδιών, δύο και τριών ετών, και στο σπίτι του δεν έχει τηλεόραση. Εχει οργανώσει τον χρόνο του έτσι ώστε να του μένει μία ώρα κάθε απόγευμα για να την περάσει με τα παιδιά. Τους διαβάζει, φτιάχνουν μαζί πράγματα, πάνε βόλτες. Και όταν φτάσει η στιγμή να πάνε σχολείο, θα διαλέξει εκείνο το σχολείο που έχει τις λιγότερες τηλεοράσεις και τους λιγότερους υπολογιστές.
Πολλοί διαφωνούν έντονα με αυτή την προσέγγιση. Το να αποσιωπά κάποιος την ύπαρξη των υπολογιστών, του Internet, ακόμη και της τηλεόρασης, μοιάζει σήμερα λίγο με στρουθοκαμηλισμό. Είτε το θέλουμε είτε όχι, τα παιδιά που έχουν γεννηθεί τα τελευταία 10-20 χρόνια έχουν γαλουχηθεί με εντελώς καινούργια ερεθίσματα σε σχέση με τις παλαιότερες γενιές. Για τα παιδιά αυτά οι υπολογιστές και το Internet δεν είναι καινούργιες εφευρέσεις ούτε επαναστάσεις· είναι αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου που γνωρίζουν. Και αυτό ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών, ακόμη και σε χώρες της (τεχνολογικής) περιφέρειας, όπως είναι η Ελλάδα. Τα παιδιά είναι παράξενα πλάσματα, και το να παρεμβαίνουμε στις πληροφορίες που φθάνουν σε αυτά μπορεί βραχυπρόθεσμα να έχει θετικά αποτελέσματα αλλά αργά ή γρήγορα μετατρέπεται σε μπούμερανγκ. Το ερώτημα δεν είναι πώς θα προφυλάξουμε τα παιδιά από τις «παρενέργειες» του εκπαιδευτικού λογισμικού, των υπολογιστών γενικότερα και του Internet, αλλά μάλλον πώς θα τα εφοδιάσουμε με την ικανότητα και την κρίση να προφυλάσσονται μόνα τους.
Αυτό ακριβώς είναι το συμπέρασμα της Healy: Αν θέλουμε να εξοπλίσουμε τα παιδιά μας για τις προκλήσεις του μέλλοντος, αν θέλουμε να καλλιεργήσουμε την ευφυΐα και τη δημιουργικότητά τους, χρειάζεται να ασχολούμαστε περισσότερη ώρα μαζί τους, παίζοντας, μιλώντας και εξηγώντας τους. Και όταν θα έχει περάσει η κρίσιμη πρώτη περίοδος για την πνευματική ανάπτυξη του παιδιού, όταν αυτό φθάσει στην ηλικία των 10-11ετών, τότε μπορούμε να το φέρουμε σε επαφή με τον κόσμο των υπολογιστών. Είναι παραπάνω από σίγουρο ότι δεν θα δυσκολευτεί καθόλου να αποκτήσει την απαραίτητη εξοικείωση, και ότι θα μπορέσει, όχι να αναπτύξει τη δημιουργικότητά του παίζοντας με τον υπολογιστή, αλλά να χρησιμοποιήσει τον υπολογιστή εκμεταλλευόμενο τη δημιουργικότητά του.
Από το ραδιόφωνο στον κόσμο του Internet
Η ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ των τελευταίων επινοήσεων της τεχνολογίας στην εκπαιδευτική διαδικασία δεν είναι πρόσφατη έμπνευση. Στις αρχές του αιώνα, και ενώ ο κινηματογράφος δεν μετρούσε παρά μερικά χρόνια ζωής, πολλοί μιλούσαν για την επανάσταση που πρόκειται να φέρει στην εκπαιδευτική διαδικασία. Οραματίζονταν ένα σχολείο γεμάτο κινηματογραφικές μηχανές προβολής να παίζουν ταινίες που θα συνοδεύουν την προφορική παράδοση και ίσως τελικά καταφέρουν να αντικαταστήσουν τον δάσκαλο. Το σχέδιο δεν απέδωσε παρά σε περιορισμένη, πειραματική κλίμακα. Οταν κατέφθασε η τηλεόραση, η ιδέα επανήλθε με τη μορφή των εκπαιδευτικών εκπομπών που θα παρακολουθούσαν τα παιδιά την ώρα του μαθήματος. Και αυτή η εκδοχή δεν διαδόθηκε ιδιαίτερα, κυρίως λόγω προβλημάτων προγραμματισμού. Κατά τις δεκαετίες του '60, του '70 και του '80, τα «προχωρημένα» σχολεία προσέφεραν οπτικοακουστική διδασκαλία με τη βοήθεια μαγνητοφώνων, διαφανειών και βίντεο, αλλά έπρεπε να φθάσουμε στην εποχή του υπολογιστή για να μπορέσει να γίνει πράξη η πλήρως πολυμεσική, αλληλεπιδραστική διδασκαλία και το άνοιγμα του σχολείου στον κόσμο μέσω του Internet.
Στην Ελλάδα σε όσα σχολεία έχουν εργαστήρι πληροφορικής, οι υπολογιστές χρησιμοποιούνται περιθωριακώς. Τα παιδιά μαθαίνουν να χρησιμοποιούν κάποια προγράμματα και να κάνουν μικρές βόλτες στο Internet. Μερικά σχολεία έχουν δική τους παρουσία στο Internet και τα παιδιά μπορούν να έρθουν σε επαφή με άλλα παιδιά μέσω του Δικτύου, όμως κάποια άλλα σχολεία δεν έχουν καν υπολογιστή.
Σε άλλες χώρες της Ευρώπης, ωστόσο, και κυρίως στις ΗΠΑ, οι υπολογιστές έχουν μπει σε κάθε σχολική τάξη και σχεδόν σε κάθε σπίτι. Η βιομηχανία εκπαιδευτικού λογισμικού αυξάνεται με ρυθμούς της τάξης του 20% ετησίως, ενώ κανένας δεν διανοείται πια να ξεκινήσει τη διδασκαλία ενός μαθήματος αν δεν έχει εφοδιαστεί με τα σχετικά προγράμματα υπολογιστή. Χωρίς να μπορούμε να διαγράψουμε με μία μονοκοντυλιά τα καλά που προσφέρουν υπολογιστές και Internet, δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε ότι σήμερα, για πρώτη φορά, ο δάσκαλος φαίνεται να έρχεται σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με ένα εργαλείο που αρχικά επρόκειτο να παίξει τον ρόλο του εκπαιδευτικού βοηθήματος. Και ο σχετικός προβληματισμός ακούγεται τελευταίως στις ΗΠΑ ολοένα και πιο συχνά. ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 13-9-1998
ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ από εμάς, είτε έχουμε εξοικείωση με τους υπολογιστές είτε ακόμη περισσότερο το θαυμαστό εργαλείο της νέας εποχής μάς γεμίζει με αμηχανία και ίσως λίγο φόβο, δεν μπορεί παρά να νιώθουμε δέος απέναντι στην ευκολία με την οποία τα μικρά παιδιά, ακόμη και προσχολικής ηλικίας, συμφιλιώνονται με τη φωτεινή οθόνη, το ποντίκι και το πληκτρολόγιο. Λίγα λεπτά της ώρας αρκούν, συνήθως, και το παιδί κινεί τον δείκτη πάνω στην οθόνη με αυτοπεποίθηση, ανοίγει μενού, κάνει κλικ σε ζωγραφιστά, εικονικά κουμπιά στην οθόνη, ζωγραφίζει, παίζει. Τα παιδιά δεν έχουν προκαταλήψεις απέναντι στον υπολογιστή ούτε γνωρίζουν τι είναι τεχνοφοβία, ενώ συντονίζονται πολύ πιο εύκολα, σε σύγκριση με τους ενηλίκους, με αυτά που δείχνει να ζητά το μηχάνημα από αυτά.
Αναγνωρίζοντας έμπρακτα το γεγονός ότι οι υπολογιστές δεν πρόκειται να φύγουν από δίπλα μας πολύ σύντομα, το αντίθετο μάλιστα, οι περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου έχουν προσθέσει μαθήματα πληροφορικής στα εκπαιδευτικά προγράμματα. Σε κάποιες χώρες τα πράγματα έχουν προχωρήσει ακόμη περισσότερο· εκτός των μαθημάτων για την εκμάθηση του υπολογιστή, ο υπολογιστής χρησιμοποιείται ως βοηθητικό εργαλείο και για τα υπόλοιπα μαθήματα. Τα όμορφα γραφικά, τα χρώματα, η μουσική, τα ηχητικά εφέ, όλα αυτά κεντρίζουν το ενδιαφέρον του παιδιού και επιτυγχάνουν αυτό που λίγοι μόνο δάσκαλοι κατάφερναν παλαιότερα: να διατηρήσουν αμείωτη την προσοχή του για περισσότερο από λίγη ώρα, καθώς μαθαίνει παίζοντας. Τα αποτελέσματα είναι μάλιστα πιο εντυπωσιακά στα πολύ μικρά παιδιά στο νηπιαγωγείο ή στα πρώτα χρόνια του δημοτικού.
Είναι όμως τα πράγματα τόσο ρόδινα; Οχι, απαντά η Jane Healy, συγγραφέας του βιβλίου Failure to connect: How computers affect our children's minds for better and worse (Αδυναμία σύνδεσης: Πώς επηρεάζουν οι υπολογιστές το μυαλό των παιδιών μας θέλουμε, δεν θέλουμε), το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα στις ΗΠΑ και ήδη προκαλεί μεγάλες συζητήσεις. Στην Αμερική οι υπολογιστές έχουν ενσωματωθεί στην εκπαιδευτική διαδικασία εδώ και αρκετά χρόνια, ήδη από τα νηπιαγωγεία, και πια υπάρχει η συσσωρευμένη πείρα ώστε να μπορούν να βγουν μερικά πρώτα συμπεράσματα. Και η Healy το αποτολμά.
Η Jane Healy είναι εκπαιδευτικός με δεκαετίες εμπειρίας και οι απόψεις της στηρίζονται σε εξαντλητική μελέτη και αξιολόγηση στοιχείων από ανεξάρτητες έρευνες και προσωπικές παρατηρήσεις. Η εικόνα που ζωγραφίζει με το βιβλίο της δεν συμβαδίζει καθόλου με τις τρέχουσες απόψεις, είναι μάλιστα αρκετά δυσοίωνη, ώστε να ξυπνήσει από τον εφησυχασμό τους όλους εκείνους που θεωρούν ότι ένας υπολογιστής εξοπλισμένος με τα κατάλληλα εκπαιδευτικά - ψυχαγωγικά προγράμματα είναι ό,τι καλύτερο μπορούμε να προσφέρουμε στα παιδιά μας σήμερα, για να τα προετοιμάσουμε για το μέλλον και να τα απομακρύνουμε από την τηλεόραση.
Δεν είναι έτσι, λέει η Healy· όχι μόνο δεν υπάρχουν στοιχεία που να τεκμηριώνουν την άποψη ότι οι υπολογιστές αυξάνουν τη μαθησιακή ικανότητα των μικρών παιδιών, αλλά υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστέψουμε ότι η υπερβολική ενασχόληση του παιδιού με το μηχάνημα μπορεί στην πραγματικότητα να ανακόψει τη φυσιολογική ανάπτυξη του μυαλού του. «Κάποια από τα πιο δημοφιλή (στις ΗΠΑ) εκπαιδευτικά προγράμματα υπολογιστή ενδέχεται ακόμη και να βλάπτουν τη δημιουργικότητα, την ικανότητα συγκέντρωσης και την ικανότητα δραστηριοποίησης». Παράλληλα, εξωυπολογιστικές δραστηριότητες που έχει αποδειχθεί ότι βοηθούν, όπως η μουσική, η χειροτεχνία και η ζωγραφική με κανονικά κραγιόνια και μπογιές, περνούν σε δεύτερη μοίρα ή σταματούν εντελώς.
Και όμως, τα λόγια της Healy δεν είναι νεο-λουδιτική φλυαρία, γράφει ο Andrew Leonard παρουσιάζοντας το βιβλίο από τις σελίδες του δικτυακού περιοδικού «Salon». Τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται είναι πολύ ανησυχητικά. Οι πιο πρόσφατες μελέτες στον τομέα της νευροφυσιολογίας, στις οποίες παραπέμπει, έχουν δείξει ότι η δομή του ανθρώπινου εγκεφάλου αμέσως μετά τη γέννηση και κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής είναι εξαιρετικά εύπλαστη. Τα παιδιά μαθαίνουν για τον κόσμο με τη βοήθεια του σώματός τους: αγγίζοντας, ψηλαφώντας, σπάζοντας, σκουντουφλώντας. Ο,τι μαθαίνουν χαράσσεται ανεξίτηλα στον εγκέφαλο ως νέες συνάψεις μεταξύ νευρώνων. Το να υποκαταστήσουμε αυτή τη φυσική αλληλεπίδραση, με το ποντίκι και τον δισδιάστατο κόσμο που προσφέρει ο υπολογιστής, είναι κάτι που μπορεί να βλάψει ανεπανόρθωτα την ίδια την ανάπτυξη του εγκεφάλου, επισημαίνει η Healy.
Βέβαια, τέτοιος κίνδυνος υπάρχει μόνο για παιδιά πολύ μικρής ηλικίας και μόνο αν γίνεται κατάχρηση του υπολογιστή. Παρ' όλα αυτά δεν υπάρχει κανένας λόγος να φέρνουμε τα παιδιά μας σε επαφή με τους υπολογιστές πριν από την ηλικία των 10 -11 ετών. Η άποψη, γράφει η Healy, ότι η εξοικείωση (έστω, όχι κατάχρηση) σε πολύ μικρή ηλικία μπορεί να τα βοηθήσει αργότερα είναι λανθασμένη. Στην πραγματικότητα φαίνεται να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Παιδιά που είχαν πάρε-δώσε με υπολογιστές από την ηλικία των τεσσάρων-πέντε ετών αντιμετώπιζαν πιο μεγάλες δυσκολίες να προσαρμοστούν στις εξελίξεις της τεχνολογίας φθάνοντας στην ηλικία των 10-12, από τα παιδιά που μόλις τότε πρωτοέρχονταν σε επαφή.
Οι απόψεις της Healy μπορεί να μοιάζουν παραφωνία στην υπεραισιόδοξη «τεχνοφιλική» εποχή μας, ωστόσο η συγγραφέας δεν είναι μόνη. Ενας από τους σημαντικότερους πολέμιους της χρήσης υπολογιστών σε οποιαδήποτε βαθμίδα της εκπαίδευσης είναι ο Clifford Stoll, ένας αστρονόμος και συγγραφέας για τον οποίο μπορεί κάποιος να πει πολλά αλλά όχι ότι έχει άγνοια περί υπολογιστών.
Ο Stoll έγινε διάσημος με το βιβλίο του Coockoo's Egg (Το Αβγό του Κούκου), όπου περιγράφει με λεπτομέρειες πώς κατάφερε στα μέσα της δεκαετίας του '80 να εντοπίσει έναν χάκερ που έμπαινε στο υπολογιστικό του δίκτυο, γράφοντας ο ίδιος και ενεργοποιώντας ειδικά προγράμματα παρακολούθησης και προειδοποίησης, και συνδυάζοντας δημιουργικά τα μικρά ίχνη που άφηνε ο χάκερ στο πέρασμά του.
«Οι ικανότητες που χρειάζομαι στη δουλειά μου ως αστρονόμος», έλεγε ο Stoll στις αρχές Αυγούστου σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Dallas Morning News», «είναι πράγματα όπως το να γνωρίζω μαθηματικά, να καταλαβαίνω φυσική, να μπορώ να χειριστώ ένα τηλεσκόπιο, να γράψω μια εργασία, να διαβάζω αναλυτικά και να κατανοώ αυτά που έχει γράψει κάποιος άλλος. Να μπορώ να εντοπίζω κενά σε μια επιχειρηματολογία και να μπορώ να σταθώ ενώπιον ακροατηρίου για να παρουσιάσω τις ιδέες μου. Ολα αυτά είναι πολύ χρήσιμα πράγματα και κανένα από αυτά δεν το έμαθα χρησιμοποιώντας υπολογιστή. Στην πραγματικότητα, όσο περισσότερη ώρα είμαι μπροστά στον υπολογιστή τόσο περισσότερο αμβλύνω τις ικανότητες αυτές». Και συνεχίζει: «Επιφανειακά, όλα αυτά τα υπέροχα διδακτικά μηχανήματα σε μαθαίνουν ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, φυσική, θετικές επιστήμες, ιστορία· όμως η πραγματικότητα είναι ότι διδάσκουν δεδομένα, όχι ικανότητες».
Μα καλά, θα αναρωτηθούν πολλοί, κάνουν τόσο κακό οι υπολογιστές; Δηλαδή, τι; Να αφήσουμε το παιδί να βλέπει τηλεόραση;
Κι όμως, δεν είναι απαραίτητα χειρότερη η τηλεόραση, γράφει η Healy. Εκτός των ενοχλήσεων στα μάτια και στα χέρια που μπορεί να προκαλέσει η παρατεταμένη παραμονή μπροστά σε υπολογιστή, τα «οπτικά εφέ» στα περισσότερα εκπαιδευτικά προγράμματα ίσως αποδειχθούν περισσότερο αποβλακωτικά ακόμη και από την τηλεόραση.«Με τον υπολογιστή, η προσοχή εστιάζεται εύκολα σε ανάξιο για τόση προσοχή υλικό».
Το δίλημμα δεν θα έπρεπε να τίθεται μεταξύ τηλεόρασης και υπολογιστή. Ο Stoll είναι εξίσου επιφυλακτικός και με τα δύο. Είναι πατέρας δύο παιδιών, δύο και τριών ετών, και στο σπίτι του δεν έχει τηλεόραση. Εχει οργανώσει τον χρόνο του έτσι ώστε να του μένει μία ώρα κάθε απόγευμα για να την περάσει με τα παιδιά. Τους διαβάζει, φτιάχνουν μαζί πράγματα, πάνε βόλτες. Και όταν φτάσει η στιγμή να πάνε σχολείο, θα διαλέξει εκείνο το σχολείο που έχει τις λιγότερες τηλεοράσεις και τους λιγότερους υπολογιστές.
Πολλοί διαφωνούν έντονα με αυτή την προσέγγιση. Το να αποσιωπά κάποιος την ύπαρξη των υπολογιστών, του Internet, ακόμη και της τηλεόρασης, μοιάζει σήμερα λίγο με στρουθοκαμηλισμό. Είτε το θέλουμε είτε όχι, τα παιδιά που έχουν γεννηθεί τα τελευταία 10-20 χρόνια έχουν γαλουχηθεί με εντελώς καινούργια ερεθίσματα σε σχέση με τις παλαιότερες γενιές. Για τα παιδιά αυτά οι υπολογιστές και το Internet δεν είναι καινούργιες εφευρέσεις ούτε επαναστάσεις· είναι αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου που γνωρίζουν. Και αυτό ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών, ακόμη και σε χώρες της (τεχνολογικής) περιφέρειας, όπως είναι η Ελλάδα. Τα παιδιά είναι παράξενα πλάσματα, και το να παρεμβαίνουμε στις πληροφορίες που φθάνουν σε αυτά μπορεί βραχυπρόθεσμα να έχει θετικά αποτελέσματα αλλά αργά ή γρήγορα μετατρέπεται σε μπούμερανγκ. Το ερώτημα δεν είναι πώς θα προφυλάξουμε τα παιδιά από τις «παρενέργειες» του εκπαιδευτικού λογισμικού, των υπολογιστών γενικότερα και του Internet, αλλά μάλλον πώς θα τα εφοδιάσουμε με την ικανότητα και την κρίση να προφυλάσσονται μόνα τους.
Αυτό ακριβώς είναι το συμπέρασμα της Healy: Αν θέλουμε να εξοπλίσουμε τα παιδιά μας για τις προκλήσεις του μέλλοντος, αν θέλουμε να καλλιεργήσουμε την ευφυΐα και τη δημιουργικότητά τους, χρειάζεται να ασχολούμαστε περισσότερη ώρα μαζί τους, παίζοντας, μιλώντας και εξηγώντας τους. Και όταν θα έχει περάσει η κρίσιμη πρώτη περίοδος για την πνευματική ανάπτυξη του παιδιού, όταν αυτό φθάσει στην ηλικία των 10-11ετών, τότε μπορούμε να το φέρουμε σε επαφή με τον κόσμο των υπολογιστών. Είναι παραπάνω από σίγουρο ότι δεν θα δυσκολευτεί καθόλου να αποκτήσει την απαραίτητη εξοικείωση, και ότι θα μπορέσει, όχι να αναπτύξει τη δημιουργικότητά του παίζοντας με τον υπολογιστή, αλλά να χρησιμοποιήσει τον υπολογιστή εκμεταλλευόμενο τη δημιουργικότητά του.
Από το ραδιόφωνο στον κόσμο του Internet
Η ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ των τελευταίων επινοήσεων της τεχνολογίας στην εκπαιδευτική διαδικασία δεν είναι πρόσφατη έμπνευση. Στις αρχές του αιώνα, και ενώ ο κινηματογράφος δεν μετρούσε παρά μερικά χρόνια ζωής, πολλοί μιλούσαν για την επανάσταση που πρόκειται να φέρει στην εκπαιδευτική διαδικασία. Οραματίζονταν ένα σχολείο γεμάτο κινηματογραφικές μηχανές προβολής να παίζουν ταινίες που θα συνοδεύουν την προφορική παράδοση και ίσως τελικά καταφέρουν να αντικαταστήσουν τον δάσκαλο. Το σχέδιο δεν απέδωσε παρά σε περιορισμένη, πειραματική κλίμακα. Οταν κατέφθασε η τηλεόραση, η ιδέα επανήλθε με τη μορφή των εκπαιδευτικών εκπομπών που θα παρακολουθούσαν τα παιδιά την ώρα του μαθήματος. Και αυτή η εκδοχή δεν διαδόθηκε ιδιαίτερα, κυρίως λόγω προβλημάτων προγραμματισμού. Κατά τις δεκαετίες του '60, του '70 και του '80, τα «προχωρημένα» σχολεία προσέφεραν οπτικοακουστική διδασκαλία με τη βοήθεια μαγνητοφώνων, διαφανειών και βίντεο, αλλά έπρεπε να φθάσουμε στην εποχή του υπολογιστή για να μπορέσει να γίνει πράξη η πλήρως πολυμεσική, αλληλεπιδραστική διδασκαλία και το άνοιγμα του σχολείου στον κόσμο μέσω του Internet.
Στην Ελλάδα σε όσα σχολεία έχουν εργαστήρι πληροφορικής, οι υπολογιστές χρησιμοποιούνται περιθωριακώς. Τα παιδιά μαθαίνουν να χρησιμοποιούν κάποια προγράμματα και να κάνουν μικρές βόλτες στο Internet. Μερικά σχολεία έχουν δική τους παρουσία στο Internet και τα παιδιά μπορούν να έρθουν σε επαφή με άλλα παιδιά μέσω του Δικτύου, όμως κάποια άλλα σχολεία δεν έχουν καν υπολογιστή.
Σε άλλες χώρες της Ευρώπης, ωστόσο, και κυρίως στις ΗΠΑ, οι υπολογιστές έχουν μπει σε κάθε σχολική τάξη και σχεδόν σε κάθε σπίτι. Η βιομηχανία εκπαιδευτικού λογισμικού αυξάνεται με ρυθμούς της τάξης του 20% ετησίως, ενώ κανένας δεν διανοείται πια να ξεκινήσει τη διδασκαλία ενός μαθήματος αν δεν έχει εφοδιαστεί με τα σχετικά προγράμματα υπολογιστή. Χωρίς να μπορούμε να διαγράψουμε με μία μονοκοντυλιά τα καλά που προσφέρουν υπολογιστές και Internet, δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε ότι σήμερα, για πρώτη φορά, ο δάσκαλος φαίνεται να έρχεται σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με ένα εργαλείο που αρχικά επρόκειτο να παίξει τον ρόλο του εκπαιδευτικού βοηθήματος. Και ο σχετικός προβληματισμός ακούγεται τελευταίως στις ΗΠΑ ολοένα και πιο συχνά. ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 13-9-1998
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου