Ο μηχανισμός της εξελίξεως
Η ΠΟΡΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΟΛΥΠΛΟΚΟ ΜΟΡΙΟ που έχει την ικανότητα να αναπαράγεται, στον πολυπλοκότερο επί της Γης οργανισμό, τον άνθρωπο, είναι πορεία μακρά. Διαρκεί κοντά στα τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια. Σφραγίζει, συνεπώς, ένα μεγάλο μέρος -που πλησιάζει το ενενήντα τοις εκατό!- της ηλικίας του πλανήτη μας, αλλά και ικανό ποσοστό της ηλικίας του ίδιου του Σύμπαντος.
Τους δύσβατους δρόμους και τις στενές ατραπούς αυτής της πορείας, πέρα από τους ωραίους μύθους ή τη θρησκευτική πίστη, μπορεί κανείς να ακολουθήσει μόνον με τη Θεωρία της Εξελίξεως. Τα ευρήματα οργανισμών σε απολιθώματα δεν αφήνουν περί αυτού πολλές αμφιβολίες: Με την πάροδο του χρόνου, οι ζωικοί οργανισμοί εξελίσσονται σε πολυπλοκότητα.
Επιπρόσθετα, τα μέλη κάθε είδους δείχνουν ουσιώδεις, κάποτε, παρεκκλίσεις από έναν αρχικό πρόγονο. Στηριζόμενος σε πολλά παρόμοια στοιχεία, ο Charles Darwin δημοσιεύει, στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, τη μνημειώδη «Καταγωγή των ειδών», βιβλίο από τα σημαντικότερα της ανθρώπινης ιστορίας. Η Δαρβινική Θεωρία της Εξελίξεως έχει έκτοτε εμπλουτισθεί ή και αναθεωρηθεί σε πολλά σημεία της. Η βασική της ωστόσο αντίληψη, παραμένει επιστημονικά αναντίρρητη: Τον μηχανισμό της εξελίξεως κινεί η φυσική επιλογή. Μόνον εκείνες οι παραλλαγές των βιολογικών ειδών που είναι ικανές να αντιμετωπίσουν ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον προώρισται να επιβιώσουν. Από απόγονο μάλιστα σε απόγονο, τα «χρήσιμα» για την επιβίωση τους χαρακτηρι-στικά ενισχύονται. Με τα λόγια του ίδιου του Δαρβίνου: «Η φυσική επιλογή εξετάζει προσεκτικά κάθε μέρα και κάθε ώρα τον κόσμο, τις πιο μικρές μεταβολές του, απορρίπτοντας όσες είναι κακές, κρατώντας και αθροίζοντας τις καλές, δουλεύοντας σιωπηλά και ανεπαίσθητα». Καθώς, έτσι, ο μύθος του αμετάβλητου των ζώντων οργανισμών καταρρέει, δεν είναι περίεργη η σφοδρή αντίθεση που εκδηλώθηκε, και όχι μόνο από θρησκευτικό φανατισμό, προς τη Δαρβινική Θεωρία. Το ανθρώπινο πνεύμα αρέσκεται στο δόγμα ή στην επανάπαυση. Η εκθρόνιση της Γης ως Κέντρου του Ηλιακού συστήματος από τον Κοπέρνικο, όπως και η ιδέα της συνεχούς ροής των πάντων του Ηράκλειτου, αντιβαίνουν στην Αριστοτελική λογική ότι τα γήινα δεν αλλάζουν, και αντιμετωπίσθηκαν με παρόμοια εχθρότητα.
Είδαμε, ωστόσο, ότι οι μυριάδες παραλλαγές των ζωικών ειδών έχουν τη ρίζα τους στον γενετικό κώδικα. Πράγματι, ένα «λάθος» στη διαδικασία αντιγραφής του DNA ―σ' ένα μόνο ίσως μόριο από τα εκατομμύρια που το αποτελούν― οδηγεί σε αλλοίωση των εντολών που συνιστούν τον κώδικα αυτόν. Είναι οι τυχαίες, απ' ό,τι φαίνεται, μεταλλαγές του γενετικού κώδικα, και όχι η πιστότητα στην κληρονομική του μεταβίβαση, που δημιουργούν την ποικιλία στα χαρακτηριστικά κάθε είδους· είτε αυτά είναι το χρώμα των ματιών είτε το ύψος, ακόμη όμως και οι διανοητικές ικανότητες. Η σύνθεση της Θεωρίας της Εξελίξεως με τη Μοριακή Βιολογία και τη Γενετική ―σύνθεση που συχνά αποκαλείται «νεοδαρβινισμός»― αποτελεί δραστήριο πεδίο της σύγχρονης επιστήμης. Για τον πρόσθετο λόγο ότι η πλήρης κατανόηση των βιολογικών δομών της κληρονομικότητας θα οδηγήσει και στην ανθρώπινη επ' αυτών επέμβαση, για το καλό ή το κακό.
Το ότι ο άνθρωπος βρίσκεται εγγύτατα στο σημείο να επέμβει ο ίδιος ―και όχι μόνο η τύχη ή η αναγκαιότητα― στα γονίδια που καθοδηγούν τα κληρονομούμενα χαρακτηριστικά του χαρακτηρίζει, περισσότερο ίσως από οτιδήποτε άλλο, την απίστευτη εξέλιξη του. Είναι κατανοητό, λοιπόν, ως συνέπεια θρησκευτικών επιρροών, αλλά και ματαιοδοξίας βαθύτατης, να θίγεται από την κυριαρχούσα άποψη της επιστήμης, που αποδίδει στο ανθρώπινο είδος κοινές καταβολές με κοινωνίες πιθήκων. Τούτο, ωστόσο, και όσο εμπιστεύεται κανείς τις ενδείξεις από τα απολιθώματα και τις σύγχρονες μελέτες συμπεριφοράς, αποτελεί γεγονός μάλλον αναμφισβήτητο. Από όλα τα ζωικά είδη που διαβιούν στις θάλασσες και τις στεριές του πλανήτη μας, ο χιμπατζής και ο γορίλας είναι οι πλησιέστεροι συγγενείς μας. Πρόσφατες μάλιστα έρευνες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι διαθέτουν κοινά με μας το ενενήντα εννιά τοις εκατό των γονιδίων.
Τούτο δεν σημαίνει, όπως είναι η διαδεδομένη πλάνη, ότι ο άνθρωπος κατάγεται από τον πίθηκο. Αλλά ότι και ο άνθρωπος και ο πίθηκος έχουν έναν κοινό πρόγονο, δυσδιάκριτο εξαιτίας των πολλών αλλαγών που έχουν επισυμβεί στο περιβάλλον και στον γενετικό κώδικα. Ο δυσδιάκριτος αυτός πρόγονος εντοπίζεται στα πρωτεύοντα θηλαστικά ―κατηγορία
θηλαστικών ζώων, στην οποία κατατάσσεται και ο άνθρωπος― που αναπτύχθηκαν κυρίως μετά την εξαφάνιση των δεινοσαύρων. Αυτοί οι «πρωτοπίθηκοι» υποχρεώθηκαν, πιθανόν από την ανάγκη για αναζήτηση τροφής, να αποικήσουν τα δέντρα και να προσαρμοσθούν στο καινούργιο αυτό περιβάλλον. Η διαβίωση των πρωτοπιθήκων στα δέντρα, που διαρκεί δεκάδες εκατομμύρια χρόνια, τους εξόπλισε με ικανή όραση, ευκινησία και δεξιότητα στα χέρια. Χαρακτηριστικά προερχόμενα από αργές γενετικές αλλαγές, απαραίτητα όμως για την επιβίωση στις ιδιαίτερες απαιτήσεις του νέου πεδίου δραστηριότητας και κατοικίας.
Ασφαλώς, μερικά από τα είδη των πρωτοπιθήκων θα εξέλιπαν, επειδή οι γενετικές αλλαγές δεν ευνοούσαν τη φυσική τους επιλογή. Τα διαρκώς βελτιούμενα όμως είδη, που επεκράτησαν, αυξάνουν τον πληθυσμό τους με γρήγορο ρυθμό- και τούτο είναι επόμενο να οδηγήσει σε μια νέα πάλι έλλειψη τροφής. Κάποια είδη, συνεπώς, που προσεγγίζουν κατά πολύ τον σημερινό πίθηκο, αναγκάζονται, πριν από 30 εκατομμύρια χρόνια, να επανέλθουν στο έδαφος και να αναζητήσουν τροφή και στέγη σε κοντινές στα δάση περιοχές. Oι μακρινοί αυτοί πρόγονοι του ανθρώπου, σ' έναν συνεχή ανταγωνισμό με όμοια ή ανόμοια δημιουργήματα της εξελίξεως, αναπτύσσουν συνεχώς τον εγκέφαλό τους και κατακτούν τις πρώτες υποτυπώδεις τεχνικές δεξιότητες. Η βιολογική οδός που θα οδηγήσει στα είδη των πιθήκων που απαντώνται σήμερα στον πλανήτη -και αργότερα στο ανθρώπινο είδος- διανύεται στο εξής χωρίς μεγάλα εμπόδια.
Το ποιος, ωστόσο, πού και πότε μπορεί να διεκδικήσει τον τίτλο του πρώτου «πραγματικού» ανθρώπου, παραμένει ένα ζήτημα με μεγάλη ασάφεια. Εν πολλοίς, είναι ασφαλώς θέμα ορισμού. Τα ευρήματα άλλωστε των ανθρωπολόγων, περιορισμένα μέχρι στιγμής και διάσπαρτα, αφήνουν περιθώρια για έντονες αμφισβητήσεις. Κρανία που προσομοιάζουν με τα ανθρώπινα ανευρέθηκαν σε πολλά σημεία της γης ―την Ιάβα, τη Γαλλία, την Αφρική― και αποδίδονται στον Homo erectus, ανθρωποειδές με μεγάλη ικανότητα στα χέρια και με όρθιο βάδισμα. Ο Homo erectus πρέπει να έζησε πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια. Ακόμη παλαιότερα ευρήματα στους τροπικούς της Αφρικής, που έχουν ηλικία δύο ή και περισσότερα εκατομμύρια χρόνια, ανήκουν στον Αυστραλοπίθηκο,μικρόσωμο ον με χαρακτηριστικά ενδιάμεσα μεταξύ του πιθήκου και του ανθρώπου.
Κοντινοί πρόγονοι του σημερινού ανθρώπου, πάντως, θεωρούνται οι παραλλαγές που έζησαν πριν από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Τούτο δεν θίγει πολύ τον εγωισμό μας. Διότι οι άνθρωποι αυτοί, με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο τον άνθρωπο του Νεάντερνταλ, ήδη χρησιμοποιούν πέτρινα εργαλεία και έχουν επαρκή ανάπτυξη του εγκεφάλου. Έτσι δικαιολογείται η προσωνυμία του σοφού ανθρώπου ―Homo sapiens― με την οποία αυτοπροσαγόρευσε ο σημερινός άνθρωπος το είδος του.
Η ασάφεια της ιστορίας μας ως είδους δεν πρέπει, πάντως, να εκπλήσσει τον αναγνώστη. Περισσότερο από το ενενήντα εννιά τοις εκατό αυτής της ιστορίας έχει ως μόνες της πηγές ευρήματα παλαιοντολογικά.
ΠΗΓΗ: Γιώργος Γραμματικάκης, Η κόμη της Βερενίκης, 17η έκδοση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999
Η ΠΟΡΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΟΛΥΠΛΟΚΟ ΜΟΡΙΟ που έχει την ικανότητα να αναπαράγεται, στον πολυπλοκότερο επί της Γης οργανισμό, τον άνθρωπο, είναι πορεία μακρά. Διαρκεί κοντά στα τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια. Σφραγίζει, συνεπώς, ένα μεγάλο μέρος -που πλησιάζει το ενενήντα τοις εκατό!- της ηλικίας του πλανήτη μας, αλλά και ικανό ποσοστό της ηλικίας του ίδιου του Σύμπαντος.
Τους δύσβατους δρόμους και τις στενές ατραπούς αυτής της πορείας, πέρα από τους ωραίους μύθους ή τη θρησκευτική πίστη, μπορεί κανείς να ακολουθήσει μόνον με τη Θεωρία της Εξελίξεως. Τα ευρήματα οργανισμών σε απολιθώματα δεν αφήνουν περί αυτού πολλές αμφιβολίες: Με την πάροδο του χρόνου, οι ζωικοί οργανισμοί εξελίσσονται σε πολυπλοκότητα.
Επιπρόσθετα, τα μέλη κάθε είδους δείχνουν ουσιώδεις, κάποτε, παρεκκλίσεις από έναν αρχικό πρόγονο. Στηριζόμενος σε πολλά παρόμοια στοιχεία, ο Charles Darwin δημοσιεύει, στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, τη μνημειώδη «Καταγωγή των ειδών», βιβλίο από τα σημαντικότερα της ανθρώπινης ιστορίας. Η Δαρβινική Θεωρία της Εξελίξεως έχει έκτοτε εμπλουτισθεί ή και αναθεωρηθεί σε πολλά σημεία της. Η βασική της ωστόσο αντίληψη, παραμένει επιστημονικά αναντίρρητη: Τον μηχανισμό της εξελίξεως κινεί η φυσική επιλογή. Μόνον εκείνες οι παραλλαγές των βιολογικών ειδών που είναι ικανές να αντιμετωπίσουν ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον προώρισται να επιβιώσουν. Από απόγονο μάλιστα σε απόγονο, τα «χρήσιμα» για την επιβίωση τους χαρακτηρι-στικά ενισχύονται. Με τα λόγια του ίδιου του Δαρβίνου: «Η φυσική επιλογή εξετάζει προσεκτικά κάθε μέρα και κάθε ώρα τον κόσμο, τις πιο μικρές μεταβολές του, απορρίπτοντας όσες είναι κακές, κρατώντας και αθροίζοντας τις καλές, δουλεύοντας σιωπηλά και ανεπαίσθητα». Καθώς, έτσι, ο μύθος του αμετάβλητου των ζώντων οργανισμών καταρρέει, δεν είναι περίεργη η σφοδρή αντίθεση που εκδηλώθηκε, και όχι μόνο από θρησκευτικό φανατισμό, προς τη Δαρβινική Θεωρία. Το ανθρώπινο πνεύμα αρέσκεται στο δόγμα ή στην επανάπαυση. Η εκθρόνιση της Γης ως Κέντρου του Ηλιακού συστήματος από τον Κοπέρνικο, όπως και η ιδέα της συνεχούς ροής των πάντων του Ηράκλειτου, αντιβαίνουν στην Αριστοτελική λογική ότι τα γήινα δεν αλλάζουν, και αντιμετωπίσθηκαν με παρόμοια εχθρότητα.
Είδαμε, ωστόσο, ότι οι μυριάδες παραλλαγές των ζωικών ειδών έχουν τη ρίζα τους στον γενετικό κώδικα. Πράγματι, ένα «λάθος» στη διαδικασία αντιγραφής του DNA ―σ' ένα μόνο ίσως μόριο από τα εκατομμύρια που το αποτελούν― οδηγεί σε αλλοίωση των εντολών που συνιστούν τον κώδικα αυτόν. Είναι οι τυχαίες, απ' ό,τι φαίνεται, μεταλλαγές του γενετικού κώδικα, και όχι η πιστότητα στην κληρονομική του μεταβίβαση, που δημιουργούν την ποικιλία στα χαρακτηριστικά κάθε είδους· είτε αυτά είναι το χρώμα των ματιών είτε το ύψος, ακόμη όμως και οι διανοητικές ικανότητες. Η σύνθεση της Θεωρίας της Εξελίξεως με τη Μοριακή Βιολογία και τη Γενετική ―σύνθεση που συχνά αποκαλείται «νεοδαρβινισμός»― αποτελεί δραστήριο πεδίο της σύγχρονης επιστήμης. Για τον πρόσθετο λόγο ότι η πλήρης κατανόηση των βιολογικών δομών της κληρονομικότητας θα οδηγήσει και στην ανθρώπινη επ' αυτών επέμβαση, για το καλό ή το κακό.
Το ότι ο άνθρωπος βρίσκεται εγγύτατα στο σημείο να επέμβει ο ίδιος ―και όχι μόνο η τύχη ή η αναγκαιότητα― στα γονίδια που καθοδηγούν τα κληρονομούμενα χαρακτηριστικά του χαρακτηρίζει, περισσότερο ίσως από οτιδήποτε άλλο, την απίστευτη εξέλιξη του. Είναι κατανοητό, λοιπόν, ως συνέπεια θρησκευτικών επιρροών, αλλά και ματαιοδοξίας βαθύτατης, να θίγεται από την κυριαρχούσα άποψη της επιστήμης, που αποδίδει στο ανθρώπινο είδος κοινές καταβολές με κοινωνίες πιθήκων. Τούτο, ωστόσο, και όσο εμπιστεύεται κανείς τις ενδείξεις από τα απολιθώματα και τις σύγχρονες μελέτες συμπεριφοράς, αποτελεί γεγονός μάλλον αναμφισβήτητο. Από όλα τα ζωικά είδη που διαβιούν στις θάλασσες και τις στεριές του πλανήτη μας, ο χιμπατζής και ο γορίλας είναι οι πλησιέστεροι συγγενείς μας. Πρόσφατες μάλιστα έρευνες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι διαθέτουν κοινά με μας το ενενήντα εννιά τοις εκατό των γονιδίων.
Τούτο δεν σημαίνει, όπως είναι η διαδεδομένη πλάνη, ότι ο άνθρωπος κατάγεται από τον πίθηκο. Αλλά ότι και ο άνθρωπος και ο πίθηκος έχουν έναν κοινό πρόγονο, δυσδιάκριτο εξαιτίας των πολλών αλλαγών που έχουν επισυμβεί στο περιβάλλον και στον γενετικό κώδικα. Ο δυσδιάκριτος αυτός πρόγονος εντοπίζεται στα πρωτεύοντα θηλαστικά ―κατηγορία
θηλαστικών ζώων, στην οποία κατατάσσεται και ο άνθρωπος― που αναπτύχθηκαν κυρίως μετά την εξαφάνιση των δεινοσαύρων. Αυτοί οι «πρωτοπίθηκοι» υποχρεώθηκαν, πιθανόν από την ανάγκη για αναζήτηση τροφής, να αποικήσουν τα δέντρα και να προσαρμοσθούν στο καινούργιο αυτό περιβάλλον. Η διαβίωση των πρωτοπιθήκων στα δέντρα, που διαρκεί δεκάδες εκατομμύρια χρόνια, τους εξόπλισε με ικανή όραση, ευκινησία και δεξιότητα στα χέρια. Χαρακτηριστικά προερχόμενα από αργές γενετικές αλλαγές, απαραίτητα όμως για την επιβίωση στις ιδιαίτερες απαιτήσεις του νέου πεδίου δραστηριότητας και κατοικίας.
Ασφαλώς, μερικά από τα είδη των πρωτοπιθήκων θα εξέλιπαν, επειδή οι γενετικές αλλαγές δεν ευνοούσαν τη φυσική τους επιλογή. Τα διαρκώς βελτιούμενα όμως είδη, που επεκράτησαν, αυξάνουν τον πληθυσμό τους με γρήγορο ρυθμό- και τούτο είναι επόμενο να οδηγήσει σε μια νέα πάλι έλλειψη τροφής. Κάποια είδη, συνεπώς, που προσεγγίζουν κατά πολύ τον σημερινό πίθηκο, αναγκάζονται, πριν από 30 εκατομμύρια χρόνια, να επανέλθουν στο έδαφος και να αναζητήσουν τροφή και στέγη σε κοντινές στα δάση περιοχές. Oι μακρινοί αυτοί πρόγονοι του ανθρώπου, σ' έναν συνεχή ανταγωνισμό με όμοια ή ανόμοια δημιουργήματα της εξελίξεως, αναπτύσσουν συνεχώς τον εγκέφαλό τους και κατακτούν τις πρώτες υποτυπώδεις τεχνικές δεξιότητες. Η βιολογική οδός που θα οδηγήσει στα είδη των πιθήκων που απαντώνται σήμερα στον πλανήτη -και αργότερα στο ανθρώπινο είδος- διανύεται στο εξής χωρίς μεγάλα εμπόδια.
Το ποιος, ωστόσο, πού και πότε μπορεί να διεκδικήσει τον τίτλο του πρώτου «πραγματικού» ανθρώπου, παραμένει ένα ζήτημα με μεγάλη ασάφεια. Εν πολλοίς, είναι ασφαλώς θέμα ορισμού. Τα ευρήματα άλλωστε των ανθρωπολόγων, περιορισμένα μέχρι στιγμής και διάσπαρτα, αφήνουν περιθώρια για έντονες αμφισβητήσεις. Κρανία που προσομοιάζουν με τα ανθρώπινα ανευρέθηκαν σε πολλά σημεία της γης ―την Ιάβα, τη Γαλλία, την Αφρική― και αποδίδονται στον Homo erectus, ανθρωποειδές με μεγάλη ικανότητα στα χέρια και με όρθιο βάδισμα. Ο Homo erectus πρέπει να έζησε πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια. Ακόμη παλαιότερα ευρήματα στους τροπικούς της Αφρικής, που έχουν ηλικία δύο ή και περισσότερα εκατομμύρια χρόνια, ανήκουν στον Αυστραλοπίθηκο,μικρόσωμο ον με χαρακτηριστικά ενδιάμεσα μεταξύ του πιθήκου και του ανθρώπου.
Κοντινοί πρόγονοι του σημερινού ανθρώπου, πάντως, θεωρούνται οι παραλλαγές που έζησαν πριν από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Τούτο δεν θίγει πολύ τον εγωισμό μας. Διότι οι άνθρωποι αυτοί, με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο τον άνθρωπο του Νεάντερνταλ, ήδη χρησιμοποιούν πέτρινα εργαλεία και έχουν επαρκή ανάπτυξη του εγκεφάλου. Έτσι δικαιολογείται η προσωνυμία του σοφού ανθρώπου ―Homo sapiens― με την οποία αυτοπροσαγόρευσε ο σημερινός άνθρωπος το είδος του.
Η ασάφεια της ιστορίας μας ως είδους δεν πρέπει, πάντως, να εκπλήσσει τον αναγνώστη. Περισσότερο από το ενενήντα εννιά τοις εκατό αυτής της ιστορίας έχει ως μόνες της πηγές ευρήματα παλαιοντολογικά.
ΠΗΓΗ: Γιώργος Γραμματικάκης, Η κόμη της Βερενίκης, 17η έκδοση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου