Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009

Νέοι και ανάγνωση

Books - bookcase top shelfImage by ~ Phil Moore via Flickr

της Βενετίας Αποστολίδου,
Επίκουρης καθηγήτριας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης

Πολύς λόγος γίνεται για την αδιαφορία των νέων για την ανάγνωση και τα εξωσχολικά βιβλία. Επαναλαμβάνεται συχνά ότι μεγάλη ευθύνη γι αυτό έχει το σχολείο, και ειδικά το μάθημα της λογοτεχνίας, από το οποίο περιμένουμε να κινητοποιήσει το ενδιαφέρον των παιδιών για την ανάγνωση και να προσφέρει τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες, ώστε οι μαθητές να γίνουν συστηματικοί αναγνώστες.

Αυτή είναι και η μεγάλη πρόκληση της διδακτικής της λογοτεχνίας, να προτείνει δηλαδή ένα μάθημα το οποίο, όχι απλώς να διδάσκει κάποια κείμενα, αλλά να θέτει τα θεμέλια για τη δημιουργία ανεξάρτητων και συστηματικών αναγνωστών. Ωστόσο, για να καρποφορήσουν οι προσπάθειές μας θα πρέπει να τοποθετήσουμε το πρόβλημα κάπως γενικότερα. Το σχολείο δεν είναι απομονωμένο από την κοινωνία και κανένα μάθημα δεν μπορεί να κάνει θαύματα. Οι μαθητές, αλλά και οι εκπαιδευτικοί, προσέρχονται στο σχολείο με ήδη σχηματισμένες αντιλήψεις για την ανάγνωση, τη λογοτεχνία, τους συγγραφείς και τα έργα. Τις αντιλήψεις αυτές τις έχουν δημιουργήσει από πολλούς άλλους χώρους και πηγές μηνυμάτων και ερεθισμάτων: την οικογένεια, την τηλεόραση, τις εφημερίδες και τα περιοδικά, την αγορά, τα βιβλιοπωλεία, τις βιβλιοθήκες, τις ποικίλες πολιτιστικές εκδηλώσεις, στις οποίες, τυχαία ή οργανωμένα, συμμετέχουν. Ολοι οι θεσμοί επομένως που ασχολούνται με το βιβλίο και την ανάγνωση έχουν ευθύνη για τη λογοτεχνική εκπαίδευση που παρέχεται σε μια κοινωνία και, ανεξάρτητα αν το επιδιώκουν ή όχι, παίζουν έναν παιδαγωγικό ρόλο. Η διδασκαλία της λογοτεχνίας στο σχολείο, από την άλλη μεριά, για να είναι πετυχημένη, θα πρέπει να πάρει υπόψη της το σύνολο των πηγών που συμβάλλουν στη λογοτεχνική εκπαίδευση του νέου αναγνώστη και να ενδιαφερθεί, όχι μόνο για το τι συμβαίνει μέσα στη σχολική τάξη, αλλά και έξω από αυτήν, πώς, δηλαδή, τα παιδιά, αλλά και οι γονείς τους, σχετίζονται με την ανάγνωση και τα βιβλία.

Πρακτικές ανάγνωσης στο δημόσιο χώρο

Η «λογοτεχνική εκπαίδευση» επομένως είναι μια έννοια ευρύτερη από τη διδακτική της λογοτεχνίας. Περιλαμβάνει τη διδασκαλία της λογοτεχνίας στην εκπαίδευση σε όλες τις παραμέτρους της (δημιουργία σχετικών προγραμμάτων διδασκαλίας, περιεχόμενο του μαθήματος και διδακτικές μέθοδοι, αξιολόγηση της ανταπόκρισης των μαθητών στην ανάγνωση των λογοτεχνικών κειμένων) αλλά και τους τρόπους με τους οποίους δημιουργούνται -στη δημόσια σφαίρα και σε εξωεκπαιδευτικούς θεσμούς- παραστάσεις, εικόνες και αντιλήψεις για τη λογοτεχνία, τη σχέση των ανθρώπων με το βιβλίο και την ανάγνωση, τη διάδοση των λογοτεχνικών κανόνων καθώς και τις πρακτικές προώθησης της ανάγνωσης στο δημόσιο χώρο. Ο όρος «λογοτεχνική εκπαίδευση» επιδιώκει να αποδώσει τη σχέση της ενδοσχολικής διδασκαλίας της λογοτεχνίας με την άτυπη «διδασκαλία» της στα άλλα κοινωνικά πεδία: τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τη λογοτεχνική κριτική που ασκείται σε αυτά, τις δραστηριότητες των δημόσιων βιβλιοθηκών, τα προγράμματα ανάγνωσης που προωθούνται από θεσμούς όπως το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου κ.ά.

Η υιοθέτηση και η περαιτέρω επεξεργασία, βεβαίως, της έννοιας της «λογοτεχνικής εκπαίδευσης» έχει σημασία, όχι για να επιμερίσουμε ευθύνες και στο τέλος μόνος υπεύθυνος να καταστεί το «σύστημα», αλλά για να διακρίνουμε εκείνα τα φαινόμενα και τις πρακτικές που δημιουργούν στάσεις και αντιλήψεις απέναντι στην ανάγνωση γενικά και, ειδικότερα, απέναντι στη λογοτεχνία στη δημόσια σφαίρα. Πόσο, λ.χ., οι επαγγελματίες κριτικοί της λογοτεχνίας που διατηρούν σταθερές στήλες, συνειδητοποιούν ότι, με την τακτική και πολύχρονη παρουσία τους, διαμορφώνουν τους αναγνώστες τους μεταδίδοντας κριτήρια, αξιολογήσεις και ιεραρχήσεις, διδάσκοντας άτυπα, δηλαδή, λογοτεχνία; Οι ίδιοι μάλλον θα το αμφισβητούσαν, αλλά δεν είναι δύσκολο να οργανωθεί μια σχετική έρευνα και να γίνουν κάποιες διαπιστώσεις. Τα ένθετα για το βιβλίο επίσης, με το σύνολο της παρουσίας τους, τυπογραφική εμφάνιση, επιλογές, ποιότητα κειμένων, σταθερότητα συνεργατών, εκπέμπουν μηνύματα για το ποια βιβλία αξίζουν προσοχής και ποια όχι, για το αν η ανάγνωση είναι μια δραστηριότητα απολαυστική ή σοβαροφανής, αν σχετίζεται με επίκαιρα προβλήματα της ζωής ή αφορά έναν στενό κύκλο μυημένων. Η τηλεόραση, από την άλλη, μπορεί να μην έχει πολλές πολιτιστικές εκπομπές (και όσες έχει είναι μόνο στα κρατικά κανάλια), αλλά με τις διαφημίσεις βιβλίων, τις συνεντεύξεις συγγραφέων, τις -σπάνιες- συζητήσεις για βιβλία, την προβολή σειρών που βασίζονται σε μυθιστορήματα, μεταδίδει μηνύματα για την αξία ή την απαξία της ανάγνωσης και του βιβλίου. Φαντάζομαι πως τα νέα πολυβιβλιοπωλεία που ανοίγουν τελευταία, ανάμεσα στις ποικίλες συνέπειες που θα έχουν στην αγορά βιβλίου, θα διαφοροποιήσουν και την εικόνα της ανάγνωσης και του αναγνώστη, συνδέοντας την ανάγνωση με άλλες κοινωνικές δραστηριότητες.

Οι νέοι, λοιπόν, όταν έρχονται στο σχολείο, δεν είναι άγραφα χαρτιά αλλά έχουν ήδη δεχτεί, και συνεχίζουν να δέχονται, μηνύματα για το αν είναι χρήσιμη η ανάγνωση ή όχι, για το αν αξίζει να ξοδεύει κανείς τα λεφτά του για βιβλία ή για το πώς είναι ένας «συγγραφέας». Είναι εύκολο να λέμε πως η οικογένεια και τα ΜΜΕ δίνουν λάθος αντιλήψεις για όλα αυτά και να θεωρούμε ότι η σχολική εκπαίδευση πρέπει να αποκαταστήσει τη σωστή εικόνα και να «διορθώσει» τις αντιλήψεις των παιδιών. Η πραγματικότητα όμως είναι πιο περίπλοκη. Η μικρή εμπειρία που έχουμε από τις αναγνωστικές ιστορίες των νέων μάς λέει πως ακόμη και τα παιδιά των οποίων οι γονείς είναι συστηματικοί αναγνώστες δεν στρέφονται απαραίτητα προς το διάβασμα. Αλλα πάλι, ενώ όσο είναι παιδιά διαβάζουν παιδική λογοτεχνία μετά μανίας, αυτό δεν δημιουργεί αυτομάτως τις προϋποθέσεις να γίνουν συστηματικοί αναγνώστες και όταν μεγαλώσουν. Η σχέση επομένως των εξωσχολικών ερεθισμάτων, της σχολικής διδασκαλίας και της εδραίωσης της συνήθειας της ανάγνωσης είναι ένα μονοπάτι δύσβατο με πολλές επικίνδυνες στροφές, παρά μια ανοιχτή λεωφόρος.

Πόσο γνωρίζουμε τα σημερινά παιδιά

Μπορούμε να ξεκινήσουμε από ένα απλό ερώτημα: Πόσο γνωρίζουμε πραγματικά τα σημερινά παιδιά και τους νέους; Ελάχιστες έρευνες έχουν γίνει στη χώρα μας για τις αναγνωστικές συνήθειες και τις αναγνωστικές προτιμήσεις των νέων, τη γενικότερη σχέση τους με πολιτισμικές δραστηριότητες, τις προσδοκίες τους από την πράξη της ανάγνωσης. Οταν λοιπόν προσερχόμαστε προς αυτούς, θέλοντας να τους κάνουμε αναγνώστες, ξεκινούμε συνήθως από τις δικές μας εμπειρίες και αναμνήσεις από τη νεανική μας ηλικία (παραβλέποντας το γεγονός ότι οι εποχές έχουν αλλάξει δραματικά), διακατεχόμαστε από συγκεκριμένες αντιλήψεις για το τι πρέπει οι νέοι, σώνει και καλά, να μάθουν, τι πρέπει να τους αρέσει, ενώ ταυτόχρονα, είτε το ομολογούμε είτε όχι, περιφρονούμε τις κλίσεις τους και τις επιλογές τους, ως επιφανειακές, κατευθυνόμενες από τα media και την αγορά. Στη γενικότερη στάση των ενηλίκων απέναντι στην ανάγνωση των νέων κρύβεται μια υποκρισία. Δεν θέλουμε να τους κάνουμε στην πραγματικότητα αναγνώστες, αλλά αναγνώστες εκείνων των βιβλίων που εμείς θεωρούμε καλύτερα. Το μήνυμα που δίνουμε έτσι δεν είναι ότι γενικά η ανάγνωση είναι μια αξία, αλλά ότι συγκεκριμένες αναγνώσεις έχουν αξία, ενώ άλλες όχι. Υπάρχει τόσος κρυμμένος αυταρχισμός πίσω από αυτή τη στάση που δεν είναι περίεργο πως οι νέοι αποστρέφουν το πρόσωπό τους από την ανάγνωση.

Προκειμένου, επομένως, να βρούμε τρόπους για να προσελκύσουμε τους νέους προς την ανάγνωση, θα πρέπει πρωτίστως να τους ακούσουμε, να μελετήσουμε τον τρόπο που αντιδρούν σ' αυτήν σε συνθήκες κάποιας ελευθερίας και σεβασμού των επιλογών και των προσδοκιών τους. Θα πρέπει, επίσης, να πάψουμε να αντιμετωπίζουμε την ανάγνωση ως δραστηριότητα ανταγωνιστική προς την εικόνα, προς την τεχνολογία, προς άλλες κοινωνικές δραστηριότητες, αλλά, αντιθέτως, να την εντάξουμε σε ένα πολιτισμικό συνεχές που περιλαμβάνει και συσχετίζει μεταξύ τους όσο το δυνατόν περισσότερες πλευρές της καθημερινής ζωής: το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, τις εφημερίδες και τα περιοδικά, τον κινηματογράφο, τις βιβλιοθήκες, τα βιβλιοπωλεία. Το σχολείο θα πρέπει να αγκαλιάσει όλα όσα αποτελούν καθημερινές εμπειρίες των παιδιών και να προσφέρει και άλλες, εκμεταλλευόμενο όλες τις σύγχρονες μορφές επικοινωνίας που έχουν μια μακρινή ή κοντινή σχέση με την ανάγνωση: τα διάφορα έντυπα, τα ένθετα των εφημερίδων για το βιβλίο, τους καταλόγους των εκδοτικών οίκων, τα ντοκιμαντέρ για συγγραφείς και τις τηλεοπτικές εκπομπές για το βιβλίο, την παρουσία του βιβλίου στο Διαδίκτυο, τη μελοποιημένη ποίηση και τα κινηματογραφικά έργα που βασίζονται σε μυθιστορήματα. Κυρίως, θα πρέπει να καταστήσουμε την ανάγνωση μέσον επικοινωνίας. Να τους δώσουμε δηλαδή ευκαιρίες ανταλλαγής απόψεων γύρω από αυτά που διαβάζουν, πέρα από την ορισμένη σχέση δάσκαλος - διδασκαλία κειμένου - εξέταση του μαθητή.

ΠΗΓΗ: Ε-ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ- Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ, 24-2-2006
Reblog this post [with Zemanta]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails

AddThis

| More