Image by Roby© via Flickr
του Ευγ. ΑρανίτσηΜε τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, η ψυχρότητα θεωρήθηκε must και άρχισε να διαχέεται παντού, μέχρις ότου ενσωματώθηκε στη ζωή των κοινωνιών, των οποίων το δήθεν υποδειγματικό κύτταρο έμελλε να είναι η ουδέτερη, μοναχική, αεροστεγής ατομική μονάδα.
Αποστασιοποίηση, «αντικειμενικότητα», ρομποτικά ανακλαστικά, εντολή να μεταφράζονται τα πάντα σε κόστος ή διαχειριστικό όφελος, υποκατάσταση της επαφής απ' τη διαδραστική τεχνολογία, γνωριμίες μέσω Διαδικτύου -όλ' αυτά ήταν, εξαρχής, εκδηλώσεις της υποχώρησης του κόσμου μπροστά στην απειλή των θερμών εντάσεων του ψυχικού πεδίου, το οποίο καλείται πια να εκφραστεί σαν αυτόματος τηλεφωνητής.
Ετσι, η λεγόμενη υπερθέρμανση του πλανήτη, οι καύσωνες, το επαπειλούμενο λιώσιμο των πάγων, η αναθέρμανση της οικονομίας και ο πυρετός της «δημιουργικής» επιτάχυνσης σε όλους τους τομείς δεν αρκούν για να αναπληρώσουν εκείνο που χάνεται μαζί με ό,τι κάποτε χαρακτήριζαν ως θέρμη των σχέσεων, ζεστασιά, έστω προσωρινή, που απέρρεε απ' τη σύνδεση με τα ψυχικά περιεχόμενα της συναναστροφής και τις χαρές της υποκειμενικής διευθέτησης του χρόνου. Ο κόσμος παγώνει. Παλιά, όταν έλεγαν ότι οι σχέσεις μεταξύ δύο προσώπων «έχουν ψυχρανθεί», ελάχιστα υποπτεύονταν πως αυτή η περιστασιακή πτώση του βαρομετρικού θα έδινε μια μέρα τον τόνο στη συνολική ατμόσφαιρα που περιβάλλει την κοινωνική εμπειρία. Τώρα, οι σχέσεις, παγωμένες προ πολλού, μοιάζουν να υποβαθμίστηκαν σ' ένα πλέγμα τεχνικών ανταλλαγών, όπου καμία εστία θερμότητας δεν μπορεί να εννοηθεί μεταφορικά και, συνεπώς, να σταθεί εμπόδιο στην προϊούσα σκλήρυνση του βιώματος. Ο φετιχισμός της απαλότητας και η εμφατική διαβεβαίωση των διαφημιστών ότι το προϊόν είναι «soft», μαλακό, εύπλαστο, διαφανές και αιωρούμενο αποτελούν υπεραναπλήρωση αυτής της αποξήρανσης.
Τουναντίον, το προϊόν παραμένει θετικός αγωγός της ψυχρότητας που το οδήγησε στην κατάσταση του απολιθώματος και την οποία οι πάντες αισθάνονται στην έλλειψη ικανοποίησης που συνοδεύει την απόκτηση. Είναι κι ο λόγος που κάνει τον μέσο άνθρωπο να ασπάζεται την εντύπωση της διαρκούς ανεπικαιρότητας των πραγμάτων, δηλαδή την ιδέα ότι τα ποθητά «αγαθά» που έρχονται στην κατοχή του παλιώνουν αυθημερόν. Εφόσον τα «αγαθά» έχουν στερηθεί την αύρα τους για να γίνουν απλές καταναλωτικές πληροφορίες, η γοητεία τους είναι ακαριαία και θνησιγενής. Προσφέρονται να υπαχθούν στους κανόνες μιας λαμπερής κινητικότητας και εναλλαγής, αλλά, καθώς πολλαπλασιάζονται στο κύκλωμα αναπαραγωγής και προώθησης, καθώς χάνουν την πρωτοτυπία τους, γίνονται ανοίκεια και μοχθηρά, ενώ ο διαμεσολαβητικός τους ρόλος συρρικνώνεται και εκλείπει: δεν επιτρέπεται καν να τα δωρίσεις, άπαξ και η γενναιοδωρία συγχωνεύθηκε με την εξαγορά ή τις δημόσιες σχέσεις. Εκτοτε, παρεμβάλλονται ανάμεσα στα άτομα σαν βουβές και απειλητικές οντότητες, που τις εξορκίζει κανείς με το να ασκεί το δικαίωμα να τις αντικαταστήσει το συντομότερο. Τέτοιο είναι το παράδοξο αυτού του μείγματος τρόμου και προσμονής που επενδύεται στις φαντασιώσεις γύρω απ' το τέλος του κόσμου -ο ίδιος ο κόσμος έγινε ένα αντικείμενο που περιστρέφεται εγκαταλελειμμένο απ' τους θεούς στα παγωμένα κενά του διαστήματος.
Ολόκληρη η μετανεωτερικότητα είναι η σκηνή αυτού του παγετώνα, αυτής της θανατηφόρας πάχνης που καλύπτει παιδιά, ενήλικους, εμπειρίες, σχέσεις, ιδιοκτησίες, δόγματα, έργα τέχνης και ενδόμυχες δυνατότητες αναζήτησης του αυθεντικού. Ενώ οι άνθρωποι απεχθάνονται κρυφά την ψυχρότητα των «επικοινωνιών», την έλλειψη νοήματος, τον εξοβελισμό της αγάπης και το τελετουργικό των συνεχών προσποιήσεων ευεξίας και θετικής διάθεσης, επιθυμούν όσο τίποτα άλλο τη συμμετοχή τους σ' αυτό το τυραννικό καθεστώς, αφού τους εξασφαλίζει την ψευδαίσθηση μιας σωτήριας άμυνας απέναντι στον πόνο και τις θλίψεις, δίχως να τους φρονηματίζει το πασίδηλο συμπέρασμα ότι μια τέτοια ανοσία αναλογεί ευθέως σ' εκείνη ενός πετρώματος ή ενός σώματος που διατηρείται στα βάθη του πάγου με τις ζωτικές λειτουργίες του σε αναστολή. Είναι αυτή ακριβώς η ανάγκη που τροφοδοτεί τις συλλογικές ονειροπολήσεις του ενσταντανέ, του παγώματος της στιγμής, για το οποίο ανταγωνίζονται οι κάμερες και τα όπλα, με κοινό παρονομαστή το ρήμα shooting: για να χαριτολογήσουμε, όταν οι αστυνομικοί εισβάλλουν στη σκηνή με προτεταμένα περίστροφα κραυγάζοντας «Freeze!!!», μπορούμε να μιλάμε για την πεμπτουσία της ανακούφισης που εκταμιεύει το θέαμα ως αποζημίωση ενός κοινού που βομβαρδίζεται με την όλο και ταχύτερη εναλλαγή των πλάνων.
Αυτό είναι μια φτωχή παρηγοριά για τη λήθη της σημαίνουσας στιγμής, σαν να λέμε για την παραίτησή μας απ' το δικαίωμα σ' εκείνη την προσωπική εμπειρία της διεύρυνσης του παρόντος -σ' αυτό που μια φορά κι έναν καιρό δηλώναμε, αναφερόμενοι σε ιδιαίτερα συγκινητικά στιγμιότυπα, με τη φράση «ο χρόνος σταμάτησε». Πλέον το όνειρο της αναστολής του χρόνου, ο πόθος μιας έκτακτης εξόδου απ' τη μετρήσιμη διάρκεια πλαστογραφείται στο πάγωμα των πραγμάτων, σ' αυτό το stop carre που μας παρέχεται σαν υπόσχεση ότι η ανία θα είναι μόνιμη, όπως η αιωνιότητα της φωτογραφίας. Το κρύο, σαν συμβολικό υπόβαθρο αυτής της κατάστασης, είναι το περιβάλλον όπου «διατηρείται» κανείς, δηλαδή συντηρείται ως μέρος του τεχνητού κόσμου, κι έτσι ανθίσταται τρόπος του λέγειν στην ιλιγγιώδη επιτάχυνση των υποτιθέμενων εξελίξεων. Γυναίκες και άντρες 60 ετών, με αλλόκοτα, λεία, ελαφρά πρησμένα ή παραμορφωμένα πρόσωπα, πρόσωπα αλλοιωμένα απ' την επίθεση των προβολέων της τηλεόρασης, πληθαίνουν γεωμετρικά και αγωνίζονται να πείσουν ότι ο δικός τους χρόνος σταμάτησε στην ηλικία των 27.
Αυτή η βαμπιρική έξαρση είναι η τελευταία πράξη της τραγωδίας που συνυφαίνεται με τη θρησκεία του ψύχους: αν οι βιτρίνες των εμπορικών καταστημάτων είναι ουσιαστικά βιτρίνες ψυγείων, τα πρόσωπα τοποθετούνται σαν στήλες πάγου ή άλατος στο σκηνικό μιας σχεδόν υποβρύχιας κοσμικότητας, όπου οι ζηλότυπες απομιμήσεις θέρμης υπογραμμίζουν αντίστροφα τις πολικές συνθήκες που επικρατούν στο συναισθηματικό επίπεδο. Αγνωστοι μεταξύ αγνώστων, ακόμη και κάτω απ' την ίδια στέγη, για να μην πούμε κυρίως τότε, οι άνθρωποι συνήθισαν στη χρήση κλιματιστικών με το πρόσχημα ότι, τάχα, δεν είναι πια σε θέση να υποφέρουν τη ζέστη, δηλαδή την κυριολεκτική ζέστη, λες και η μεταφορική σημασία της εξακολουθεί να είναι ευπρόσδεκτη! Στο εξής, πετρωμένοι στο καθιστικό, όπως το λέει ο πασίγνωστος στίχος, θα περιμένουν παθητικά το επίδομα θέρμανσης και, συνάμα, το οριστικό σβήσιμο του Ηλιου σε μερικά δισεκατομμύρια χρόνια ώστε να έχουν το άλλοθι μιας μοιραίας αιωνιότητας εξωτερικής προς τη θέλησή τους. Το πρώτο που παγώνει είναι η θέληση να ζήσεις. ΠΗΓΗ: εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ,25/10/2009
Αποστασιοποίηση, «αντικειμενικότητα», ρομποτικά ανακλαστικά, εντολή να μεταφράζονται τα πάντα σε κόστος ή διαχειριστικό όφελος, υποκατάσταση της επαφής απ' τη διαδραστική τεχνολογία, γνωριμίες μέσω Διαδικτύου -όλ' αυτά ήταν, εξαρχής, εκδηλώσεις της υποχώρησης του κόσμου μπροστά στην απειλή των θερμών εντάσεων του ψυχικού πεδίου, το οποίο καλείται πια να εκφραστεί σαν αυτόματος τηλεφωνητής.
Ετσι, η λεγόμενη υπερθέρμανση του πλανήτη, οι καύσωνες, το επαπειλούμενο λιώσιμο των πάγων, η αναθέρμανση της οικονομίας και ο πυρετός της «δημιουργικής» επιτάχυνσης σε όλους τους τομείς δεν αρκούν για να αναπληρώσουν εκείνο που χάνεται μαζί με ό,τι κάποτε χαρακτήριζαν ως θέρμη των σχέσεων, ζεστασιά, έστω προσωρινή, που απέρρεε απ' τη σύνδεση με τα ψυχικά περιεχόμενα της συναναστροφής και τις χαρές της υποκειμενικής διευθέτησης του χρόνου. Ο κόσμος παγώνει. Παλιά, όταν έλεγαν ότι οι σχέσεις μεταξύ δύο προσώπων «έχουν ψυχρανθεί», ελάχιστα υποπτεύονταν πως αυτή η περιστασιακή πτώση του βαρομετρικού θα έδινε μια μέρα τον τόνο στη συνολική ατμόσφαιρα που περιβάλλει την κοινωνική εμπειρία. Τώρα, οι σχέσεις, παγωμένες προ πολλού, μοιάζουν να υποβαθμίστηκαν σ' ένα πλέγμα τεχνικών ανταλλαγών, όπου καμία εστία θερμότητας δεν μπορεί να εννοηθεί μεταφορικά και, συνεπώς, να σταθεί εμπόδιο στην προϊούσα σκλήρυνση του βιώματος. Ο φετιχισμός της απαλότητας και η εμφατική διαβεβαίωση των διαφημιστών ότι το προϊόν είναι «soft», μαλακό, εύπλαστο, διαφανές και αιωρούμενο αποτελούν υπεραναπλήρωση αυτής της αποξήρανσης.
Τουναντίον, το προϊόν παραμένει θετικός αγωγός της ψυχρότητας που το οδήγησε στην κατάσταση του απολιθώματος και την οποία οι πάντες αισθάνονται στην έλλειψη ικανοποίησης που συνοδεύει την απόκτηση. Είναι κι ο λόγος που κάνει τον μέσο άνθρωπο να ασπάζεται την εντύπωση της διαρκούς ανεπικαιρότητας των πραγμάτων, δηλαδή την ιδέα ότι τα ποθητά «αγαθά» που έρχονται στην κατοχή του παλιώνουν αυθημερόν. Εφόσον τα «αγαθά» έχουν στερηθεί την αύρα τους για να γίνουν απλές καταναλωτικές πληροφορίες, η γοητεία τους είναι ακαριαία και θνησιγενής. Προσφέρονται να υπαχθούν στους κανόνες μιας λαμπερής κινητικότητας και εναλλαγής, αλλά, καθώς πολλαπλασιάζονται στο κύκλωμα αναπαραγωγής και προώθησης, καθώς χάνουν την πρωτοτυπία τους, γίνονται ανοίκεια και μοχθηρά, ενώ ο διαμεσολαβητικός τους ρόλος συρρικνώνεται και εκλείπει: δεν επιτρέπεται καν να τα δωρίσεις, άπαξ και η γενναιοδωρία συγχωνεύθηκε με την εξαγορά ή τις δημόσιες σχέσεις. Εκτοτε, παρεμβάλλονται ανάμεσα στα άτομα σαν βουβές και απειλητικές οντότητες, που τις εξορκίζει κανείς με το να ασκεί το δικαίωμα να τις αντικαταστήσει το συντομότερο. Τέτοιο είναι το παράδοξο αυτού του μείγματος τρόμου και προσμονής που επενδύεται στις φαντασιώσεις γύρω απ' το τέλος του κόσμου -ο ίδιος ο κόσμος έγινε ένα αντικείμενο που περιστρέφεται εγκαταλελειμμένο απ' τους θεούς στα παγωμένα κενά του διαστήματος.
Ολόκληρη η μετανεωτερικότητα είναι η σκηνή αυτού του παγετώνα, αυτής της θανατηφόρας πάχνης που καλύπτει παιδιά, ενήλικους, εμπειρίες, σχέσεις, ιδιοκτησίες, δόγματα, έργα τέχνης και ενδόμυχες δυνατότητες αναζήτησης του αυθεντικού. Ενώ οι άνθρωποι απεχθάνονται κρυφά την ψυχρότητα των «επικοινωνιών», την έλλειψη νοήματος, τον εξοβελισμό της αγάπης και το τελετουργικό των συνεχών προσποιήσεων ευεξίας και θετικής διάθεσης, επιθυμούν όσο τίποτα άλλο τη συμμετοχή τους σ' αυτό το τυραννικό καθεστώς, αφού τους εξασφαλίζει την ψευδαίσθηση μιας σωτήριας άμυνας απέναντι στον πόνο και τις θλίψεις, δίχως να τους φρονηματίζει το πασίδηλο συμπέρασμα ότι μια τέτοια ανοσία αναλογεί ευθέως σ' εκείνη ενός πετρώματος ή ενός σώματος που διατηρείται στα βάθη του πάγου με τις ζωτικές λειτουργίες του σε αναστολή. Είναι αυτή ακριβώς η ανάγκη που τροφοδοτεί τις συλλογικές ονειροπολήσεις του ενσταντανέ, του παγώματος της στιγμής, για το οποίο ανταγωνίζονται οι κάμερες και τα όπλα, με κοινό παρονομαστή το ρήμα shooting: για να χαριτολογήσουμε, όταν οι αστυνομικοί εισβάλλουν στη σκηνή με προτεταμένα περίστροφα κραυγάζοντας «Freeze!!!», μπορούμε να μιλάμε για την πεμπτουσία της ανακούφισης που εκταμιεύει το θέαμα ως αποζημίωση ενός κοινού που βομβαρδίζεται με την όλο και ταχύτερη εναλλαγή των πλάνων.
Αυτό είναι μια φτωχή παρηγοριά για τη λήθη της σημαίνουσας στιγμής, σαν να λέμε για την παραίτησή μας απ' το δικαίωμα σ' εκείνη την προσωπική εμπειρία της διεύρυνσης του παρόντος -σ' αυτό που μια φορά κι έναν καιρό δηλώναμε, αναφερόμενοι σε ιδιαίτερα συγκινητικά στιγμιότυπα, με τη φράση «ο χρόνος σταμάτησε». Πλέον το όνειρο της αναστολής του χρόνου, ο πόθος μιας έκτακτης εξόδου απ' τη μετρήσιμη διάρκεια πλαστογραφείται στο πάγωμα των πραγμάτων, σ' αυτό το stop carre που μας παρέχεται σαν υπόσχεση ότι η ανία θα είναι μόνιμη, όπως η αιωνιότητα της φωτογραφίας. Το κρύο, σαν συμβολικό υπόβαθρο αυτής της κατάστασης, είναι το περιβάλλον όπου «διατηρείται» κανείς, δηλαδή συντηρείται ως μέρος του τεχνητού κόσμου, κι έτσι ανθίσταται τρόπος του λέγειν στην ιλιγγιώδη επιτάχυνση των υποτιθέμενων εξελίξεων. Γυναίκες και άντρες 60 ετών, με αλλόκοτα, λεία, ελαφρά πρησμένα ή παραμορφωμένα πρόσωπα, πρόσωπα αλλοιωμένα απ' την επίθεση των προβολέων της τηλεόρασης, πληθαίνουν γεωμετρικά και αγωνίζονται να πείσουν ότι ο δικός τους χρόνος σταμάτησε στην ηλικία των 27.
Αυτή η βαμπιρική έξαρση είναι η τελευταία πράξη της τραγωδίας που συνυφαίνεται με τη θρησκεία του ψύχους: αν οι βιτρίνες των εμπορικών καταστημάτων είναι ουσιαστικά βιτρίνες ψυγείων, τα πρόσωπα τοποθετούνται σαν στήλες πάγου ή άλατος στο σκηνικό μιας σχεδόν υποβρύχιας κοσμικότητας, όπου οι ζηλότυπες απομιμήσεις θέρμης υπογραμμίζουν αντίστροφα τις πολικές συνθήκες που επικρατούν στο συναισθηματικό επίπεδο. Αγνωστοι μεταξύ αγνώστων, ακόμη και κάτω απ' την ίδια στέγη, για να μην πούμε κυρίως τότε, οι άνθρωποι συνήθισαν στη χρήση κλιματιστικών με το πρόσχημα ότι, τάχα, δεν είναι πια σε θέση να υποφέρουν τη ζέστη, δηλαδή την κυριολεκτική ζέστη, λες και η μεταφορική σημασία της εξακολουθεί να είναι ευπρόσδεκτη! Στο εξής, πετρωμένοι στο καθιστικό, όπως το λέει ο πασίγνωστος στίχος, θα περιμένουν παθητικά το επίδομα θέρμανσης και, συνάμα, το οριστικό σβήσιμο του Ηλιου σε μερικά δισεκατομμύρια χρόνια ώστε να έχουν το άλλοθι μιας μοιραίας αιωνιότητας εξωτερικής προς τη θέλησή τους. Το πρώτο που παγώνει είναι η θέληση να ζήσεις. ΠΗΓΗ: εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ,25/10/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου