Image via Wikipedia
του Αντώνη Μακρυδημήτρη, Καθηγητή του πανεπιστημίου Αθηνών
Το γεγονός ότι οι κοινωνίες μας έχουν εισέλθει στην ιστορική φάση της διαρκούς διακινδύνευσης, έχουν καταστεί «risk societies» (Risikogesellschaft), όπως τις αποκαλεί ο κοινωνιολόγος Ulrich Βeck, ίσως δικαιολογεί την έλξη που ασκεί σε πολλούς ο αναδυόμενος νέος Λεβιάθαν.Οι άνθρωποι είναι συχνά διατεθειμένοι να παραχωρήσουν μερίδια της ελευθερίας τους για την πολυπόθητη ασφάλεια και προστασία από τους κινδύνους και τις αβεβαιότητες της ζωής.
Είτε πρόκειται για οικολογικές ή «φυσικές» καταστροφές είτε για την περιβαλλοντική ρύπανση και τις επιπτώσεις από τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας ή για τον φόβο από τις τρομοκρατικές απειλές, η πρόληψη και η ασφάλεια επανέρχονται στο προσκήνιο ως προέχουσες αξίες της ζωής και ως προτεραιότητες της δημόσιας πολιτικής. Τούτο είναι κάτι που συμβαίνει σε όλες σχεδόν τις χώρες στη σημερινή εποχή, την εποχή της γενικής διακινδύνευσης. Ετσι το 70% των γάλλων πολιτών φέρεται ότι δέχεται τις κάμερες επιτήρησης σε δημόσιους χώρους, ενώ και σε χώρες ακόμη πιο φιλελεύθερες, όπως η Αγγλία και η Σουηδία, λαμβάνονται πρωτοφανή μέτρα πρόληψης και επιτήρησης για την αποτροπή του ενδεχομένου τρομοκρατικών χτυπημάτων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το αίσθημα του φόβου και η ανάγκη ασφάλειας (ατομικής και συλλογικής) απέναντι σε δυσάρεστα ενδεχόμενα είναι κάτι το υπαρκτό και απολύτως κατανοητό. Πρέπει, λοιπόν, να ληφθούν μέτρα. Το ζήτημα είναι τι είδους μέτρα, με ποια αποτελέσματα και τι συνέπειες, επιπτώσεις ή παρενέργειες για τον νομικό μας πολιτισμό, για την κουλτούρα και τη δημοκρατία μας.
Γιατί η επιτήρηση και η παρακολούθηση από μέσο ή μέτρο αντεγκληματικής πολιτικής τείνει συχνά να καταλάβει όλο το πεδίο του κοινωνικού πράττειν, είτε πρόκειται για πιθανολογούμενη εγκληματική συμπεριφορά είτε όχι. Είναι προφανές ότι τα νέα μέσα της τεχνολογίας (η επιτηρητική τεχνολογία) και οι νέες εφαρμογές της στη βιομετρία διευρύνουν κατά πολύ τις σχετικές δυνατότητες από δημόσιους, διεθνείς ή και ιδιωτικούς φορείς ώστε πολλοί να διερωτώνται μήπως σταδιακά και αθόρυβα εγείρουμε γύρω μας τα τείχη ενός νέουΠανοπτικού Λεβιάθαν.Μήπως χωρίς να ακούμε «κρότον κτιστών ή ήχον ανεπαισθήτως» κλεινόμαστε σιγά σιγά μέσα στα τείχη μιας πανεπιτηρούμενης κοινωνίας, όπου όλοι οι πολίτες, ημεδαποί και αλλοδαποί, αντιμετωπίζονται ως εν δυνάμει ύποπτοι; Η δε απόσταση ανάμεσα στην υπαρκτή και στην υποτιθέμενη ή «κατασκευασμένη» επικινδυνότητα ίσως να μην είναι τελικά και τόσο μεγάλη.
Το ενδεχόμενο τραγικών σφαλμάτων και λαθών μέσα από αυτή τη διαρκή «ιχνηλασία» (traceability) όλων των πολιτών δεν πρέπει να αποκλεισθεί ούτε να μας διαφεύγει. Η πιθανή καταδίκη και ο εγκλωβισμός αθώων, των οποίων η ζωή γίνεται κόλαση σε έναν οργουελικό εφιάλτη τύπου 1984 ή Δίκης του Κάφκα, θα αποτελέσει κόλαφο και πλήγμα για την ποιότητα της δημοκρατίας. Γιατί οι υπερβολές στα «μέτρα θωράκισης» της δημοκρατίας δεν πρέπει να οδηγούν στην αναίρεση και στη σταδιακή έκλειψή της ή στη μετατροπή της σε «επιτηρούμενη» δημοκρατία.
Είναι, λοιπόν, ανάγκη να χαράξουμε μια νέα ισορροπία ανάμεσα στην ασφάλεια και στην ελευθερία, αυτά τα δύο εξίσου πολύτιμα αγαθά και τις αξίες της κοινωνικής ζωής, που ανάμεσά τους προβάδισμα και προτεραιότητα δεν μπορεί να τεθεί. Γιατί, αν υπερέχει η μία, περιορίζεται η άλλη και κάθε υπερβολή οδηγεί στο αντίθετό της: η πολλή ασφάλεια στην ανασφάλεια και η ασύδοτη ελευθερία στην ανελευθερία και στην υποτέλεια.
Η δικαιοσύνη δεν είναι παρά «μεσότης μεταξύ ελλείψεως και υπερβολής» έγραφε ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια. Και η δημοκρατία είναι ακριβώς το πολίτευμα της εξισορρόπησης και της άμβλυνσης των αντιθέσεων, της στάθμισης των αξιών, του μέτρου και της αναλογικότητας, της αρμονίας.
Εξάλλου, προϋπόθεση της ποιότητας ζωής των πολιτών στη δημοκρατία είναι και οι δύο όψεις ή διαστάσεις της γενικότερης αρχής της ελευθερίας: ελευθερία από τον φόβο και την ανασφάλεια, στη μία περίπτωση, αυτόνομη επιλογή τρόπων ζωής και δράσης στη δεύτερη. Πρόκειται για τη γνωστή παλαιά διάκριση ανάμεσα στην «αρνητική» (ελευθερία από) και στη «θετική» (ελευθερία να) διάσταση αυτής της θεμελιώδους αρχής. Το δε ερώτημα ποιος έχει τα πρωτεία, το status negativus ή το status activus, το δεξί ή το αριστερό ποδάρι, δεν είναι γόνιμο αλλά στείρο και ανεδαφικό. Οι περισσότεροι άνθρωποι επιθυμούν και το ένα και το άλλο, ασφάλεια και ελευθερία, όχι μόνο το ένα ή το άλλο.
Η ιστορική πρόκληση στην εποχή μας δεν είναι η ανέγερση ενός μονόποδα και μονόφθαλμου Λεβιάθαν της μονομέρειας και της απολυταρχίας αλλά ο δημιουργικός και ισότιμος συγκερασμός ή συνδυασμός σε μια λογική θετικού και όχι μηδενικού αθροίσματος της ελευθερίας από τον φόβο και της ελευθερίας να επιλέγουμε πώς θα ζήσουμε. Γιατί, αν κάποιος είναι διατεθειμένος να προβεί σε μια φαουστική ανταλλαγή της ελευθερίας του για μια μεγαλύτερη δόση ασφάλειας, ίσως τελικά δεν του αξίζει ούτε η μία ούτε η άλλη.
Η μονόπλευρη ικανοποίηση της μιας από τις παραπάνω αρχές ή δικαιώματα (λ.χ. της ασφάλειας έναντι της ελευθερίας) οδηγεί σε «μονολογικές» στρατηγικές δημόσιας πολιτικής (όπως τις χαρακτηρίζει ο καθηγητής Νίκος Μουζέλης), οι οποίες εν τέλει στρώνουν τον δρόμο για μια νέα υποτέλεια, έναν νέο ολοκληρωτισμό (του φόβου ή της ασυδοσίας), μακριά από το πνεύμα και τις προϋποθέσεις της ανοιχτής και δημοκρατικής κοινωνίας των σφαιρικά ελεύθερων πολιτών. ΠΗΓΗ: ΒΗΜΑ ΙΔΕΩΝ,27/9/2009
Το γεγονός ότι οι κοινωνίες μας έχουν εισέλθει στην ιστορική φάση της διαρκούς διακινδύνευσης, έχουν καταστεί «risk societies» (Risikogesellschaft), όπως τις αποκαλεί ο κοινωνιολόγος Ulrich Βeck, ίσως δικαιολογεί την έλξη που ασκεί σε πολλούς ο αναδυόμενος νέος Λεβιάθαν.Οι άνθρωποι είναι συχνά διατεθειμένοι να παραχωρήσουν μερίδια της ελευθερίας τους για την πολυπόθητη ασφάλεια και προστασία από τους κινδύνους και τις αβεβαιότητες της ζωής.
Είτε πρόκειται για οικολογικές ή «φυσικές» καταστροφές είτε για την περιβαλλοντική ρύπανση και τις επιπτώσεις από τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας ή για τον φόβο από τις τρομοκρατικές απειλές, η πρόληψη και η ασφάλεια επανέρχονται στο προσκήνιο ως προέχουσες αξίες της ζωής και ως προτεραιότητες της δημόσιας πολιτικής. Τούτο είναι κάτι που συμβαίνει σε όλες σχεδόν τις χώρες στη σημερινή εποχή, την εποχή της γενικής διακινδύνευσης. Ετσι το 70% των γάλλων πολιτών φέρεται ότι δέχεται τις κάμερες επιτήρησης σε δημόσιους χώρους, ενώ και σε χώρες ακόμη πιο φιλελεύθερες, όπως η Αγγλία και η Σουηδία, λαμβάνονται πρωτοφανή μέτρα πρόληψης και επιτήρησης για την αποτροπή του ενδεχομένου τρομοκρατικών χτυπημάτων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το αίσθημα του φόβου και η ανάγκη ασφάλειας (ατομικής και συλλογικής) απέναντι σε δυσάρεστα ενδεχόμενα είναι κάτι το υπαρκτό και απολύτως κατανοητό. Πρέπει, λοιπόν, να ληφθούν μέτρα. Το ζήτημα είναι τι είδους μέτρα, με ποια αποτελέσματα και τι συνέπειες, επιπτώσεις ή παρενέργειες για τον νομικό μας πολιτισμό, για την κουλτούρα και τη δημοκρατία μας.
Γιατί η επιτήρηση και η παρακολούθηση από μέσο ή μέτρο αντεγκληματικής πολιτικής τείνει συχνά να καταλάβει όλο το πεδίο του κοινωνικού πράττειν, είτε πρόκειται για πιθανολογούμενη εγκληματική συμπεριφορά είτε όχι. Είναι προφανές ότι τα νέα μέσα της τεχνολογίας (η επιτηρητική τεχνολογία) και οι νέες εφαρμογές της στη βιομετρία διευρύνουν κατά πολύ τις σχετικές δυνατότητες από δημόσιους, διεθνείς ή και ιδιωτικούς φορείς ώστε πολλοί να διερωτώνται μήπως σταδιακά και αθόρυβα εγείρουμε γύρω μας τα τείχη ενός νέουΠανοπτικού Λεβιάθαν.Μήπως χωρίς να ακούμε «κρότον κτιστών ή ήχον ανεπαισθήτως» κλεινόμαστε σιγά σιγά μέσα στα τείχη μιας πανεπιτηρούμενης κοινωνίας, όπου όλοι οι πολίτες, ημεδαποί και αλλοδαποί, αντιμετωπίζονται ως εν δυνάμει ύποπτοι; Η δε απόσταση ανάμεσα στην υπαρκτή και στην υποτιθέμενη ή «κατασκευασμένη» επικινδυνότητα ίσως να μην είναι τελικά και τόσο μεγάλη.
Το ενδεχόμενο τραγικών σφαλμάτων και λαθών μέσα από αυτή τη διαρκή «ιχνηλασία» (traceability) όλων των πολιτών δεν πρέπει να αποκλεισθεί ούτε να μας διαφεύγει. Η πιθανή καταδίκη και ο εγκλωβισμός αθώων, των οποίων η ζωή γίνεται κόλαση σε έναν οργουελικό εφιάλτη τύπου 1984 ή Δίκης του Κάφκα, θα αποτελέσει κόλαφο και πλήγμα για την ποιότητα της δημοκρατίας. Γιατί οι υπερβολές στα «μέτρα θωράκισης» της δημοκρατίας δεν πρέπει να οδηγούν στην αναίρεση και στη σταδιακή έκλειψή της ή στη μετατροπή της σε «επιτηρούμενη» δημοκρατία.
Είναι, λοιπόν, ανάγκη να χαράξουμε μια νέα ισορροπία ανάμεσα στην ασφάλεια και στην ελευθερία, αυτά τα δύο εξίσου πολύτιμα αγαθά και τις αξίες της κοινωνικής ζωής, που ανάμεσά τους προβάδισμα και προτεραιότητα δεν μπορεί να τεθεί. Γιατί, αν υπερέχει η μία, περιορίζεται η άλλη και κάθε υπερβολή οδηγεί στο αντίθετό της: η πολλή ασφάλεια στην ανασφάλεια και η ασύδοτη ελευθερία στην ανελευθερία και στην υποτέλεια.
Η δικαιοσύνη δεν είναι παρά «μεσότης μεταξύ ελλείψεως και υπερβολής» έγραφε ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια. Και η δημοκρατία είναι ακριβώς το πολίτευμα της εξισορρόπησης και της άμβλυνσης των αντιθέσεων, της στάθμισης των αξιών, του μέτρου και της αναλογικότητας, της αρμονίας.
Εξάλλου, προϋπόθεση της ποιότητας ζωής των πολιτών στη δημοκρατία είναι και οι δύο όψεις ή διαστάσεις της γενικότερης αρχής της ελευθερίας: ελευθερία από τον φόβο και την ανασφάλεια, στη μία περίπτωση, αυτόνομη επιλογή τρόπων ζωής και δράσης στη δεύτερη. Πρόκειται για τη γνωστή παλαιά διάκριση ανάμεσα στην «αρνητική» (ελευθερία από) και στη «θετική» (ελευθερία να) διάσταση αυτής της θεμελιώδους αρχής. Το δε ερώτημα ποιος έχει τα πρωτεία, το status negativus ή το status activus, το δεξί ή το αριστερό ποδάρι, δεν είναι γόνιμο αλλά στείρο και ανεδαφικό. Οι περισσότεροι άνθρωποι επιθυμούν και το ένα και το άλλο, ασφάλεια και ελευθερία, όχι μόνο το ένα ή το άλλο.
Η ιστορική πρόκληση στην εποχή μας δεν είναι η ανέγερση ενός μονόποδα και μονόφθαλμου Λεβιάθαν της μονομέρειας και της απολυταρχίας αλλά ο δημιουργικός και ισότιμος συγκερασμός ή συνδυασμός σε μια λογική θετικού και όχι μηδενικού αθροίσματος της ελευθερίας από τον φόβο και της ελευθερίας να επιλέγουμε πώς θα ζήσουμε. Γιατί, αν κάποιος είναι διατεθειμένος να προβεί σε μια φαουστική ανταλλαγή της ελευθερίας του για μια μεγαλύτερη δόση ασφάλειας, ίσως τελικά δεν του αξίζει ούτε η μία ούτε η άλλη.
Η μονόπλευρη ικανοποίηση της μιας από τις παραπάνω αρχές ή δικαιώματα (λ.χ. της ασφάλειας έναντι της ελευθερίας) οδηγεί σε «μονολογικές» στρατηγικές δημόσιας πολιτικής (όπως τις χαρακτηρίζει ο καθηγητής Νίκος Μουζέλης), οι οποίες εν τέλει στρώνουν τον δρόμο για μια νέα υποτέλεια, έναν νέο ολοκληρωτισμό (του φόβου ή της ασυδοσίας), μακριά από το πνεύμα και τις προϋποθέσεις της ανοιχτής και δημοκρατικής κοινωνίας των σφαιρικά ελεύθερων πολιτών. ΠΗΓΗ: ΒΗΜΑ ΙΔΕΩΝ,27/9/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου