Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

Οι Ελληνες και ο κόσμος

του Δ. ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, διευθυντή του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών.

Αν την ίδια στιγμή πέσεις πάνω σε ένα λύκο και σε έναν Ελληνα, σκότωσε τον Ελληνα· από τον λύκο μπορεί και να γλιτώσεις».

Την κοίταζα έκπληκτος. Ηταν χαρακτηριστικός τύπος Ιταλίδας, με την έμφυτη εγκαρδιότητα, τη χαρούμενη διάθεση και την άνεση που δίνουν τον τόνο στην όλη συμπεριφορά των γυναικών της χώρας της, εφόσον δεν έχουν βαριά οικονομικά ή οικογενειακά προβλήματα. Ειδικά ως προς τους Ελληνες όσα είχε πει ως τότε διόλου δεν έδειχναν ότι μας θεωρούσε χειρότερους από θηρία. Από πού πήγαζε αυτό το ξέσπασμα; Είναι δυνατόν, ειδικά σήμερα, να μας θεωρούν τόσο επίφοβους;

«Μας ξέρετε;», τη ρώτησα.

«Βεβαίως. Η μάνα μου, που τη λάτρευα, ήταν Ελληνίδα».

Οι υπόλοιποι, Ισπανοί στην πλειονότητά τους, παρακολουθούσαν τη συζήτηση με ζωηρό ενδιαφέρον. Σαφέστατο ήταν ότι και αυτοί πολλά είχαν να πουν επί του θέματος, αλλά, καθώς θεωρούνται ο πιο ιπποτικός λαός της Ευρώπης, θα προτιμούσαν ­ θεωρητικώς έστω ­ να πεθάνουν παρά να ενοχλήσουν ξένο στον τόπο τους. Τότε ενέσκηψε στη συζήτηση ο Κορσικανός: «Εμείς λέμε...», άρχισε ­ και σταμάτησε για να ρίξει μια μεγάλη ματιά γύρω του.

Ενδομύχως ετοιμάστηκα για το επόμενο χτύπημα· προμηνυόταν φοβερό. Οι Κορσικανοί, πράγματι, είναι σαν τους δικούς μας Μανιάτες αλλά πιο αυθόρμητοι και περισσότερο βίαιοι: στο νησί τους, «έναν παράδεισο», δεν είναι τελείως απίθανο να γίνει κάποιος κομμάτια «για αστείο».

«Εμείς λέμε», συνέχισε ο συμπατριώτης του Ναπολέοντα, «μακάρι να πέσεις σε χέρια Ελληνα».

Η σιωπή γύρω μου γινόταν πνιγηρή· οι Ισπανοί είχαν αρχίσει να δυσφορούν. Θέλησα να ξαναφέρω ατμόσφαιρα εγκαρδιότητας.

«Και πότε το λέτε αυτό;», ρώτησα προσεκτικά προσεκτικά.

«Οταν θέλουμε να ρίξουμε κατάρα».

Ενιωθα κολλημένος στον τοίχο. Ο Κορσικανός ξέσπασε σε γέλιο πλατύ: «Δεν σημαίνει όμως αυτό ότι δεν σας θαυμάζουμε· συχνά σας αγαπάμε κιόλας». Και μετά, πιάνοντας το ποτήρι του: «Στην υγειά σου, με όλη μου την καρδιά», είπε και ήπιε.

Τι ξέρουμε για τους προγόνους μας; Λίγα πράγματα. Πιάνουμε το νήμα της συνέχειας που διατρέχει τις χιλιετίες ­ αλλά δεξιά και αριστερά σκοτάδι. Φως έχει πέσει αρκετό στον 5ο αιώνα π.Χ.· λιγότερο στον επόμενο. Για την περίοδο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τα ελληνιστικά χρόνια γνωρίζουμε κατά βάση ό,τι αξιοποιήθηκε από ξένους. Οσον αφορά τον Μεσαίωνα και τα μετέπειτα, μόνο την επιφάνεια: Ποιοι ήταν οι ψυχολογικοί μηχανισμοί που διείπαν τον ιδιωτικό αλλά και δημόσιο βίο των υπηκόων του πιστού εν Χριστώ βασιλέως Ρωμαίων; Γιατί ο Ηράκλειος «άφησε να νικήσουν» οι Αραβες; Τι γλώσσα μιλούσαν τότε; Γιατί τα αρχαία ελληνικά διατήρησαν την αίγλη τους στον χριστιανικό κόσμο; Τι εκπροσωπούσε ο Φώτιος; Ποιο ήταν το ιδεολογικό σύστημα της αυτοκρατορικής αυλής; Υπήρξαν αόρατες συγκρούσεις; Ποια ήταν η ουσιώδης αιτία του σχίσματος με τη Δυτική Εκκλησία; Από πού προήλθε το γενικότερο μίσος προς τη Δύση; Μέσα από ποιες διεργασίες μπόρεσαν οι Οθωμανοί να φτιάξουν κράτος και να καταπιούν την Κωνσταντινούπολη; Πώς αντιμετώπισαν τα διάφορα τμήματα του ελληνικού κόσμου την πτώση της αυτοκρατορίας; Τι ένιωσαν κατά τον 16ο αιώνα οι κάτοικοι των πόλεων; Πώς ζούσαν οι άνθρωποι της υπαίθρου; Ποια ήταν τα μεγάλα κίνητρα της εξέγερσης του Σκυλοσόφου στις αρχές του 17ου αιώνα; Γιατί εγκαταλείφθηκε τότε το σχέδιο του παγχριστιανικού ξεσηκωμού κατά των Οθωμανών; Αντιστρόφως, πώς αντιμετώπιζαν οι σουλτάνοι τους έλληνες υπηκόους τους; Γιατί απέτυχαν τα ορλωφικά; Γιατί οι Πελοποννήσιοι δεν άφησαν ποτέ το τουφέκι; Γιατί οι Επτανήσιοι, «Δυτικοί σαν τους Ιταλούς», δεν έγιναν ποτέ ρωμαιοκαθολικοί; Ποιες ήταν οι βαθύτερες, διεθνείς συνέπειες της κατοχής των Κυκλάδων από τους Ρώσους; Από πού ξεκίνησε η Φιλική Εταιρεία; Πώς πέτυχε η Επανάσταση του 1821; Πήραν τα όπλα «πρώτα υπέρ πίστεως και μετά υπέρ πατρίδος» ή αντίστροφα; Ποια είναι, σε παγκόσμιο επίπεδο, η σημασία του Ελληνικού Ναυτικού; Τι πήγαινε να κάνει ο Κολοκοτρώνης; Τι επιζητούσε ο Καποδίστριας; Τι ρόλο έπαιξε στην ανεξάρτητη Ελλάδα ο κάθε βασιλιάς ξεχωριστά; Πώς εισπήδησε στο πολιτικό προσκήνιο ο Ελευθέριος Βενιζέλος; Πώς εξηγούνται οι δολιχοδρομίες του και το δραματικό του τέλος; Γιατί οι Γερμανοί απέφευγαν να χτυπήσουν την Ελλάδα; Ποιες ήταν οι βαθύτερες συνέπειες της ιταλικής ήττας τον χειμώνα του 1940-1941; Πώς αποτιμάται ο Αρης Βελουχιώτης; Πώς έβλεπε ο Στάλιν την Ελλάδα;

Στη χώρα μας έχουν μείνει λίγα ερείπια και ακόμη λιγότερα αρχεία: ο κόσμος έχει υπαρξιακώς κουραστεί από τις επί χιλιετίες εισβολές, επιδρομές, στάσεις και καταστροφές. Ο,τι ήταν παλιό θεωρήθηκε παλιό ­ και πετάχτηκε. Ετσι, αν είναι να κάνει κανείς εκτεταμένη έρευνα για την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας π.χ., πρέπει να πάει σε αρχειακά κέντρα είτε της Τουρκίας είτε της Ισπανίας. Ο Παπαρρηγόπουλος είχε γενικώς δίκιο, αλλά οι επιστημονικές μονογραφίες που απαιτεί η οιονεί πλαισίωση του έργου του χρειάζονται όχι γενεά μα γενεές ερευνητών. Οσον εξάλλου αφορά ειδικώς τον Μεσαίωνα και τα πριν, το «Ονομα του Ρόδου» του Ουμπέρτο Εκο έδωσε ­ ίσως ακούσια ­ μια πρώτη γεύση: Μήπως υπάρχουν κείμενα αρχαίων άγνωστα ακόμη; Μήπως πρέπει οι μεγάλες βιβλιοθήκες της Δύσης να σαρωθούν ακόμη μία φορά α λα Σάθα;

Πέρα όμως από τα «τεκμήρια», υπάρχει και η διαίσθηση, βασική πηγή της οποίας είναι η επαφή με τους ανθρώπους: κακώς θεωρείται η κλασική περίοδος μοναδική εστία αίγλης των Ελλήνων· αντίθετα, οι πολλές και σπουδαίες λέξεις που συνεχώς χρησιμοποιούνται από ευρωπαϊκούς λαούς προέρχονται από την «ύστατη» αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα. Πράγματι, το έτυμον λέξεων όπως «μιλάω» (parler, parlare, από την «παραβολή»), «δωμάτιο» (chambre, camera, camara, από την «καμάρα»), «χορός» (bal, ballo, baile, από το «βαλλίζω»), «πλατεία» (place, piazza, plaza, από την «πλατέα») είναι σαφώς ελληνικό. Ελληνικός είναι ακόμη και ο όρος «Πάπας», λέξη που ακόμη χρησιμοποιούμε είτε με τη μορφή «παπάς» είτε ­ περασμένη από τα τουρκικά ­ ως «μπαμπάς».

Εκτός από τους γνωστούς αποικισμούς, δύο φορές πρέπει περιοχές της Ευρώπης να κατακλύστηκαν από σμήνη Ελλήνων: μία κατά την Εικονομαχία και μία στη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Τα σμήνη αυτά εγκαταστάθηκαν, κατά πάσα πιθανότητα, στην Ιταλία, στην Ισπανία ­ και από εκεί στη Λατινική Αμερική ­ αλλά και στη Νότια Ρωσία. Οπωσδήποτε εντυπωσίασαν: ήταν και καλοί αγρότες και σπουδαίοι ναυτικοί και ικανοί έμποροι αλλά και πολεμιστές επίφοβοι. Οι ντόπιοι πρέπει να τους θαύμαζαν και κάποτε να τους φθονούσαν ­ ώσπου οι ομογενείς μας αφομοιώθηκαν στο περιβάλλον τους, που τους ήθελε, και το ζήτημα έληξε. Και βέβαια, πάνω από αυτές τις μεταναστεύσεις, σπαράγματα της μνήμης των οποίων διατηρούνται ως σήμερα, αιωρείται το μέγα θέμα του μυκηναϊκού κόσμου, όσον αφορά το οποίο το ευρύ κοινό αγνοεί ουσιαστικώς τα πάντα.

Ο Παπαρρηγόπουλος κατάλαβε τους Ελληνες· γι' αυτό και μπόρεσε να γράψει την ιστορία τους. Οσοι μετά από αυτόν τους κατάλαβαν ήταν συνήθως ξένοι και μεταξύ τους εντυπωσιάζουν ­ ανεξαρτήτως των κινήτρων και των επιμέρους θέσεων ­ μορφές σαν τον σερ Στίβεν Ράνσιμαν αλλά και τον Πάτρικ Λι Φέρμορ. Τόσο ο Παπαρρηγόπουλος όσο και οι ξένοι συνεχιστές του πνεύματός του είχαν χαρακτηριστικό κοινό: προτού καταλήξουν στην Ελλάδα, ήταν σε θέση να κατανοήσουν τον κόσμο όλον. Ακριβώς το ανάποδο, δηλαδή, από εκείνο που συνήθως επιχειρείται στον τόπο μας. ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 23-11-1997
Reblog this post [with Zemanta]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails

AddThis

| More