Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009

Δημοκρατίες χωρίς δημοκράτες

Από θεμελιωτές της δημοκρατίας, τα άτομα των δημοκρατικών κοινωνιών γίνονται πιστωτές της
του ΑΛΕΝ ΚΑΓΕ,
καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ στο Παρίσι

Ας ξεκινήσουμε από αυτό που καθένας, ανάλογα με την ευαισθησία του, θα το θεωρήσει διαπίστωση ή απλή υπόθεση: σε ολόκληρες ηπείρους το δημοκρατικό ιδεώδες, όχι μόνο δεν έχει πλέον μεγάλη απήχηση, αλλά μένει στάσιμο ή και οπισθοδρομεί.

Ακόμη και στη Δύση «πιστεύουν» όλο και λιγότερο σε αυτό. 'Η μάλλον, ο χαρακτήρας αυτής της πίστης γίνεται όλο και περισσότερο προβληματικός και αινιγματικός. Δεν είναι πλέον δυνατό να είμαστε βυθισμένοι μέσα στον οπτιμισμό που απελευθέρωσε η πτώση του τείχους του Βερολίνου. Τότε πίστευαν ότι οι μεγάλες αυταπάτες του ολοκληρωτισμού επιτέλους διαλύθηκαν (Φιρέ) και ότι η δημοκρατική περιπέτεια θα ξανάρχιζε την πορεία της προς τα μπρος, προς το ευτυχές τέλος της ιστορίας (Φουκουγιάμα), δηλαδή προς μια πλανητική διάδοση της σύζευξης της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, εγγυώμενη μια εποχή οικουμενικής ειρήνης και ευημερίας.

Αυτή η προαναγγελθείσα παγκόσμια διάδοση της δημοκρατίας δεν έγινε. Υπάρχουν βέβαια τοπικές νίκες, αλλά τα παραδείγματα της Αφρικής, της Ρωσίας ή της Μέσης Ανατολής δεν προκαλούν καμία ευφορία. Πολλές από τις προόδους του χτες μεταφράζονται σήμερα σε οπισθοδρομήσεις. Εκεί όπου η οικονομική μηχανή κινείται αποτελεσματικά, στην Ασία και ιδιαίτερα στην Κίνα, αυτό δεν γίνεται στο πλαίσιο του δημοκρατικού κανόνα (αντίθετη είναι ωστόσο η περίπτωση της Ινδίας), πράγμα που μας οδηγεί να αναρωτηθούμε αν η προφητεία του Ζαν Μπεσλέρ, σύμφωνα με την οποία στον 21ο αιώνα θα δούμε να διαδίδεται παντού ο καπιταλισμός, αλλά χωρίς τη δημοκρατία ή μάλλον εναντίον της δημοκρατίας, που του είχε επιτρέψει να ανθήσει, πρόκειται να πραγματοποιηθεί νωρίτερα από όσο είχε προβλεφθεί.

Ακόμη και εκεί όπου γεννήθηκε η νεότερη δημοκρατική ελπίδα, στη Δυτική Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι αμφιβολίες ή σε κάθε περίπτωση οι αβεβαιότητες για την τωρινή της κατάσταση πολλαπλασιάζονται. Ο πολλαπλασιασμός των σκανδάλων (Ενρον, Παρμαλάτ, Κρεντί Λιονέ και τόσα άλλα), τα όλο και περισσότερο ιλιγγιώδη χρηματικά ποσά που ξοδεύονται στην πολιτική πάλη, η αυξανόμενη διαφθορά των πολιτικών ελίτ (ή και άλλων ελίτ άλλωστε), η παρόξυνση των ανισοτήτων, όλα αυτά δίνουν την εικόνα μιας ολιγαρχικής και πλουτοκρατικής παρέκκλισης. Χωρίς ελπίδα επιστροφής; Σε κάθε περίπτωση αυτή η παρέκλιση εξηγεί, τουλάχιστον εν μέρει, την αυξανόμενη ατονία της πολιτικής συζήτησης και την αύξηση της αποχής στις εκλογές.

Αυτό που πρέπει να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε, πέρα από ιδιαίτερες περιπτώσεις και τοπικές συγκυρίες, είναι ταυτόχρονα ο δεσμός που ενώνει την αυξανόμενη αδυναμία του δημοκρατικού ιδεώδους να ηλεκτρίσει τις μεγάλες μάζες έξω από τον δυτικό κόσμο και την αύξηση της αποχής και της αδιαφορίας για την πολιτική στους κόλπους αυτού του δυτικού κόσμου. Αυτές οι δύο εξελίξεις πηγάζουν αναμφίβολα από μιαν ίδια πηγή. Ποια είναι αυτή; Μια πρώτη σειρά υποθέσεων έρχεται αμέσως στο νου, από τις πιο πρόδηλες ώς τις πιο πολύπλοκες.

Σε διαφορετικούς βαθμούς αυτές παραπέμπουν στο αυξανόμενο βάρος του οικονομικού στοιχείου στην οργάνωση των σύγχρονων κοινωνιών. Από τη στιγμή που τα ανθρώπινα υποκείμενα παρουσιάζονται όλο και περισσότερο αποκλειστικά με τα γνωρίσματα του Homo economicus, αδιάφορα για τους άλλους, επιδιώκοντας μόνο να μεγιστοποιήσουν τη δική τους ικανοποίηση στην αγορά, αποκλείοντας κάθε άλλο τύπο κοινωνικού δεσμού, δύσκολα μπορούμε να προσδοκούμε ότι θα παθιάζονται για τη δημοκρατία. 'Η μάλλον, δεν μπορεί παρά να αναζητούν σε αυτήν και μέσα από αυτήν ό,τι ευνοεί τη βελτίωση του εισοδήματός τους και της ατομικής υλικής τους ευημερίας.

«Ο ατομικισμός -έγραφε ο Τοκβίλ- είναι ένα συναίσθημα συνετό και φιλήσυχο, που προδιαθέτει κάθε πολίτη να αποσυρθεί με την οικογένειά του και τους φίλους του. Ετσι, αφού πρώτα δημιουργήσει μια μικρή κοινωνία για δική του χρήση, εγκαταλείπει πρόθυμα τη μεγάλη κοινωνία στον εαυτό της». Στην αγορά το άτομο αποδεσμεύεται από τις παραδοσιακές κοινωνικές του υποχρεώσεις. Οσο περισσότερο το άτομο ταυτίζεται με το οικονομικό άτομο τόσο περισσότερο αυτό το τελευταίο καταλήγει να αντιπροσωπεύει τον κυρίαρχο ανθρώπινο τύπο στους κόλπους μιας κοινωνίας και τόσο περισσότερο το πεδίο της πολιτικής συζήτησης περιορίζεται, καθώς δεν αντιπαρατίθενται πλέον παρά μόνον εξίσου πιθανοί τρόποι διαχείρισης μιας οικονομίας της αγοράς, που αποβλέπουν στο να ικανοποιούν τα οικονομικά άτομα.

Μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο, το οποίο ήδη ελάχιστα ευνοεί καθεαυτό την άνθηση των δημοκρατικών αρετών, ο θρίαμβος σε αυτά τα τελευταία είκοσι χρόνια ενός χρηματιστικού κερδοσκοπικού καπιταλισμού και η παρόξυνση του Homo economicus αύξησαν υποχρεωτικά την αδιαφορία για τις δημόσιες υποθέσεις, δημιουργώντας την εντύπωση ότι δεν υπάρχουν άλλες αποδεκτές πολιτικές επιλογές, εκτός από εκείνες που συμβάλλουν στην ενίσχυση του κερδοσκοπικού κεφαλαίου και των συνακόλουθων ανισοτήτων. Χωρίς να συνυπολογίζουμε ότι τα πελώρια χρηματικά ποσά, που απαιτούνται για να οργανωθούν εκλογικές εκστρατείες ή για να χρηματοδοτηθούν αξιόπιστα όργανα του τύπου, αυξάνουν μηχανικά το συγκριτικό πλεονέκτημα των οικονομικών ολιγαρχιών στην πάλη για την κατάκτηση της ιδεολογικής και πολιτικής ηγεμονίας.

Βλέπουμε πως η σύζευξη του ατομικισμού με τον οικονομισμό αντιπροσωπεύει μια απειλή για τη δημοκρατία. Αλλά, αντίστροφα, δυσκολευόμαστε να παραδεχθούμε ότι η αύξηση της ελευθερίας επιλογής που παραχωρείται στο άτομο μπορεί να συμβαδίζει με έναν περιορισμό της δημοκρατίας.

(...) Είναι προφανώς δύσκολο να συνεχίσουμε αυτή τη συζήτηση χωρίς να συμφωνήσουμε τουλάχιστον σε μιαν αποδεκτή έννοια δημοκρατίας. Εδώ όμως είναι μεγάλος ο κίνδυνος να χαθούμε σε ατελείωτες σχολαστικές συζητήσεις. Ωστόσο, είναι ίσως δυνατό να τις αποφύγουμε, αν απομακρυνθούμε από στενά οικονομικές προσεγγίσεις της δημοκρατίας, για να παρατηρήσουμε ότι, όποιον ορισμό και αν της δώσουμε, αυτό που είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό στην τωρινή κατάσταση της δημοκρατίας είναι ότι αυτή εμφανίζεται όλο και περισσότερο ως κάτι που δίνεται, εξάγεται ή παραχωρείται μάλλον, παρά ως κάτι που κατακτιέται αληθινά και οικοδομείται. Το ότι σκέφτονται όλο και περισσότερο τη δημοκρατία ως κάτι που θα μπορούσε να παραχωρηθεί, ως ένα πράγμα, ένα τεχνικό εργαλείο, σχεδόν μια μηχανή, φαίνεται ιδιαίτερα καθαρά στις αμερικανικές θεωρίες της «δημοκρατικής ειρήνης» και ειδικότερα στη νεοσυντηρητική και μπουσική τους εκδοχή. Σε αυτή την αντίληψη, η δημοκρατία δεν είναι το αποτέλεσμα μιας κατάκτησης της ελευθερίας τους από τους ίδιους τους λαούς, αλλά είναι ο καρπός μιας προσφοράς από το εξωτερικό, ενός δώρου της δημοκρατίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Θεωρείται βεβαίως ότι οι λαοί είναι δυνητικοί αιτούντες αυτού του δώρου και ότι θα το αποδεχθούν με αναγνώριση, αλλά δεν θεωρείται ότι είναι ή ότι μπορούν να είναι άμεσα οι πρωταγωνιστές.

Αλλά, με μικρές παραλλαγές, αυτό που ισχύει για τις σχέσεις της Δύσης, και ιδιαίτερα των Ηνωμένων Πολιτειών, με τις χώρες που βρίσκονται στον δρόμο του εκδημοκρατισμού ισχύει επίσης όλο και περισσότερο και στους κόλπους των ίδιων των δημοκρατικών χωρών. Η δημοκρατία δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως μια πολιτική τάξη που πρέπει να οικοδομηθεί από κοινού από τις διάφορες ομάδες ή τάξεις που συγκροτούν την πολιτική κοινότητα, αλλά ως μια ήδη οικοδομημένη πραγματικότητα, που πρέπει να παραχωρείται και να διανέμεται από το κράτος. Δεν σκέφτονται πλέον να οικοδομήσουν ένα δημοκρατικό κράτος. Ζητούν από ένα κράτος που εμφανίζεται ως ήδη από τη φύση του δημοκρατικό, να διανείμει τα δικαιώματα ή τη νομική αναγνώριση. Από συν-θεμελιωτές της δημοκρατίας, τα άτομα των δημοκρατικών κοινωνιών γίνονται οι πιστωτές της.

Σε αυτό το σημείο συναντιούνται πιθανόν οι δύο ατομικισμοί, ο οικονομίστικος ατομικισμός και ο απελευθερωτικός ατομικισμός, ο ατομικισμός της κατανάλωσης και ο ατομικισμός της απελευθέρωσης. Εδώ επίσης αρθρώνονται και συντίθενται οι δύο μεγάλες ιστορικές στιγμές της δημοκρατικής διεκδίκησης, εκείνη της αναδιανομής κι εκείνη της αναγνώρισης. Στη διάρκεια των δύο περασμένων αιώνων οι κυριότεροι κοινωνικοί αγώνες, από τη στιγμή που κατακτήθηκε η πολιτική ισοτιμία, στράφηκαν γύρω από το ζήτημα της αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου. Ολες οι άλλες συγκρούσεις, οι σχέσεις ανάμεσα στα φύλα, ανάμεσα στους πολιτισμούς, στις θρησκείες ή στις γενεές, θεωρήθηκε ότι μπορούν να εγγραφούν στο πρωταρχικό πλαίσιο της πάλης για την αναδιανομή των οικονομικών πόρων.

Εδώ και μία τριακονταετία, αντίθετα, είναι οι αγώνες για την αναγνώριση της ίσης αξιοπρέπειας κυριαρχούμενων ομάδων, γυναικών, θρησκευτικών ή σεξουαλικών μειονοτήτων, περιφρονημένων πολιτισμών κ.λπ., αυτοί που παίρνουν το προβάδισμα σε σχέση με τους καθαρά οικονομικούς αγώνες. Η πάλη για τη χειραφέτηση των ατόμων εγγράφεται στο πλαίσιο αυτής της πάλης για την αναγνώριση. Πρόκειται για πάλη αδιαίρετα ατομική και συλλογική ή «κοινοτική».

Αυτό όμως που είναι εντυπωσιακό είναι το ότι αυτή η πάλη για την αναγνώριση διεξάγεται σε μεγάλο βαθμό με βάση το ίδιο μοντέλο με το οποίο διεξάγονταν οι αγώνες για την οικονομική αναδιανομή, ωσάν η αναγνώριση να ήταν ένα αγαθό που παράγεται από το κράτος, που θα έπρεπε και θα μπορούσε να γίνει το αντικείμενο μιας ίσης διανομής. Και εδώ επίσης η δημοκρατία γίνεται αντιληπτή ως το αποτέλεσμα ενός δώρου που το περιμένουν ή το απαιτούν από το κράτος, το οποίο θεωρείται εγγενώς δημοκρατικό. Το κράτος θεωρείται χορηγός δημοκρατίας.

Αυτό που καθιστά την κοινωνία ιδεατά δημοκρατική είναι το ότι οι πολίτες κρίνουν πως είναι κάτοχοι ενός ηθικού δικαιώματος να δέχονται την αναγνώριση με όλα τα υλικά πλεονεκτήματα που τη συνοδεύουν. Ετσι εξηγείται το ότι οι δημοκρατίες μας υποτίθεται ότι μπορούν να λειτουργούν μόνες τους, σχεδόν χωρίς δημοκράτες, χωρίς αγωνιστές αφοσιωμένους στην υπόθεση της δημοκρατίας.

'Η μάλλον, υποτίθεται ότι όλα τα μέλη τους είναι δημοκράτες, αλλά δημοκράτες μόνο για τους εαυτούς τους, προσηλωμένοι μόνο στον στόχο να ισχύσουν τα δικαιώματά τους και διόλου στον στόχο να οικοδομήσουν και να ζωογονήσουν μια δημοκρατική πολιτική κοινότητα. Αυτή η τελευταία υποτίθεται ότι είναι ήδη διαμορφωμένη, και καλά διαμορφωμένη, μια για πάντα. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη να συμβάλουμε σε αυτό. Υπάρχουν επαγγελματίες γι' αυτόν τον σκοπό, πολιτικοί ή δημόσιοι λειτουργοί. Δεν υπάρχει καμιά ανάγκη για διαβούλευση, για συζήτηση ανάμεσα σε διαφορετικές αναπαραστάσεις του καλού και του κακού. Εξάλλου, τίποτα δεν είναι καλό, τίποτα δεν είναι κακό. Το σημαντικό είναι να ακολουθούμε τις διαδικασίες.

Ολες αυτές οι παρατηρήσεις, των οποίων δεν παραγνωρίζουμε τον ερευνητικό και αβέβαιο χαρακτήρα, θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε μιαν απλή θέση: η δημοκρατία απειλείται, φθίνει και εξαντλείται από τη στιγμή που τη θεωρούμε ήδη υλοποιημένη και όχι μια πραγματικότητα που πρέπει να οικοδομήσουμε ή να ανοικοδομήσουμε, εκδημοκρατισμό που πρέπει να υλοποιήσουμε. 'Η ακόμα, όσο περισσότερο βέβαιη είναι για την ύπαρξή της τόσο πιο πολλές ελλείψεις παρουσιάζει. (...)

Σημ.: Το κείμενό του αυτό δημοσιεύτηκε στην περιοδική επιθεώρηση «Revue Du Mauss» (Νο 25/2005).

ΠΗΓΗ:εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/09/2007
Reblog this post [with Zemanta]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails

AddThis

| More